ΙΟ
0 «Απόστολος
του Θανάτου»
ε ν ά ν τ ια στον
έρωτά τους...
Βιβλίο της ίδιας συγγραφέως που κυκλοφόρησε
από τη σειρά Best Sellers PLAZA:
ΓΑΥΚΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ
λον για να πάρει μια ανάσα παρά από αγάπη για την τέ
χνη. Τα φωτεινά χρώματα των καλοκαιρινών ρούχων έ
χαναν τη ζωντάνια τους, τα παιδιά κλαψούριζαν ζητώ
ντας παγωτό.
Νέοι και γέροι κατέκλυζαν το Ροκ Κρικ Παρκ αναζη
τώντας λίγη δροσιά. Τ’ αναψυκτικά καταναλώνονταν σε
απίστευτες ποσότητες· το ίδιο μπίρες και κρασιά, αν και
κάπως πιο διακριτικά —τα μπουκάλια εξαφανίζονταν
μυστηριωδώς όταν περνούσε κάνας πολισμάνος. Οι τα
λαιπωρημένοι κάτοικοι της πρωτεύουσας έκαναν πικ
νίκ, έτρωγαν σάντουιτς, ξαμολούσαν τα μωρά τους να
μπουσουλήσουν στο γρασίδι. Οι μανάδες φώναζαν στα
παιδιά να μην πλησιάζουν στο νερό, να μη βγαίνουν στο
δρόμο, να μην πιάνουν πέτρες και ξύλα από χάμω. Η
μουσική από τα τρανζίστορ ήταν, ως συνήθως, δυνατή
κι ενοχλητική· οι ντισκ τζόκεϊ έπαιζαν τα «χοτ» αναγ
γέλλοντας στα ενδιάμεσα τις πρωτοφανείς θερμοκρα
σίες.
Οι φοιτητές σχημάτιζαν μικρές παρέες· άλλοι κάθο
νταν στα βραχάκια δίπλα στο ποτάμι συζητώντας τη
μοίρα της ανθρωπότητας, άλλοι ξάπλωναν στο γρασίδι
για ηλιοθεραπεία. Όσοι είχαν χρόνο και χρήμα για βεν
ζίνη, έπαιρναν τις θάλασσες και τα βουνά. Κι οι πιο
τολμηροί, αψηφούσαν τον καύσωνα κι έπαιζαν Φρίσ-
μπι, φορώντας μόνο ένα σορτσάκι για να πάρουν χρώ
μα.
Μια όμορφη κοπέλα ζωγράφιζε καθισμένη στη σκιά ε
νός δέντρου. Ένας νεαρός παίχτης, μετά από αρκετές ά
καρπες προσπάθειες να τραβήξει την προσοχή της, απο
φάσισε να μεταχειριστεί πιο δραστικά μέσα. Ο δίσκος
του προσγειώθηκε στο μπλοκ της. Η κοπέλα σήκωσε
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 11
αναφορά για τον πρώην φίλο της Κλέιτον και τον κατά
λογο των πελατών των βιοτεχνιών που φτιάχνουν τα
πετραχήλια. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα το δολοφό
νο».
«Τον “Παπά”», μουρμούρισε ο Μπεν ρίχνοντας μια
ματιά στους τίτλους της εφημερίδας. «Ο Τύπος λατρεύει
τους ψυχοπαθείς δολοφόνους».
«Και τους προβάλλει αναλόγως», πρόσθεσε φουρκι
σμένος ο Χάρις.
«Γιατί ρωτάς;»
Ήρθαν τα ποτά τους κι Τες ήπιε μια γουλιά. Της ζέ
στανε τα σωθικά. «Από περιέργεια. Αλλωστε τα επαγ-
γέλματά μας είναι συγγενικά. Λύνουμε κι οι δυο αινίγ
ματα, αναζητάμε απαντήσεις».
«Βρίσκεις πως οι δουλειές μας μοιάζουν;» χαμογέλα
σε παραξενεμένος. «Μπάτσοι και τρελογιατροί...;»
«Μπορεί εγώ ν ’ αντιπαθώ τη δική σου κι εσύ τη δική
μου αλλά είναι κι οι δυο απαραίτητες», σχολίασε ήρεμα
η Τες. «Και θα είναι όσο υπάρχουν άνθρωποι με συμπε
ριφορά παρεκκλίνουσα από τα ανεκτά κοινωνικά πρό
τυπα».
«Προσωπικά δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη κάποιος που
κάθεται στο γραφείο του, τεμαχίζει το ανθρώπινο μυαλό
και ταξινομεί τα κομμάτια του».
«Αυτός είναι ο ορισμός που δίνεις στον ψυχίατρο;»
«Ναι».
