Anda di halaman 1dari 347

Plaza,

ΙΟ

0 «Απόστολος
του Θανάτου»
ε ν ά ν τ ια στον
έρωτά τους...
Βιβλίο της ίδιας συγγραφέως που κυκλοφόρησε
από τη σειρά Best Sellers PLAZA:

ΓΑΥΚΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Τα βιβλία της σειράς PLAZA θα τα βρείτε εκτός από τα


περίπτερα και τους εφημεριδοπώλες και σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Αν ε'χουν εξαντληθεί μπορείτε να απευθυνθείτε στις:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΥΤΡΑΚΗ Α .Ε , Γραβιάς 3-5, 1ος όροφος,
106 78 Αθήνα, Τηλ.: 362.5490.
το
Επόμενο
ΘΥΜΑ
NORA ROBERTS
Μετάφραση: Καίτη Οικονόμου

Εκδότης: ΦΥΤΡΑΚΗΣ / Ο ΤΥΠΟΣ Α.Ε.


Γραβιάς 3 -5,1ος όροφος
ISBN 960-246-063-6

Copyright © 1987 by Nora Roberts

Τίτλος Πρωτοτύπου: Sacred Sins


(c) για την ελληνική γλώσσα
ΦΥΤΡΑΚΗΣ / Ο ΤΥΠΟΣ Α.Ε. 1991

Μετάφραση: Καίτη Οικονόμου


Διόρθωση: Γιώργος Δημητρίου
Στοιχειοθεσία: PHOTOSYN S.A.
Εκτύπωση: ΛΙΘΟΤΥΠ Α.Ε.
Εκτύπωση εξωφύλλου: Ε. ΣΤΑΘΑΤΟΣ Α.Ε.Β.Ε.
Βιβλιοδεσία: I. ΔΕΛΗ
Μοντάζ εσωτερικό: ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΣΣΙΔΑΣ
Σχεδιασμός εξωφύλλου: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΥΤΡΑΚΗ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του βιβλίου αυτού


ή η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο,
χωρίς την άδεια του εκδότη.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Νόρα Ρόμπερτς έφθασε πολύ γρήγορα στην κορυφή των κα­


ταλόγων μπεστ σέλερ του «NEW YORK TIMES».

Έχει στο ενεργητικό της 49 αισθηματικά μυθιστορήματα με κυ­


κλοφορία 20 εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει ένα ευρύτατο κοινό
αναγνωστών και τα έργα της έχουν εκδοθεί και σε συνέχειες σε
γυναικεία περιοδικά.

Αρθρογραφεί και σε έγκυρα έντυπα όπως το «NEW YORK TI­


MES», «WALL STREET JOURNAL» και «COSMOPOLITAN».

Ζει στο Μέριλαντ με το σύζυγό της και το παιδί της.


Αφιερωμένο στη μητέρα μου
με τις ευχαριστίες μου για την ενθάρρυνσή της.
κεφάλαιο 1

Δεκαπενταύγοιισΐος. Αλλη μια αφόρητα ζεστή ασυν-


νέφιαστη μέρα, χωρίς μια πνοή αέρα, με υγρασία απο-
πνικτική.
Κι η μετεωρολογική υπηρεσία να λέει ότι ο καύσωνας
θα συνεχιστεί. Εδώ και δύο βδομάδες, η σπουδαιότερη
είδηση στην Ουάσιγκτον ήταν ο καιρός.
Η βουλή είχε διακόψει τις εργασίες της ως το Σε­
πτέμβριο και στο λόφο του Καπιτωλίου επικρατούσε η­
συχία. Ο πρόεδρος δροσιζόταν στο εξοχικό του, στο
Καπ Ντέιβιντ, πριν το πολυδιαφημισμένο ταξίδι του
στην Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον είχε γίνει μια πόλη τουρι­
στών και περιπατητών χωρίς το καθημερινό αλισβερίσι
της πολιτικής. Έξω από το Σμιθσόνιαν, ένας μίμος έδι­
νε παράσταση κι ο κόσμος σταματούσε να χαζέψει, μάλ­
10 N o r a Ro ber ts

λον για να πάρει μια ανάσα παρά από αγάπη για την τέ­
χνη. Τα φωτεινά χρώματα των καλοκαιρινών ρούχων έ­
χαναν τη ζωντάνια τους, τα παιδιά κλαψούριζαν ζητώ­
ντας παγωτό.
Νέοι και γέροι κατέκλυζαν το Ροκ Κρικ Παρκ αναζη­
τώντας λίγη δροσιά. Τ’ αναψυκτικά καταναλώνονταν σε
απίστευτες ποσότητες· το ίδιο μπίρες και κρασιά, αν και
κάπως πιο διακριτικά —τα μπουκάλια εξαφανίζονταν
μυστηριωδώς όταν περνούσε κάνας πολισμάνος. Οι τα­
λαιπωρημένοι κάτοικοι της πρωτεύουσας έκαναν πικ­
νίκ, έτρωγαν σάντουιτς, ξαμολούσαν τα μωρά τους να
μπουσουλήσουν στο γρασίδι. Οι μανάδες φώναζαν στα
παιδιά να μην πλησιάζουν στο νερό, να μη βγαίνουν στο
δρόμο, να μην πιάνουν πέτρες και ξύλα από χάμω. Η
μουσική από τα τρανζίστορ ήταν, ως συνήθως, δυνατή
κι ενοχλητική· οι ντισκ τζόκεϊ έπαιζαν τα «χοτ» αναγ­
γέλλοντας στα ενδιάμεσα τις πρωτοφανείς θερμοκρα­
σίες.
Οι φοιτητές σχημάτιζαν μικρές παρέες· άλλοι κάθο­
νταν στα βραχάκια δίπλα στο ποτάμι συζητώντας τη
μοίρα της ανθρωπότητας, άλλοι ξάπλωναν στο γρασίδι
για ηλιοθεραπεία. Όσοι είχαν χρόνο και χρήμα για βεν­
ζίνη, έπαιρναν τις θάλασσες και τα βουνά. Κι οι πιο
τολμηροί, αψηφούσαν τον καύσωνα κι έπαιζαν Φρίσ-
μπι, φορώντας μόνο ένα σορτσάκι για να πάρουν χρώ­
μα.
Μια όμορφη κοπέλα ζωγράφιζε καθισμένη στη σκιά ε­
νός δέντρου. Ένας νεαρός παίχτης, μετά από αρκετές ά­
καρπες προσπάθειες να τραβήξει την προσοχή της, απο­
φάσισε να μεταχειριστεί πιο δραστικά μέσα. Ο δίσκος
του προσγειώθηκε στο μπλοκ της. Η κοπέλα σήκωσε
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 11

ενοχλημένη το κεφάλι, εκείνος έτρεξε προς το μέρος της.


Το χαμόγελό του ήταν απολογητικό και γοητευτικό, ή
τουλάχιστον έτσι ήλπιζε.
«Συγνώμη. Μου ξέφυγε».
Η κοπέλα του επέστρεψε το δίσκο. «Δεν πειράζει». Κι
έσκυψε στο μπλοκ δίχως να του ρίξει δεύτερο βλέμμα
Όμως η νιότη δεν το βάζει εύκολα κάτω. Ο νεαρός
έσκυψε δίπλα της και περιεργάστηκε το σχέδιο. Είχε με­
σάνυχτα από ζωγραφική αλλά του άρεσε πολύ η κοπέλα.
«Τι ωραίο! Πού σπουδάζεις;»
Η κοπέλα κατάλαβε το κόλπο κι ετοιμάστηκε να τον
ξαποστείλει. Τότε όμως πρόσεξε το χαμόγελό του. Μπο­
ρεί να του έλειπε η πρωτοτυπία, αλλά ήταν νοστιμού­
λης. «Στο Τζορτζτάουν».
«Τι σύμπτωση! Κι εγώ! Νομικά».
«Ροντ!» του φώναξε ανυπόμονα ο συμπαίχτης του
από πέρα. «Θα πάμε για μπίρες, ναι ή όχι;»
«Έρχεσαι συχνά εδώ;» ρώτησε ο Ροντ αγνοώντας το
φίλο του. Η ζωγράφος είχε τα πιο όμορφα μάτια του κό­
σμου.
«Αρκετά».
«Τότε γιατί δε...»
«Ροντ! Τι θα γίνει με αυτές τις μπίρες;»
Ο Ροντ έριξε μια ματιά στον ιδρωμένο παχουλό φίλο
του κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα στην όμορφη νεαρή
ζωγράφο. Η σύγκριση ήταν καταλυτική. «Πήγαινε κι έρ­
χομαι σε λίγο, Πιτ», φώναξε και του πέταξε το Φρίσμπι.
«Τελείωσες το παιχνίδι;» ρώτησε η κοπέλα παρακο­
λουθώντας το δίσκο να διαγράφει την τροχιά του στον
ουρανό.
Της χαμογέλασε πλατιά. «Εξαρτάται».
12 NORA ROBERTS

Ο Πιτ βλαστήμησε κι έτρεξε να κυνηγήσει το δίσκο.


Του είχε κοστίσει έξι δολάρια. Σκόνταψε σ’ ένα κού­
τσουρο, μετά κατηφόρισε αδέξια στην όχθη του μικρού
ποταμού, παρακαλώντας να μην πέσει στο νερό ο δί­
σκος. Τα δερμάτινα σανδάλια του ήταν ακόμα πιο ακρι­
βά. Βλαστήμησε δυνατά βλέποντας το δίσκο να κατευθύ-
νεται στο ποτάμι, αλλά χτύπησε σ’ ένα δέντρο κι έπεσε
μέσα σε κάτι θάμνους. Ο Πιτ πλησίασε παραμερίζοντας
τα χαμόκλαδα.
Η καρδιά του σταμάτησε, το αίμα τού ανέβηκε στο κε­
φάλι. Ήθελε να ουρλιάζει αλλά το μόνο που κατάφερε
ήταν να ξεράσει το μεσημεριανό του.
Ο καινούριος κατακόκκινος πλαστικός δίσκος είχε
προσγειωθεί μισό μέτρο από την όχθη. Τώρα βρισκόταν
σ’ ένα τεντωμένο λευκό παγωμένο χέρι που θαρρείς και
τον επέστρεφε στον Πιτ.
Λεγόταν Κάρλα Τζόνσον κι ήταν μια εικοσιτριάχρονη
σπουδάστρια δραματικής σχολής, που δούλευε σερβιτό­
ρα. Την είχαν στραγγαλίσει πριν δώδεκα ώρες μ’ ένα
πετραχήλι. Λευκό, με χρυσό σιρίτι.

Ο ντετέκτιβ Μπεν Πάρις τελείωσε τη γραπτή αναφορά


για τη δολοφονία της Τζόνσον. Τη δακτυλογράφησε
στην παλιά χειροκίνητη γραφομηχανή, χρησιμοποιώ­
ντας τα δύο δάχτυλα. Δεν ήταν ούτε βιασμός ούτε λη­
στεία. Η τσάντα της βρέθηκε κάτω από το πτώμα, με
είκοσι τρία δολάρια, εβδομήντα έξι σεντς και μια πιστω­
τική κάρτα Μάστερ. Δεν της αφαίρεσαν το δαχτυλίδι με
οπάλι που φορούσε αν και θα μπορούσαν να το «σκοτώ­
σουν» για πενήντα δολάρια το λιγότερο. Ούτε κίνητρο
ούτε ύποπτοι. Τίποτε.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 13

Όλο το απόγευμα ο Μπεν κι ο Εντ, ο συνάδελφός του,


ανέκριναν την οικογένεια του θύματος. Απαίσια δου­
λειά. Απαραίτητη αλλά απαίσια. Οι απαντήσεις επανα­
λαμβάνονταν ίδιες, μονότονες. Η Κάρλα ήθελε να γίνει
ηθοποιός. Οι σπουδές της ήταν η ζωή της. Έβγαινε με
νεαρούς αλλά δεν είχε τίποτε σοβαρό —την είχαν απορ­
ροφήσει ολοκληρωτικά οι φιλοδοξίες της· φιλοδοξίες
που δεν επρόκειτο ποτέ να πραγματοποιηθούν.
Ο Μπεν έριξε μια τελευταία ματιά στην αναφορά.
Οπλο του εγκλήματος ήταν ένα πετραχήλι. Πάνω του
είχε καρφιτσωμένο ένα σημείωμα:
Συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της.
«Αμήν», μουρμούρισε ο Μπεν και βαριαναστέναξε.

Στη μία μετά τα μεσάνυχτα της δωδεκάτης Σεπτεμ­


βρίου, η Μπάρμπαρα Κλέιτον διέσχισε οριζόντια την
πρασιά μπροστά στη μητρόπολη της Ουάσιγκτον.
Ήταν μια γλυκιά βραδιά γεμάτη άστρα αλλά η Μπάρ­
μπαρα δεν είχε καλή διάθεση για να την απολαύσει.
Μονολογούσε νευριασμένη καθώς περπατούσε. Τα είχε
με το μηχανικό που της επισκεύασε το κιβώτιο ταχυτή­
των. Ο παλιάνθρωπος. Της είχε πει ότι έγινε σαν και­
νούριο. Θα του τα έψελνε ένα χεράκι το πρωί. Τώρα ή­
ταν υποχρεωμένη να πάει στη δουλειά με λεωφορείο. Ο
απατεώνας! Ένα πεφταστέρι διέγραψε τη λαμπρή τρο­
χιά του στον ουρανό αλλά η Μπάρμπαρα ούτε που το
είδε.
Όπως δεν είδε και τον άντρα που την παρακολουθού­
σε. Ήξερε πως θα περάσει από κει. Του το είχε πει η Φω­
νή, που βούιζε ακόμα στ’ αυτιά του. Ήταν ο εκλεκτός,
σε αυτόν έλαχε το βαρύ φορτίο αλλά και η δόξα.
14 NORA ROBERTS

«Ευλογημένο τ ’ όνομά Σου», ψιθύρισε κι έσφιξε στα


χέρια του το πετραχήλι.
Κι όταν εκπλήρωσε την αποστολή του, ένιωσε το αίμα
του ν ’ ανάβει, να φλογίζεται. Είχε εξαγνιστεί. Το ίδιο κι
εκείνη. Σχημάτισε με τα δάχτυλα το σημείο του σταυρού
αγγίζοντας απαλά το μέτωπο, τα χείλη, την καρδιά της.
Απαλά αλλά βιαστικά. Η Φωνή τον είχε προειδοποιήσει·
υπήρχαν πολλοί που δε θα καταλάβαιναν τη σημασία
της αποστολής του.
Αφησε το πτώμα στις σκιές κι απομακρύνθηκε ενώ
στα μάτια του έλαμπαν δάκρυα χαράς και παραφροσύ­
νης.

«Ο Τύπος μας χτυπάει αλύπητα». Ο διοικητής Χάρις


κοπάνησε τη γροθιά στην εφημερίδα που ήταν ανοιγμένη
πάνω στο γραφείο του. «Στην πόλη απλώθηκε πανικός.
Αν πιάσω στα χέρια μου αυτόν που άφησε να διαρρεύ-
σει η ιστορία με το πετραχήλι!»
Σπάνια επέτρεπε στον εαυτό του να χάσει την ψυχραι­
μία του. Ο καλός αστυνομικός πρέπει να διατηρεί τον
αυτοέλεγχό του όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις. Για να
ηρεμήσει, δίπλωσε αργά την εφημερίδα κι άφησε το
βλέμμα του να πλανηθεί στους δύο αστυνομικούς που
βρίσκονταν στο γραφείο του. Ήταν καλοί. Ίσως οι κα­
λύτεροι.
Ο Μπεν Πάρις καθόταν πάνω στο γραφείο κι έπαιζε
μ’ ένα πρεσπαπιέ. Ο Χάρις τον ήξερε καλά· όταν σκε­
φτόταν, του άρεσε να κρατά κάτι στα χέρια. Ήταν νέος
αλλά ώριμος κι έμπειρος μετά από τόσα χρόνια στο σώ­
μα. Καλός αστυνομικός αν και κάπως αδιάφορος για
τους τύπους. Κέρδισε με το σπαθί του τις δύο εύφημες
Τ Ο ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 15

μνείες. Στην εμφάνιση θύμιζε μυστικό αστυνομικό χολι-


γουντιανής ταινίας —λεπτό πρόσωπο, νευρώδες αθλητι­
κό σώμα, μελαχρινή επιδερμίδα, μαλλιά πυκνά και κά­
πως μακριά, αεικίνητα διεισδυτικά ανοιχτοπράσινα μά­
τια.
Ο Εντ Τζάκσον, ο συνεργάτης του, καθόταν σε μια κα­
ρέκλα λίγο πιο πέρα, με τα πόδια απλωμένα. Με ύψος
ένα κι ενενήντα έξι και βάρος εκατόν δεκατρία κιλά, συ­
νήθως εκφόβιζε τον ύποπτο και μόνο με την εμφάνισή
του. Είχε πυκνά σγουρά κόκκινα μαλλιά, μούσι και γα­
λάζια φιλικά μάτια. Ήταν άσος στη σκοποβολή.
«Τι βρήκατε;» ρώτησε ο Χάρις.
Ο Μπεν άφησε το πρεσπαπιέ και κάθισε σε μια καρέ­
κλα. «Η μόνη σχέση μεταξύ των θυμάτων είναι η σωμα­
τική διάπλαση και τα χρώματα. Δεν είχαν κοινούς φί­
λους, κοινά στέκια. Διάβασες ήδη την αναφορά για την
Κάρλα Τζόνσον. Η Μπάρμπαρα Κλέιτον δούλευε σε κα­
τάστημα γυναικείων ενδυμάτων, ήταν διαζευγμένη, δεν
είχε παιδιά. Η οικογένειά της μένει στσ Μέριλαντ. Είχε
ένα δεσμό αλλά χώρισε πριν τρεις μήνες. Εκείνος μετοί­
κισε στο Λος Αντζελες. Κάνουμε έρευνες γ ι’ αυτόν αλλά
φαίνεται καθαρός».
Έβγαλε τσιγάρο κι ο συνάδελφός του τον κοίταξε με
νόημα.
«Το έκτο σήμερα», είπε ο Εντ. «Ο Μπεν προσπαθεί να
το μειώσει, να καπνίζει λιγότερο από ένα πακέτο την
ημέρα», εξήγησε και συνέχισε εκείνος την ενημέρωση.
«Η Κλέιτον βγήκε μ’ ένα συνάδελφό της το βράδυ και
πήγαν σ’ ένα μπαρ, στο Γουισκόνσιν. Ο φίλος της λέει
πως έφυγε κατά τη μία. Το αυτοκίνητό της βρέθηκε χα­
λασμένο λίγα τετράγωνα πιο κάτω από το σημείο του
16 NORA ROBERTS

φόνου. Προφανώς το άφησε και συνέχισε με τα πόδια.


