Anda di halaman 1dari 10

ΜΟΥΣΙΚΗ

Η αρμενική μουσική έχει τόσο βαθιές ρίζες όσο και η ιστορία του αρμενικού λαού και παρουσιάζει πλούσιο περιεχόμενο και
μεγάλη ποικιλία.
Ώς ορεινή χώρα στην παράδοση της Αρμενίας κυριαρχούν η μουσική και τα τραγούδια της υπαίθρου.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα η Αρμενία γνώρισε μια πολιτική άνοιξη, που είχε τον αντίκτυπό της και στον πολιτισμό. Σύμφωνα με
ελληνικές, ρωμαϊκές και αρμενικές μαρτυρίες η Αρμενία κατείχε μια σημαντική θέση μεταξύ των τότε προηγμένων χωρών.
Τον καιρό του Τιγράνη του Μέγα (95-55 π.Χ.) η ποίηση, το θέατρο και η μουσική γνώρισαν μια πρωτοφανή άνθηση.
Με την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, το 301 μ.Χ., απαγορεύτηκε αυστηρά η
προχριστιανική μουσική καθώς και η δραστηριότητα των λαϊκών τροβαδούρων. Οι τελευταίοι ήταν ταυτόχρονα ποιητές,
τραγουδιστές και μουσικοί και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τον λαό. Παρά τις απαγορεύσεις, η λαϊκή μουσική, όντας
στενά συνδεδεμένη με την νοοτροπία, την σκέψη και την ψυχολογία του λαού, κατόρθωσε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί
ακόμα περισσότερο. Η μουσική αυτή περιλάμβανε θέματα επικά, ερωτικά, παραινετικά, φιλοσοφικά, ηθικολογικά, κοινωνικά
καθώς και θέματα από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων.
Η Αρμενία λόγω της γεωγραφικής της θέσης βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση, με αποτέλεσμα η μουσική της να
είναι επική, θρησκευτική, αγροτική. Το λυρικό στοιχείο εμφανίζεται κατά τον 10ο αιώνα, με τα περίφημα «ντάγ» (ωδή).
Με την πτώση του Ανί και του Ματζικέρτ στα μέσα του 11ου αιώνα και με την κατάληψή της τον 16ο αιώνα από τους Πέρσες,
η Αρμενία έζησε την μεγαλύτερη περίοδο σκότους, μια πορεία εννέα περίπου αιώνων.
Ο λαός ξενιτεύτηκε και όσοι έμειναν βρήκαν παρηγοριά στα μακρόσυρτα, λυπητερά αυτοσχέδια τραγούδια των
τροβαδούρων. Τα τραγούδια των «μπαντούχτ» (ξενιτεμένων, προσφυγιάς) εμφανίζονται με παραλλαγές αμέτρητες.
Η τέχνη των «ασούγ» (τροβαδούρων), σύνθετη, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, συνδυασμός ποίησης και σύνθεσης
τραγουδιού. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του είδους, ο Σαγιάτ-Νοβά (1712-1795) ήταν το λαμπρό δημιουργικό πνεύμα
της εποχής του. Τα έργα του βασίστηκαν στο μουσικό όργανο «κεμαντσά». Χάρη στη σπάνια καλλιτεχνική του ιδιοφυία,
κυριάρχησε όχι μόνο στον Καύκασο αλλά και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως. Το ότι τραγούδησε σε τέσσερις γλώσσες οφείλεται
κυρίως στις ανάγκες του πολυεθνούς ακροατηρίου του.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αρμενία ήταν τεχνητά χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική. Όμως παντού επικρατούσε η
αντίληψη της αναδημιουργίας και αναγέννησης της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο ανανεωτικός άνεμος που φύσαγε και στα δύο τμήματα της Αρμενίας έφτασε, στις αρχές του 20ου αιώνα, στο
αποκορύφωμά του. Η Δυτική Αρμενία ζούσε μετά από δεκαπέντε αιώνες την δεύτερή χρυσή εποχή της.
Ο Γκομιτάς (1869-1935), γεννημένος ως Σογομών Σογομωνιάν στην Κιουτάχεια, ίδρυσε την αρμενική κλασική μουσική και
φανέρωσε τις μεγάλες δυνατότητες μελωδικής, αρμονικής και πολυφωνικής εξέλιξης, κρυμμένες στην λαϊκή παράδοση.
Κατέγραψε χιλιάδες τραγούδια και καλλιέργησε τις αρχές της εθνικής έντεχνης μουσικής, αναβαθμίζοντας το λαϊκό τραγούδι
στο επίπεδο του κλασικού. Ακαταπόνητος μελετητής, ίδρυσε χορωδίες, έδωσε διαλέξεις στην Ευρώπη, διασκεύασε την
αρμενική θεία λειτουργία αριστοτεχνικά. Υπήρξε λαμπρός ερμηνευτής. Ο Γκομιτάς έβαλε τα θεμέλια της αρμενικής μουσικής
και της μουσικολογίας. Πέθανε στο Παρίσι, μετά από 20 χρόνια ταλαιποριών και πνευματικής στειρότητας που του
προκάλεσε η δοκιμασία της γενοκτονίας.
Η μετέπειτα εποχή συμπίπτει με τη δημιουργία του αρμενικού κράτους, που φέρνει μια νέα γενιά δημιουργών με συνθέσεις
ιστορικής επαναστατικής θεματολογίας ή καθαρώς πατριωτικής, πέρα από τις γνωστές ως τότε τάσεις. Φυσιογνωμία που
δεσπόζει ο Αράμ Χατσαντουριάν(1903-1979) χαρακτηρίζεται από την Ουνέσκο ώς ένας απ’ τους γνωστότερους μουσικούς
της εποχής.
Η σύγχρονη αρμενική μουσική οφείλει πολλά και στους Αλάν Οβάννες, Αρνό Μπαμπατζανιάν, Αλεξάντρ Χαρουτιουνιάν,
Έντγκαρ Οβαννισιάν και Εντουάρντ Μιρζογιάν.
Όσον αφορά τα μουσικά όργανα, ο αρμενικός λαός, στο πέρασμα των αιώνων, χρησιμοποίησε τα έξης όργανα:
Πνευστά: ζουρνάς, φλάουτο, ντουντούκ, τρομπέτα.