Κούνησε το κεφάλι. «Είμαστε ομοιοπαθείς. Και για το
δικό σου επάγγελμα υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις».
Είδε τα μάτια του ν ’ αστράφτουν αλλά η αντίδραση
ήταν στιγμιαία. «Μπες στο θέμα, γιατρέ».
Η Τες θαύμασε την εξωτερική αταραξία του. Ήταν κά
τι που το είχε προσέξει από το γραφείο του Χάρις. Διαι
σθανόταν πως κάτι τον βασάνιζε και δεν μπόρεσε να μη
θαυμάσει τον τρόπο που έλεγχε τα αισθήματά του.
«Δεν μπαίνεις καλύτερα εσύ στο θέμα, ντετέκτιβ Μπεν;»
Ο Μπεν πήρε το ποτήρι του και το στριφογύρισε στο
χέρι χωρίς να πιει. «Εντάξει. Ας πούμε λοιπόν ότι σε
βλέπω σαν κάποια που παρηγορεί αργόσχολες νοικοκυ
ρές και αγχωμένα διοικητικά στελέχη. Που εξηγεί τα
πάντα με τα φροϊδικά σύνδρομα. Απαντάς στις ερωτή
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 47
στο ιατρείο μου μέχρι τις πέντε και στο σπίτι μέχρι τις
εφτά. Σημειώθηκε καμιά πρόοδος;»
«Δυστυχώς όχι. Παρά τις εντατικές έρευνες, δεν έχου
με ακόμα αποτέλεσμα. Θέλετε να πω τίποτα στον κύριο
διοικητή;»
«Όχι, είναι γραμμένα όλα μέσα». Του έδωσε το φάκε
λο. «Σας ευχαριστώ, ντετέκτιβ».
Η Λόουενσταϊν περίμενε ν’ απομακρυνθεί η Τες πριν
ρωτήσει: «Η -ψυχίατρος είναι;»
«Ναι. Έφερε το ψυχογράφημα».
«Ωραία γυναίκα. Κι αριστοκρατική... αν και άκουσα
πως χτες βράδυ βγήκε με τον Πάρις». Της ξέφυγε ένα
πνιχτό γελάκι και χτύπησε φιλικά τον Ρόντρικ στην
πλάτη. «Τι έπαθες, Λου; Σου άναψαν τα αίματα;»
«Ε... σκεφτόμουν κάτι άλλο», μουρμούρισε εκείνος
αμήχανα.
Η Λόουενσταϊν του έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
«Τώρα μ’ έπεισες». Πήρε την τσάντα της και την κρέμα
σε στον ώμο. «Πάμε με τον Μπίγκσμπι στου Νταγκ, να
μιλήσουμε μ’ έναν πληροφοριοδότη. Όσο λείπω, έχε το
νου σου στο μαγαζί».
«Κοίτα να βρεις κάνα ίχνος, Μάτζι, γιατί δε μας βλέ
πω καλά».
Η Τες περνούσε μπροστά από ένα διάδρομο όταν έφτασε
στ’ αυτιά της μια βλαστήμια. Κοντοστάθηκε, έκανε δυο
βήματα πίσω και κοίταξε στο διάδρομο. Στο βάθος ο
Μπεν έριχνε μια δυνατή γροθιά σ’ έναν αυτόματο πωλητή.
«Το Χριστό του!»
«Μπεν». Ο Εντ τον έπιασε από τον ώμο. «Ασ’ το να
πάει στην ευχή. Τα γλυκά είναι δηλητήριο για τον οργα
νισμό».
60 NORA ROBERTS
«Δουλεύεις γρήγορα».
«Απλώς ήταν ελάχιστα τα στοιχεία. Αν είχα περισσό
τερα, θα χρειαζόμουν πιο πολύ χρόνο να τα μελετήσω.
Όπως έχουν τα πράγματα, φοβάμαι πως δεν μπορώ να
βοηθήσω ιδιαίτερα. Θα ήθελα να προσφέρω περισσότε
ρα».
«Αυτό είναι δική μας δουλειά», της θύμισε ο Μπεν.
«Γεια σας, παιδιά». Η Λόουενσταϊν πλησίασε κι έριξε
ένα κέρμα στον αυτόματο πωλητή. Ήταν μια πρόφαση
για να περιεργαστεί καλύτερα την ψυχίατρο. Στοιχημά
τιζε το βδομαδιάτικο της πως το ροζ ντεπιές ήταν μετα
ξωτό.
«Πρόσεχε, κλέβει το παλιομηχάνημα», την προειδο
ποίησε ο Μπεν. Όταν τράβηξε όμως το μοχλό η Λόουεν-
σταϊν, έπεσαν δύο σοκολάτες αντί για μία.