Το διαμέρισμά της είναι εκεί κοντά».
«Τα μόνα κοινά σημεία μεταξύ των θυμάτων είναι πως
ήταν κι οι δυο ξανθές, λευκές και γυναίκες». Ο Μπεν
τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. «Τώρα
είναι νεκρές».
Δολοφονήθηκαν, σκέφτηκε ο Χάρις, που το είχε πάρει
προσωπικά. «Τις στραγγάλισαν με πετραχήλι».
«Μεταξωτό παρακαλώ», παρατήρησε ο Μπεν.
«Δεν το αγόρασε από δω», πρόσθεσε ο Εντ. «Τουλάχι­
στον τον τελευταίο χρόνο. Ερευνήσαμε όλα τα ειδικά
καταστήματα της πόλης, όλες τις εκκλησίες. Στη Νέα
Αγγλία υπάρχουν τρεις βιοτεχνίες που βγάζουν τέτοια
πετραχήλια».
«Και τα σημειώματα είναι γραμμένα σε κοινό χαρτί,
που πουλιέται σε όλα τα ψιλικατζίδικα», συμπλήρωσε ο
Εντ.
«Με άλλα λόγια, δε βρήκατε τίποτα που να οδηγεί
στα ίχνη του», είπε ο Χάρις. Τους περιεργάστηκε προ­
σεκτικά. Ο Μπεν θα έπρεπε να φορά γραβάτα και το
μούσι του Εντ χρειαζόταν ψαλίδισμα αλλά όλα αυτά ή­
ταν άσχετα με το θέμα. Απέναντι του βρίσκονταν οι κα­
λύτεροι άντρες του. Ο Πάρις, παρά την αναμφισβήτητη
γοητεία και την επιφανειακή ανεμελιά του, είχε πονη­
ριά αλεπούς και μυαλό κοφτερό σαν στιλέτο. Ο Τζάκ-
σον ήταν σχολαστικός και μεθοδικός σαν γριά γερο­
ντοκόρη.
Ο Χάρις μύρισε απολαυστικά τον καπνό του τσιγάρου
κι ύστερα θύμισε στον εαυτό του πως είχε κόψει το κά­
πνισμα για το καλό του. «Πηγαίνετε να συζητήσετε πάλι
με όλους τους γνωστούς των θυμάτων. Φέρτε μου την
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 17

αναφορά για τον πρώην φίλο της Κλέιτον και τον κατά­
λογο των πελατών των βιοτεχνιών που φτιάχνουν τα
πετραχήλια. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα το δολοφό­
νο».
«Τον “Παπά”», μουρμούρισε ο Μπεν ρίχνοντας μια
ματιά στους τίτλους της εφημερίδας. «Ο Τύπος λατρεύει
τους ψυχοπαθείς δολοφόνους».
«Και τους προβάλλει αναλόγως», πρόσθεσε φουρκι­
σμένος ο Χάρις.

Η δόκτωρ Τερέζα Κουρτ, μετά από μια κουραστική


νύχτα γραφικής εργασίας, έπινε τον καφέ της ξεφυλλί­
ζοντας την Ποστ. Μόλο που είχε περάσει μια βδομάδα
μετά το δεύτερο φόνο του Παπά, όπως τον αποκαλούσε
ο Τύπος, το θέμα βρισκόταν ακόμα στην πρώτη σελίδα.
Η ανάγνωση των εγκλημάτων ενός ψυχοπαθούς δεν
είναι ο ιδανικός τρόπος ν ’ αρχίσει κανείς την ημέρα του
αλλά η υπόθεση την ενδιέφερε. Όχι ότι την άφηνε ασυ­
γκίνητη ο θάνατος δύο νέων γυναικών· απλώς, λόγω του
επαγγέλματος της, είχε μάθει να εξετάζει τα γεγονότα
και να προχωρεί στη διάγνωση. Ή ταν μια γυναίκα
δοσμένη ολόψυχα στη δουλειά της.
Η επαγγελματική ζωή της ήταν γεμάτη προβλήματα,
πόνο, απογοητεύσεις. ΓΓ αντίβαρο, διατηρούσε την
προσωπική της ζωή απλή κι οργανωμένη. Μεγαλωμένη
καθώς ήταν στα πλούτη, έπαιρνε ως δεδομένο την γκρα-
βούρα του Ματίς στον τοίχο και το κρυστάλλινο βάζο
Μ πακαρά στο τραπεζάκι. Προτιμούσε τις καθαρές
γραμμές και τα παστέλ χρώματα· όμως, ορισμένες φο­
ρές, την έθελγαν πράγματα εντυπωσιακά, όπως για πα­
ράδειγμα ο αφηρημένος πίνακας με τις έντονες πινελιές
18 NORA ROBERTS

και τα χτυπητά χρώματα, που στόλιζε την τραπεζα­


ρία.
Ο καφές είχε κρυώσει κι έσπρωξε πέρα το φλιτζάνι.
Μετά από στιγμιαία σκέψη, άφησε και την εφημερίδα.
Μακάρι να γνώριζε περισσότερα για το δολοφόνο και
τα θύματά του, να είχε όλες τις λεπτομέρειες. Μετά θυ­
μήθηκε την παλιά παροιμία που λέει, «Πρόσεχε τι εύχε­
σαι γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί η ευχή σου». Έ ­
ριξε μια ματιά στο ρολόι της και σηκώθηκε από το τρα­
πέζι. Δεν είχε χρόνο για ονειροπολήσεις. Την περίμεναν
οι ασθενείς της.

Η πιο όμορφη εποχή για τις πόλεις της ανατολικής α­


κτής είναι το φθινόπωρο. Το καλοκαίρι τις ξεροψήνει, ο
χειμώνας τις αφήνει γυμνές και παγωμένες. Το φθινό­
πωρο όμως τις γεμίζει χρώμα και ζωή.
Τις μικρές ώρες μιας κρύας νύχτας του Οκτώβρη, ο
Μπεν Πάρις ξύπνησε άξαφνα: Δεν μπήκε στον κόπο ν ’
αναρωτηθεί τι ενόχλησε τον ύπνο του διακόπτοντας ένα
ενδιαφέρον όνειρο με τρεις ξανθιές. Σηκώθηκε, πήγε
γυμνός στη σιφονιέρα και πήρε τα τσιγάρα. Δυόμισι η
ώρα.
Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και πήγε στην κουζίνα να
φτιάξει καφέ. Αναψε το φως του απορροφητήρα κι έριξε
ολόγυρα μια ματιά για κατσαρίδες. Δεν είδε τίποτα να
κινείται στις ρωγμές. Η τελευταία απολύμανση είχε κά­
νει θαύματα. Καθώς άπλωνε να πάρει φλιτζάνι, έσπρω­
ξε άθελά του την αλληλογραφία του, που είχε δύο μέρες
να την ανοίξει.
Στο ασθενικό φως του απορροφητήρα το πρόσωπό
του φάνταζε σκληρό, σχεδόν επικίνδυνο. Μα ήταν φυσι­
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 19

κό· σκεφτόταν φόνους. Το γυμνό λιγνό κορμί του θα


έδειχνε κοκαλιάρικο αν δεν ήταν γεμάτο γυμνασμένους
μυς.
Δε χρειαζόταν τον καφέ για να ξυπνήσει. Όταν βρι­
σκόταν σ’ εγρήγορση το μυαλό, το σώμα ακολουθούσε
αυτόματα· είχε συνηθίσει μετά από τόσα ξενύχτια στη
δουλειά.
Μια αδύνατη γκρίζα γάτα ανέβηκε στο τραπέζι και
βάλθηκε να τον κοιτά καθώς έπινε τον καφέ του. Δεν άρ­
γησε να καταλάβει πως ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
Εγκατέλειψε την ιδέα για ένα πιατάκι γάλα κι άρχισε να
πλένεται.
Η αστυνομία βρισκόταν στο σημείο α π ’ όπου είχε
ξεκινήσει το απομεσήμερο που βρέθηκε το πρώτο πτώ­
μα. Οι έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά. Βέβαια, μέσα σ’
ένα μήνα, είχαν πέντε ομολογίες —από διαταραγμένες
προσωπικότητες που προσπαθούσαν να τραβήξουν
πάνω τους την προσοχή. Και καθώς κυλούσαν οι μέρες
—είχαν περάσει ήδη είκοσι έξι από το δεύτερο φόνο—
έσβηναν τα ίχνη που τυχόν υπήρχαν. Ο Μπεν άναψε
δεύτερο τσιγάρο με το αποτσίγαρο του πρώτου, ενώ
σκεφτόταν τη γαλήνη πριν την καταιγίδα. Ή ταν μια
κρύα νύχτα με μισοφέγγαρο.

Το μπαρ του Νταγκ απείχε μόλις εφτά χιλιόμετρα από


το διαμέρισμα του Μπεν. Τώρα ήταν βυθισμένο στο
σκοτάδι. Η ορχήστρα είχε φύγει, τα χυμένα ποτά καθα­
ρίστηκαν. Η Φράνσι Μπάουερς βγήκε από την πίσω
πόρτα και στέναξε κουρασμένη. Τα πόδια της πονούσαν.
Τώρα βέβαια φορούσε αθλητικά παπούτσια αλλά είχε
περάσει έξι ώρες ορθοστασίας, με ψηλά τακούνια. Άξιζε
20 NORA ROBERTS

όμως τον κόπο. Οι σερβιτόρες στα μπαρ βγάζουν περισ­


σότερα από τα φιλοδωρήματα παρά από το μισθό τους.
Ειδικά αν έχουν ωραία πόδια —και τα δικά της ήταν
ωραία.
Σκέφτηκε ικανοποιημένη πως σε λίγο καιρό θα είχε τα
χρήματα για την προκαταβολή του Φολξβάγκεν. Επιτέ­
λους, θα γλίτωνε από τα λεωφορεία. Αυτό ήταν το τα­
πεινό όνειρό της.
Έκανε μερικά βήματα και μόρφασε. Κοίταζε αναπο­
φάσιστη την κεντρική λεωφόρο. Αν πήγαινε από την πά­
ροδο έκοβε δρόμο. Βέβαια ήταν κατασκότεινα αλλά τα
πονεμένα πόδια της διαμαρτύρονταν σε κάθε βήμα.
Την περίμενε πολλή ώρα, σίγουρος ότι θα περάσει.
Του είχε πει η Φωνή πως θα του έστελνε μια αμαρτωλή.
Περπατούσε γρήγορα, θαρρείς και βιαζόταν να βρει σω­
τηρία. Προσευχόταν εδώ και μέρες γ ι’ αυτή και να που
επιτέλους έφτασε η στιγμή της άφεσης των αμαρτιών
της. Εκείνος δεν ήταν παρά το όργανο του Θεού.
Καθώς ζύγωνε, το κεφάλι του άρχισε να βουίζει, το
σώμα του πλημμύρισε δύναμη. Προσευχόταν στις σκιές
μέχρι που τον προσπέρασε.
Πετάχτηκε πίσω της και τύλιζε σβέλτα το πετραχήλι
γύρω από το λαιμό της. Εκείνη πρόλαβε να βγάλει μια
πνιχτή κραυγή πριν διακοπεί η εισπνοή του αέρα. Η πά­
νινη τσάντα έπεσε στο έδαφος κι άρπαζε πανικόβλητη με
τα δύο χέρια το ύφασμα που την έπνιγε.
Ο σατανάς τον προκαλούσε, αντιστεκόταν λυσσασμέ­
να. Τα δάχτυλά της αγκιστρώθηκαν στο μετάζι, μετά
αρπάχτηκαν σπασμωδικά από τα γαντοφορεμένα χέρια
του. Αρχισε να τον κλοτσά κι αυτός τη σήκωσε στον
αέρα. Η κοπέλα συνέχισε να παλεύει, σπαρταρώντας
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 21

σαν ψάρι στη στεριά. Το τακούνι της κλότσησε ένα τενε-


κεδόκουτο κι αυτό τινάχτηκε μακριά, μ* ένα διαβολεμέ­
νο θόρυβο που του τριβέλισε τα μηλίγγια.
Επιτέλους το σώμα της χαλάρωσε και το φθινοπωρινό
αεράκι στέγνωσε τα δάκρυα στο πρόσωπό του. Την ξά­
πλωσε προσεκτικά στο τσιμέντο και την ευλόγησε, αφού
καρφίτσωσε στο πουλόβερ της το σημείωμα.
Η ψυχή της αναπαύθηκε. Το ίδιο και η δική του, αν και
προσωρινά.

«Μην τρέχεις έτσι, θα σκοτωθούμε», διαμαρτυρήθηκε


βλοσυρά ο Εντ καθώς η Μάσταγκ έστριβε φουλαριστή
στη γωνία.
Ο Μπεν έκοψε λιγάκι για να πάρει την επόμενη στρο­
φή. «Δέστε ποιος μιλάει», απάντησε. «Μήπως ξέχασες
που κοντέψαμε να γίνουμε μακαρίτες τις προάλλες;
Μου διάλυσες καινούριο αυτοκίνητο —ούτε εκατόν εί­
κοσι χιλιάδες χιλιόμετρα δεν είχε».
«Κυνηγούσαμε κακοποιούς», του θύμισε ο Εντ.
Η Μάστανγκ ντελαπάρισε ελαφρά στην επόμενη στρο­
φή κι ο Μπεν σκέφτηκε πως χρειαζόταν σέρβις.
«Και δε γίναμε μακαρίτες», συμπλήρωσε θιγμένος ο
Εντ.
«Παρά τρίχα».
Ο Εντ χαμογέλασε. «Πάντως τους πιάσαμε».
«Αναίσθητους». Ο Μπεν σταμάτησε δίπλα στο πεζο­
δρόμιο κι έβαλε στην τσέπη του τα κλειδιά. «Και μου
έμειναν γι’ αναμνηστικό πέντε ράμματα στο μπράτσο».
«Όλο γκρίνια είσαι». Ο Εντ χασμουρήθηκε, κατέβηκε
νωχελικά από το αυτοκίνητο και στάθηκε στο πεζοδρό­
μιο.
22 NORA ROBERTS

Μόλις που είχε χαράξει και το κρύο ήταν τσουχτερό.


Ωστόσο είχε σχηματιστεί ήδη ένα μικρό πλήθος περιέρ­
γων. Ο Μπεν παραμέρισε τον κόσμο και πλησίασε στο
σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα. Χαιρέτησε μ’ ένα γνέψι­
μο το φωτογράφο της σήμανσης και κοίταξε το υπ ’ α­
ριθμόν τρία θύμα.
Ήταν γύρω στα είκοσι έξι με είκοσι οχτώ. Φορούσε
χρυσά κρεμαστά σκουλαρίκια και το πρόσωπό της ήταν
βαριά μακιγιαρισμένο, σε αντίθεση με τα φτηνά σπορ
ρούχα και τις φθαρμένες σόλες των παπουτσιών της.
Ο Μπεν άναψε το δεύτερο τσιγάρο της ημέρας κι
άκουσε με προσοχή την αναφορά του αστυφύλακα που
έφτασε πρώτος στον τόπο του εγκλήματος.
«Τη βρήκε ένας αλήτης, που έψαχνε στα σκουπίδια.
Τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια. Εμείς περνούσαμε ε­
κείνη τη στιγμή με το περιπολικό και παραλίγο να πέσει
πάνω μας».
Ο Μπεν κοίταξε βλοσυρός το προσεκτικά διπλωμένο
σημείωμα που ήταν καρφιτσωμένο στο φτηνό συνθετικό
πουλόβερ του θύματος. Σήκωσε από χάμω την πάνινη
τσάντα κι έπεσαν από μέσα μερικά εισιτήρια του λεωφο­
ρείου.
Τον περίμενε μια ατέλειωτη κουραστική μέρα.

Έ ξι ώρες αργότερα οι δύο αστυνομικοί έμπαιναν στο


τμήμα ανθρωποκτονιών. Εδώ δεν υπήρχε η πολυτέλεια
των αστυνομικών τμημάτων των καλών προαστίων. Οι
τοίχοι είχαν ένα απρόσωπο μπεζ χρώμα και το πλακό­
στρωτο πάτωμα κρατούσε τη ζέστη το καλοκαίρι και το
κρύο το χειμώνα. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της
καθαρίστριας, μύριζε μονίμως τσιγαρίλα, κατακάθια
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 23

καφέ και ιδρώτα. Βέβαια είχαν αγοράσει ένα τραπέζι


του μπιλιάρδου και μερικές γλάστρες με φυτά εσωτερι­
κού χώρου, που έδιναν μια χαρούμενη νότα. Με λίγα
λόγια, σκέφτηκε ο Μπεν, δεν είμαστε ούτε να μας κλαις
αλλά ούτε και να μας ζηλεύεις.
«Σε θέλει ο Χάρις», του είπε ο Λου Ρόντρικ σηκώνο­
ντας το κεφάλι από την αναφορά που δακτυλογραφού­
σε. Ο Ρόντρικ ήταν ένας μεθοδικός αστυνομικός που
διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του με την ίδια έλλειψη πά­
θους που ενημερώνει ο λογιστής τα βιβλία της εταιρίας.
«Μόλις γύρισε από τη σύσκεψη με το δήμαρχο. Η Λόου-
ενσταϊν έχει ένα μήνυμα για σένα».
Ο Μπεν κοίταξε μια σοκολάτα πάνω στο γραφείο του
Λου. «Μου δίνεις...»
«Όχι». Ο Ρόντρικ συνέχισε τη δακτυλογράφηση χωρίς
ν ’ ανακόψει το ρυθμό του.
«Ωραίος φίλος είσαι», μουρμούρισε ο Μπεν καθώς
απομακρυνόταν.
Η Λόουενσταϊν ήταν το ακριβώς αντίθετο του Λου.
Δούλευε βασισμένη στις παρορμήσεις της κι αισθανόταν
πιο άνετα όταν έβγαινε περιπολία παρά όταν έγραφε
αναφορές στο γραφείο. Ο Μπεν εκτιμούσε τη μεθοδικό-
τητα του Λου αλλά, αν έπρεπε να διαλέξει συνεργάτη,
θα προτιμούσε τη Λόουενσταϊν που, σημειωτέον, είχε
τις ωραιότερες γάμπες στο τμήμα. Ο Μπεν τους έριξε
μια ματιά πριν καθίσει στη γωνιά του γραφείου της.
Κρίμα που είναι παντρεμένη, συλλογίστηκε καθώς περί-
μενε να τελειώσει το τηλεφώνημά της.
«Πώς πάει;» τη ρώτησε μετά.
«Χάλασε ο σκουπιδοφάγος κι ο υδραυλικός ζητάει
τριακόσια δολάρια αλλά θα τον φτιάξει ο άντρας μου».
24 No r a Ro ber ts

Πέρασε μια κόλλα χαρτί στη γραφομηχανή της. «Έτσι


θα μας κοστίσει μόλις τα διπλά. Εσύ τι κάνεις;» Ο Μπεν
πήγε να πάρει την Πέπσι της κι εκείνη του έσπρωξε το
χέρι. «Κανένα νέο από τον Παπά;»
«Μπα, ησυχία. Μόνο ένα πτώμα. Έχεις υπόψη σου
κάποιο μπαρ Νταγκ;»
«Εγώ δεν έχω τη δική σου κοινωνική ζωή, Πάρις».
Ο Μπεν πήρε στα χέρια του τη μολυβοθήκη και τη
στριφογύρισε μηχανικά. «Δούλευε εκεί σερβιτόρα. Ήταν
είκοσι εφτά χρονών».
«Μην το παίρνεις κατάκαρδα», μουρμούρισε και, βλέ­
ποντας το ύφος του, του έδωσε την Πέπσι. «Σας ζήτησε
ο Χάρις».
«Ναι, ξέρω». Ήπιε μια γουλιά. «Μου είπαν πως έχεις
κάποιο μήνυμα για μένα».
«Α, ναι». Χαμογέλασε πονηρά. «Τηλεφώνησε η Μπάνι.
Ρώτησε τι ώρα θα περάσεις να την πάρεις. Γοητευτική
φωνή. Τυχεράκια Πάρις».
«Καλή είναι αλλά θα της έδινα ευχαρίστως τα παπού­
τσια στο χέρι αν αποφάσιζες ν ’ απατήσεις τον άντρα
σου», της απάντησε κι απομακρύνθηκε χωρίς να της επι­
στρέφει την Πέπσι της. Η Λόουενσταϊν γέλασε κι έσκυ­
ψε πάλι στη γραφομηχανή.
«Γκρεμίζουν την πολυκατοικία που μένω για να φτιά­
ξουν καινούρια», γκρίνιαξε ο Εντ καθώς πήγαιναν μαζί
στο γραφείο του Χάρις.
Ο Μπεν ήπιε την υπόλοιπη Πέπσι και πέταξε το τενε-
κεδάκι στον κάλαθο των αχρήστων. «Ήταν ετοιμόρρο­
πη».
«Νοικιάζεται κάνα διαμέρισμα στην πολυκατοικία
σου;»
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 25

«Μπα, μόνο πεθαμένοι φεύγουν από κει».