Έγχορδα: νταβίγ, πανπίρ, σαζ, ταρ, κεμαντσά, κανονάκι, κναρ.
Κρουστά: ταπ, τχόλ,τύμπανο, τζιντζγά. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
O παραδοσιακός χορός είναι η τέχνη μέσω της οποίας εκφράζεται το συναίσθημα και η νοοτροπία ενός λαού.
Στην παγανιστική Αρμενία, τα πρώτα δείγματα των Αρμενικών παραδοσιακών χορών τα συναντούμε στις βραχογραφίες της
περιοχής Σιουνίκ, στα όρη του Κεγάμ και του Γκουτασάρ και αναπαριστούν χορευτικές φιγούρες με τα χέρια απλωμένα και τα
δάκτυλα ανοιχτά. Χρονολογούνται στον 7ο και 8ο π.Χ αιώνα.
Την εποχή εκείνη, είχαν αναπτυχθεί μεγάλα πολιτιστικά κέντρα όπως το Αρτασάτ, το Αρμαβίρ, η Ανί, το Μπακαράν, το
Γερβαντασάτ, από τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες τελετουργικών χορών. Εκτελούνταν από ιερείς και ιέρειες των
ναών. Μελέτες που έγιναν γύρω από τους παραδοσιακούς χορούς κατέληξαν ότι από αυτούς τους χορούς ξεκίνησε και
διαμορφώθηκε ο αρμενικός παραδοσιακός χορός.
Από την μικρογραφική ζωγραφική της Μεσαιωνικής περιόδου προκύπτουν πάρα πολλές πληροφορίες για τους χορούς και
συγκεκριμένα για τις μάσκες, τις ενδυμασίες, τις καθημερινές συνήθειες. Περισσότερες δε πληροφορίες προκύπτουν από τα
κείμενα αφού η μικρογραφία ουσιαστικά ήταν εικονογράφηση των ιερών κειμένων.
Η εκκλησία θεωρούσε σατανικές τις τέχνες του χορού, του θεάτρου κ.λ.π. και τις πολεμούσε. Επενέβαινε στην εργασία των
εικονογράφων, ίσως και των κειμενογράφων, οι οποίοι κατέγραφαν στο περιθώριο του βιβλίου διάφορες σημειώσεις, που
σήμερα αποτελούν μια πολύ σημαντική και ζωντανή πληροφόρηση. Σ’ αυτή την περίοδο, για τον ίδιο λόγο, η εκκλησία
καταφέρεται εναντίον των βάρδων, των μίμων, των ηθοποιών όπως προκύπτει από την εκκλησιαστική λογοτεχνία. Σύμφωνα
με πληροφορίες που υπάρχουν από τον 5ο έως τον 10ο αιώνα, ο Γεζνίκ από το Γκοχμν, ο Βαχάν Μαρταγκουνί, ο Χοσρόφ κ.ά,
εφιστούν την προσοχή των χριστιανών, να μη συμμετέχουν σε εκδηλώσεις λαϊκών χορών, θεατρικών παραστάσεων κ.λ.π. Και
μόνον αυτή η επισήμανση αποδεικνύει την εξέλιξη, το επίπεδο και την απήχηση που είχε ο χορός και οι τέχνες γενικότερα
στη μεσαιωνική Αρμενία. Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πλέον διαμορφώνθηκε η αρμενική λαογραφία και
εθνογραφία, μπήκαν οι πρώτες βάσεις για τους παραδοσιακούς χορούς.
Η Αρμενία είναι μια μικρή χώρα, έχει όμως πολλές εθνογραφικές περιόδους. Η κάθε μια από αυτές έχει έναν ιδιαίτερο
πολιτιστικό χαρακτήρα που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες λαογράφων του 19ου αιώνα, εκφράζεται από τη διάλεκτο, την
ενδυματολογία, την τεχνική κ.ά. Στην διαμόρφωση των αρμενικών παραδοσιακών χορών, σημαντική υπήρξε η
συμβολή του αρμένιου κληρικού Γκομιτάς (1869 – 1935), ο οποίος κατέγραψε, διέσωσε και μελέτησε την αρμενική μουσική
και τη λαϊκή παράδοση. Θεωρείται ο ιδρυτής της εθνομουσικολογίας, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωση την λαϊκών
παραδοσιακών χορών. Είναι αυτός που περιγράφει έναν από τους παλαιότερους αρμενικούς χορούς, το «μπαρερκαΐν ζαμέρ»
(ώρες χορού). Εδώ ο Γκομιτάς κατηγοριοποιεί τη δομή του αρμενικού χορού, τις κινήσεις, τη στάση και θέση του ανθρώπινου
σώματος, που συνυπάρχουν στο χορό άμεσα συνδεδεμένα με τη μουσική.
Ο επόμενος σταθμός που καθόρισε τον αρμενικό παραδοσιακό χορό ξεκινά στη δεκαετία του 1920 με τη σοβιετοποίηση της
Αρμενίας. Μετά την γενοκτονία του 1915 η Δυτική Αρμενία αποτέλεσε κομμάτι του Τουρκικού κράτους, ενώ στην Ανατολική
δημιουργήθηκε ένα νέο καθεστώς σε μια διαλυμένη χώρα. Στις συνθήκες αυτές ιδρύθηκε ο πρώτος όμιλος παραδοσιακών
χορών, από άτομα που διασώθηκαν από τις σφαγές και βρήκαν καταφύγιο στη χώρα. Άρχισαν να εμφανίζονται με τις
παραδοσιακές τοπικές τους ενδυμασίες και τα παραδοσιακά λαϊκά τους όργανα. Χάρη σ’ αυτή την προσπάθεια σώθηκαν
πάρα πολλοί χοροί από τη Δυτική Αρμενία.