«Α, τι καλά!» έκανε χαρούμενη η Λόουενσταϊν ρίχνο
ντας στην τσάντα της και τις δύο σοκολάτες. «Μπάι
μπάι, παιδιά».
«Μια στιγμή!»
«Μπεν, δεν είναι σωστό να κάνεις σκηνή μπροστά στη
δόκτορα Κουρτ», τον μάλωσε ο Εντ.
«Μα η Λόουενσταϊν πήρε τη σοκολάτα μου!»
«Καλύτερα. Η ζάχαρη σκοτώνει».
«Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά», παρατήρησε ψυχρά η
Τες, ενώ ο Μπεν αγριοκοιτούσε την πλάτη της Λόουεν-
σταϊν που απομακρυνόταν. «Όμως, δυστυχώς, είμαι
βιαστική. Σταμάτησα να σας πω κάτι που το γράφω και
στην αναφορά μου».
Ο Μπεν έχωσε φουρκισμένος τα χέρια στις τσέπες και
γύρισε προς το μέρος της. «Τι;»
«Χρειαζόσαστε τη βοήθεια ενός ιερωμένου...»
62 N o r a Ro b e r t s
«Αλήθεια;»
«Δε μ’ ενδιαφέρουν».
Στη φάση που περνούσε, το τελευταίο που χρειαζόταν
ήταν να βρεθεί σ’ ένα άγνωστο, ίσως εχθρικό, περιβάλ
λον, να χάσει τους παλιούς συμμαθητές του που τους
είχε συνηθίσει. «Είναι δύσκολο να κάνεις καινούριους
φίλους, Τζόε. Όμως αξίζει τον κόπο. Η μοναξιά είναι
κακό πράγμα».
«Δε μου αρέσουν οι αλλαγές».
Σε αυτό συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. «Το ξέρω. Εί
ναι άσχημο να αισθάνεσαι πως αυτοί που θέτουν τους
κανόνες, τους αλλάζουν όποτε τους καπνίσει, χωρίς να
σε ρωτήσουν. Όμως οι γονείς σου το έκαναν για το καλό
σου. Όπως το αντιλαμβάνονται εκείνοι».
«Εσείς δε συμφωνήσατε μαζί τους». Σήκωσε φευγαλέα
τα μάτια και τα χαμήλωσε αμέσως. «Ακόυσα που το έλε
γε η μαμά».
«Είμαι γιατρός σου και πιστεύω πως θα ένιωθες πιο
άνετα στο παλιό σχολείο σου. Η μητέρα σου σ’ αγαπά,
Τζόε. Δε σου άλλαξε σχολείο για τιμωρία αλλά επειδή
νόμιζε πως θα ήταν καλύτερο για σένα».
«Ήθελε να με απομακρύνει από τους φίλους μου». Το
είπε όμως αδιάφορα, χωρίς παράπονο.
«Εσύ τι γνώμη έχεις;»
«Φοβόταν πως με τις παλιές μου παρέες, θα ξανάρχι
ζα να πίνω . Όμως το έχω κόψει». Και πάλι χω ρίς
πάθος, βαριεστημένα.
«Το ξέρω. Και πρέπει να είσαι πολύ περήφανος για
τον εαυτό σου. Πήρες τη σωστή απόφαση, μόλο που δεν
είναι διόλου εύκολο να κόψεις το ποτό όταν το συνηθί
σεις».
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 79
«Να το επαναλάβουμε».
«Γιατί όχι;»
«Καληνύχτα, γιατρέ. Βάλε την αλυσίδα».
Έκλεισε πίσω του την πόρτα και περίμενε ν ’ ακούσει
το θόρυβο του σύρτη.
κεφάλαιο 5
«Γιατί;»
«Θέλω δικηγόρο. Μπορώ να ειδοποιήσω ένα δικηγό
ρο;»
«Ασφαλώς αλλά δε βλέπω γιατί. Δεν κατηγορείσαι για
τίποτα, Τζιλ».
«Βρήκα το πτώμα».
«Και τι θα πει;» τον καθησύχασε. «Πρέπει να μας πεις
ό,τι ξέρεις, Τζιλ, για να μπορέσουμε να πιάσου με το δο
λοφόνο».
Έριξε ένα απελπισμένο βλέμμα γύρω του. «Θα τα
φορτώσουν πάνω μου».
«Οχι». Μιλούσε ήρεμα, έχοντας προβλέψει τις αντι
δράσεις του. Αρχισε να περπατά οδηγώντας τον με τρό
πο προς την κατεύθυνση του Μπεν. «Ξέρουν ότι δεν τη
σκότωσες εσύ».