Είδαν από την τζαμαρία τον Χάρις να μιλά όρθιος
στο τηλέφωνο. Ήταν πενήντα εφτά ετών αλλά κρατιό­
ταν καλά για την ηλικία του- οι δραστήριοι άνθρωποι
δεν παχαίνουν έστω κι αν κάνουν δουλειά γραφείου την
τελευταία δεκαετία. Ο πρώτος του γάμος διαλύθηκε
εξαιτίας του επαγγέλματός του· ο δεύτερος εξαιτίας του
ποτού. Τελικά ο Χάρις απαρνήθηκε γάμο και ποτήρι κι
αφοσιώθηκε ολόψυχα στη δουλειά. Οι υφιστάμενοί του
δεν τον συμπαθούσαν απαραίτητα αλλά τον σέβονταν
όλοι. Κι ο Χάρις το προτιμούσε έτσι. Μόλις είδε τον
Μπεν και τον Εντ που στέκονταν απέξω, τους έγνεψε να
περάσουν.
«Θέλω τα εργαστηριακά αποτελέσματα πριν τις πέ­
ντε», είπε στο τηλέφωνο. «Στρωθείτε στη δουλειά και
δώστε μου κάποιο στοιχείο να κάνω κι εγώ τη δική
μου». Κατέβασε το ακουστικό και γέμισε ένα φλιτζάνι
από την καφετιέρα. Είχαν περάσει πέντε χρόνια αλλά
νοσταλγούσε ακόμα το ουίσκι. «Πέστε μου για τη Φράν-
σι Μπάουερς».
«Κατάγεται από τη Βιρτζίνια. Δούλευε ένα χρόνο
στου Νταγκ, από τον περασμένο Νοέμβριο που εγκατα­
στάθηκε στην Ουάσιγκτον. Έμενε μόνη σ’ ένα διαμέρι­
σμα στο Νορθ Γουέστ». Ο Εντ συμβουλεύτηκε το σημει­
ωματάριό του. «Παντρεμένη δύο φορές αλλά κανένας
γάμος της δεν έκλεισε χρόνο. Ψάχνουμε τους πρώην
συζύγους. Δούλευε τη νύχτα και κοιμόταν τη μέρα, έτσι
οι γείτονες δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα γ ι’ αυτή. Σχόλασε
στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Προφανώς θέλησε να κόψει
δρόμο. Πήγαινε στη στάση του λεωφορείου, δεν είχε δι­
κό της αμάξι».
26 NORA ROBERTS

«Κανείς δεν ακούσε, κανείς δεν είδε τίποτα», συμπλή­


ρωσε ο Μπεν.
«Να ρωτήσετε πάλι», είπε ο Χάρις. «Μέχρι να βρείτε
κάποιον. Έχουμε κανένα νεότερο από τη νούμερο ένα;»
Ο Μπεν, που δεν του άρεσε να μετατρέπονται σε αριθ­
μούς τα θύματα, έχωσε τα χέρια στις τσέπες. «Ο φίλος
της Κάρλα Τζόνσον βρίσκεται στο Λος Αντζελες, πήρε
ένα ρολάκι σε μια σαπουνόπερα. Είναι καθαρός. Μάθα­
με όμως ότι μια μέρα πριν το φόνο, η Κάρλα τσακώθηκε
άσχημα με κάποιο συμφοιτητή της».
«Το παραδέχεται κι ο ίδιος», συμπλήρωσε ο Εντ.
«Είχαν βγει κάνα δυο φορές αλλά διέκοψε εκείνη».
«Άλλοθι;»
«Λέει ότι μέθυσε κι έκανε “καμάκι” σε μια πρωτοετή».
Ο Μπεν ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε στο μπρά­
τσο μιας καρέκλας. «Μπορούμε να τον ανακρίνουμε πά­
λι αλλά δεν πιστεύουμε πως έχει ανάμειξη. Δεν έχει κα­
μιά σχέση με την Κλέιτον και την Μπάουερς; Είναι καλό
παιδί από καλή οικογένεια. Ο δολοφόνος που ψάχνουμε
πρέπει να είναι κάποιος ψυχοπαθής στο στυλ του Εντ
—όχι κολεγιόπαιδο».
«Ευχαριστώ», είπε ο Εντ.
«Εσείς ψάξτε το λίγο ακόμα», είπε ο Χάρις. «Πώς τον
λένε;»
«Ρόμπερτ Λόρενς Ντορς. Έχει ένα Χόντα Σιβίκ, φορά
μπλουζάκια του πόλο», ο Μπεν έβγαλε τσιγάρο, «κι ά­
σπρα πάνινα παπούτσια χωρίς κάλτσες».
«Να τον καλέσει ο Ρόντρικ για ανάκριση στο τμήμα».
«Μια στιγμή...»
«Θα σας δώσω κι άλλους άντρες γ ι ’ αυτή την
υπόθεση», τον έκοψε ο Χάρις. «Τον Ρόντρικ, τη Λόουεν-
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 27

σταϊν και τον Μπίγκσμπι. Τον θέλω πριν δολοφονήσει


κι άλλη». Η φωνή του ήταν ήρεμη κι αποφασισμένη.
«Καμιά αντίρρηση;»
«Και ποιος δεν τον θέλει», έκανε ο Μπεν.
«Συμπεριλαμβανομένου του δημάρχου», πρόσθεσε ο
Χάρις με μια αδιόρατη νότα πικρίας. «Περιμένει κάτι
θετικό μέχρι το τέλος της βδομάδας, να καθησυχάσει
κάπως τον Τύπο. Θα πάρουμε έναν ψυχίατρο να μας κά­
νει το προφίλ του δολοφόνου».
«Τρελογιατρό;» κάγχασε ο Μπεν. «Μα τι λες, αφεντι­
κό;»
Ο Χάρις, που δεν είχε ενθουσιαστεί κι αυτός με την
ιδέα, απάντησε παγερά: «Το κανόνισε ήδη ο δήμαρχος.
Στέλνει κάποιο δόκτορα Κουρτ. Αφού δεν ξέρουμε την
εμφάνιση του δολοφόνου, ας μάθουμε τουλάχιστον τον
τρόπο που σκέφτεται». Τους κοίταξε ανέκφραστα. «Βρι­
σκόμαστε σε βαθύ σκοτάδι κι είμαι πρόθυμος να κοιτά­
ξω ακόμα και στην κρυστάλλινη σφαίρα αν πρόκειται
να βρω την άκρη. Να είστε εδώ στις τέσσερις».
Ο Μπεν ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί αλλά τον στα­
μάτησε ένα προειδοποιητικό βλέμμα του Εντ. Βγήκαν
αμίλητοι από το γραφείο.
«Χρειαζόμαστε όλοι ψυχίατρο...» μουρμούρισε ο
Μπεν.
«Μη γίνεσαι αντιδραστικός».
«Ρεαλιστής είμαι».
«Η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα γοητευτικό μυστήριο...»
«Σου έχω πει να μη διαβάζεις πολλά μυθιστορήματα».
«Κι οι ειδικοί επιστήμονες ξέρουν ν ’ ανοίξουν πόρτες
απρόσιτες για μας τους άλλους», πρόσθεσε απτόητος ο
Εντ.
28 NORA ROBERTS

«Σκατά». Πέταξε το τσιγάρο του καθώς έβγαιναν στο


πάρκινγκ.

«Σκατά», μονολόγησε η Τες χαζεύοντας την κίνηση


από το παράθυρο του γραφείου της. Εκείνη τη στιγμή
υπήρχαν δυο πράγματα που δεν είχε καμιά όρεξη να
κάνει. Το πρώτο ήταν να οδηγήσει στους μποτιλιαρισμέ-
νους από τη βροχή δρόμους. Το δεύτερο ν ’ ασχοληθεί με
το μανιακό δολοφόνο που τρομοκρατούσε την πόλη. Ή ­
ταν υποχρεωμένη να κάνει το πρώτο επειδή ο δήμαρχος,
που τύχαινε να είναι και παππούς της, την είχε πείσει να
κάνει το δεύτερο.
Ήδη το επαγγελματικό της πρόγραμμα ήταν βαρυφορ-
τωμενο. Θα μπορούσε ν ’ αρνηθεί ευγενικά στο δήμαρχο
αλλά στον παππού της όχι. Όταν βρισκόταν κοντά του,
ξεχνούσε την πετυχημένη δυναμική επιστήμονα και γι­
νόταν πάλι το κοριτσάκι που θαύμαζε την ισχυρή προ­
σωπικότητα του πιο αγαπημένου της προσώπου στον
κόσμο.
Αυτός δεν την ενθάρρυνε να σπουδάσει, να πάρει πτυ­
χίο; Αυτός δε στάθηκε πάντα στο πλευρό της με τη βαθιά
πίστη του στις ικανότητές της; Πώς μπορούσε τώρα να
του αρνηθεί τη βοήθειά της; Έστω κι αν δούλευε ήδη
δέκα ώρες την ημέρα; Ίσως θα έπρεπε να πάψει να είναι
πεισματάρα και να βρει ένα συνεταίρο.
Αφησε το βλέμμα να πλανηθεί στο γραφείο με τις
όμορφες αντίκες και τις καλόγουστες υδατογραφίες. Εί­
ναι δικά μου, σκέφτηκε. Κοίταξε τη βαριά δρύινη αρχει­
οθήκη του 1920. Ήταν γεμάτη από τους φακέλους των
ασθενών της. Κι αυτοί δικοί μου, σκέφτηκε. Ό χι, δεν
ήθελε συνεταίρο. Ή ταν είκοσι εννιά χρονών, είχε το
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 29

γραφείο της, την πελατεία της, τα προβλήματά της. Το


προτιμούσε έτσι.
Έβγαλε από την ντουλάπα το αδιάβροχο με τον μινκ
γιακά και το φόρεσε. Ίσως να κατάφερνε να βοηθήσει
την αστυνομία ν ’ ανακαλύψει τον τρελό δολοφόνο. Κι
ύστερα να του προσφέρει την ιατρική περίθαλψη που
χρειαζόταν.
Πήρε την τσάντα και το χαρτοφύλακά της και βγήκε
από το γραφείο. «Κέιτ», είπε στη γραμματέα, «πάω στην
αστυνομία».
«Να προσέχεις, γλιστράν οι δρόμοι».
Η Τες βγήκε στο διάδρομο κρατώντας στο χέρι τα
κλειδιά του αυτοκινήτου. Ίσως προλάβαινε να πεταχτεί
από το σπίτι της να τσιμπήσει κάτι πριν...
«Τες!»
Έ να βήμα ακόμα και θα είχε μπει στο ασανσέρ.
Βλαστήμησε μέσα της και γύρισε μ’ ένα βιασμένο χαμό­
γελο. «Φρανκ». Κι είχε καταφέρει να τον αποφύγει δέκα
μέρες.
«Έχεις γίνει ακριβοθώρητη τώρα τελευταία».
Βάδιζε προς το μέρος της ατσαλάκωτος όπως πάντα.
Ατσαλάκωτος: αυτή η λέξη της ερχόταν πρώτα στο
μυαλό όταν έβλεπε το δόκτορα Φ.Ρ. Φούλερ. Κι αμέσως
μετά η λέξη ανιαρός. Διατήρησε με κόπο το χαμόγελό
της. Τι έφταιγε ο καημένος ο Φρανκ που δεν τη συ-
γκινούσε;
«Είχα δουλειές».
«Ξέρεις τι λένε για την πολλή δουλειά, Τες».
Τι λένε; της ήρθε να ρωτήσει αλλά συγκράτησε τα νεύ­
ρα της κι άκουσε υπομονετικά το τετριμμένο κλισέ.
«Ότι τρώει τον αφέντη», γέλασε εκείνος.
30 NO R A ROBERTS

«Θα το ρισκάρω». Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ


παρακαλώντας να έρθει γρήγορα.
«Σήμερα όμως φεύγεις νωρίς».
«Επαγγελματικό ραντεβού». Και κοίταξε το ρολόι της.
Ευτυχώς είχε αρκετή ώρα. «Ποπό, άργησα», είπε χωρίς
να νιώσει τύψεις για το ψέμα.
«Προσπαθώ μέρες να επικοινωνήσω μαζί σου». Ο
Φρανκ στήριξε την παλάμη στον τοίχο κι έσκυψε πάνω
της —άλλο ένα συνήθιο που της έδινε στα νεύρα. «Και
να σκεφτείς ότι τα γραφεία μας είναι δίπλα δίπλα».
Πού στο διάβολο χάνεται το ασανσέρ όταν το χρειάζε­
σαι; «Φταίει που πνιγόμαστε κι οι δυο στη δουλειά,
Φρανκ».
«Ξέρω». Της χάρισε το πιο πλατύ του χαμόγελο κι η
Τες αναρωτήθηκε αν είχε την απαίτηση να υποκύψει πά-
ραυτα στη γοητεία του. «Όμως πού και πού χρειάζεται
λίγη ξεκούραση, έτσι, γιατρέ;»
«Ο καθένας ξεκουράζεται με τον τρόπο του».
«Έχω δυο εισιτήρια για την αυριανή παράσταση του
Νόελ Κάουαρντ. Θέλεις να ξεκουραστούμε μαζί;»
Την πρώτη και τελευταία φορά που δέχτηκε να «ξε­
κουραστεί» μαζί του, κατάφερε να δραπετεύσει με την
ψυχή στο στόμα μετά από τρεις ώρες αβάσταχτης πλή­
ξης. «Σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες, Φρανκ, αλλά εί­
μαι κλεισμένη αύριο».
«Μπορούμε να...»
Πάνω στην ώρα άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ. «Τα
λέμε μια άλλη φορά γιατί τώρα βιάζομαι». Του χαμογέ­
λασε γλυκά και μπήκε στο ασανσέρ. «Και μη δουλεύεις
πολύ γιατί... ξέρεις τι λένε!»
Είχε τόση κίνηση ώστε δεν μπόρεσε να περάσει από το
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 31

σπίτι της. Έφαγε όλο το χρόνο που της περίσσευε στο


δρόμο. Ωστόσο το κέφι της είχε φτιάξει, ίσως επειδή ξέ-
φυγε τόσο εύκολα από τον φορτικό Φρανκ. Δεν της έκα­
νε όμως καρδιά να του τα -ψάλει και να ησυχάσει μια για
πάντα. Θα συνέχιζε να τον αποφεύγει με τακτ, εκτός αν
επιχειρούσε να της ριχτεί στα ίσια.
Όταν σταμάτησε στο πάρκινγκ του τμήματος, πήρε
από το πίσω κάθισμα ένα τσόχινο καπέλο και το φόρεσε
μαζεύοντας μέσα τα μαλλιά. Κοιτάχτηκε στο καθρεφτά-
κι και σούφρωσε τη μύτη της. Δεν είχε νόημα να φρεσκα-
ριστεί· η βροχή θα κατέστρεφε χτένισμα και μακιγιάζ.
Θα περνούσε από την τουαλέτα του τμήματος πριν εμ­
φανιστεί στον Χάρις, για να μεταμορφωθεί σε σοβαρή
αξιοσέβαστη επιστήμονα. Προς το παρόν θύμιζε περισ­
σότερο βρεγμένο παπί.
Άνοιξε την πόρτα, έπιασε το καπέλο με το ένα χέρι κι
άρχισε να τρέχει προς την είσοδο.
«Κοίτα!» Ο Μπεν σταμάτησε τον Εντ στα σκαλοπάτια
και χάζεψαν μαζί την Τες που έτρεχε πηδώντας πάνω
από τις λακκούβες με το νερό.
«Ωραίες γάμπες», σχολίασε ο Εντ.
«Μόνο ωραίες; Καλύτερες κι από της Λόουενσταϊν».
Ο Εντ το σκέφτηκε λιγάκι. «Δύσκολο να καταλάβεις
με τέτοια βροχή».
Στο μεταξύ η Τες, που έτρεχε με σκυμμένο κεφάλι,
έφτασε στα σκαλοπάτια κι έπεσε με φόρα πάνω στον
Μπεν, που τη συγκρότησε πιάνοντάς την από τα μπρά­
τσα. Η κοπέλα βλαστήμησε κι ανασήκωσε το κεφάλι.
Μόλις αντίκρισε το πρόσωπό της ο Μπεν συλλογίστη­
κε πως άξιζε τον κόπο η βροχή που έφαγε χαζεύοντάς
τη. Ήταν ένα πρόσωπο αριστοκρατικό, με τονισμένα ζυ­
32 NORA ROBERTS

γωματικά, που του έφερε στο μυαλό Βαλκυρίες και Βί­


κινγκ. Το τρυφερό υγρό στόμα της του θύμισε άλλα
πράγματα. Το δέρμα της ήταν ωχρό, με λίγο αχνό ροζ
στα μάγουλα. Όμως ήταν τα μάτια της που τον μαγνήτι­
σαν —μεγάλα, "ψυχρά, μ’ ενοχλημένο βλέμμα. Και βιολε-
τιά, στο χρώμα που μέχρι τότε νόμιζε πως η φύση έχει
χαρίσει μόνο στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τ ’ αγριολού­
λουδα.
«Συγνώμη, δε σας είδα», μουρμούρισε με κομμένη α­
νάσα η κοπέλα.
Ο Μπεν ένιωσε να χάνεται μέσα σε αυτά τα μάτια και
χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησής του για να διατη­
ρήσει την αυτοκυριαρχία του. Η φήμη του στις γυναίκες
ήταν παροιμιώδης· ίσως κάπως υπερβολική αλλά βασι­
σμένη σε γεγονότα. «Έτσι που τρέχατε, δε μου κάνει
εντύπωση». Του άρεσε που την κρατούσε, που έβλεπε τη
βροχή να κυλά στο πρόσωπό της. «Θα μπορούσα να σας
κλείσω μέσα για βιαιοπραγία εναντίον αστυνομικού ορ­
γάνου».
«Η κοπέλα βρέχεται», μουρμούρισε δίπλα του ο Εντ.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Τες δεν είχε προσέξει παρά
μόνο τον άντρα που την κρατούσε και την κοιτούσε σαν
να επρόκειτο να εξαφανιστεί από στιγμή σε στιγμή μέσα
σ’ ένα σύννεφο καπνού. Η φωνή την έκανε ν ’ ανασηκώ-
σει το βλέμμα. Είδε έναν καλοσυνάτο γίγαντα με χαμο­
γελαστά γαλάζια μάτια και μουσκεμένα πυκνά κόκκινα
μαλλιά. Πού ήρθα, αναρωτήθηκε; Σε αστυνομικό τμήμα
ή στον κόσμο των παραμυθιών;
Ο Μπεν άνοιξε την πόρτα και την οδήγησε μέσα, κρα­
τώντας την πάντα από το μπράτσο. Δεν είχε καμία πρό­
θεση να την αφήσει.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 33

Η Τες έριξε άλλη μια ματιά στον κοκκινομάλλη γίγα­


ντα, πείστηκε πως δεν είχε βγει από τα παραμύθια, κι
έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Μπεν. Είχε ακόμα
καρψωμένα πάνω της τα μάτια του, την κρατούσε ακόμα
από το μπράτσο. «Αν με κλείσετε μέσα για βιαιοπραγία
εναντίον αστυνομικού οργάνου», του είπε εύθυμα, «θα
σας μηνύσω για κακοποίηση πολίτη από αστυνομικό».
Της χαμογέλασε κι ένιωσε κάτι να κάνει «κλικ» μέσα
της. Τελικά δεν ήταν τόσο ακίνδυνος όσο της φάνηκε
στην αρχή. «Και τώρα με συγχωρείτε...»
«Ας αποσύρουμε κι οι δυο τις κατηγορίες». Την κρα­
τούσε ακόμα από το μπράτσο. «Σε τι μπορώ να σας εξυ­
πηρετήσω; Χάσατε την ταυτότητά σας ή...»
«Κύριε αστυνόμε...»
«Ντετέκτιβ», τη διόρθωσε. «Μπεν».
«Ίσως μια άλλη φορά, τώρα βιάζομαι. Αν θέλετε να με
βοηθήσετε...»
«Πάντα στην υπηρεσία του πολίτη».
«... Τότε αφήστε το χέρι μου και πέστε μου πού είναι
το γραφείο του διοικητή Χάρις».
«Οι ανθρωποκτονίες;»
Είδε την έκπληξή του, τη δυσπιστία καθώς τραβούσε
το χέρι του. Η Τες έβγαλε το καπέλο και τα ξανθά μαλ­
λιά χύθηκαν στους ώμους της. «Ακριβώς».
Ο Μπεν την περιεργάστηκε επίμονα. Δεν κολλάει, σκέ-
φτηκε καχύποπτα. «Η δόκτωρ Κουρτ;»
Η Τες είχε σαν αρχή ν ’ αντιμετωπίζει μ’ ευγένεια την
αγένεια και τον κυνισμό. «Ακριβώς... ντετέκτιβ».
«Δηλαδή είσαι τρελογιατρός;»
Τον κοίταξε σταθερά στα μάτια. «Είσαι μπάτσος;»
Θα είχαν συνεχίσει την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων αν
34 NORA ROBERTS

δεν ξεσπούσε σε γέλια ο Εντ. «Καμπανάκι! Τέλος πρώ­


του γύρου!» ανακοίνωσε εύθυμα. «Το γραφείο του Χά­
ρις είναι από δω». Τώρα έπιασε αυτός την Τες από το
μπράτσο και την οδήγησε στον προϊστάμενό του.
κεφάλαιο 2

Η Τες διέσχισε τους διαδρόμους του τμήματος ανά­


μεσα στον Μπεν και τον Εντ. Τηλέφωνα κουδούνιζαν
ασταμάτητα, κάποιος φώναζε, πόρτες άνοιγαν κι έκλει­
ναν με πάταγο. Η βροχή που μαστίγωνε τα τζάμια έκανε
ακόμα πιο καταθλιπτικό το περιβάλλον.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε αστυνομικό
τμήμα. Αγνόησε τον Μπεν κι έστρεψε την προσοχή στο
συνεργάτη του.
«Εσείς οι δυο πάτε πάντα μαζί;» ρώτησε.
Ο Εντ χαμογέλασε. Του άρεσε η φωνή της γιατί ήταν
ήρεμη και δροσερή σαν αναψυκτικό ένα καυτό καλοκαι­
ρινό μεσημέρι. «Ο διοικητής μας θέλει να τον προσέ­
χω».
«Σίγουρα».
36 NORA ROBERTS

Ο Μπεν έστριψε. «Από δω... δόκτωρ».