Η εθνοχορογραφία έλαβε σάρκα και οστά μετά το 1930, από τη λαογράφο, εθνογράφο, μελετήτρια των χορών και
ιστορικό Σρπουή Λισιτσιάν. Συνέλεξε γύρω στους 2.000 χορούς και κάποιες δραματοποιημένες παραστάσεις, στη διάρκεια
περιοδειών που οργάνωνε γι’ αυτό το σκοπό. Κατ’ αυτό τον τρόπο διέσωσε το γνήσιο παραδοσιακό χορό, κάτω από αντίξοες
συνθήκες, διότι η πολιτική κατάσταση, δεν ευνοούσε τη διαφύλαξη των εθνικών παραδοσιακών στοιχείων. Επίσης, πολύ
μεγάλη ήταν η συνεισφορά της στην καταγραφή της κίνησης των χορών (κινησιογραφία). Τη δεκαετία του 1940 εξέδωσε στη
Μόσχα μια μελέτη με το τίτλο «Κινησιογραφία» στη ρωσική γλώσσα, που αποτελούνταν από δύο βασικά μέρη. Στο πρώτο
μέρος γίνεται μια ιστορική αναδρομή και περιγράφεται η ιστορία της κινησιογραφίας ενώ στο δεύτερο μέρος υπάρχουν
καταγραφές των κινήσεων των χορών. Κατηγορίες παραδοσιακών αρμενικών χορών
Στους αρμενικούς χορούς μεγάλη σημασία έχει η κατεύθυνση. Υπάρχουν χοροί που χορεύονται από δεξιά προς τα αριστερά
και το αντίθετο. Οι πρώτοι π.χ. κατευνάζουν τα κακά πνεύματα σε περίπτωση ξηρασίας. Χωρίζονται σε κατηγορίες, όπως οι
πολεμικοί, οι χοροί του δρόμου, οι μιμητικοί, της εργασίας στην ύπαιθρο, της εργασίας στο σπίτι, οι γαμήλιοι, οι χοροί των
νεκρών. Ο χορός Γκιόβντ είναι πολύ χαρακτηριστικός αρχαϊκός χορός. Τα ίχνη του χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Ανάλογα με την περιοχή τον βρίσκουμε με πολλές ονομασίες όπως Γκιόλτ, Γκιέλτ κ.ά. και έχει πάρα πολλές εκδοχές. Ο
ρυθμός του είναι πολύ σιγανός, οι κινήσεις πολύ απλές και τελετουργικές. Εκφράζει τη νοοτροπία του λαού. Ορισμένες
φορές το Γκιόβντ χορεύεται από ολόκληρο το χωριό και διαρκεί ώρες. Το βασικό ρόλο τον έχει ο κορυφαίος χορευτής και
αυτό υποδηλώνει το πόσο παλιός είναι. Επίσης, κάποιο ρόλο έχει ο τελευταίος του χορού. Για το χορό αυτό επικρατεί η
έκφραση «η κεφαλή του χορού και η ουρά», λες και πρόκειται για μεγάλο ζώο που κινείται.
Ένας εξ’ ίσου παλιός χορός είναι ο χορός «παπουρί», που χορεύεται από πάρα πολλές ηλικίες. Τέλος υπάρχουν και οι
αριστοκρατικοί χοροί, όπως ο χορός «σεϊχανά», ένας βασιλικός χορός που χορεύεται από 8-10 γυναίκες πιασμένες από τα
χέρια, όχι σε κύκλο αλλά σε τετράγωνο. Είναι ένας κάπως γρήγορος χορός και έχει αυξομειώσεις στο ρυθμό του.
Έλληνες και Αρμένιοι που άλλαξαν το όνομά τους για να κάνουν καριέρα στην Τουρκία


Ο Νουμπάρ Τερζιγιάν και ο Αϊχάν Ισίκ σε σκηνή ταινίες που έπαιξαν μαζί (φωτ.: hurriyet.com)
Έχοντας την... ατυχία να γεννηθούν Αρμένιοι και Έλληνες αρκετοί ήταν οι καλλιτέχνες στην Τουρκία που στο παρελθόν
επέλεξαν να αλλάξουν το όνομά τους για να μπορέσουν να σταθούν και να σταδιοδρομήσουν στο χώρο των Τεχνών σε
μια χώρα που ποτέ δεν υπήρξε φιλική με το διαφορετικό.
Κάποιοι από αυτούς, με το πέρασμα του χρόνου αποκάλυψαν την αλήθεια άλλοι περιφρούρησαν το μυστικό ακόμα και
μετά θάνατο.
Ο Αϊχάν Ισίκ, γράφει το Armenian Weekly, υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς Τούρκους ηθοποιούς τις δεκαετίες του
΄50 και του ΄60. Ήταν επίσης παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, τραγουδιστής και ζωγράφος. Δεν είναι τυχαίο
ότι ο τουρκικός λαός τον αποκαλούσε «ο βασιλιάς χωρίς στέμμα».
Ένας βασιλιάς που έπρεπε να αλλάξει το όνομά του επειδή «ήταν πολύ αρμενικό» για να μπορέσει να κάνει καριέρα
στον χώρο της υποκριτικής.
Οι γονείς του είχαν καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1926. Ο Αϊχάν έχασε τον
πατέρα του σε ηλικία έξι ετών. Τότε η οικογένειά του μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε στην
Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Αρχικά εργάστηκε ως ζωγράφος και γραφίστας, ενώ πέρασε και από πολλά
περιοδικά της Πόλης.
Αϊχάν Ισίκ
Σύμφωνα με τη βιογραφία του, ήταν η επιμονή και η ενθάρρυνση του αρχισυντάκτη του περιοδικού Yildiz που τον
έπεισαν να πάρει μέρος σε διαγωνισμό υποκριτικής που διοργάνωνε το περιοδικό. Όμως πριν δηλώσει συμμετοχή τον
απασχόλησε το επώνυμό του: Ισιγιάν. Πώς θα έπαιρνε μέρος στον διαγωνισμό με ένα τόσο αρμενικό όνομα; Το άλλαξε
λοιπόν και υιοθέτησε το τουρκικό: Ισίκ. Τελικά έκανε μεγάλη καριέρα στον χώρο των τεχνών και έγινε ζωντανός θρύλος
του τουρκικού σινεμά. Πέθανε το 1979 σε ηλικία 50 ετών, προκαλώντας σοκ σε οικογένεια, φίλους και θαυμαστές. Την
αρμενική καταγωγή του είχε αποκαλύψει τότε ένας άλλος γνωστός Αρμένιος ηθοποιός, ο Νουμπάρ Τερζιγιάν που έκανε
καριέρα χωρίς να αλλάξει το όνομά του.