«Έχω φάκελο», θρήνησε ψιθυριστά. «Μ’ έπιασαν πέρ
σι για ναρκωτικά. Τρίχες δηλαδή, ένα τσιγαρλίκι κάπνι
ζα αλλά οι μπάτσοι δε θέλουν πολύ. Σεσημασμένος εί
ναι, θα πουν, βρήκε το πτώμα, επομένως αυτός τη σκό
τωσε».
«Είναι φυσικό να φοβάσαι. Δεν είναι λίγο πράγμα να
βρεις πτώμα. Όμως δες το λογικά. Σε συνέλαβε κανείς;»
«Όχι».
«Σε ρώτησε κανείς αν τη σκότωσες;»
«Όχι. Αλλά ήμουν μπροστά». Κοίταξε προς το στενά-
κι, με μάτια που γυάλιζαν από τρόμο.
«Τζιλ, πρέπει να μιλήσεις, να τα βγάλεις από μέσα
σου. Να σου συστήσω τον ντετέκτιβ Πάρις». Σταμάτησε
μπροστά στον Μπεν κρατώντας το νεαρό από το μπρά
τσο. «Είναι της υπηρεσίας ανθρωποκτονιών, πολύ έξυ
πνος για να σε θεωρήσει δολοφόνο».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 143
«... δε συμφωνείς;»
«Ορίστε;» Στράφηκε στον Ντιν. «Συγνώμη, αφαιρέθη-
κα».
Ο Ντιν, που ήταν καθηγητής, είχε συνηθίσει να τον α
γνοούν οι φοιτητές του όταν μιλούσε. «Λέω ότι αυτό το
έργο θα πρέπει να συμβολίζει την αέναη σύγκρουση με
ταξύ γυναίκας και άντρα».
Η Τες έβλεπε απλώς μερικούς τενεκέδες που, κατά τη
γνώμη της, δε συμβόλιζαν παρά το -ψώνιο της δημιουρ
γού τους.
«Σκέφτομαι να το αγοράσω για το γραφείο μου».
Ήταν ένας γλυκός ακίνδυνος καθηγητής της φιλολο
γίας, που ο θείος του είχε παλιά φιλία με τον παππού
της. Η Τες ένιωσε την ηθική υποχρέωση να τον απομα-
κρύνει από το έργο, όπως θα έκανε μια μητέρα για το
παιδί της που θέλει να ξοδέψει το χαρτζιλίκι του σ ’ ένα
άχρηστο πλαστικό παιχνίδι με τσουχτερή τιμή. «Ας τα
δούμε πρώτα όλα και μετά αποφασίζεις».
«Τα έργα γίνονται ανάρπαστα. Δε θα ήθελα να το
χάσω». Αναζήτησε με το βλέμμα τον γκαλερίστα. Τον
είδε αμέσως. Ο Γκρίνμπριαρ φορούσε ένα ελεκτρίκ
σακάκι που έβγαζε μάτι. «Συγνώμη μισό λεπτό».
«Γεια σου, Τες».
Η Τες αισθάνθηκε τις παλάμες της να ιδρώνουν και το
απέδωσε στη ζέστη και το συνωστισμό.
«Γεια σου, Μπεν. Τι κάνεις;»
«Καλά. Εσύ;» Είχε να τη δει μια βδομάδα, από τη βρα
διά του τελευταίου φόνου. Τώρα βρίσκονταν στο άντρο
του σνομπισμού κι η Τες φάνταζε σαν ένα μπουκέτο
δροσερές παρθενικές βιολέτες μέσα σ’ ένα δάσος ορχιδέ
ες. «Ενδιαφέρουσα έκθεση».
194 N o r a Ro berts
Αρχισε το κήρυγμα.
«Μπεν;»
«Ναι».
«Κοίτα αυτό τον άντρα», του ψιθύρισε η Τες. «Αυτόν
με το μαύρο παλτό».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 217
«Δεν ευκαιρώ».
«Το μισό τμήμα είναι κρεβατωμένο με γρίπη», είπε ο
Μπεν. «Ο Εντ απειλεί ότι θα φορέσει αντιασφυξιογόνα
μάσκα να μην κολλήσει».
«Στο τμήμα πας;» ρώτησε ο Ρόντρικ.
«Ναι, να πάρω ορισμένα τηλεφωνήματα. Κάνε μου μια
χάρη. Πήγαινε σπίτι σου, πιες κάνα ζεστό, πάρε αντιβίω
ση. Το γραφείο σου είναι δίπλα στο δικό μου».
«Έχω να γράψω την αναφορά».