Η Τες τον λοξοκοίταξε πριν τον προσπεράσει. Μύριζε
βροχή και σαπούνι. Μπήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα.
Δυο αστυνομικοί έσπρωχναν έναν έφηβο με χειροπέδες.
Μια γυναίκα καθόταν στη γωνιά κι έκλαιγε σιωπηλά. Α­
πό το χολ ακούγονταν δυνατοί διαπληκτισμοί. Κάποιος
άρχισε να βλαστημάει.
«Καλωσόρισες στην πραγματικότητα», είπε ο Μπεν.
Η Τες του έριξε μια ματιά. Τόσο βλάκας ήταν; Τι φα­
ντάστηκε πως περίμενε, τσάι και βουτήματα; Σε σύ­
γκριση με την κλινική που εργαζόταν μια φορά τη βδο­
μάδα, το τμήμα φάνταζε σαν παρθεναγωγείο. «Ευχαρι­
στώ, ντετέκτιβ...»
«Πάρις». Γιατί τον κοιτούσε με αυτό το ειρωνικό ύ­
φος; «Μπεν Πάρις, δόκτωρ Κουρτ. Ο συνάδελφος λέγε­
ται Εντ Τζάκσον». Έβγαλε τσιγάρο και το άναψε. Η κο­
πέλα έμοιαζε με ξένο σώμα σε αυτό το περιβάλλον, σαν
τριαντάφυλλο πάνω σ’ ένα σωρό σκουπίδια. Δικό της
πρόβλημα. «Εμείς χειριζόμαστε την υπόθεση, οπότε θα
συνεργαστούμε».
«Τι ωραία». Του χάρισε το χαμόγελο που φύλαγε για
τους αγενείς πωλητές και προχώρησε. Ο Μπεν της άνοι­
ξε την πόρτα του γραφείου του Χάρις πριν προλάβει να
χτυπήσει.
«Κύριε διοικητά». Ο Χάρις άφησε τα χαρτιά του και
σηκώθηκε. «Η δόκτωρ Κουρτ».
Δεν περίμενε γυναίκα και μάλιστα τόσο νέα. Όμως
είχε μάθει τόσα χρόνια να συνεργάζεται με αστυνομικί-
νες κι η έκπληξή του ήταν στιγμιαία. Αφού τη σύστησε ο
δήμαρχος, κάτι παραπάνω θα ήξερε. Μπορεί να ήταν
εκνευριστικός ώρες ώρες αλλά το μυαλό του έκοβε σαν
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Θ Υ Μ Α 37

ξυράφι και σπάνια έκανε παραπατήματα.


«Δόκτωρ Κουρτ». Άπλωσε το χέρι. Το δικό της ήταν
απαλό και μικρό αλλά σταθερό. «Σας ευχαριστώ που
ήρθατε».
Της φάνηκε ότι το έλεγε με μισή καρδιά αλλά δεν ήταν
η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε προκαταλήψεις. «Ελπί­
ζω να σας βοηθήσω».
«Καθίστε, παρακαλώ».
Ετοιμάστηκε να βγάλει το πανωφόρι της κι ένιωσε δυο
χέρια στους ώμους. Κοίταξε πίσω κι είδε τον Μπεν.
«Ωραίο παλτό, δόκτωρ». Της έβγαλε το πανωφόρι και
χάιδεψε το γούνινο γιακά. «Πρέπει να είναι αρκετά επι­
κερδές το επάγγελμά σας».
«Και διασκεδαστικό», του απάντησε ειρωνικά ενώ
μέσα της σκεφτόταν: Τι ηλίθιος, Χριστέ μου. Του γύρισε
την πλάτη και κάθισε σε μια καρέκλα.
«Ίσως να θέλει έναν καφέ η δόκτωρ Κουρτ», είπε ο
Εντ με το αιώνιο χαμόγελό του. «Έγινε μουσκίδι μέχρι
να έρθει».
Η κοπέλα του ανταπέδωσε αυθόρμητα το χαμόγελο.
«Ευχαριστώ πολύ. Σκέτο».
Ο Χάρις κοίταξε την καφετιέρα του. Ή ταν άδεια.
Σήκωσε το τηλέφωνο. «Ρόντρικ, φέρε καφέδες. Τέσσε­
ρις... όχι τρεις», διόρθωσε βλέποντας τον Εντ.
«Αν υπάρχει λίγο καυτό νερό...» έκανε εκείνος βγάζο­
ντας από την τσέπη του ένα φακελάκι τσάι.
«Κι ένα φλιτζάνι καυτό νερό», είπε ο Χάρις μ’ ένα
αδιόρατο χαμόγελο. «Ναι, για τον Τζάκσον. Δόκτωρ
Κουρτ...» Δεν ήξερε τι της φαινόταν αστείο αλλά είχε
την υποψία πως αφορούσε τους άντρες του. «Θα σας εί­
μαστε ευγνώμονες για όποια βοήθεια μπορείτε να μας
38 NORA ROBERTS

προσφέρετε. Και θα έχετε την αμέριστη συνεργασία


μας». Αυτό το τελευταίο το είπε ρίχνοντας ένα βλέμμα
με νόημα στον Μπεν. «Σας κατατόπισαν για την υπόθε­
ση;»
Η Τες σκέφτηκε τις δυο ώρες που πέρασε με το δήμαρ­
χο και τον ογκώδη φάκελο που της έδωσε να μελετήσει.
«Ναι. Θέλετε το ψυχογράφημα του μανιακού δολοφό­
νου. Θέλετε τη γνώμη ενός ειδικού για τους φόνους και
τον τρόπο που τους κάνει. Θέλετε να σας πω πώς σκέ­
φτεται, πώς αισθάνεται. Με τα στοιχεία που έχω κι αυτά
που θα μου δώσετε, θα μπορούσα να εκφέρω την επιστη­
μονική μου γνώμη... τη γνώμη», υπογράμμισε, «για το
ψυχολογικό πορτραίτο του και τα κίνητρα των πράξεών
του. Κι ίσως αυτή η γνώμη σάς βοηθήσει να τον πλησιά­
σετε, να τον σταματήσετε».
Δεν υποσχόταν θαύματα. Ο Χάρις ανακουφίστηκε.
Είδε με την άκρη του ματιού του τον Μπεν να την
παρατηρεί επίμονα, χαϊδεύοντας αφηρημένα το γιακά
του πανωφοριού της. «Κάθισε κάτω, Πάρις», του είπε.
«Σας έδωσε στοιχεία ο δήμαρχος;» ρώτησε την ψυχία­
τρο.
«Μερικά. Αρχισα να τα μελετώ χτες βράδυ».
«Πάρτε κι αυτές τις αναφορές». Της έδωσε το φάκελο
που είχε στο γραφείο του.
«Ευχαριστώ». Η Τες έβγαλε τα γυαλιά από την τσάντα
της κι άνοιξε το φάκελο.
Ο Μπεν, που μελετούσε το προφίλ της, συλλογίστηκε
για πολλοστή φορά πως δεν ταίριαζε με την εικόνα του
ψυχίατρου που είχε στο μυαλό του. Οι ψυχίατροι υποτί­
θεται πως είναι ψηλοί, αδύνατοι, ωχροί, με ήρεμα μάτια,
ήρεμα χέρια, ήρεμη φωνή. Θυμήθηκε τον ψυχίατρο που
Τ ο ΕΠ ΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 39

πήγαινε επί τρία χρόνια ο αδερφός του, όταν επέστρεψε


από το Βιετνάμ. Ο Τζος έφυγε ένα αγόρι ανέμελο, γεμά­
το ιδεαλισμό, και γύρισε αγνώριστος, τσακισμένος. Ο
ψυχίατρος βοήθησε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν μέχρι
που ο Τζος τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Πάνω στην ώρα μπήκε ο Ρόντρικ με τους καφέδες.
«Κάλεσες τον Ντορς στο τμήμα;» τον ρώτησε ο Χάρις.
«Όχι, θα τον ειδοποιήσω».
«Αύριο το πρωί, ο Πάρις κι ο Τζάκσον θα ενημερώ­
σουν εσένα, τη Λόουενσταϊν και τον Μπίγκσμπι». Τον έ­
διωξε μ’ ένα γνέψιμο κι έβαλε τρεις κουταλιές ζάχαρη
στον καφέ του.
Η Τες πήρε το φλιτζάνι της μουρμουρίζοντας ένα
ευχαριστώ. «Ο δολοφόνος πρέπει να είναι χειροδύνα­
μος».
«Πώς βγάζεις το συμπέρασμα;» ρώτησε ο Μπεν.
Η Τες κατέβασε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης και
τον κοίταξε. Αυτό το κόλπο το είχε αντιγράψει από έναν
καθηγητή της στην ιατρική. «Τα πτώματα δεν είχαν ση­
μάδια πάλης, σχισμένα ρούχα, μελανιές. Μόνο τα ίχνη
του στραγγαλισμού».
Ο Μπεν άναψε τσιγάρο. «Ήταν όλες λεπτοκαμωμένες
κοπέλες», αντέτεινε.
«Ο φόβος κάνει θαύματα κι η αδρεναλίνη πολλαπλα­
σιάζει τις μυϊκές δυνάμεις. Διάβασα τις αναφορές. Το
συμπέρασμα είναι πως τους επιτέθηκε από πίσω και τις
αιφνιδίασε».
«Το συμπέρασμα βγαίνει από τη φορά των σημαδιών
του στραγγαλισμού».
«Κατάλαβα», είπε κοφτά κι έσπρωξε στη θέση τους τα
γυαλιά της. «Κανένα από τα θύματα δεν μπόρεσε να
40 NORA ROBERTS

γρατσουνίσει το πρόσωπό του. Δε βρέθηκαν ίχνη δέρμα­


τος στα νύχια τους. Σωστά;» Δεν περίμενε απάντηση.
«Αυτό σημαίνει πως είναι έξυπνος και θέλει ν ’ αποφύ-
γει σημάδια που θα προκαλούσαν ενοχλητικές ερωτή­
σεις. Δε σκοτώνει περιστασιακά, αντίθετα οι φόνοι φαί­
νονται προσχεδιασμένοι, με μια λογική σχεδόν σειρά. Τα
ρούχα τους πώς ήταν; Στραπατσαρισμένα, ξεκούμπωτα,
σχισμένα;»
Ο Εντ κούνησε το κεφάλι, θαυμάζοντας τον τρόπο με
τον οποίο προσέγγιζε τις λεπτομέρειες. «Όχι, γιατρέ.
Ήταν άθικτα».
«Και το όπλο του εγκλήματος, το πετραχήλι;»
«Βρέθηκε διπλωμένο πάνω στο στήθος».
«Ψυχοπαθής αλλά νοικοκύρης», σχολίασε ο Μπεν.
Η Τες ανασήκωσε το φρύδι. «Βλέπω βγάζεις εύκολα
διαγνώσεις, ντετέκτιβ. Εγώ όμως θα χρησιμοποιούσα τη
λέξη ευσεβής αντί για νοικοκύρης».
Ο Χάρις εμπόδισε τον Μπεν ν ’ απαντήσει τεντώνο­
ντας αυστηρά το δάχτυλο. «Μας το εξηγείτε αυτό, για­
τρέ;»
«Για να φτιάξω το ψυχογράφημα θα πρέπει να μελετή­
σω όλα τα στοιχεία. Νομίζω όμως ότι μπορώ να σας
κάνω ένα αδρό σκίτσο. Προφανώς ο φονιάς είναι θρη­
σκόληπτος και θα πρέπει να μεγάλωσε σε θρησκευόμενη
οικογένεια».
«Δηλαδή είναι πετυχημένο το παρατσούκλι Παπάς».
Η Τες στράφηκε στον Μπεν. «Πιθανόν να υπήρξε ιε­
ρωμένος ή απλώς αισθάνεται δέος, φόβο για την εκκλη­
σία. Το πετραχήλι που χρησιμοποιεί είναι ένα σύμβολο
για τον εαυτό του, για μας, για τα θύματά του. Ίσως πά­
λι το χρησιμοποιεί για να χλευάσει τη θρησκεία αλλά
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Θ Υ Μ Α 41

δεν το νομίζω. Τα τρία θύματα, που έχουν την ίδια πά­


νω κάτω ηλικία, θα πρέπει να συμβολίζουν μια σημα­
ντική γυναίκα στη ζωή του. Μητέρα, σύζυγο, ερωμένη,
αδερφή. Κάποια με την οποία ήταν ή είναι δεμένος
συναισθηματικά. Πιστεύω ότι η γυναίκα αυτή τον απο­
γοήτευσε... σε κάποιο θέμα που σχετίζεται με τη θρη­
σκεία».
«Αμάρτησε;» ρώτησε ο Μπεν.
Μπορεί να είναι εκνευριστικός αλλά δεν είναι χαζός,
σκέφτηκε η Τες. «Ο ορισμός του αμαρτήματος είναι υπο­
κειμενικός», είπε ψυχρά. «Όμως ναι, θα πρέπει ν’ αμάρ­
τησε στα μάτια του... προφανώς σεξουαλικά».
Του έδινε στα νεύρα η ήρεμη, απρόσωπη ανάλυσή
της. «Και την τιμωρεί στο πρόσωπο των άλλων γυναι­
κών;»
Διέκρινε την ειρωνεία στον τόνο του. «Όχι. Της δίνει
άφεση αμαρτιών».
Ο Μπεν ετοιμάστηκε κάτι να πει· μετά το σκέφτηκε
καλύτερα. Το συμπέρασμά της ήταν πολύ λογικό.
«Είναι ξεκάθαρο», συνέχισε η Τες απευθυνόμενη
στον Χάρις. «Το γράφει στα σημειώματα που αφήνει.
Έχει αναθέσει στον εαυτό του το ρόλο του σωτήρα. Η
παντελής έλλειψη ιχνών βίας δείχνει πως δεν έχει πρό­
θεση να τιμωρήσει. Αν το έκανε για να εκδικηθεί, θα
φερόταν στα θύματά του βάναυσα, θα επεδίωκε να κα­
ταλάβουν τι πρόκειται να πάθουν. Αυτός όμως τις σκο­
τώνει όσο πιο γρήγορα κι ανώδυνα μπορεί, αφήνει δι­
πλωμένο το πετραχήλι, σαν ιερέας, και γράφει ότι συγ-
χωρήθηκαν».
Έβγαλε τα γυαλιά και συνέχισε. «Δεν τις βιάζει.
Ενδέχεται να είναι ανίκανος και σίγουρα θεωρεί αμαρ­
42 NORA ROBERTS

τία την ερωτική πράξη. Δε σκοτώνει για να λυτρωθεί


σεξουαλικά αλλά πνευματικά».
«Δηλαδή είναι θρησκόληπτος», συμπέρανε ο Χάρις.
«Μέσα του», του είπε η Τες. «Εξωτερικά θα πρέπει να
δείχνει φυσιολογικός. Στο ενδιάμεσο των φόνων μεσο­
λαβούν αρκετές βδομάδες, πράγμα που φανερώνει πως
διαθέτει αρκετό αυτοέλεγχο. Η ζωή του λίγο πολύ θα
είναι φυσιολογική —θα εργάζεται, θα έχει φίλους, θα
πηγαίνει στην εκκλησία».
«Στην εκκλησία...» Ο Μπεν σηκώθηκε και στάθηκε
μπροστά στο παράθυρο.
«Τακτικά. Η θρησκεία είναι ο κεντρικός άξονας της
ζωής του. Αν δεν είναι ιερέας, γίνεται την ώρα του
φόνου. Αισθάνεται λειτουργός του Θεού».
«Και δίνει άφεση αμαρτιών».
«Ακριβώς», συμφώνησε η Τες.
Ο Εντ, που δεν ήξερε πολλά για την εκκλησία, έστρεψε
τη συζήτηση σε άλλο θέμα. «Είναι σχιζοφρενής;»
«Σχιζοφρενής, μανιοκαταθλιπτικός, διχασμένη προ­
σωπικότητα... δύσκολο να πει κανείς. Βάζουμε εύκολα
ταμπέλες και οδηγούμεθα σε λανθασμένες γενικεύσεις».
Δεν αντιλήφθηκε τον Μπεν, που γύρισε και κάρφωσε
πάνω της τα μάτια. Έβαλε τα γυαλιά στην τσάντα της.
«Κάθε ψυχική διαταραχή είναι ένα μοναδικό πρόβλημα
που μπορούμε να το προσεγγίσουμε αποκαλύπτοντας τα
συγκεκριμένα αίτια και τη δυναμική τους».
«Εγώ προτιμώ να δουλεύω με απτά στοιχεία», είπε ο
Χάρις. «Αλλά δυστυχώς υπάρχουν ελάχιστα σε αυτή την
υπόθεση. Τελικά έχουμε να κάνουμε με ψυχοπαθή;»
Ο Μπεν πρόσεξε μια αδιόρατη, στιγμιαία αλλαγή στην
έκφρασή της. Κι ύστερα πήρε αμέσως το αυστηρό επαγ­
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 43

γελματικό ύφος της. «Αν θέλετε ένα γενικό ορισμό, μπο­


ρείτε να χρησιμοποιήσετε αυτόν. Ψυχοπαθής σημαίνει
άτομο με "ψυχική διαταραχή».
Ο Εντ χαΐδεψε το μούσι του. «Δηλαδή είναι τρελός».
«Η τρέλα είναι νομικός όρος, ντετέκτιβ». Σηκώθηκε.
«Θα χαρακτηριστεί έτσι όταν τον πιάσετε και παρουσια­
στεί στο δικαστήριο. Κύριε διοικητά, θα σας ετοιμάσω
το ψυχογράφημα όσο πιο γρήγορα μπορώ. Θα ήθελα να
δω τα σημειώματα που άφησε στα πτώματα και τα όπλα
του εγκλήματος».
Ο Χάρις σηκώθηκε. Δεν ήταν ικανοποιημένος. Θα
προτιμούσε πιο συγκεκριμένα στοιχεία, αν και ήξερε
πόσο δύσκολο ήταν αυτό. «Ο ντετέκτιβ Πάρις θα σας
δείξει ό,τι του ζητήσετε. Σας ευχαριστώ, γιατρέ».
«Προς το παρόν δεν έκανα τίποτα για να με ευχαρι­
στήσετε». Αντάλλαξαν χειραψία. «Ντετέκτιβ Πάρις;»
«Από δω». Και την οδήγησε στην αποθήκη όπου φύλα­
γαν τα στοιχεία.
Αφού υπέγραψαν, η Τες μελέτησε πρώτα τα σημειώμα­
τα με το στρωτό ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα. Ή ­
ταν πανομοιότυπα, θαρρείς κι είχαν βγει από φωτοτυπι­
κό μηχάνημα. Αυτός που τα είχε γράψει δεν ήταν οργι­
σμένος ούτε απελπισμένος. Αισθανόταν ψυχική γαλήνη
και, με το διεστραμμένο τρόπο του, προσπαθούσε να
χαρίσει την ίδια γαλήνη στα θύματά του.
«Το λευκό συμβολίζει την αγνότητα», σχολίαζε καθώς
εξέταζε τα πετραχήλια. Έσκυψε πάλι στα σημειώματα.
Την τάραζαν περισσότερο από τα όργανα του εγκλήμα­
τος. «Αισθάνεται πως εκτελεί ιερή αποστολή».
Ο Μπεν θυμήθηκε την αγωνία που ένιωθε μετά από
κάθε έγκλημα αλλά η φωνή του αντήχησε ήρεμη και ψυ­
44 NORA ROBERTS

χρή. «Δείχνεις πολύ σίγουρη για τον εαυτό σου».