Όντας συντετριμμένος από το θάνατο του Ισίκ, ο οποίος τον αποκαλούσε «πατέρα», έγραψε ένα κείμενο προς
δημοσίευση στην εφημερίδα «Hurriyet» που ενόχλησε την οικογένεια του Ισίκ καθώς μπορούσε να παρεξηγηθεί και να
πιστέψουν όλοι ότι ήταν αρμενικής καταγωγής.
«Γιε μου Αϊχάν, αυτός ο κόσμος είναι εφήμερος. Ο θάνατος είναι η μοίρα όλων μας. Αλλά δεν πέθανες. Για εμάς ζεις
στις καρδιές μας και στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων που άφησες πίσω. Είσαι τόσο ευλογημένος. (...) Ο θείος
σου, Νουμπάρ Τερζιγιάν» έγραφε το σημείωμα, για το οποίο η οικογένεια σχολίασε ότι δεν υπήρχε συγγενική σχέση
μεταξύ Τερζιγιάν και Ισίκ. Πολύ αργότερα, το 2014, η καθηγήτρια Φατμά Μιουγκέ Γκιοτσέκ στο βιβλίο της Denial of
Αϊχάν Ισίκ ήταν επίσης αρμενικής καταγωγής αλλά με προσοχή αποσιώπησε την εθνοτική ταυτότητά του».
Η οικογένεια της Αντίλ Νασίτ. Η γιαγιά Κιουτσούκ Βερτζίν, ο θείος Νίκος, η μητέρα Αμέλια και ο αδερφός Σελίμ Νασίτ
Η Αντίλε Νασίτ, μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του τουρκικού σινεμά είχε ελληνική καταγωγή. Γνωστή για το
πηγαίο χιούμορ της και το γέλιο της, η Νασίτ για τους Τούρκους ήταν η «μητέρα Χαφιζέ», ένας από τους ρόλους που
είχε παίξει σε ταινίες. Συμμετείχε σε οικογενειακές σειρές, είχε τη δική της τηλεοπτική εκπομπή όπου έλεγε
παραμύθια.
Πίσω από το γέλιο της και την αστείρευτη χαρά της κρυβόταν η αλήθεια για τις ελληνικές ρίζες της. Η ηθοποιός ήταν
εγγονή της διάσημης Ελληνίδας χορεύτριας Κιουτσούκ Βερτζίν που είχε γεννηθεί το 1870.
Απόφοιτος του Ελληνικού Δημοτικού Σχολείου του Γαλατά, η Βερτζίν θεωρείται η πρώτη Ελληνίδα χορεύτρια του
μουσικοί. Η κόρη της Αμαλία έγινε επίσης γνωστή χορεύτρια «canto» και ηθοποιός του θεάτρου. Η εγγονή της Αντέλα,
η κόρη της Αμαλίας, γεννήθηκε την Τουρκική Δημοκρατία που ήταν εχθρική έναντι των Ελλήνων. Υιοθέτησε λοιπόν το
τουρκικό όνομα «Αντίλε» και έγινε «Αντίλε Νασίτ» και ποτέ δεν ξαναχρησιμοποίησε το πραγματικό ελληνικό όνομά της
στη διάρκεια της καριέρας της.
Ο Κενάν Παρς με την μικρή ηθοποιό Ζεϊνέπ Ντεγκιρμεντσίογλου
Ο Κιρκόρ Τσεζβετσιγιάν, Αρμένιος σουπερστάρ του τουρκικού σινεμά άλλαξε το όνομά του σε Κενάν Παρς μόνο για τις
ανάγκες της μεγάλης οθόνης. Η ταυτότητά του εξακολουθούσε να γράφει το πραγματικό όνομά του.
Σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει πως επειδή δεν ήταν μουσουλμάνος, δεν του έδωσαν όπλο όταν έκανε το στρατιωτικό
του στην πόλη Παλαιόκαστρον (Balikesir) αλλά εργαλεία για να σκάψει.
Μετά το θάνατό του, το 2008, η δημοσιογράφος Ναγιάτ Καρακόζ έγραψε ότι πως ο Παρς ήταν «μόνο ένας από τους
πολλούς Αρμένιους που άλλαξαν τα ονόματά τους... ήταν ένας από τους εκατοντάδες Αρμένιους με δύο
επαγγελματικές κάρτες. Πολλοί Αρμένιοι –κυρίως άνδρες– έχουν δύο επαγγελματικές κάρτες στην Τουρκία. Οι κάρτες
έχουν τόσο το αρμενικό όσο και το τουρκικό όνομά τους. Η αρμενική καταγωγή είναι ορατή μόνο εντός της αρμενικής
κοινότητας. Δεν είναι δημοσίως. Ειδικά 20 ή 30 χρόνια νωρίτερα, αυτό το φαινόμενο του «αόρατου» ήταν ακόμα πιο
διαδεδομένο».
* Όλες οι φωτογραφίες είναι από την τουρκική εφημερίδα Hurriyet
Αρμένιοι Συνθέτες: Η λίστα με τους καλύτερους

Τέτοιου είδους κατατάξεις δεν είναι τέλειες, είναι υποκειμενικές και φυσικά μπορεί να προκαλέσουν πολλές
αντιδράσεις. Είμαστε αρκετά σίγουροι ότι η λίστα των καλύτερων αρμενίων συνθετών δεν θα αποτελέσει την
εξαίρεση και υποθέτουμε ότι, όταν τη διαβάσετε,
θα έχετε πολλές ερωτήσεις και ίσως υπάρξει και κάποιος εκνευρισμός. Μερικοί ίσως σκεφτούν ότι ξεχάσαμε τον
σπουδαίο Σαγιάτ Νοβά, άλλοι θα μας κατηγορήσουν ότι δεν συμπεριλάβαμε τον παγκοσμίου φήμης Σαρλ Αζναβούρ.