«Στο διάβολο η αναφορά», βλαστήμησε ο Μπεν και
δαγκώθηκε. Β ρίσκονταν μπροστά στην εκκλησία.
«Κάθισε στο σπιτάκι σου κάνα δυο μέρες, Λου».
«Θα δούμε. Ειδοποίησέ με αν έχει βρει τίποτε ο Εντ».
«Εντάξει. Και περαστικά».
«Να πάτε στο γιατρό», πρόσθεσε η Τες.
Ο Ρόντρικ τους χαμογέλασε κακόκεφα κι απομακρύνθηκε.
«Αν δεν προσέξει, θα του το γυρίσει σε πνευμονία»,
σχολίασε η κοπέλα αλλά το μυαλό του Μπεν πετούσε
ήδη αλλού. «Αφού έχεις δουλειά στο τμήμα, να πάρω
ένα ταξί...»
«Ορίστε;»
«Για να μη σε καθυστερήσω, θα γυρίσω σπίτι με ταξί».
«Με βαρέθηκες;»
«Όχι». Και για να το αποδείξει, του έδωσε ένα πετα
χτό φιλί. «Απλώς ξέρω πως έχεις δουλειά».
«Τότε έλα μαζί μου». Δεν ήθελε να την αποχωριστεί.
«Μόλις τελειώσω, θα γυρίσουμε σπίτι σου...» Έσκυψε
και της ανταπέδωσε το φιλί.
«Μπεν, δε γίνεται να κάνουμε συνεχώς έρωτα».
Την αγκάλιασε από τη μέση και την οδήγησε στο αυτο
κίνητό του. «Ποιος το λέει;»
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 221
«Ποια συμβόλαια;»
«Το πωλητήριο. Στην ευχή, πάλι λάθος έκανα».
«Ποιο πωλητήριο;» Του έπεσε το μολύβι. «Δηλαδή...
το αγοράζεις;»
«Ακριβώς». Ο Εντ πέρασε το λάθος με μπλάνκο και
φύσηξε να στεγνώσει. Πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένα
αντισηπτικό σπρέι. Όποτε περνούσε κάνας γριπιασμέ-
νος, ψέκαζε. «Εσύ μου έβαλες την ιδέα».
«Ναι αλλά το έλεγα... Σοβαρολογείς;» Για να καλύψει
τα ίχνη του, έριξε μερικά χαρτιά στον κάλαθο των αχρή
στων, σκεπάζοντας το άδειο μπουκάλι της πορτοκαλά
δας. «Με το μισθό μας, ούτε αχούρι δεν αγοράζεις».
«Υπάρχουν κι άνθρωποι οικονόμοι. Θα επενδύσω το
κεφάλαιό μου».
«Κεφάλαιο;» κάγχασε. «Ώρες είναι να μας πεις πως
παίζεις και στο χρηματιστήριο!»
«Παράξενο σου φαίνεται; Αν θες να ξέρεις, έχω και
κάτι λίγες μετοχές».
Ο Μπεν τον άκουγε εμβρόντητος. «Πού είναι το σπί
τι;» ρώτησε τέλος.
«Έχεις λίγο χρόνο; Πάμε να σου το δείξω, είναι δω
κοντά».
Δεν άργησαν να φτάσουν. Η γειτονιά βρισκόταν στις
παρυφές του Τζόρτζταουν. Σταμάτησαν σ’ ένα μελαγχο
λικό δρόμο με παλιές μονοκατοικίες κι αφρόντιστες
πρασιές.
«Φτάσαμε».
Ο Μπεν κοίταξε επιφυλακτικά και, προς τιμή του, δε
βόγκηξε.
Το σπίτι ήταν ένα τριώροφο με στενή πρόσοψη. Δύο
παράθυρα ήταν στερεωμένα με καρφωμένες σανίδες.
224 NORA ROBERTS
too στον Χάρις και τώρα το μόνο που έμενε ήταν ένα
πλάκωμα στο στήθος. Το αποπνικτικό πλάκωμα του φό
βου.
«Θα ξεπαγιάσετε», τους είπε.
«Έχεις δίκιο, πάω μέσα». Ο Εντ χαμογέλασε στην Τες
και της έδωσε μερικά φιστίκια. «Να προσέχεις». Η κοπέ
λα τα έσφιξε στη χούφτα της καθώς έμπαινε στο τμήμα ο
Εντ.
Ο Μπεν στάθηκε δίπλα της με το μπουφάν ξεκούμπω
το κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο πάρκινγκ.
«Θα πω σ’ ένα γείτονά μου να φροντίζει τη γάτα όσο
λείπω». Η Τες έμεινε σιωπηλή. «Θα έρθω να μείνω στο
διαμέρισμά σου», πρόσθεσε.