«Αλήθεια;» Τον περιεργάστηκε μια στιγμή κι υστέρα
είπε, σπρωγμένη από μια ανεξήγητη παρόρμηση, «Τι
ώρα σχολάς;»
Τον αιφνιδίασε. «Πριν δέκα λεπτά».
«Ωραία». Φόρεσε το πανωφόρι της. «Θα με κεράσεις
ένα ποτό και θα μου εξηγήσεις γιατί αντιπαθείς το επάγ­
γελμά μου ή εμένα προσωπικά. Σου δίνω το λόγο μου να
μη σου κάνω 'ψυχανάλυση».
Το όμορφο αριστοκρατικό πρόσωπό της, η ψυχρή καλ­
λιεργημένη φωνή και, κυρίως, τα υπέροχα βιολετιά μά­
τια, αντιπροσώ πευαν μια ακαταμάχητη πρόκληση.
«Ούτε θα με χρεώσεις;»
Γέλασε. «Μου φαίνεται πως φτάσαμε στη ρίζα του
προβλήματος».
«Περίμενε να πάρω το μπουφάν μου».
Καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν από το τμήμα, ανα­
ρωτιόνταν κι οι δυο γιατί αποφάσισαν να περάσουν το
απόγευμα με κάποιον που αποδοκίμαζε τόσο φανερά το
επάγγελμα και τη συμπεριφορά τους. Κι ήταν κι οι δυο
αποφασισμένοι να πάρουν οπωσδήποτε το πάνω χέρι.
Πριν φύγουν, ο Μπεν υπέγραψε σ’ ένα βιβλίο.
«Τσάρλι, πες στον Εντ πως έχω μια δουλειά με τη
δόκτορα Κουρτ».
«Συμπλήρωσες το ερωτηματολόγιο;»
Ο Μπεν τράβηξε μπροστά του την Τες σαν ασπίδα και
κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Ορίστε;»
«Μπεν!»
«Αύριο. Εις τριπλούν». Κι απομακρύνθηκε βιαστικά,
τραβώντας μαζί του την Τες.
«Βαριέσαι τη γραφειοκρατία;» τον ρώτησε.
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 45

Ο Μπεν άνοιξε την πόρτα και βγήκαν έξω. Ψιχάλιζε.


«Υπάρχουν και καλύτερες στιγμές στη δουλειά μου».
«Ποιες;»
«Να πιάνω τους κακούς».
Παραδόξως τον πίστεψε.
Δέκα λεπτά αργότερα έμπαιναν σ’ ένα μισοσκότεινο
μπαρ, με μουσική από τζουκμπόξ κι ανέρωτα ποτά. Δεν
ήταν σικ στέκι αλλά ούτε και καταγώγιο. Στην Τες έδωσε
την εντύπωση ενός μέρους όπου γνωρίζονταν όλοι μετα­
ξύ τους με τα μικρά τους ονόματα.
Ο Μπεν έγνεψε από μακριά στον μπάρμαν, χαιρέτησε
τη σερβιτόρα κι οδήγησε την Τες σ’ ένα τραπεζάκι στο
βάθος, που η μουσική έφτανε πνιχτά και το φως ήταν
ακόμα πιο λίγο. Μόλις κάθισαν, τον είδε να χαλαρώ­
νει.
«Τι θα πάρεις;» τη ρώτησε. Περίμενε να παραγγείλει
κάνα ακριβό άσπρο κρασί με παράξενο γαλλικό όνομα.
«Ένα ουίσκι. Σκέτο».
«Στολίσναγια», είπε εκείνος στη σερβιτόρα. «Με
παγάκια». Έμειναν σιωπηλοί. Πέρασαν πέντε λεπτά,
δέκα, ένα τέταρτο. Ήταν μια σιωπή παράξενη, γεμάτη
βουβές ερωτήσεις και ουγκαλυμμένη εχθρότητα. Τέλος ο
Μπεν αποφάσισε να μιλήσει. «Έχεις καταπληκτικά
μάτια».
Χαμογέλασε. «Περίμενα να πεις κάτι πιο πρωτότυ­
πο».
«Στον Εντ αρέσουν πολύ τα πόδια σου».
«Ο φίλος σου είναι διαφορετικός από σένα. Είστε εν­
διαφέρον δίδυμο. Όμως αυτό που μ’ ενδιαφέρει εμένα,
ντετέκτιβ Πάρις, είναι γιατί αντιπαθείς το επάγγελμά
μου».
46 NORA ROBERTS

«Γιατί ρωτάς;»
Ήρθαν τα ποτά τους κι Τες ήπιε μια γουλιά. Της ζέ­
στανε τα σωθικά. «Από περιέργεια. Αλλωστε τα επαγ-
γέλματά μας είναι συγγενικά. Λύνουμε κι οι δυο αινίγ­
ματα, αναζητάμε απαντήσεις».
«Βρίσκεις πως οι δουλειές μας μοιάζουν;» χαμογέλα­
σε παραξενεμένος. «Μπάτσοι και τρελογιατροί...;»
«Μπορεί εγώ ν ’ αντιπαθώ τη δική σου κι εσύ τη δική
μου αλλά είναι κι οι δυο απαραίτητες», σχολίασε ήρεμα
η Τες. «Και θα είναι όσο υπάρχουν άνθρωποι με συμπε­
ριφορά παρεκκλίνουσα από τα ανεκτά κοινωνικά πρό­
τυπα».
«Προσωπικά δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη κάποιος που
κάθεται στο γραφείο του, τεμαχίζει το ανθρώπινο μυαλό
και ταξινομεί τα κομμάτια του».
«Αυτός είναι ο ορισμός που δίνεις στον ψυχίατρο;»
«Ναι».
Κούνησε το κεφάλι. «Είμαστε ομοιοπαθείς. Και για το
δικό σου επάγγελμα υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις».
Είδε τα μάτια του ν ’ αστράφτουν αλλά η αντίδραση
ήταν στιγμιαία. «Μπες στο θέμα, γιατρέ».
Η Τες θαύμασε την εξωτερική αταραξία του. Ήταν κά­
τι που το είχε προσέξει από το γραφείο του Χάρις. Διαι­
σθανόταν πως κάτι τον βασάνιζε και δεν μπόρεσε να μη
θαυμάσει τον τρόπο που έλεγχε τα αισθήματά του.
«Δεν μπαίνεις καλύτερα εσύ στο θέμα, ντετέκτιβ Μπεν;»
Ο Μπεν πήρε το ποτήρι του και το στριφογύρισε στο
χέρι χωρίς να πιει. «Εντάξει. Ας πούμε λοιπόν ότι σε
βλέπω σαν κάποια που παρηγορεί αργόσχολες νοικοκυ­
ρές και αγχωμένα διοικητικά στελέχη. Που εξηγεί τα
πάντα με τα φροϊδικά σύνδρομα. Απαντάς στις ερωτή­
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 47

σεις με ερωτήσεις κι όταν περάσουν τα πενήντα λεπτά


της επίσκεψης, κλείνεις το φάκελο και περνάς στον επό­
μενο πελάτη. Κι όταν εμφανιστεί μια σοβαρή περίπτω­
ση, ένας άνθρωπος καταρρακωμένος, που έχει πραγμα­
τικά ανάγκη για βοήθεια, περνά απαρατήρητος. Του
βάζεις την ταμπέλα, τον ταξινομείς και περνάς στον
επόμενο πελάτη».
Η Τες έμεινε σιωπηλή μερικές στιγμές γιατί κάτω από
το θυμό του διέκρινε τον πόνο. Τέλος μουρμούρισε: «Θα
πρέπει να ήταν τραυματική εμπειρία».
«Είπαμε, όχι ψυχανάλυση», της θύμισε.
Πολύ τραυματική, συλλογίστηκε αλλά ο Μπεν Πάρις
δεν ήταν από τους ανθρώπους που δέχονται τον οίκτο.
«Εντάξει, ας δούμε τη δική σου δουλειά. Είσαι ντετέκτιβ
στο τμήμα ανθρωποκτονιών. Περνάς τη μέρα σου κατα­
διώκοντας δολοφόνους κι ανταλλάσσοντας πιστολίδι.
Ρίχνεις μερικές σφαίρες, βάζεις στον ύποπτο χειροπέ­
δες, του διαβάζεις τα δικαιώματά του και τον πηγαίνεις
για ανάκριση. Τα λέω καλά;»
Χαμογέλασε άθελά του. «Είσαι έξυπνη, ε;»
«Έτσι μου λένε».
Δεν ήταν του χαρακτήρα του να βγάζει βιαστικά συ­
μπεράσματα γ ι’ άτομα που γνώριζε ελάχιστα. Το αίσθη­
μα της δικαιοσύνης πάλευε μέσα του με τις βαθιά ριζω­
μένες προκαταλήψεις. Έγνεψε να τους φέρουν κι άλλα
ποτά. «Ποιο είναι το μικρό σου όνομα; Βαρέθηκα να σε
λέω δόκτορα Κουρτ».
«Τερέζα».
«Αποκλείεται να σε φωνάζουν Τερέζα —είναι πολύ
συνηθισμένο. Το ίδιο και Τέρι —είναι μπασκλάς».
«Τελικά είσαι καλός ντετέκτιβ. Τες με λένε».
48 NORA ROBERTS

«Τες». To πρόφερε αργά κι έγνεψε επιδοκιμαστικά.


«Καλό. Σου ταιριάζει. Για πες μου, Τες, γιατί έγινες ψυ­
χίατρος;»
«Από περιέργεια. Το ανθρώπινο μυαλό είναι γεμάτο
αναπάντητες ερωτήσεις. Μου αρέσει να βρίσκω τις απα­
ντήσεις. Γιατί, αν τις βρεις, μερικές φορές μπορείς να
βοηθήσεις. Να γιατρέψεις το μυαλό, ν’ ανακουφίσεις την
ψυχή».
Τον άγγιξε στο ευαίσθητο σημείο του. «Ν’ ανακουφί­
σεις την ψυχή», επανέλαβε και σκέφτηκε τον αδερφό
του. Κανείς δεν κατάφερε ν ’ ανακουφίσει τη δική του
ψυχή. «Πιστεύεις δηλαδή πως αν γιατρευτεί το μυαλό,
ανακουφίζεται η ψυχή;»
«Είναι το ίδιο πράγμα».
«Νόμιζα πως τους ψυχίατρους τους ενδιαφέρει μόνο
το μυαλό».
«Το μυαλό, η καρδιά, η ψυχή», είπε ρεμβαστικά. «Σβή­
σε τα βάσανα του νου και διώξε με το γλυκόπιοτο αντί­
δοτο της λησμονιάς το επικίνδυνο βάρος που πλακώνει
την καρδιά».
Ο Μπεν ανασήκωσε ξαφνιασμένος το κεφάλι. Η φωνή
της ήταν ήρεμη αλλά εκείνος είχε πάψει ν ’ ακούει τα γέ­
λια, τις φωνές, το σαματά του μπαρ.
«Μάκβεθ», είπε κι ήταν η σειρά της να σαστίσει. «Ό­
πως βλέπεις, διαβάζουν κι οι μπάτσοι».
Η κοπέλα ύψωσε το ποτήρι. «Ίσως πρέπει ν ’ αναθεω­
ρήσουμε τις απόψεις μας ο ένας για τον άλλο».

Ψιχάλιζε ακόμα όταν επέστρεψαν στον πάρκινγκ του


τμήματος. Ο ουρανός ήταν βαρύς και το σκοτάδι έφτασε
πιο γρήγορα.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 49

«Μπεν, γιατί έγινες αστυνομικός;» Ήταν μια ερώτηση


που ήθελε να του κάνει από την αρχή.
«Σου είπα, μου αρέσει να πιάνω τους κακούς».
Κατάλαβε πως στην απάντησή του υπήρχε μια αλήθεια
αλλά όχι όλη η αλήθεια. «Έπαιζες μικρός κλέφτες κι
αστυνόμους και σου άρεσε τόσο πολύ ώστε το συνέχισες
σε όλη σου τη ζωή;»
«Μικρός έπαιζα το γιατρό». Σταμάτησε δίπλα στο
αυτοκίνητό της. «Που είναι παιδαγωγικό παιχνίδι».
«Και πώς αποφάσισες να γίνεις όργανο της τάξης;»
Θα μπορούσε ν ’ απαντήσει με μια υπεκφυγή αλλά,
παραδόξους, αισθάνθηκε την ανάγκη να της πει την αλή­
θεια. «Οι νόμοι θα έμεναν νεκρό γράμμα αν δεν υπήρ­
χαν άντρες να τους επιβάλλουν με το σπαθί τους, όπως
λέει κι ο ποιητής».
«Κι εσύ είσαι άνθρωπος της δράσης», σχολίασε.
«Ακριβώς». Έσκυψε να της ανοίξει την πόρτα και τα
κορμιά τους άγγιξαν. «Πιστεύω στην απονομή δικαιοσύ­
νης, Τες. Κι η δικαιοσύνη δεν είναι νεκρό γράμμα στα
χαρτιά».
Η Τες έμεινε συλλογισμένη. Μέσα του υπήρχε βία,
συγκαλυμμένη, ελεγμένη αλλά βία. Ασφαλώς είχε σκο­
τώσει —κάτι που η μόρφωση κι η προσωπικότητά της
απέρριπταν με αποστροφή. Αφαίρεσε ζωές, ρισκάρισε τη
δική του. Πίστευε στο νόμο, την τάξη, τη δικαιοσύνη.
Και την επιβολή τους με το σπαθί. Δεν ήταν ο απλοϊκός
άντρας που πίστεψε στην αρχή.
«Ευχαριστώ για το ποτό, ντετέκτιβ».
Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. «Δεν έχεις ομπρέλα;»
τη ρώτησε.
«Πάντα την ξεχνάω όταν βρέχει».
50 N o r a Ro berts

Ο Μπεν έβαλε τα χέρια του στην τσέπη. Δεν ήθελε να


την αφήσει να φύγει για λόγους που προτιμούσε να μην
αναλύσει.
«Καληνύχτα, Μπεν».
«Έχω ένα φίλο που δουλεύει στο Κένεντι Σέντερ. Μου
έδωσε δύο εισιτήρια για την αυριανή παράσταση του
Νόελ Κάουαρντ. Ενδιαφέρεσαι;»
Ετοιμάστηκε ν ’ αρνηθεί ευγενικά. Το νερό με το λάδι
δεν ανακατεύονται. Ούτε η δουλειά με τη διασκέδαση.
«Ναι».
«Θα περάσω να σε πάρω στις εφτά».
«Δε θα ρωτήσεις τη διεύθυνσή μου;»
Χαμογέλασε λοξά. «Είμαι ντετέκτιβ».

Η βροχή σταμάτησε στις δέκα το βράδυ. Η Τες δεν


πρόσεξε την ξαφνική ησυχία ούτε το χλομό φως του
φεγγαριού, απορροφημένη καθώς ήταν με το προφίλ
του μανιακού δολοφόνου. Το βραδινό της ήταν ένα σά­
ντουιτς που βρισκόταν δίπλα της μισοφαγωμένο, ξεχα­
σμένο.
Μελέτησε με προσοχή τις αναφορές προσπαθώντας να
μαντέψει πώς διάλεγε τα θύματά του. Ήταν όλες ξαν­
θές, λεπτές, μέτριου αναστήματος, κάτω των τριάντα.
Ποια γυναίκα συμβόλιζαν στο μυαλό του; Τις διάλεγε,
τις παρακολουθούσε ή χτυπούσε στην τύχη; Ίσως να
ήταν σύμπτωση η ομοιότητα στο χρώμα των μαλλιών
και τη σωματική διάπλαση. Ίσως να κινδύνευε να πάρει
«άφεση» κάθε γυναίκα που κυκλοφορούσε μόνη της τη
νύχτα.
'Οχι, διάλεγε τα θύματά του από την εξωτερική τους
εμφάνιση, ήταν βέβαιη. Και τα παρακολουθούσε για να
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 51

μάθει τις καθημερινές συνήθειές τους. Τρεις φόνοι και


δεν είχε κάνει ούτε ένα λάθος. Αρρωστος αλλά μεθοδι­
κός.
Ξανθιά, λεπτή, μέτριου ύψους, κάτω των τριάντα. Αυ­
τή δεν ήταν η περιγραφή του εαυτού της;
Το χτύπημα στην πόρτα την ξάφνιασε, την έκανε ν ’
αναπηδήσει. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Δούλευε
ήδη τρεις ώρες. Αλλες δύο και θα είχε κάτι χειροπιαστό
να δώσει την άλλη μέρα στον Χάρις. Σηκώθηκε ν ’ ανοί­
ξει σκοπεύοντας να ξεφορτωθεί γρήγορα τον απρόσκλη­
το μουσαφίρη.
«Παππού». Η δυσφορία της εξατμίστηκε ως διά μαγεί­
ας. Ανασηκώθηκε στις μύτες και τον φίλησε. «Πώς κι
είσαι έξω έτσι αργά;»
«Αργά;» ρώτησε με τη βροντερή φωνή του. Πάντα
ήταν βροντερή η φωνή του —όταν τηγάνιζε φρέσκα
ψάρια στην κουζίνα, όταν πήγαινε στο γήπεδο και ζητω­
κραύγαζε την ομάδα του, όταν αγόρευε στη γερουσία,
όπου εκλεγόταν επί είκοσι πέντε συνεχή χρόνια. «Ούτε
δέκα δεν πήγε ακόμα η ώρα. Τι θαρρείς πως είμαι, κάνα
χούφταλο που πρέπει να μένει σπίτι και να πίνει το τσα-
γάκι του; Βάλε μου ένα ποτό».
Πέρασε μέσα κι έβγαλε το πανωφόρι του. Ήταν ψηλός
και γεροδεμένος, με πυκνά κατάλευκα μαλλιά κι αργα-
σμένο πρόσωπο. Παρά τα εβδομήντα δύο χρόνια του,
είχε περισσότερη ενεργητικότητα από τους νέους φίλους
της Τες. Ίσως ο λόγος που δεν παντρεύτηκε ως τώρα
ήταν πως είχε για μέτρο σύγκρισης τον παππού της. Του
έβαλε τρία δάχτυλα ουίσκι.
Ήπιε μονοκοπανιά το ουίσκι του κι έριξε μια ματιά
στο γραφείο, που ήταν φορτωμένο με χαρτιά και φακέ-
52 NORA ROBERTS