Επίσης, η απουσία των πιο ξακουστών από τη βιομηχανία του Χόλυγουντ, του αρμένιου μουσικού Τζιβάν Κασπαριάν
ή του Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, οι οποίοι έγραψαν τραγούδια για τους περισσότερους γάλλους τραγουδιστές, ίσως φανεί
άδικη. Όμως δεν παραβλέψαμε αυτά τα ονόματα. Επίσης, αναγνωρίζουμε τον Κονστανίν Ορμπελιάν, την κορώνα της
σοβιετικής τζαζ, καθώς και το βασιλιά της τζαζ, Αρτέμι Αϊβαζιάν, τους διακεκριμένους μουσικούς Εντουάρ Μιρζογιάν
και Αλεξάντερ Χαρουτουνιάν. Με άλλα λόγια, η σχολή της αρμενικής μουσικής σύνθεσης δεν χωράει σε αυτήν τη
μικρή λίστα κι έτσι προσπαθήσαμε να περιλάβουμε τους συνθέτες του παρελθόντος ή αυτούς που έχουν αποβιώσει
πρόσφατα. Πριν καταλήξουμε στην κατάταξη αυτή, συζητήσαμε με πολλούς ιστορικούς της μουσικής και κάναμε μια
σφυγμομέτρηση, στην οποία ανταποκρίθηκαν πάνω από 100 άτομα από την Αρμενία, τη Ρωσία, τον Καναδά, τη
Γερμανία, την Ισπανία και τις Η.Π.Α..
Ντικράν Τσουκχατζιάν (1837 - 1898). Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στο Μιλάνο και είναι ο ιδρυτής της
αρμενικής τέχνης του μουσικού θεάτρου καθώς και ο συνθέτης των πρώτων αρμενικών έργων όπερας και οπερέτας.
Συνέθεσε αμέτρητες οπερέτες και μουσικές κωμωδίες. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Τσουκχατζιάν είναι η δημιουργία
της πρώτης αρμενικής όπερας «Αρσάκ Β’» (1868), που είναι βασισμένη στα ιστορικά θέματα των εθνικών πολέμων
ανεξαρτησίας των Αρμενίων έναντι των Περσών και του Βυζαντίου.
Μαγκάρ Γεκμαλιάν (1856 - 1905). Αποφοίτησε από το Σχολείο Μουσικής της Αγ. Πετρούπολης υπό τη διδασκαλία του
Νικολάι Ρίμσκι-Κορσακόφ. Είναι δημιουργός πολλών δημοφιλών ρομάντζων και έργων πιάνου, καθώς και της καντάτας
«Ταξίδια του Ρόδου». Θεωρούσε καλύτερο επίτευγμά του τη διασκευή της θείας λειτουργίας «Μπανταράκ», η οποία
εκδόθηκε το 1896 στη Λειψία της Γερμανίας.
Κομιτάς (Σογομόν Σογομονιάν) (1869 - 1935). Είναι ένας από τους μεγαλύτερους αρμένιους συνθέτες. Ήταν δάσκαλος της
πολυφωνικής χορωδίας και ιδρυτής της αρμενικής μουσικής εθνογραφίας. Οι επιρροές του στη δημιουργία και την
ανάπτυξη της αρμενικής εθνικής σχολής μουσικής σύνθεσης είναι τεράστια. Ο Κομιτάς έγινε το σύμβολο της τραγικής
ιστορίας της Αρμενίας. Το έργο του μεταφέρει την πνευματικότητα του αρμενικού λαού με εκπληκτική ακρίβεια.
Αρμέν Τιγκρανιάν (1879 - 1950). Ήταν μαθητής του Γεκμαλιάν. Δημιούργησε την πρώτη αρμενική εθνική όπερα «Ανούς»
(βασισμένη στο έργο του Οβαννές Τουμανιάν). Ο Τιγκρανιάν συνέθεσε αμέτρητες καντάτες, έργα για πιάνο και
ορχήστρα, ρομάντζα και τραγούδια, κατά κύριο λόγο βασισμένα στα ποιήματα του Αβεντίκ Ισαακιάν. Πρόλαβε να
τελειώσει και την πατριωτική όπερα «Ταβίτ Πεκ» (βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ραφφί).
Ρομανός Μελικιάν (1883 - 1935). Απόφοιτος της Μουσικής Σχολής της Μόσχας, ο Μελικιάν ήταν ένας πολύ μορφωμένος
μουσικός, συνθέτης και μαέστρος χορωδιών. Το 1921 ίδρυσε τη Μουσική Σχολή του Ερεβάν, που συνδέθηκε στενά με το
όνομά του.
Ήταν δημιουργός αμέτρητων έργων για πιάνο και δημοφιλών ρομάντζων.
Ήταν ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της Όπερας και της Λυρικής Σκηνής του Ερεβάν.
Αράμ Χατσατουριάν (1903 - 1978). Αποφοίτησε από τη Μουσική Σχολή της Μόσχας. Είχε παγκόσμια αναγνώριση
για τα κοντσέρτα για πιάνο, βιολί και τσέλο με ορχήστρα.
Δύο από τα μπαλέτα του, η «Καγιανέ» (1942) και ο «Σπάρτακος» (1954), θεωρούνται κορυφαία έργα της μουσικής όλου
του κόσμου. Ήταν συνθέτης τριών συμφωνιών, καθώς και συνθέσεων για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο
Χατσατουριάν συνέθεσε τον ύμνο της Σοβιετικής Αρμενίας. Ο Χατσατουριάν έγινε μια εικονοκλαστική φιγούρα δίπλα
στον Ντιμίτρι Σοστακόβιτς.
Αλάν Οβαννές (1911 - 2000). Αποφοίτησε από τη Μουσική Σχολή της Νέας Αγγλίας. Στην ηλικία των 24 ταξίδεψε από την
Αμερική στη Φιλανδία για να γνωρίσει τον Γιαν Σιμπέλιους. Ήταν ο συνθέτης περίπου 70 συμφωνιών, εκ των οποίων οι
πιο αξιοσημείωτες είναι η 6η, η 16η, η 17η, η 22η και η 50η και τα μουσικά έργα «Ετσμιατζίν», «Πιλατέ» και «Ο Δρόμος
του Ιησού». Ο Οβαννές ήταν ένας μεγάλος συνθέτης και ένας ταλαντούχος δάσκαλος, μαθητές του οποίου ήταν, μεταξύ
άλλων, και οι τζαζ μουσικοί Sam Rivers και Gigi Gryce.
Αρνό Μπαμπατζανιάν (1921 - 1983). Αποφοίτησε από τη Μουσική Σχολή της Μόσχας. Ήταν συνθέτης και πιανίστας.