«Αστυνομική προστασία;» σχολίασε χωρίς να τον κοι
τάξει.
«Και όχι μόνο». Ήθελε να βρίσκεται κοντά της, μέρα
νύχτα αν ήταν δυνατό. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ή
ταν αυτό που του συνέβαινε, τι ήταν αυτό που τον έκανε
να θέλει, για πρώτη φορά στη ζωή του, να συγκατοική
σει με μια γυναίκα. Μέχρι τώρα απέφευγε τέτοιου εί
δους καταστάσεις. Δημιουργούν επικίνδυνες δεσμεύσεις
για τις οποίες ένιωθε ανέτοιμος.
Η Τες έβαλε τα φιστίκια στην τσέπη. Όπως είχε πει κι
ο Εντ, τελικά δεν ήταν δύσκολο να τον καταλάβεις. «Θα
σου δώσω κλειδί αλλά μην περιμένεις να σου ετοιμάζω
πρωινό».
«Δείπνο;»
«Πότε πότε».
«Συμβιβάζομαι. Τες;»
«Ναι;»
«Αν σου έλεγα ότι θέλω να φύγεις επειδή... επειδή...»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 249
«Αλλά συναισθηματικά...;»
Ασχολούνταν καθημερινά με τα συναισθήματα των
άλλων. Αλλά τώρα διαπίστωνε πω ς της ήταν πολύ
δύσκολο ν ’ αποκαλύψει τα δικά της. «Ξέρω πως είναι
αντιεπαγγελματικό κι ανησυχώ, αλλά έχω χάσει την
αντικειμενικότητά μου. Το τελευταίο θύμα σκοτώθηκε
στη θέση μου. Είδα το πτώμα... δεν μπορώ να το ξεχά-
σω».
Στο βλέμμα του ζωγραφίστηκε κατανόηση αλλά όχι οί
κτος. «Οι ενοχές δεν αλλάζουν τα γεγονότα».
«Κι αυτό το ξέρω». Σηκώθηκε και πλησίασε στο παρά
θυρο.
«Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;»
«Φυσικά. Οι απαντήσεις είναι η δουλειά μου».
«Σ’ ενοχλεί το ότι ίσως είναι ή υπήρξε παπάς;»
«Σε προσωπικό επίπεδο ρωτάς; Επειδή είμαι κληρι
κός;» Απέμεινε συλλογισμένος για λίγο. «Ομολογώ ότι
αισθάνομαι κάπως δυσάρεστα. Φυσικά η ιδέα πως ο
άνθρωπος αυτός είναι ιερέας κι όχι προγραμματιστής
κομπιούτερ, για παράδειγμα, προκαλεί συναισθηματική
φόρτιση. Όμως οι ιερείς δεν είναι άγιοι. Είναι κι αυτοί
άνθρωποι σαν τους υδραυλικούς, τους αγρότες ή τους
•ψυχαναλυτές».
«Θα ήθελες να τον κουράρεις όταν τον συλλάβουν;»
«Αν μου το ζητήσουν», είπε αργά ο Λόγκαν. «Αν μπο
ρώ να τον βοηθήσω, γιατί όχι; Όμως δε θα το θεωρήσω
υποχρέωσή μου, όπως εσύ».
«Όσο πιο πολύ φοβάμαι, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι
χρέος να τον βοηθήσω. Χτες βράδυ είδα ένα τρομαχτικό
όνειρο. Έτρεχα λέει χαμένη σε δαιδαλώδεις διαδρόμους.
Ήξερα πως είναι όνειρο κι όμως φοβόμουν. Μετά οι
258 NORA ROBERTS
«Ναι;»
«Τίποτε. Θα σε δω το βράδυ». Κατέβαζε το ακουστικό
όταν πλησίασε ο Πιλομέντο. «Συγνώμη. Τι θέλεις;»
Του έδωσε ένα φύλλο χαρτί. «Εντοπίσαμε τον άνθρω
πο για τον οποίο μας μίλησε η γειτόνισσα».
«Αυτός που τριγύριζε τη νεαρή Λίρι;»
«Ναι, τον Έιμος Ρίντερ. Η περιγραφή δεν είναι λεπτο
μερής γιατί η γειτόνισσα τον είδε μόνο μια φορά. Δεν
της άρεσε η φάτσα του αλλά επισκέφτηκε μόνο μια φορά
το σπίτι των Λίρι και δεν έγινε καμιά φασαρία».
Ο Μπεν φορούσε ήδη το μπουφάν του. «Αφού είναι
ασχημόφατσα, πρέπει να τον ελέγξουμε».
«Εδώ γράφει και τη διεύθυνση».