λσυς. «Λοιπόν, τι συμπεράσματα έβγαλες για τον τρελό


δολοφόνο;»
«Κύριε γερουσιαστή», του είπε με το πιο επαγγελματι­
κό ύφος της, «γνωρίζετε πως απαγορεύεται να συζητώ
το θέμα με τρίτους. Με δεσμεύει το επαγγελματικό α­
πόρρητο».
«Τρίχες. Εγώ σου βρήκα τη δουλειά».
«Μην περιμένεις να σ’ ευχαριστήσω».
Της έριξε ένα παγερό βλέμμα, από κείνα που τάραζαν
ακόμα κι έμπειρους βετεράνους πολιτικούς. «Έτσι κι
αλλιώς θα μου τα πει ο δήμαρχος».
Η Τες πάντως δεν ταράχτηκε. «Πολύ ωραία».
«Στο διάβολο η δεοντολογία».
«Εσύ μ’ έμαθες να τη σέβομαι».
Γρύλισε ικανοποιημένος. «Πες μου τις εντυπώσεις σου
από τον Χάρις».
Η Τες μισόκλεισε σκεφτική τα μάτια. «Ικανός κι αυτο-
κυριαρχημένος. Τον έχει εξοργίσει αυτή η ιστορία κι
υφίσταται τρομερές πιέσεις αλλά κρατά γερά τα χαλινά­
ρια της υπηρεσίας του».
«Κι οι ντετέκτιβ που ανέλαβαν την υπόθεση;»
«Ο Πάρις και ο Τζάκσον...» Έγλειψε συλλογισμένη τα
χείλη. «Παράξενο δίδυμο κι ωστόσο ταιριαστό. Ο Τζάκ­
σον είναι ένας κοκκινομάλλης γίγαντας. Κάνει κοινότο­
πες ερωτήσεις αλλά ξέρει ν ’ ακούει. Μου έδωσε την
εντύπωση μεθοδικού ανθρώπου. Ο Πάρις...» Κόμπιασε,
δίστασε. «Αυτός νομίζω ότι είναι πιο εκρηκτικός. Ή πιο
συναισθηματικός... Έξυπνος αλλά βασίζεται περισσότε­
ρο στο ένστικτο παρά στη μεθοδικότητα». Σκέφτηκε
τους νόμους και το σπαθί.
«Είναι καλοί αστυνομικοί;»
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 53

«Δεν είμαι σε θέση να το κρίνω αυτό, παππού. Σχη­


μάτισα την εντύπωση πως έχουν μεγάλο ζήλο για τη
δουλειά τους. Αλλά είναι απλώς μια πρώτη εντύπω­
ση».
«Ο δήμαρχος τους έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Κι εσέ­
να».
«Φοβάμαι ότι θα τον απογοητεύσω», είπε σοβαρά. «Ο
άνθρωπος αυτός είναι πολύ άρρωστος, παππού. Κι επι­
κίνδυνος. Δεν ξέρω κατά πόσο θα βοηθήσει το ψυχογρά­
φημα που ετοιμάζω». Σηκώθηκε κι έβαλε τα χέρια στις
τσέπες. «Είναι όλα ένα παιχνίδι, ένα παζλ».
«Όλα στη ζωή είναι παζλ, Τες. Δεν υπάρχουν δόγματα,
απόλυτες αλήθειες».
Το ήξερε και δεν της άρεσε. «Χρειάζεται βοήθεια, παπ­
πού. Τη ζητά με τον τρόπο του όμως κανείς δεν τον α­
κούει».
Την έπιασε από το πιγούνι κι ανασήκωσε το πρόσωπό
της. «Δεν είναι ασθενής σου, Τες».
«Ναι αλλά δεν μπορώ ν ’ αδιαφορήσω». Βλέποντας τα
μάτια του να συννεφιάζουν, πρόσθεσε αλλάζοντας τόνο,
«Έλα, μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να το παρατραβή­
ξω».
«Το ίδιο μου είπες κάποτε και για ένα κουτί με νεογέν­
νητα γατάκια. Και στο τέλος μου κόστισαν τα μαλλιά
της κεφαλής μου».
Τον φίλησε στο μάγουλο κι έπιασε το παλτό του. «Τ’
αγαπούσες όμως όλα. Και τώρα πήγαινε γιατί έχω δου­
λειά».
«Με διώχνεις;»
«Σε βοηθώ να φορέσεις το παλτό σου», τον διόρθωσε.
«Καληνύχτα, παππού».
54 NORA ROBERTS

«Να είσαι καλό κοριτσάκι».


Το ίδιο της έλεγε από τότε που ήταν μωρό.

Η εκκλησία ήταν σκοτεινή κι έρημη. Δε δυσκολεύτηκε


να παραβιάσει την κλειδαριά και δε θεωρούσε κακό
αυτό που έκανε. Οι εκκλησίες είναι ο οίκος του Θεού.
Πρέπει να μένουν πάντα ανοιχτές για τους δυστυχισμέ­
νους, τους κατατρεγμένους και τους πιστούς.
Άναψε τέσσερα κεριά, ένα για κάθε γυναίκα που είχε
σκοτώσει κι ένα για κείνη που δεν μπόρεσε να σώσει.
Μετά έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε απελπισμέ­
νος. Έρχονταν στιγμές που αμφέβαλλε για την αποστο­
λή του. Η ζωή είναι ιερή κι αυτός είχε αφαιρέσει ήδη
τρεις. Ο κόσμος τον θεωρούσε τέρας. Αν τον ανακάλυ­
πταν, αλίμονο του.
Όμως μόνο η ψυχή είναι ιερή και το σαρκίο δεν είναι
παρά το περίβλημά της. Εκείνος έσωζε ψυχές. Η αμφι­
βολία ήταν αμαρτία.
Αν είχε κάποιον να μιλήσει, ν ’ ανοίξει την καρδιά του,
να ξαλαφρώσει... Τον πλημμύρισε ένα κύμα απελπισίας,
καυτό, αβάσταχτο. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέ-
ναν, δεν μπορούσε να μοιραστεί με κανέναν το φορτίο
του. Όταν σώπαινε η φωνή, έμενε τελείως μόνος.
Είχε χάσει τη Δάουρα και μαζί της ένα κομμάτι του
εαυτού του. Μερικές φορές, όταν είχε σκοτάδι και ησυ­
χία, την έβλεπε. Δε γελούσε πια. Το πρόσωπό της ήταν
χλομό, συσπασμένο από τον πόνο. Τα κεριά που άναβε
στις έρημες εκκλησίες δεν μπορούσαν να σβήσουν τον
πόνο. Ούτε την αμαρτία.
Τον περίμενε στο σκοτάδι. Θα λυτρωνόταν μόνο όταν
ολοκλήρωνε την αποστολή του.
Τ Ο ΕΠ ΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 55

Έσκυψε το κεφάλι και προσευχήθηκε με θέρμη. Παρα-


καλούσε να βρει το κουράγιο ν ’ αντέξει τις δοκιμασίες
που τον περίμεναν. Μετά έσβησε τα κεριά κι η εκκλησία
βυθίστηκε πάλι στο σκοτάδι.
κεφάλαιο 3

Τ' ο μποτιλιάρισμα οτοτις δρόμους της Ουάσιγκτον


μπορεί να σπάσει και τα πιο γερά νεύρα. Ειδικά όταν
είσαι άυπνος και εργάζεσαι σκληρά όλη μέρα. Η Τες
ανησυχούσε για τον Τζόε Χίγκινς. Δύο μήνες θεραπείας
κι ακόμα να πλησιάσει τη λύση του προβλήματος. Κρίμα
γιατί ο Τζόε ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων. Σήμερα,
για μια στιγμή, πίστεψε πως θα την αφήσει να τον πλη­
σιάσει. Όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμος να κάνει το τελευ­
ταίο, καθοριστικό βήμα. Η θεραπεία προμηνυόταν αργή,
επώδυνη, βασανιστική. Αν μπορούσε να κερδίσει την
εμπιστοσύνη του...
Οδηγούσε απορροφημένη από τη σκέψη ενός μελαγχο-
λικού αγοριού με μάτια γεμάτα πίκρα. Κι όμως, είχε
τόσα άλλα προβλήματα, τόσες άλλες υποχρεώσεις.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 57

Δεν ήταν αναγκασμένη θα δουλέψει ως τις δύο τη


νύχτα για να ετοιμάσει γρήγορα το 'ψυχογράφημα. Ούτε
να θυσιάσει το μεσημεριανό της διάλειμμα για να παρα-
δώσει το ψυχογράφημα στον Χάρις. Αλλά τα έκανε και
τα δυο. Ένιωθε δεμένη με τον άγνωστο δολοφόνο όπως
με τους άλλους ασθενείς της. Η αστυνομία χρααζόταν
τη βοήθειά της για να τον καταλάβει. Γιατί μόνο έτσι
μπορούσε να τον πιάσει. Κι αν τον έπιαναν, θα μπορού­
σε να τον βοηθήσει η Τες.
Φτάνοντας στο πάρκινγκ του τμήματος, έριξε γύρω
της μια ματιά. Μάστανγκ πουθενά. Βγήκε από το αυτο­
κίνητο υπενθυμίζοντας στον εαυτό της πως βρισκόταν
για άλλους λόγους εδώ. Δεν ήξερε κι η ίδια γιατί δέχτηκε
να βγει με τον Μπεν Πάρις. Τον θεωρούσε δύσκολο
χαρακτήρα, αλαζονικό. Επιπλέον το πρόγραμμά της
ήταν ασφυκτικά φορτωμένο κι η βραδινή έξοδος θα της
έτρωγε πολύτιμο χρόνο. Από το πρωί είχε σκεφτεί αρκε­
τές φορές να του τηλεφωνήσει και να το ακυρώσει.
Τελικά δεν το έκανε γιατί θα ήταν μεγάλη αγένεια. Θα
πήγαινε στο ραντεβού, θ ’ απολάμβανε την παράσταση,
θα τον καληνύχτιζε και θα έληγε η υπόθεση.
Γενικά δεν έβγαινε συχνά, όχι επειδή δεν της άρεσαν οι
άντρες —απλώς δε βρέθηκε μέχρι τώρα κανείς που να
κρατήσει το ενδιαφέρον της. Όταν έχεις μεγάλες απαιτή­
σεις, απογοητεύεσαι εύκολα.
Μ παίνοντας στο τμήμα ανθρωποκτονιών, κοίταξε
ολόγυρα αλλά δεν είδε πουθενά τον Μπεν. Το βλέμμα
της σταμάτησε σε κάποιον που ήταν σκυμμένος, με το
κεφάλι χωμένο σ’ ένα μικρό 'ψυγείο. Όταν σηκώθηκε, η
Τες διαπίστωσε πως της ήταν άγνωστος.
Ο Μπεν δεν ήταν εκεί, υπήρχαν όαως πολλοί άλλοι
58 NORA ROBERTS

αστυνομικοί, άλλοι με κοστούμι και γραβάτα, άλλοι με


τζιν και πσυλόβερ, άλλοι με μπότες, άλλοι με αθλητικά
παπούτσια. Μέσα σε τούτη την ποικιλομορφία, υπήρχε
μόνο ένα κοινό σημείο: η δερμάτινη θήκη με το όπλο, πε­
ρασμένη στον ώμο. Το σπαθί που λέγαμε... συλλογίστηκε
η κοπέλα.
Στο γραφείο του Χάρις δε βρισκόταν κανείς.
«Δόκτωρ Κουρτ».
Ο άντρας που είχε μιλήσει άφησε τη γραφομηχανή και
σηκώθηκε όρθιος.
«Ορίστε».
«Είμαι ο ντετέκτιβ Ρόντρικ. Ο διοικητής έχει σύσκεψη
με τον αρχηγό».
«Κατάλαβα». Ή ταν από τους κοστουμαρισμένους
τύπους. Και μόλο που το σακάκι του κρεμόταν στην
πλάτη της καρέκλας, το πουκάμισο ήταν ατσαλάκωτο, η
γραβάτα άψογα βαλμένη. Ασφαλώς ο Μπεν θ’ απεχθα-
νόταν τις γραβάτες... «Πότε θα γυρίσει;»
«Δε θ’ αργήσει. Αν θέλετε, μπορείτε να τον περιμένε­
τε». Χαμογέλασε. «Θα πάρετε έναν καφέ;»
Κοίταξε το ρολόι της. Σε σαράντα λεπτά είχε ραντε­
βού μ’ έναν ασθενή και χρειαζόταν τουλάχιστον είκοσι
να επιστρέψει στο ιατρείο της. «Όχι, ευχαριστώ, είμαι
βιαστική. Πέρασα ν ’ αφήσω την αναφορά στον κύριο δι­
οικητή».
«Το ψυχογράφημα. Μπορείτε να το δώσετε σ’ εμένα».
Την είδε να διστάζει και πρόσθεσε: «Εργάζομαι κι εγώ
στην υπόθεση».
«Σας παρακαλώ να το παραδώσετε το συντομότερο
στον κύριο διοικητή». Άνοιξε το χαρτοφύλακά της κι
έβγαλε ένα φάκελο. «Αν θέλει να ρωτήσει κάτι, θα είμαι
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 59

στο ιατρείο μου μέχρι τις πέντε και στο σπίτι μέχρι τις
εφτά. Σημειώθηκε καμιά πρόοδος;»
«Δυστυχώς όχι. Παρά τις εντατικές έρευνες, δεν έχου­
με ακόμα αποτέλεσμα. Θέλετε να πω τίποτα στον κύριο
διοικητή;»
«Όχι, είναι γραμμένα όλα μέσα». Του έδωσε το φάκε­
λο. «Σας ευχαριστώ, ντετέκτιβ».
Η Λόουενσταϊν περίμενε ν’ απομακρυνθεί η Τες πριν
ρωτήσει: «Η -ψυχίατρος είναι;»
«Ναι. Έφερε το ψυχογράφημα».
«Ωραία γυναίκα. Κι αριστοκρατική... αν και άκουσα
πως χτες βράδυ βγήκε με τον Πάρις». Της ξέφυγε ένα
πνιχτό γελάκι και χτύπησε φιλικά τον Ρόντρικ στην
πλάτη. «Τι έπαθες, Λου; Σου άναψαν τα αίματα;»
«Ε... σκεφτόμουν κάτι άλλο», μουρμούρισε εκείνος
αμήχανα.
Η Λόουενσταϊν του έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
«Τώρα μ’ έπεισες». Πήρε την τσάντα της και την κρέμα­
σε στον ώμο. «Πάμε με τον Μπίγκσμπι στου Νταγκ, να
μιλήσουμε μ’ έναν πληροφοριοδότη. Όσο λείπω, έχε το
νου σου στο μαγαζί».
«Κοίτα να βρεις κάνα ίχνος, Μάτζι, γιατί δε μας βλέ­
πω καλά».
Η Τες περνούσε μπροστά από ένα διάδρομο όταν έφτασε
στ’ αυτιά της μια βλαστήμια. Κοντοστάθηκε, έκανε δυο
βήματα πίσω και κοίταξε στο διάδρομο. Στο βάθος ο
Μπεν έριχνε μια δυνατή γροθιά σ’ έναν αυτόματο πωλητή.
«Το Χριστό του!»
«Μπεν». Ο Εντ τον έπιασε από τον ώμο. «Ασ’ το να
πάει στην ευχή. Τα γλυκά είναι δηλητήριο για τον οργα­
νισμό».
60 NORA ROBERTS

«Μα μου “έφαγε” πενήντα σεντς!» διαμαρτυρήθηκε ο


Μπεν. Έπιασε από τα πλάγια τον αυτόματο πωλητή και
βάλθηκε να τον ταρακουνάει βλαστημώντας. «Δε φτάνει
που μας ληστεύουν χρεώνοντας πενήντα σεντς τη σοκο­
λάτα με φουντούκια!»
«Να παίρνεις με σταφίδες», τον συμβούλεψε ο Εντ.
«'Εχουν φυσικό σάκχαρο και άφθονο σίδηρο».
Ο Μπεν έτριξε τα δόντια. «Σιχαίνομαι τις σταφίδες».
«Ντετέκτιβ Πάρις». Η Τες δεν άντεξε στον πειρασμό,
πλησίασε κοντά τους. «Συνηθίζεις να τσακώνεσαι με
άψυχα αντικείμενα;»
Γύρισε προς το μέρος της το κεφάλι χωρίς να τραβήξει
τα χέρια από τον αυτόματο πωλητή. «Όταν με κλέβουν».
Κούνησε βίαια τη μηχανή αλλά κοιτούσε την Τες.
Σήμερα δεν ήταν βρεγμένη ούτε είχε ελεύθερα τα μαλ­
λιά. Τα είχε μαζέψει σ’ ένα κομψό σινιόν. Προφανώς για
να δείχνει πιο σοβαρή, όμως το στόμα του Μπεν στέ­
γνωσε.
«Μια χαρά είσαι, γιατρέ».
«Ευχαριστώ. Τι κάνεις, ντετέκτιβ Τζάκσον;»
«Καλημέρα, μαντάμ». Έπιασε πάλι τον Μπεν από τον
ώμο. «Ζητώ συγνώμη για το συνάδελφό μου».
«Δεν πειράζει. Λόγω επαγγέλματος, είμαι συνηθισμένη
να συναναστρέφομαι προβληματικά άτομα».
Ο Μπεν ταρακούνησε μια τελευταία φορά τον αυτό­
ματο πωλητή κι εγκατέλειψε απογοητευμένος την προ­
σπάθεια. «Σκατά». Σε πρώτη ευκαιρία, θα έκανε διάρρη­
ξη στην κλειδαριά. «Μ’ έψαχνες;» ρώτησε την κοπέλα.
Τον είχε ψάξει στο πάρκινγκ και τα γραφεία αλλά
προτίμησε να του κρύψει την αλήθεια. «Οχι, έφερα το
ψυχογράφημα στο διοικητή».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 61

«Δουλεύεις γρήγορα».
«Απλώς ήταν ελάχιστα τα στοιχεία. Αν είχα περισσό­
τερα, θα χρειαζόμουν πιο πολύ χρόνο να τα μελετήσω.
Όπως έχουν τα πράγματα, φοβάμαι πως δεν μπορώ να
βοηθήσω ιδιαίτερα. Θα ήθελα να προσφέρω περισσότε­
ρα».
«Αυτό είναι δική μας δουλειά», της θύμισε ο Μπεν.
«Γεια σας, παιδιά». Η Λόουενσταϊν πλησίασε κι έριξε
ένα κέρμα στον αυτόματο πωλητή. Ήταν μια πρόφαση
για να περιεργαστεί καλύτερα την ψυχίατρο. Στοιχημά­
τιζε το βδομαδιάτικο της πως το ροζ ντεπιές ήταν μετα­
ξωτό.
«Πρόσεχε, κλέβει το παλιομηχάνημα», την προειδο­
ποίησε ο Μπεν. Όταν τράβηξε όμως το μοχλό η Λόουεν-
σταϊν, έπεσαν δύο σοκολάτες αντί για μία.
«Α, τι καλά!» έκανε χαρούμενη η Λόουενσταϊν ρίχνο­
ντας στην τσάντα της και τις δύο σοκολάτες. «Μπάι
μπάι, παιδιά».
«Μια στιγμή!»
«Μπεν, δεν είναι σωστό να κάνεις σκηνή μπροστά στη
δόκτορα Κουρτ», τον μάλωσε ο Εντ.
«Μα η Λόουενσταϊν πήρε τη σοκολάτα μου!»
«Καλύτερα. Η ζάχαρη σκοτώνει».
«Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά», παρατήρησε ψυχρά η
Τες, ενώ ο Μπεν αγριοκοιτούσε την πλάτη της Λόουεν-
σταϊν που απομακρυνόταν. «Όμως, δυστυχώς, είμαι
βιαστική. Σταμάτησα να σας πω κάτι που το γράφω και
στην αναφορά μου».
Ο Μπεν έχωσε φουρκισμένος τα χέρια στις τσέπες και
γύρισε προς το μέρος της. «Τι;»
«Χρειαζόσαστε τη βοήθεια ενός ιερωμένου...»
62 N o r a Ro b e r t s

«Το κάναμε ήδη. Μιλήσαμε με καμιά ντουζίνα παπά­


δες».
«Με γνώσεις ψυχιατρικής», συμπλήρωσε η Τες. «Εγώ
βοήθησα όσο μπορούσα αλλά δεν έχω τις γνώσεις να
εμβαθύνω στο θρησκευτικό παράγοντα. Κι η θρησκεία
είναι το κλειδί αυτής της υπόθεσης». Κοίταξε τον Εντ
αλλά ήξερε πως άλλον έπρεπε να πείσει. «Μπορώ να
μελετήσω τον καθολικισμό αλλά θα έπαιρνε χρόνο. Κι
εμείς δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Γι’ αυτό προτείνω
έναν καθηγητή του καθολικού πανεπιστημίου, τον μον-
σινιόρο Λόγκαν. Είναι έξοχος κληρικός και ψυχίατρος.
Πρέπει να τον συμβουλευτείτε».
«Όσο πιο πολλούς συμβουλευόμαστε, τόσο αυξάνο­
νται οι πιθανότητες διαρροών», είπε ο Μπεν.
«Αν δεν εξαντλήσετε όλες τις δυνατότητες που προ-
σφέρονται, η έρευνά σας θα καθηλωθεί εκεί που βρίσκε­
ται. Στο σκοτάδι. Θα μπορούσα να πάω στο δήμαρχο
και να του ζητήσω να σας πιέσει. Αλλά δε θα ήθελα να
καταφ ύγω σε τέτοια μέσα. Μπεν, πρέπει να με
ακούσεις».
Εκείνος ανάδεψε νευρικά. Κι άλλος τρελογιατρός.
Και μάλιστα παπάς. Όμως, όσο κι αν του κόστιζε να το
παραδεχτεί, οι έρευνες βρίσκονταν πράγματι στο σκοτά­
δι. «Θα μιλήσω στον Χάρις».
Χαμογέλασε ενθουσιασμένη από τη νίκη της. «Ευχαρι­
στώ» . Ανοιξε την τσάντα της, έβγαλε ένα κέρμα, το έριξε
στο .» αυτόματο πωλητή και τράβηξε το μοχλό. Στο με­
ταλλικό δίσκο κύλησε μια σοκολάτα. «Ορίστε». Και την
έδωσε σοβαρά σοβαρά στον Μπεν. «Πριν λίγο μου ράγι­
σες την καρδιά. Χάρηκα που σε είδα, ντετέκτιβ Τζάκ-
σον».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 63

«Δική μου η ευχαρίστηση, μαντάμ», χαμογέλασε πλα­


τιά. «Κυρία με τα όλα της, έτσι;» είπε στον Μπεν καθώς
την παρατηρούσαν ν ’ απομακρύνεται.
«Ναι», μουρμούρισε κατσουφιασμένος εκείνος. «Κι
επαγγελματίας».