Συνέθεσε τη φημισμένη «Ηρωική Μπαλάντα» για πιάνο και ορχήστρα. Ο Μπαμπατζανιάν συνέθεσε πολλά δημοφιλή
τραγούδια τις δεκατίες 1960 και 1970 και κατέκτησε τον τίτλο του «βασιλιά της ρωσικής ποπ». Η μουσική που έγραψε
για την ταινία «Το Τραγούδι της Πρώτης Αγάπης» έγινε ύμνος για το Ερεβάν και τους κατοίκους του.
Ναι, η μουσική είναι ο παλμός του σύμπαντος. Παραθέτουμε τη λίστα αυτή στους αναγνώστες με έναν και μόνον
σκοπό - να επαναφέρουμε στη συλλογική μας μνήμη τα ονόματα των συνθετών που συνέβαλαν στον «παλμό του
σύμπαντος» και τον μετέτρεψαν σε μελωδίες. Μελωδίες των οποίων η κάθε νότα τραγουδά με νοσταλγία τα γνωστά
αρμενικά μοτίβα.
Αρμένικος Πολιτισμός
H Αρμενία, μια χώρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ήταν πάντα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ευάλωτη στις
καταστροφές και τις βαρβαρότητες.
Ο Αρμενικός λαός παρά το ότι έχασε πολλές φορές την εθνική του ανεξαρτησία κατάφερε να διατηρήσει την γλώσσα, τη
θρησκεία, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστός στις παραδόσεις της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Γεγονός άλλωστε που
φανερώνεται και μέσα απ’ τα έργα του.
ΛΑΪΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Οι Λαϊκές Τέχνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή και την ιστορία κάθε λαού. Η κεραμική, τα χαλιά, το κέντημα, η χρυσοχοΐα
ήταν κάποιες από τις δραστηριότητες του Αρμενικού λαού. Οι παραδόσεις των καλλιτεχνικών επαγγελμάτων μεταδόθηκαν
από γενιά σε γενιά. Η τέχνη της υφαντουργίας, κυρίως στον τομέα του χαλιού, υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Η καλή ποιότητα των χαλιών Dvin, του Ani, του Van και του Erzeroum στο Μεσαίωνα ήταν ευρέως γνωστή εκτός των συνόρων
της Αρμενίας. Μεγάλη ποσότητα χαλιών εξάγονταν σ’ όλο τον κόσμο. Θυμίζουμε ότι χιλιάδες χαλιά συγκεντρώθηκαν και
πουλήθηκαν υπό το σοβιετικό καθεστώς στο εξωτερικό. Τα χαλιά με τους δράκους ξεχωρίζουν κυρίως για τη ζωντάνια των
χρωμάτων τους. Το κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο, σε αρμονία με το άσπρο, το κίτρινο και το μπλε. Τα πιο αρχαία χαλιά
διατηρούνται σήμερα στα μουσεία ιστορίας και εθνολογίας στη Βιέννη, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στη Βουδαπέστη και στην
Αρμενία.
Η τέχνη του κεντήματος εκπροσωπείται από τους Αρμένιους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στα εργαστήρια του Μεσαίωνα
που βρίσκονται στο εσωτερικό των μοναστηριών, ετοίμαζαν ρούχα για τους ευγενείς και τους κληρικούς, όπως επίσης
τραπεζομάντιλα και κουρτίνες.
Η συλλογή ασημένιων αντικειμένων για λαϊκή ή θρησκευτική χρήση αποδεικνύουν την φαντασία και την λεπτότητα της
δουλειάς των Αρμενίων χρυσοχόων.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Η μοντέρνα εποχή στην ανάπτυξη των αρμενικών εικαστικών τεχνών ξεκίνησε το 1828, όταν η Ανατολική Αρμενία πέρασε στα
χέρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Λογοτεχνία και η Αρμενική τέχνη διανύουν μια καινούρια περίοδο που χαρακτηρίζεται
από μια προσέγγιση με τη Ρωσική και Ευρωπαϊκή κουλτούρα. Οι Αρμένιοι ζωγράφοι του 19ου αιώνα σπούδασαν στο
εξωτερικό και προσπάθησαν να εισάγουν στην αρμένικη τέχνη, μια ποικιλία ειδών και καινούργιων μεθόδων ζωγραφικής
από την Ευρώπη. Αυτές οι μέθοδοι αφομοιώθηκαν ολοκληρωτικά στίς τοπικές συνήθειες στο τέλος του 19ου αιώνα.
Οι Αρμένιοι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου αποτέλεσαν τους αποστόλους της αναγέννησης του εθνικού πνεύματος. Χάρη σ’
αυτούς και στα έργα των συγγραφέων όπως του Alichan, του Abovian, του Nalbandian και του Patkanian, η ιδέα της πατρίδας
και της απελευθέρωσης, αποκτούσε μέρα με τη μέρα μεγαλύτερη σημασία για το σύνολο της αρμενικής κοινωνίας. Ο
κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της περιόδου είναι ο Hagop Hovnatanian, ο οποίος ειδικεύονταν στις προσωπογραφίες.
Η σύγχρονη αρμενική ζωγραφική
Ο Αρμενικός λαός γνώρισε τις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας του στην αρχή του 20ου αιώνα. Η Αρμενία παρά λίγο να
εξαφανιστεί για πάντα από το χάρτη του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την εποχή κατάφερε να αντισταθμίσει το θάνατο
που έμοιαζε άμεσος, και η αρμενική κουλτούρα γνώρισε μια πραγματική άνθιση. Ήταν η εποχή της αναγέννησης των
αρχαίων παραδόσεων.
Ο Martiros Sarian, κορυφαίος αρμένιος ζωγράφος της εποχής, αφιερώθηκε στην αναγέννηση της πατρίδας του και ενώ ήταν
πολύ διάσημος στη Ρωσία, διάλεξε να επιστρέψει στην Αρμενία το 1915 για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του και κυρίως
τα παιδιά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Κύριο θέμα των έργων του ήταν η Αρμενία και κατάφερε να αποδώσει στην αρμένικη ζωγραφική το σωστό χρώμα. Τα έργα
του, κυρίως στην αρχή, επηρεάστηκαν άμεσα από τις νέες Ρωσικές και Γαλλικές τάσεις.
ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Η ανάπτυξη της αρμενικής γλυπτικής ξεκίνησε στο 2ο μισό του 19ου αιώνα. Ο διάσημος γλύπτης Yervant Voskian ήταν ο
διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης.