Καθώς έβαζε το πακέτο του στην τσέπη, ο Μπεν πρόσε
ξε πως είχαν μείνει μόνο δύο τσιγάρα. «Έχει φάκελο;»
«Στα δεκαεφτά χαράκωσε έναν άλλο νεαρό κι όταν
τον συλλάβαμε, βρήκαμε πάνω του μια μικροποσότητα
ναρκωτικών. Τα χέρια του ήταν τρυπημένα, είναι κι ο
ίδιος χρήστης. Τελικά δικάστηκε με αναστολή. Ο Χάρις
είπε να πάτε να τον δείτε εσύ κι ο Τζάκσον».
Πήρε τα χαρτιά και πέρασε από την αίθουσα συσκέψε
ων, όπου ο Εντ δούλευε με τον Μπίγκσμπι στην υπόθε
ση του «Παπά». «Φεύγουμε», του φώναξε από την πόρ
τα και προχώρησε στην έξοδο.
Λίγες στιγμές αργότερα ο Εντ βρισκόταν δίπλα του.
«Τι έχουμε;»
«Ένα ίχνος για την υπόθεση Λίρι. Ένας νεαρός μαχαι
ροβγάλτης τριγύριζε το κορίτσι. Πάμε να του μιλή
σουμε».
«Ωραία». Μπήκαν στο αμάξι και ο Εντ βολεύτηκε νω-
χελικά στο κάθισμα.
280 N o r a Ro b e r t s
«Πολύ το φοβάμαι».
«Μόλις διάβασα ένα διαφωτιστικό άρθρο για τα νεφρά».
«Μη μας σκοτίζεις, να χαρείς», τον έκοψε ο Μπεν και
στράφηκε στην Τες. «Θα γυρίσεις στην κλινική;»
«Ναι, παράτησα σύξυλο έναν ασθενή». Μόνο εκείνη τη
στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε βάλει τον Μπεν πάνω
από ασθενή της. «Ως γιατρός σε συμβουλεύω, αμέσως
μόλις κάνεις την αναφορά σου, να πας σπίτι και να
ξαπλώσεις. Εγώ θα γυρίσω κατά τις εξίμισι, να σε
περιποιηθώ».
«Πώς θα με περιποιηθείς; Γίνε πιο συγκεκριμένη».
Τον αγνόησε κι απευθύνθηκε στον Εντ. «Έλα κι εσύ,
Εντ, να φάμε μαζί».
Στην αρχή τα έχασε με την πρόσκληση, μετά χάρηκε.
«Ε... δε... δηλαδή... ευχαριστώ».
«Ο Εντ μπερδεύει τα λόγια του όταν μιλάει με γυναί
κες. Έλα, Εντ, κι η Τες θα σου φτιάξει κολοκυθοκεφτέ
δες». Όταν βγήκαν έξω, ανάσανε λαίμαργα τον κρύο
αναζωογονητικό αέρα. Είχε περάσει το μούδιασμα στο
χέρι, τώρα αισθανόταν δυνατές σουβλιές, σαν του πονό
δοντου. «Πού έχεις παρκάρει;»
«Εκεί πέρα».
«Συνόδευσε την κυρία στο αυτοκίνητό της, Εντ». Την
έπιασε από τα πέτα του παλτού και τη φίλησε. «Σ’ ευχα
ριστώ που ήρθες».
«Παρακαλώ».
Ο Μπεν προχώρησε στη Μάσταγκ κι η Τες γύρισε στον
Εντ. «Θα τον προσέχεις;»
«Ασφαλώς».
Έβγαλε τα κλειδιά. «Αυτός που τον μαχαίρωσε είναι
νεκρός;»
290 N o r a R o ber ts
και να φύγει. Όμως τώρα κάθισε δίπλα της και της έπια-
σε τρυφερά το τρεμάμενο χέρι.
«Τες, είναι το αγόρι για το οποίο μου είχες μιλήσει,
έτσι;»
Η κοπέλα θυμήθηκε τη νύχτα που την ξύπνησε ο
εφιάλτης και βρέθηκε δίπλα της ο Μπεν, στοργικός,
πρόθυμος ν ’ ακούσει. «Ναι. Ανησυχούσα πολύ γ ι’ αυ
τόν».
«Και το είπες στους γονείς του;»
«Ναι αλλά...»
«Δε σ’ άκουσαν».
«Δε μ’ άκουσαν», παραδέχτηκε συντριμμένη. «Η μητέ
ρα του σταμάτησε τη θεραπεία».
«Και σου έκοψε κάθε επαφή με τον ασθενή σου».