Η Τες δε συνήθιζε να χάνει χρόνο με το ντύσιμό της.


Όταν ψώνιζε ρούχα, τα διάλεγε πάντα απλά και κλασι­
κά. Έ τσι, το πρωί που ετοιμαζόταν για τη δουλειά,
άπλωνε το χέρι στην ντουλάπα και φορούσε ό,τι έπιανε
πρώτο. Μόνο που τώρα ήταν βραδάκι και δε ντυνόταν
για το ιατρείο.
Όταν απέρριψε και το τρίτο φόρεμα που είχε ξεκρεμά-
σει, υπενθύμισε εκνευρισμένη στον εαυτό της πως δε θα
έβγαινε με τον ωραίο πρίγκιπα των παραμυθιών. Ήταν
είκοσι εννιά χρονών, είχε πάψει προπολλού να πιστεύει
στα παραμύθια. Όμως ο Μπεν Πάρις ήταν τόσο γοητευ­
τικός...
Κοίταξε το ρολόι της. Αν χασομερούσε λίγο ακόμη, δε
θα ήταν έτοιμη στην ώρα της. Έβγαλε αποφασιστικά ένα
μαύρο βραδινό φόρεμα από την ντουλάπα, το φόρεσε
βιαστικά και κούμπωσε επιδέξια τα κουμπιά της πλάτης.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και κούνησε επιδοκιμαστι-
κά το κεφάλι. Φόρεσε τα διαμαντένια σκουλαρίκια της
μητέρας της και το λεπτό χρυσό μπρασελέ που της χάρι­
σε ο παππούς όταν πήρε το πτυχίο. Σκεφτόταν αν έπρε­
πε να μαζέψει κότσο τα μαλλιά όταν χτύπησε το κου­
δούνι.
Του πήγαινε πολύ το κοστούμι αλλά είχε δίκιο για τη
γραβάτα· δε φορούσε. Τον υποδέχτηκε μ’ ένα χαμόγελο
κι ύστερα πρόσεξε το μπουκέτο με τις βιολέτες. Η χειρο­
64 · NORA ROBERTS

νομία του την αιφνιδίασε, τη συγκίνησε ανεξήγητα, την


έκανε να νιώσει σαν άβγαλτο κοριτσάκι.
«Κλάδος ειρήνης», είπε και της πρόσφερε το μπουκέ­
το, νιώθοντας το ίδιο αμήχανος μ’ εκείνη. Κι όμως, οι
αβρές ή παρορμητικές χειρονομίες ήταν κάτι που συνή­
θιζε όταν έβγαινε με γυναίκες. Δεν του φάνηκε γελοίο να
■ψάχνει Οκτώβρη μήνα στ’ ανθοπωλεία για βιολέτες.
Ωστόσο ένιωθε γελοίος τώρα που στεκόταν μπροστά της
και της πρόσφερε το μπουκέτο.
«Τι όμορφες! Σ ’ ευχαριστώ». Του χαμογέλασε και
παραμέρισε να τον αφήσει να περάσει. «Πάω να τις
βάλω στο βάζο».
Τον άφησε να περιμένει στο σαλόνι κι εξαφανίστηκε
στην κουζίνα. Ο Μπεν πρόσεξε αμέσως την γκραβούρα
του Ματίς, τα περσικά χαλιά, τ ’ ακριβά έπιπλα, τα
παστέλ χρώματα. Όλα γύρω φανέρωναν πλούτο.
Τι γυρεύω εδώ; αναρωτήθηκε εκνευρισμένος. Ο πάπ-
πούς της ήταν γερουσιαστής. Ο δικός του χασάπης.
Εκείνη μεγάλωσε με υπηρέτριες, η μητέρα του Μπεν δε
μπορούσε να πάρει ούτε παραδουλεύτρα. Εκείνη σπού­
δασε στο Σμιθ κι αποφοίτησε μετ’ επαίνων, αυτός μόλις
και μετά βίας πήγε δύο χρόνια στο κολέγιο πριν γραφτεί
στην ακαδημία της αστυνομίας.
Ναι, είχε ερευνήσει το παρελθόν της. Μπορεί να ήταν
αδιακρισία αλλά... ο χαρακτήρας δεν αλλάζει. Κι έκοβε
το κεφάλι του ότι, μετά το πρώτο τέταρτο, δε θα έβρι­
σκαν τι να συζητήσουν.
Η Τες επέστρεψε κρατώντας ένα πορσελάνινο βάζο με
τις βιολέτες. «Θα σου πρόσφερα ποτό αλλά δεν έχω
Στολίσναγια». Έσκυψε να τοποθετήσει το βάζο σ’ ένα
τραπέζι.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 65

«Δεν πειράζει». Το αποφάσισε χωρίς να ζυγιάσει τα υ­


πέρ και τα κατά, οδηγημένος μόνο από το ένστικτό του.
Την πλησίασε κι έπιασε τα μαλλιά της.
Εκείνη γύρισε αργά, χωρίς να δείξει έκπληξη ή ενόχλη­
ση.
«Μου αρέσουν καλύτερα έτσι», της είπε τέλος χαϊδεύ­
οντας απαλά τα μεταξένια μαλλιά. «Το μεσημέρι πόυ τα
είχες μαζεμένα, φάνταζες απρόσιτη».
Η Τες ένιωσε μια παράξενη ταραχή, μια ταραχή που
είχε χρόνια να νιώσει. «Θα πιεις κάτι;» τον ρώτησε και
τραβήχτηκε.
Ο Μπεν αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν κατάφερνε να
προκαλέσει μια ρωγμή στην αυτοκυριαρχία της. Κι
ύστερα έδιωξε βιαστικά τη σκέψη. Φοβόταν μήπως
ραγίσει η δική του αυτοκυριαρχία αντί για τη δική της.
«Όχι, προλαβαίνουμε να πάρουμε ένα ποτό στο θέα­
τρο».
«Εντάξει. Πάω να φορέσω το παλτό μου».

Πριν το θέατρο πήγαν στο κοσμικό Ρουφ Τέρας. Ο


Μπεν έδειχνε το ίδιο εξοικειωμένος με το προσωπικό
όσο και στο μισοσκότεινο μπαρ που την είχε πάει την
προηγούμενη μέρα. Μίλησε με τον ένα, χαιρέτησε τον
άλλο, άνετα, φιλικά. Η Τες κατέληξε στο συμπέρασμα
πως δεν ήταν μοναχικός τύπος· απλώς έμενε μόνος του
όταν το επέλεγε ο ίδιος.
Η Τες θαύμαζε τους ανθρώπους που νιώθουν άνετα
ανάμεσα σε κόσμο, που δεν ανησυχούν τι εντύπωση θα
δημιουργήσουν, τι γνώμη θα σχηματίσουν οι άλλοι γ ι’
αυτούς. Απαραίτητος όρος για να νιώθει κανείς τόσο
άνετα είναι να τα πηγαίνει καλά με τον εαυτό του.
66 NORA ROBERTS

Εκείνη, παρ’ όλο που ήταν ικανοποιημένη απά τη ζωή


της, δεν είχε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο.
Ο Μπεν έπιασε το ποτήρι του, άπλωσε νωχελικά τα
πόδια και την κοίταξε. «Δε με κατάλαβες ακόμα;»
«Όχι απόλυτα». Πήρε ένα αμύγδαλο. «Νομίζω όμως
ότι εσύ καταλαβαίνεις καλά τον εαυτό σου. Αν είχαν ό­
λοι τη δική σου αυτογνωσία, θα έπρεπε ν ’ αλλάξω επάγ­
γελμα».
«Θα ήταν κρίμα γιατί είσαι πολύ καλή στη δουλειά
σου». Η κοπέλα τον κοίταξε ερωτηματικά. «Στο ιδιωτι­
κό ιατρείο σου έχεις τόσους πελάτες που δεν τους προ­
λαβαίνεις. Πρόσφατα αναγκάστηκες ν ’ απορρίψεις μια
προσφορά από το νοσοκομείο Βεθεσδά. Ωστόσο εργάζε­
σαι δωρεάν μια φορά τη βδομάδα στην κλινική Ντόνερλι
του Γουέστ Εντ».
Η Τες ένιωσε κάπως ενοχλημένη. Είχε συνηθίσει να
γνωρίζει εκείνη περισσότερα για τους ανθρώπους που
συναναστρεφόταν κι όχι αυτοί για κείνη. «Πάντα ερευ­
νάς το παρελθόν των γυναικών με τις οποίες βγαίνεις
ραντεβού, ντετέκτιβ;»
«Η έξη είναι δευτέρα φύση», αποκρίθηκε κεφάτα. «Κά­
τι λέγαμε για περιέργεια χτες βράδυ. Στενότερος συγγε­
νής σου είναι ο παππούς από τη μητέρα σου, ο γερου­
σιαστής Τζόναθαν Ράιτμορ, ένας πολιτικός κεντροαρι­
στερός, έντιμος, χαρισματικός και σκληρός».
«Θα τον ικανοποιούσε αφάνταστα η περιγραφή».
«Έχασες τους γονείς σου όταν ήσουν δεκατεσσάρων
χρονών. Λυπάμαι. Είναι οδυνηρό να χάνεις αγαπημένα
πρόσωπα».
Η Τες κατάλαβε από τον τόνο του πως είχε χάσει κι
αυτός κάποιον δικό του. «Ευτυχώς που είχα τον παπ-
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 67

πού μου. Αμφιβάλλω αν θα το ξεπερνούσα χωρίς αυτόν.


Πώς έμαθες τόσα πολλά;»
«Οι αστυνομικοί δεν αποκαλύπτουν ποτέ τις πηγές
τους. Διάβασα το ψυχογράφημα».
Ετοιμάστηκε ν ’ ακούσει την κριτική του. «Και;»
«Λες ότι ο άνθρωπός μας είναι έξυπνος».
«Παμπόνηρος. Αφήνει πίσω του μόνο ό,τι θέλει. Όχι
ίχνη που θα μας οδηγήσουν σε αυτόν».
«Έχεις δίκιο. Πες μου, πώς έβγαλες τα συμπεράσματα σου;»
Η Τες ήπιε μια γουλιά ποτό πριν απαντήσει. «Μελέτη­
σα τα στοιχεία που άφησε. Σε όλους τους φόνους είναι
ίδια, δεν ποικίλλουν. Από αυτά σχηματίζω μια εικόνα,
το ψυχολογικό πορτραίτο. Εσύ έχεις εκπαιδευτεί να βρί­
σκεις αποδείξεις και κίνητρα για να συλλάβεις τον ένο­
χο. Εγώ λόγους κι αιτίες για να τον θεραπεύσω. Να τον
θεραπεύσω, Μπεν», επανέλαβε κοιτώντας τον στα μά­
τια. «Όχι να τον δικάσω».
«Δηλαδή εγώ αυτό κάνω;»
«Θέλεις να τον πιάσεις».
«Ναι, το παραδέχομαι. Να τον πιάσω και να τον κλεί-
σω σ’ ένα κελί, για να γίνει ακίνδυνος». Έσβησε το τσι­
γάρο του.
«Θέλεις να τιμωρηθεί. Το καταλαβαίνω αν και δε συμ­
φωνώ».
«Ξέρω, ελπίζεις να τον θεραπεύσεις, να τον κάνεις
καλό παιδί. Όμως, Τες, δεν αξίζει να χολοσκάς για ένα
δολοφόνο».
«Η συμπόνια είναι μέρος της δουλειάς μου», του τόνι­
σε. «Είναι άρρωστος, πολύ άρρωστος. Αν διάβασες προ­
σεκτικά το ψυχογράφημα, θα κατάλαβες πως ό,τι κάνει
το κάνει με οδύνη».
68 NORA ROBERTS

«Στραγγαλίζει γυναίκες. Κι αν υποφέρει τη στιγμή


που τις πνίγει, αυτό ελάχιστα επηρεάζει το γεγονός
πω ς είναι νεκρές. Κ άτι είπες για συμπόνια, Τες...
Νιώθω συμπόνια για τους συγγενείς των θυμάτων με
τους οποίους μίλησα. Έπρεπε να έβλεπες το πρόσωπό
τους όταν με ρώτησαν “γιατί”. Και δεν ήξερα τι ν ’ απα­
ντήσω».
«Λυπάμαι». Έπιασε αυθόρμητα το χέρι του. «Είναι
πολύ δύσκολο να μιλάς με τους συγγενείς. Αναγκάζομαι
να το κάνω κι εγώ όταν κάποιος ασθενής αυτοκτονεί
πάνω στην απόγνωσή του». Ένιωσε το χέρι του να σφίγ­
γεται στιγμιαία. «Ξυπνάς τα βράδια, άγρια μεσάνυχτα,
και βλέπεις τα πονεμένα πρόσωπά τους, τα μάτια τους
να σε κοιτούν ερωτηματικά...» Έσκυψε προς το μέρος
του. «Όμως πάνω απ’ όλα είμαι γιατρός. Θα μπορούσα
να βάλω μια ταμπέλα στον άνθρωπό μας: σχιζοφρενής,
μανιακός, βαριά διαταραγμένη προσωπικότητα. Αλλά η
ουσία είναι μία· έχουμε να κάνουμε με έναν άρρωστο. Δε
σκοτώνει για εκδίκηση ούτε για κέρδος. Το κάνει από
απόγνωση».
«Κι εγώ πάνω απ’ όλα είμαι αστυνομικός. Έχω καθή­
κον να τον σταματήσω, τελεία και παύλα». Άφησε το
ποτήρι του. «Μίλησα στον Χάρις για τον μονσινιόρο
Λόγκαν».
«Μπράβο, Μπεν. Σ’ ευχαριστώ».
«Μη βιάζεσαι να μ’ ευχαριστήσεις. Δε μ’ ενθουσιάζει η
ιδέα».
Τράβηξε το χέρι της μ’ έναν αναστεναγμό. «Δεν έχουμε
πολλά κοινά σημεία, έτσι;»
«Ίσως δεν τ ’ ανακαλύψαμε ακόμα».
«Τι σου αρέσει να κάνεις τα σαββατόβραδα;»
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 69

«Να βλέπω ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, πίνοντας


μπίρα».
Σούφρωσε τη μύτη της. «Ατυχήσαμε. Κι από μουσι­
κή;»
Χαμογέλασε. «Τι;»
«Τι μουσική σου αρέσει;»
«Ε ξαρτάται. Ροκ όταν οδηγώ, τζαζ όταν πίνω ,
Μότζαρτ τα κυριακάτικα πρωινά».
«Τώρα κάτι γίνεται. Σου αρέσει ο Τζέλι Ρολ Μόρτον;»
Χαμογέλασε ξαφνιασμένος. «Πολύ».
«Ο Σπρίνγκστιν;»
«Ειδικά το Borne in the USA».
«Ο Μάρβιν Γκέι;»
Ο Μπεν βολεύτηκε νωχελικά στο κάθισμά του και την
κοίταξε στα μάτια. «Μου (ραίνεται πως κάναμε μια αρχή.
Θες να πάμε σπίτι μου ν’ ακούσουμε τους δίσκους μου;»
«Ντετέκτιβ Πάρις, χρειάζεται περισσότερη πρωτοτυ­
πία για να “ρίξεις” κοτζάμ ψυχίατρο!»
«Ας κάνουμε άλλη μια δοκιμή. Τι θα έλεγες αν μετά το
θέατρο πηγαίναμε για φαγητό, να συζητήσουμε για τους
Μπιτλς;»
Του χάρισε ένα γλυκό αυθόρμητο χαμόγελο. «Πώς
κατάλαβες ότι τρελαίνομαι για τους Μπιτλς;»
«Γνωρίζεις έναν τύπο ξενέρωτο, με πανάκριβο ντύσι­
μο;»
«Τι ’ναι αυτό, αίνιγμα;» απόρησε η κοπέλα.
«Πολύ αργά, έρχεται».
«Τι...; Γεια σου, Φρανκ».
«Τες, δεν περίμενα να σε δω εδώ». Συνόδευε μια λεπτή
εξωτική γυναίκα. «Λορέν, να σου συστήσω τη δόκτορα
Κουρτ, συνάδελφό μου».
70 NORA ROBERTS

Η γυναίκα, που ήταν φανερό πως έπληττε θανάσιμα,


άπλωσε το χέρί στην Τες. «Χαίρω πολύ». Το βλέμμα της
ζωντάνεψε όταν σταμάτησε στον Μπεν. «Γεια σου».
Εκείνος της χάρισε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο.
«Γεια σου. Λέγομαι Μπεν».
«Τες, γιατί δε μου είπες πως θα έρθεις στο ίδιο έργο;
Θα κανονίζαμε να βγούμε όλοι μαζί», είπε ο Φρανκ.
Η Λορέν έτρωγε με τα μάτια τον Μπεν. Ίσως η βραδιά
δεν καταλήξει σε ολοκληρωτικό φιάσκο, σκέφτηκε μέσα
της. «Μπορούμε να το κανονίσουμε μετά την παράστα­
ση», πρότεινε.
«Ωραία ιδέα...» έκανε ο Μπεν κι η Τες τον κλότσησε
κάτω από το τραπέζι. «Αλλά η Τες κι εγώ πρέπει να κοι­
μηθούμε νωρίς. Βλέπετε, δουλεύουμε αύριο».
«Λυπάμαι, Φρανκ, μια άλλη φορά», είπε η Τες και, για
καλό και για κακό, σηκώθηκε. «Θα σε δω κάποια στιγμή
στο γραφείο. Χάρηκα, Λορέν».
«Γιατί βιάζεσάι;» ψιθύρισε ο Μπεν καθώς την ακολου­
θούσε.
ί<Αν ήξερες τον Φρανκ, θα μ’ ευγνωμονούσες που σ’ έ­
σωσα».
«Πάντως το γούστο του φίλου σου στις γυναίκες είναι
πολύ καλύτερο απ’ ό,τι στις γραβάτες».
«Αλήθεια; Εμένα μου φάνηκε πολύ φανταχτερή».
Ο Μπεν έριξε μια ματιά πίσω .από τον ώμο του.
«Πολύ».
«Σε μερικούς άντρες αρέσουν τα βαθιά ντεκολτέ και
τα ψεύτικα ματόκλαδα».
«Μερικοί άντρες είναι ζώα».
«Για να είμαι δίκαιη, πρώτα κάλεσε εμένα κι όταν
αρνήθηκα, βγήκε μαζί της».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟΘΥΜΑ 71

«Σοβαρά;» έκανε μ’ ενδιαφέρον ο Μπεν και την αγκά­


λιασε από τους ώμους. «Σου ζήτησε να έρθετε στο θέα­
τρο και του είπες όχι;»
«Ακριβώς».
«Με κολακεύεις».
Τον λοξοκοίταξε. Δεν είχε καμιά διάθεση να κολακεύ­
σει τον εγωισμό του. «Για ένα και μόνο λόγο δέχτηκα να
βγω μαζί σου: δεν είσαι τέλειος».
«Πότε σου ζήτησε να πάτε θέατρο;»
«Χτες το μεσημέρι».
«Δε φάνηκε θιγμένος που του είπες όχι και σε είδε α­
πόψε μαζί μου».
«Δικαιολογήθηκα πως ήμουν ήδη κλεισμένη».
«Ώστε λες και ψέματα».
«Ούτε κι εγώ είμαι τέλεια», γέλασε.
«Αυτό διευκολύνει τα πράγματα».