Ο ιδρυτής της τέχνης της προτομής στην Αρμενία ήταν ο Andreas Ter-maroukian. Το πιο σημαντικό του έργο, η προτομή του

Άλλες σημαντικές μορφές της αρμένικης γλυπτικής είναι ο Hagop Gurdjian, o Ara Sargisian και ο Souren Stepanian.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Οι εκκλησίες, τα θρησκευτικά βιβλία και τα εκκλησιαστικά λειτουργικά αντικείμενα που διασώζονται μέχρι σήμερα,
αποτυπώνουν το ανεξάρτητο πνεύμα των Αρμενίων αλλά και τη σχέση τους με τις μεγάλες δυνάμεις με τις οποίες έρχονταν
σε επαφή και ιδιαίτερα με το Βυζάντιο. Ένας από τους ισχυρότερους συνεκτικούς ιστούς που διαπερνούν την αρμενική τέχνη
ήταν η συνεχής, συνειδητά επαναλαμβανόμενη δια μέσου των αιώνων, χρήση ρυθμών που αντλούνται από τις πρώιμες
χριστιανικές παραδόσεις του λαού. Περισσότερο ενδεικτικές αυτής της προσέγγισης ήταν οι μεγάλες εκκλησίες.
Αν και η αρχιτεκτονική αυτών των οικημάτων αναγνωρίζεται παντού ως αντιπροσωπευτική της αρμενικής πίστης, οι
επιβλητικές, εντυπωσιακές εκκλησιές με τις δυναμικές και καθαρά διαρθρωμένες όψεις, δεν είναι μονολιθικές πέτρινες
κατασκευές, ριζωμένες στο προχριστιανικό αρμενικό παρελθόν. Αντίθετα, οι εκκλησίες είναι κατασκευασμένες με
ακατέργαστες πέτρες που στη συνέχεια καλύπτονται με μεγάλες επίπεδες πλάκες, τεχνική διαδεδομένη στο πρώιμο
βυζαντινό κόσμο σε στρατιωτικά οχυρωματικά έργα και δημόσια κτίρια, η οποία μετατρέπεται στην Αρμενία σε δυναμική
εκδήλωση λατρείας. Τα ομοιώματα κατασκευάζονταν για έναν λαό που η εκκλησία του, στο μεγαλύτερο διάστημα της
ιστορίας της, παρέμεινε ανεξάρτητη τόσο από τον ορθόδοξο όσο και από τον καθολικό κόσμο. Στην διάρκεια του Μεσαίωνα,
οι Αρμένιοι που διοικούσαν στο όνομα των μεγάλων δυνάμεων της Ανατολής είτε της Δύσης, πάντα προτιμούσαν να
εκφράζουν την πίστη τους χτίζοντας εκκλησίες που ακολουθούσαν τους ρυθμούς του δικού τους παρελθόντος, αντί να
μιμούνται τα εκκλησιαστικά κτίρια που βρίσκονταν στις πρωτεύουσες στις οποίες ήταν υποτελείς.
Χαρακτηριστικό στοιχείο στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είναι ο τρούλος, που θεωρείται αρμενικού ρυθμού. Στην
κατασκευή των τρούλων οι Αρμένιοι έχουν εμπνευστεί από την ζωροαστρική Περσία, όπου χρησιμοποιούσαν τον τρούλο για
την λατρεία του ήλιου. Όπως υποστηρίζει ο σπουδαίος Αυστριακός ιστορικός της τέχνης Στρτσικόφσκι, ο τρούλος ως στοιχείο
της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και από εκεί
μεταγενέστερα στην Ιταλία και την νότιο Γαλλία, από την Αρμενία. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι θαυμαστοί τρούλοι των ναών της
Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη ήταν εμπνευσμένοι από σχέδια του αρμενικού
τρούλου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, γνωρίζοντας την προέλευση της έμπνευσης και της
τεχνικής του αρχιτεκτονικού αριστουργήματος της Αγίας Σοφίας, μετά τον σεισμό του 989 μ.Χ., κάλεσαν από την Αρμενία τον
διάσημο αρχιτέκτονα Τιριδάτη για να αναλάβει το έργο της αναστήλωσης του κατεστραμμένου τρούλου του ναού.
Ζωγράφοι, γλύπτες και χαράκτες με τα έργα τους συμπλήρωναν και εμπλούτιζαν την αρχιτεκτονική και λάμπρυναν ακόμα
περισσότερο τα διάφορα κτίσματα. Στο εσωτερικό των αρμενικών εκκλησιών, θρησκευτικές μορφές που απαντούν σε όλο
τον χριστιανικό κόσμο, όπως η Παρθένος με το Θείο Βρέφος, σμιλεύονταν συχνά σε διακοσμητικές ταινίες πάνω από τα
παράθυρα της πρόσοψης και σε κιονόκρανα. Ο διάκοσμος των μεσαιωνικών αρμενικών εκκλησιών καθρέφτιζε το διττό
χαρακτήρα της αρμενικής ζωής – απέραντο σεβασμό για το παρελθόν του λαού αφενός, αλλά και επίγνωση των
τεχνοτροπιών εν χρήσει από τις μεγάλες δυνάμεις με τις οποίες έρχονταν σε επαφή οι Αρμένιοι.
Μέσα από την τέχνη της αρχιτεκτονικής, ο αρμενικός λαός έχει εκφράσει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τις δημιουργικές
του ικανότητες. Τα ιστορικά αρχιτεκτονικά μνημεία που υπάρχουν σε όλη την έκταση του αρμενικού οροπεδίου, μαρτυρούν
το μέγεθος της συμβολής της χώρας στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Τα μνημεία Γκαρνί, κόσμημα ελληνιστικής εποχής (1ος
αιώνας μ.Χ.), Αγ. Χριψιμέ και Ζβαρτνοτς (7ος αιώνας μ.Χ.), Τατέβ, Σαναχίν Αγπάτ και Κετσαρίς (11-13 αιώνας μ.Χ.), Κοσαβάνκ,
Αγαρτζίν και Κεγάρτ (13-14 αιώνας μ.Χ.) είναι μερικά μόνο από τα αριστουργήματα που διασώζονται μέχρι σήμερα.
