αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του. Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο η λες πως θάν! καλύτερος ο νυν από τον τ"ως #ως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ! τον λύκο $ότε μονάχα να χαρείς% αν θάναι ο τελευταίος &ι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρ"ος με τα χ"ρια σου να σηκωθείς. …και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν. Γιατί οι άνθρωποι, σύντροε, ζουν απ’ τ! στιγμ" που #ρίσκουν μια θέσ! στ! ζω" των άλλων.
Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράεσαι υπάρ!ει" και ξα#νικά δε μ’ ένοιαε που εί!αμε νικ$%εί, &όλο το άπειρο είναι δικό μας', είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να #έρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου. (ούτος ο λαός, α#έντ$ μου, δεν ξέρει πολλά λόγια, σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια. )αι κάποιο βράδυ * πες σαν !τες * υ+,νει το κε#άλι κι αστρά#τουνε τα μάτια του κι αστρά#τει ο νους του πάλι. )ι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα κι από τ$ λάσπ$ ξεκολλά τ$ς -στορίας $ ρόδα. )αι τούτο το περή#ανο, τ’ άμετρο +υ!ομέτρι, μόν$ σ$μαία το #ως κρατεί, μόνο σπα%ί το αλέτρι. )ι από τους τά#ους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγ,να και μπαίνουν πάλι στ$ σειρά με σιδερένιο γόνα. )αι #έγγουνε τα μάτια τους σ’ όλο το μέγα βά%ος σάμπως Ανάστασ$ς κεριά μετά από τ’ .γιο /ά%ος. 0άτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός τ$ς δικαιοσύν$ς και πάει να σπείρει όλ$ τ$ γ$ς με στάρι κι άστρα ειρήν$ς. )ι ως πάνω τους $ 1ευτεριά πάλλοντας ανατέλλει #ουσκ,νει $ άκρατ$ καρδιά του αν%ρ,που σαν καρβέλι.