«Θα πρέπει να έπαιξε κι αυτό κάποιο ρόλο αλλά δε
νομίζω πως ήταν ο καθοριστικός παράγων που τον
έσπρωξε στην αυτοκτονία». Υπέφερε ακόμα αλλά το
μυαλό της άρχισε να ξεκαθαρίζει, να κρίνει με αντικει
μενικότητα το δικό της ρόλο. «Κάτι άλλο θα πρέπει να
έγινε απόψε».
«Ξέρεις τι;»
«Υποπτεύομαι». Σηκώθηκε όρθια. Δεν τη χωρούσε ο
τόπος. «Τις τελευταίες βδομάδες επιχείρησα πολλές φο
ρές να επικοινωνήσω με τον πατέρα του Τζόε. Το τηλέ
φωνό του ήταν κομμένο. Πριν λίγες μέρες πέρασα από
το σπίτι του. Είχε μετακομίσει χωρίς ν ’ αφήσει διεύθυν
ση. Είχε υποσχεθεί στον Τζόε να περάσουν μαζί αυτό το
Σαββατοκύριακο». Σφούγγισε τα δάκρυα. «Ο Τζόε το
περίμενε πώς και πώς. Ο πατέρας του όμως δεν εμφανί
στηκε. Αυτή θα πρέπει να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε
το ποτήρι. Ήταν τόσο γλυκό αγόρι...» Την πήραν πάλι
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 317
«Είσαι;»
«Μ’ ενδιαφέρει πολύ».
«Ευφημισμός».
«Είναι κάτι σημαντικό για μένα».
«Υπεκφεύγεις».
«Εντάξει, μ’ έχει ξετρελάνει».
«Καλά πάμε. Αλλη μια προσπάθεια, Πάρις».
Αυτή τη φορά άνοιξε μια χαραμάδα το τζάμι κι άναψε
τσιγάρο. «Εντάξει, είμαι ερωτευμένος μαζί της. Ικανο
ποιήθηκες;»
«Πάρε ένα χουρμά. Θα δεις πόσο καλύτερα θα νιώσεις».
Βλαστήμησε, μετά τον έπιασαν τα γέλια. Πέταξε το
τσιγάρο και πήρε το χουρμά που του πρόσφερε ο Εντ.
«Είσαι χειρότερος κι από τη μητέρα μου».
«Για κάτι τέτοια χρειάζονται οι γονείς».
γκρινιάζοντας τα πιάτα.
«Δεν είμαι ευχάριστη συντροφιά».
«Δε βρίσκομαι εδώ για να με ψυχαγωγήσεις, γιατρέ».
Η Τες έσπρωξε το πιάτο της. «Έχεις παιδιά, έτσι;»
«Τέρατα πες καλύτερα».
«Θα πρέπει να είναι δύσκολο για μια γυναίκα να κάνει
ένα τόσο απαιτητικό επάγγελμα και συγχρόνως να είναι
σύζυγος και μητέρα».
«Πάντα με προκαλούσαν οι δυσκολίες».
«Σε θαυμάζω. Εγώ ανέκαθεν τις απέφευγα. Επιτρέπε
ται να σου κάνω μια προσωπική ερώτηση;»
«Υπό τον όρο να σου κάνω κι εγώ μία μετά».
«Σωστά». Στήριξε τους αγκώνες της στο τραπέζι. «Ο
άντρας σου δε δυσανασχετεί που κάνεις μια δουλειά όχι
απλώς απαιτητική αλλά κι επικίνδυνη;»
«Φυσικά. Η σχέση μας πέρασε πολλές δοκιμασίες εξαι-
τίας του επαγγέλματος μου», παραδέχτηκε η Λόουεν-
σταϊν. «Πριν δύο χρόνια, αποφασίσαμε να χωρίσουμε
δοκιμαστικά. Ο χωρισμός διάρκεσε τριάντα τεσσερισή-
μισι ώρες. Βλέπεις αγαπιόμαστε τρελά και δεν κάνουμε
ο ένας χωρίς τον άλλο. Αν υπάρχει αγάπη, όλα τ ’ άλλα
διορθώνονται».
«Είσαι τυχερή».
«Το ξέρω. Μολονότι μερικές φορές μου έρχεται να τον
στραγγαλίσω. Σειρά μου να ρωτήσω».
«Ορίστε».
Η Λόουενσταϊν της έριξε ένα διαπεραστικό παρατετα-
μένο βλέμμα. «Πού 'ψωνίζεις τα ρούχα σου;»
Για μια στιγμή η Τες τα έχασε. Ύστερα την έπιασαν τα
γέλια. Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα αισθάνθηκε να
χαλαρώνει.
336 NORA ROBERTS
ΤΕΛΟΣ
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟΘΥΜΑ
NORA ROBERTS