Το πεδίο της αρχιτεκτονικής αποτελεί ίσως την σημαντικότερη συμβολή της Αρμενίας στον πολιτισμό και τις τέχνες.
KHATCHKAR (Χατσκάρ)
Οι Αρμένιοι αποκαλούν την πατρίδα τους ¨Χώρα της Πέτρας¨. Διαθέτοντας μεγάλες ποικιλίες πέτρας οι Αρμένιοι κατάφεραν
να εκφράσουν το αρχιτεκτονικό τους ταλέντο στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και την τέχνη των Khatchkar (Χατσκάρ)
(«σταυρόπετρες»).
Τα Αρμενικά Χατσκάρ αποτελούν φαινόμενο της παγκόσμιας τέχνης. Πρόκειται για ορθογώνιες παραλληλόγραμμες πέτρινες
στήλες, πάνω στις οποίες είναι χαραγμένοι ή λαξεμένοι σταυροί με έντονα διακοσμητικά στοιχεία. Κάθε ένα έχει
διαφορετική τεχνοτροπία και διακόσμηση.
Τα Χατσκάρ έχουν κατασκευαστεί και τοποθετηθεί με διάφορες αφορμές όπως για να υπενθυμίζουν ιστορικά γεγονότα ή
νικηφόρες μάχες, για να μνημονεύσουν τους κατασκευαστές, ευεργέτες ή δωρητές ναών και άλλων μεγάλων έργων, για να
τιμήσουν τους ήρωες που θυσιάστηκαν σε διάφορους αγώνες και για πολλούς άλλους λόγους. Τοποθετημένα σε αυλές
εκκλησιών, σε δρόμους, σε λόφους και σε νεκροταφεία θεωρούνται σύμβολα για την σωτηρία της ψυχής. Ο λαός πιστεύει
πως έχουν την δύναμη να γιατρεύουν αρρώστιες και να προφυλάσσουν από φυσικές καταστροφές και γι’ αυτό τον λόγο τα
έχει μετατρέψει σε ιερό προσκύνημα.
Τα Χατσκάρ που διασώζονται από τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, είναι πέτρινες στήλες, στην επιφάνεια των οποίων ήταν
χαραγμένοι απλοί σταυροί. Τα Χατσκάρ με την περίτεχνη λάξευση και τον πλούσιο διάκοσμο αναπτύχθηκαν μετά τον 9ο
αιώνα μ.χ. ως μνημεία νέας τεχνοτροπίας, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας από την αραβική κυριαρχία, την
περίοδο που η χώρα γνώρισε την πιο λαμπρή περίοδο ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, κατά τον 10ο και 11ο μ.Χ. αιώνα.
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο λόγος του Θεού, όπως διασώζεται στα χειρόγραφα, υπήρξε πάντοτε το επίκεντρο της αρμενικής λατρείας. Η αρμενική
αλφάβητος δημιουργήθηκε στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα από τον Mashtots με σκοπό την μετάφραση χριστιανικών
κειμένων στα αρμενικά.
Οι εικόνες δεν έπαιξαν ποτέ σημαντικό ρόλο στην αρμενική λατρεία. Αντίθετα, τα Ευαγγέλια ήταν τόσο ιερά, που
προκειμένου να τα περισώσουν από τα χέρια επιδρομέων, οι Αρμένιοι ήταν έτοιμοι να θυσιάζουν τη ζωή τους.
Νεότερα μεσαιωνικά αρμενικά χειρόγραφα και τα πολυτελή τους εξώφυλλα συνδυάζουν καθαρά αρμενική εικονογραφία με
θέματα και τεχνοτροπίες που απαντούν στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι προσωπογραφίες των Ευαγγελιστών, καθισμένων
σε αρχιτεκτονικό φόντο, συχνά θυμίζουν αυτές που συναντούμε σε σύγχρονά τους βυζαντινά Ευαγγέλια, και το ίδιο ισχύει
για τις διακοσμητικές επικεφαλίδες και τα περίτεχνα σχέδια των κεφαλαίων γραμμάτων του κειμένου. Μολονότι οι μελετητές
έχουν ασχοληθεί πολύ με την συσχέτιση των αρμενικών και βυζαντινών μικρογραφιών, πρέπει να τονίσουμε ότι κύριο
στοιχείο είναι πάντα η αρμενική γλώσσα, ακόμα και αν τα κείμενα έχουν γραφεί για Αρμενίους που υπηρετούν ως
αξιωματικοί στο στρατό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πάνω από όλα, ο λόγος του Θεού, διατυπωμένος στα αρμενικά, είναι
το σύμβολο της ανεξαρτησίας της Αρμενικής Εκκλησίας.
Οι απεικονίσεις στις μικρογραφίες επιλέγονται πάντα με βάση την σχέση τους με την αρμενική παράδοση, ακόμα και αν το
ύφος τους αντανακλά την επιρροή άλλων πολιτισμών. Νεότερα μεσαιωνικά χειρόγραφα, όπως αυτό του Βαν, συχνά
περιέχουν απεικονίσεις της Τελικής Κρίσεως και τεράστιους σταυρούς της Δευτέρας Παρουσίας. Τα αφηρημένα σχέδιά τους
συνδυάζουν την αρμενική παράδοση με μια επίγνωση της αισθητικής την οποία είχαν υιοθετήσει οι ισλαμικές δυνάμεις που
κυριαρχούσαν στην περιοχή την εποχή εκείνη.
Πλήθος έργων, τόσο πρωτοχριστιανών όσο και αρχαιοτέρων Ελλήνων συγγραφέων, σώζονται σήμερα μόνο σε αρμενικές
μεταφράσεις σε μια από τις παλαιότερες και πιο πλούσιες βιβλιοθήκες χειρογράφων στο κόσμο, το Matenadaran. Η συλλογή
περιλαμβάνει 23.000 χειρόγραφα από όλη σχεδόν την αρχαία και μεσαιωνική αρμενική φιλολογία και επιστήμη καθώς και
αραβικά, ελληνικά, περσικά, λατινικά, και άλλα χειρόγραφα. Η ιστορία του Matenadaran τοποθετείται στην περίοδο της
δημιουργίας της αρμενικής αλφαβήτου το 405μΧ. Έχει μία ιστορία αιώνων που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Anda mungkin juga menyukai