Ο Μπεν είχε πει στον Φρανκ πως έπρεπε να κοιμη­


θούν νωρίς αλλά ήταν δύο το πρωί όταν συνόδευσε την
Τες έξω από την πόρτα της.
«Αύριο το πρωί θα σκυλομετανιώσω», χασμουρήθηκε
η κοπέλα.
«Μα δε σου ζήτησα ακόμα να πάμε στο κρεβάτι».
Την έπιασαν τα γέλια. «Εννοούσα την κρασοκατάνυξη
και το ξενύχτι. Δεν περίμενα να περάσουμε τόσο όμορ­
φα».
Ούτε κι αυτός. «Ας κάνουμε άλλη μια δοκιμή, μήπως
πραγματοποιηθούν οι προβλέψεις σου».
Δέχτηκε χωρίς να το σκεφτεί. «Εντάξει. Πότε;»
«Ξέρω έναν κινηματογράφο που έχει αύριο αφιέρωμα
στον Μπόγκαρτ».
72 NORA ROBERTS

«“Γεράκι της Μάλτας” και τα λοιπά;»


«Ακριβώς».
Χαμογέλασε νυσταγμένα. «Θαυμάσια». Τον είδε να
κάνει ένα βήμα προς το μέρος της και πίστεψε ότι θα τη
φιλήσει. Η ιδέα τη ζέστανε αλλά ήταν φυσικό. Η επιθυ­
μία για επαφή είναι μια ανθρώπινη, απολύτως κατανοη­
τή ανάγκη. Μισόκλεισε τα μάτια μ’ ένα σκίρτημα στην
καρδιά.
«Πρέπει ν ’ αλλάξεις κλειδαριά».
Ορθάνοιξε τα μάτια. «Τι;» έκανε ξαφνιασμένη.
«Η κλειδαριά της πόρτας σου, Τες. Είναι της πλάκας».
Έσυρε το δάχτυλο στη μύτη της, διασκεδάζοντας με το
σάστισμά της. «Αφού μένεις σε πολυκατοικία χωρίς θυ­
ρωρό, βάλε τουλάχιστον μια κλειδαριά της προκοπής».
Γέλασε. «Για να το λέτε εσείς, κύριε αστυνόμε, κάτι θα
ξέρετε». Έβγαλε τα κλειδιά της από την τσάντα.
Της έπιασε τα χέρια και τη φίλησε απροειδοποίητα.
Αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκε η Τες, αναρωτήθηκε
αν το είχε προσχεδιάσει έτσι για να την αιφνιδιάσει.
Μόλο που το φιλί του ήταν απαλό στην αρχή, την
αναστάτωσε, την παρέσυρε χωρίς να το καταλάβει. Τα
χείλη του ήταν θερμά κι απαλά, έμπειρα όπως το περί-
μενε. Κι όταν το φιλί βάθυνε κι άρχισε το αίμα της να
βράζει, το απέδωσε στο κρασί και ανταποκρίθηκε χωρίς
αναστολές.
Ο Μπεν περίμενε πως θα είναι συγκρατημένη, ψυχρή
σχεδόν. Έτσι τον βρήκε απροετοίμαστο η φλόγα της, η
γλύκα των χειλιών της. Φιλήθηκαν με το πάθος παλιών
εραστών. Ο Μπεν νόμιζε πως ξέρει καλά τις γυναίκες
αλλά η Τες ήταν ένα μυστήριο. Που ζητούσε απαιτητικά
λύση.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 73

Ο πόθος ήταν ένα αίσθημα γνωστό, που νόμιζε πως το


καταλάβαινε. Όμως δε θυμόταν άλλη φορά να τον ταρά­
ζει τόσο βαθιά, να του κόβει την ανάσα. Την ήθελε απελ­
πισμένα, τώρα, αμέσως. Κανονικά θα είχε προχωρήσει
αλλά, για κάποιο λόγο εντελώς ανεξήγητο, την άφησε κι
έκανε ένα βήμα πίσω.
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή στα μάτια.
«Βάλε την αλυσίδα ασφαλείας», κατάφερε τέλος να
πει. «Θα σε δω αύριο».
Η Τες προσπάθησε να βάλει το κλειδί στην πόρτα. Το
χέρι της έτρεμε και τα κατάφερε με τη δεύτερη προσπά­
θεια. «Καληνύχτα, Μπεν».
«Καληνύχτα».
Περίμενε ν ’ ακούσει το γύρισμα του κλειδιού και το
σύρτη της αλυσίδας πριν φύγει.

Περπατούσε ώρες ολόκληρες κι όταν επέστρεφε στο


διαμέρισμά του, δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Τους
τελευταίους μήνες δεν έκλεινε μάτι αν δεν εξουθενωνό­
ταν από την κούραση.
Δεν άναψε φως· ήξερε τα κατατόπια. Προσπέρασε την
κρεβατοκάμαρά του αγνοώντας την κούραση. Πρώτα
έπρεπε να εκπληρώσει το τελευταίο καθήκον της ημέρας.
Το δωμάτιο δίπλα στο δικό του ήταν πάντα κλειδωμένο.
Όταν άνοιξε την πόρτα, τον υποδέχτηκε η γλυκιά ευω­
διά των φρέσκων λουλουδιών που τοποθετούσε καθημε­
ρινά. Στην πόρτα της ντουλάπας κρεμόταν ένα ράσο κι
ένα πετραχήλι.
Άναψε μ’ ένα σπίρτο τα κεριά κι οι τρεμάμενες φλόγες
τους φώτισαν τη φωτογραφία μιας ξανθιάς χαμογελα­
στής κοπέλας σε ασημένια κορνίζα. Ο φακός την είχε
74 NORA ROBERTS

αποθανατίσει νέα, αθώα, ευτυχισμένη. Λάτρευε τα ροζ


τριαντάφυλλα γ ι’ αυτό της έφερνε κάθε πρωί ένα μπου­
κέτο στο δωμάτιό της.
Σε μικρότερες κορνίζες βρίσκονταν οι κομμένες από
εφημερίδες φωτογραφίες άλλων τριών γυναικών. Της
Κλάρα Τζόνσον, της Μπάρμπαρα Κλέιτον, της Φράνσι
Μπάουερς. Σταύρωσε τα χέρια και γονάτισε μπροστά
τους.
Υπήρχαν χιλιάδες άλλες αμαρτωλές. Βρισκόταν ακό­
μα στην αρχή.
κεφάλαιο 4

Τ ο αγόρι που καθόταν απέναντι στην Τις ήταν αμί-


λητο και σκυθρωπό. Δεν ανάδευε στη θέση του, δεν κοι­
τούσε από το παράθυρο. Είχε τα μάτια χαμηλωμένα, τα
χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά του. Τα νύχια του ήταν
φαγωμένα ως βαθιά, σημάδι νευρικότητας, ωστόσο πολ­
λοί άνθρωποι τρώνε τα νύχια τους χωρίς να έχουν ιδιαί­
τερο πρόβλημα.
Σπάνια κοιτούσε το άτομο στο οποίο μιλούσε ή, για
να είμαστε ακριβείς, το άτομο που του μιλούσε. Κάθε
φορά που κατάφερνε η Τες να δει τα μάτια του, ένιωθε
ένα μικρό θρίαμβο και ταυτόχρονα ένα σφίξιμο στην
καρδιά. Ήταν δυο μάτια που πρόδιδαν ελάχιστα γιατί
είχε μάθει από μικρός να κρύβει τις σκέψεις, τα συναι-
σθήματά του. Δυο μάτια που δε φανέρωναν ούτε φόβο
76 NORA ROBERTS

ούτε πίκρα, μόνο απέραντη ανία.


Η ζωή δε στάθηκε καλή με τον Τζόζεφ Χίγκινς τζού-
νιορ. Μη θέλοντας να διακινδυνεύσει κι άλλα ύπουλα
χτυπήματα, έγινε καχύποπτος, κλείστηκε στον εαυτό
του. Κατάλαβε από μικρός πως συμμετέχει σ’ ένα παι­
χνίδι που θέτουν τους όρους οι μεγάλοι, χωρίς να του
αφήνουν το παραμικρό περιθώριο επιλογής, και για να
προστατευτεί, προτίμησε ν ’ αποσυρθεί. Τα αισθήματά
του νεκρώθηκαν κι έπαψε να δείχνει ενδιαφέρον για ό,τι
γινόταν γύρω του.
Η Τες ήλπιζε να βρει μια μέρα τον τρόπο να του κινή­
σει πρώτα το ενδιαφέρον για τον εαυτό του κι ύστερα
για τον κόσμο.
Ή ταν πολύ μεγάλος για να παίξει μαζί του, πολύ
μικρός για να του μιλήσει σαν ίσος προς ίσο. Ωστόσο τα
δοκίμασε και τα δύο. Και απέτυχε.
Φορούσε ακριβό τζιν, γκρι μπλούζα κολεγίου, καινού­
ρια Νάικ. Ή ταν λεπτός, με καστανόξανθα μαλλιά κι
εξωτερικά δε διέφερε σε τίποτα από τ’ άλλα αγόρια της
ηλικίας του. Το πρόβλημα βρισκόταν μέσα του. Η ψυχή
του ήταν ένα μπλεγμένο κουβάρι συναισθηματικής σύγ­
χυσης, μίσους για τον εαυτό του και πικρίας. Κι η Τες
δεν είχε βρει ακόμα την άκρη που θα το ξεμπέρδευε.
Αν έβγαινε από την απάθειά του έστω για να διαμαρ-
τυρηθεί, να φωνάξει, να τη βρίσει, η Τες θα χαιρόταν, θα
το θεωρούσε πρόοδο. Όμως ο Τζόε ήταν πάντα απρόσω­
πα ευγενικός κι εντελώς απρόσιτος.
«Πώς σου φαίνεται το καινούριο σχολείο, Τζόε;»
Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση που να προδίδει τα
πραγματικά αισθήματά του, δεν ανασήκωσε καν τους ώ­
μους. «Καλό».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 77

«Καλό; Νόμιζα πως είναι πρόβλημα η αλλαγή σχο­


λείου». Είχε κάνει τα πάντα για να μεταπείθει τους γο­
νείς του. Μια τόσο ριζική αλλαγή ήταν καταστροφική σε
αυτό το στάδιο της θεραπείας. Όμως εκείνοι ήθελαν να
τον απομακρύνουν από τις «κακές παρέες», που τον πα­
ρέσυραν στο ποτό, που του έδωσαν να δοκιμάσει ναρ­
κωτικά. Φυσικά το μόνο που κατάφεραν ήταν ν ’ αποξε­
νωθούν ακόμα περισσότερο από το παιδί τους και να
καταστρέφουν τα όποια ίχνη αυτοσεβασμού του είχαν α-
πομείνει.
Δεν έφταιγαν οι κακές παρέες για τη ροπή του Τζόε
προς το ποτό και τα ναρκωτικά. Απλώς ζητούσε διέξοδο
στα ψυχικά αδιέξοδά του.
Οι γονείς του νόμιζαν πως πηγαίνει καλά επειδή δεν έ­
βρισκαν πια χασίσι στα συρτάρια του και δε μύριζε αλ­
κοόλ η αναπνοή του. Δεν έβλεπαν, δεν ήθελαν να δουν πως
στην πραγματικότητα επιδεινωνόταν η κατάστασή του.
«Η αλλαγή σχολείου μπορεί να γίνει μια όμορφη
περιπέτεια», είπε η Τες. «Αλλά είναι δύσκολο μέχρι να
προσαρμοστείς».
«Δε με πειράζει», μουρμούρισε χωρίς να σηκώσει το
βλέμμα.
«Χαίρομαι που το ακούω», είπε η Τες κι ας μην τον
πίστευε. «Στην ηλικία σου άλλαξα κι εγώ σχολείο κι ή­
μουν τρομοκρατημένη».
Σήκωσε τα μάτια. Το βλέμμα του ήταν καχύποπτο, επι­
φυλακτικό. «Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι».
«Μίλησέ μου για το καινούριο σχολείο».
«Τίποτα το ιδιαίτερο, ένα κοινό σχολείο».
«Τ’ άλλα παιδιά;»
«Χαζοί οι περισσότεροι».
78 N o r a Ro b e r t s

«Αλήθεια;»
«Δε μ’ ενδιαφέρουν».
Στη φάση που περνούσε, το τελευταίο που χρειαζόταν
ήταν να βρεθεί σ’ ένα άγνωστο, ίσως εχθρικό, περιβάλ­
λον, να χάσει τους παλιούς συμμαθητές του που τους
είχε συνηθίσει. «Είναι δύσκολο να κάνεις καινούριους
φίλους, Τζόε. Όμως αξίζει τον κόπο. Η μοναξιά είναι
κακό πράγμα».
«Δε μου αρέσουν οι αλλαγές».
Σε αυτό συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. «Το ξέρω. Εί­
ναι άσχημο να αισθάνεσαι πως αυτοί που θέτουν τους
κανόνες, τους αλλάζουν όποτε τους καπνίσει, χωρίς να
σε ρωτήσουν. Όμως οι γονείς σου το έκαναν για το καλό
σου. Όπως το αντιλαμβάνονται εκείνοι».
«Εσείς δε συμφωνήσατε μαζί τους». Σήκωσε φευγαλέα
τα μάτια και τα χαμήλωσε αμέσως. «Ακόυσα που το έλε­
γε η μαμά».
«Είμαι γιατρός σου και πιστεύω πως θα ένιωθες πιο
άνετα στο παλιό σχολείο σου. Η μητέρα σου σ’ αγαπά,
Τζόε. Δε σου άλλαξε σχολείο για τιμωρία αλλά επειδή
νόμιζε πως θα ήταν καλύτερο για σένα».
«Ήθελε να με απομακρύνει από τους φίλους μου». Το
είπε όμως αδιάφορα, χωρίς παράπονο.
«Εσύ τι γνώμη έχεις;»
«Φοβόταν πως με τις παλιές μου παρέες, θα ξανάρχι­
ζα να πίνω . Όμως το έχω κόψει». Και πάλι χω ρίς
πάθος, βαριεστημένα.
«Το ξέρω. Και πρέπει να είσαι πολύ περήφανος για
τον εαυτό σου. Πήρες τη σωστή απόφαση, μόλο που δεν
είναι διόλου εύκολο να κόψεις το ποτό όταν το συνηθί­
σεις».
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 79

«Η μαμά ρίχνει πάντα το φταίξιμο στους άλλους».


«Για ποια θέματα;»
«Διάφορα».
«Το διαζύγιο;» Όπως πάντα, η αναφορά του διαζυγί­
ου δεν προκάλεσε καμιά αντίδραση. «Πώς σου φαίνεται
που δεν παίρνεις πια το λεωφορείο;»
«Τα λεωφορεία βρομάνε».
«Τώρα σε πηγαίνει η μητέρα σου στο σχολείο, με το
αυτοκίνητο».
«Ναι».
«Μίλησες καθόλου με τον πατέρα σου;»
«Είναι πολύ απασχολημένος. Αλλαξε δουλειά αλλά
μου υποσχέθηκε να περάσουμε μαζί το διήμερο των Ευ­
χαριστιών».
«Πώς σου φαίνεται η ιδέα;»
«Καλά θα είναι. Θα πάμε στο γήπεδο, έβγαλε ήδη εισι­
τήρια. Θα είναι όπως παλιά».
«Πρέπει να καταλάβεις, Τζόε, πως τίποτα δε θα ξανα-
γίνει όπως παλιά. Όμως η αλλαγή δεν είναι απαραίτητα
κακό πράγμα. Μερικές φορές, παρά τα προβλήματα
προσαρμογής, είναι καλύτερα για όλους. Ξέρω ότι αγα­
πάς τον πατέρα σου. Δε χρειάζεται ν’ αλλάξουν τα αι-
σθήματά σου επειδή δε ζείτε πια μαζί».
«Δεν έχει κανονικό σπίτι, μένει σ’ ένα δωμάτιο. Λέει
πως δεν του φτάνουν τα λεφτά, γιατί πληρώνει τη δια­
τροφή μου».
Η Τες ένιωσε τη διάθεση να στραγγαλίσει τον πατέρα
του αλλά έκρυψε τα αισθήματά της. «Όπως ξέρεις, ο
πατέρας σου έχει ένα πρόβλημα», είπε ήρεμα. «Το πρό­
βλημά του δεν είσαι εσύ. Είναι το αλκοόλ».
«Εμείς έχουμε σπίτι», μουρμούρισε.
80 N o r a R o be r ts

«Πιστεύεις ότι ο πατέρας σου 0α ήταν πιο ευχαριστη­


μένος αν δεν είχες εσύ σπίτι να μείνεις;»
Καμιά απάντηση. Κοιτούσε τα παπούτσια του.
«Χαίρομαι που θα περάσετε ένα Σαββατοκύριακο
μαζί. Ξέρω πως σου έχει λείψει».
«Είναι πολυάσχολος».
«Ναι». Τόσο πολυάσχολος που δεν ευκαιρούσε να δει το
γιο του, να μιλήσει στο τηλέφωνο με την ψυχίατρο που τον
παρακολουθούσε. «Μερικές φορές οι μεγάλοι απορ-
ροφούνται ολοκληρωτικά από τα προβλήματά τους. Ο
πατέρας σου προσπαθεί να προσαρμοστεί στην καινούρια
του δουλειά. Θα πρέπει να τον καταλάβεις γιατί αντιμετω­
πίζεις κι εσύ το ίδιο πρόβλημα με την αλλαγή σχολείου».
«Θα τον δω τον άλλο μήνα, των Ευχαριστιών. Η μαμά
λέει να μη βασίζομαι πολύ στις υποσχέσεις του αλλά
εγώ τον πιστεύω».
«Η μητέρα σου δε θέλει ν ’ απογοητευτεί αν συμβεί
κάτι απρόοπτο».
«Θα έρθει να με πάρει».
«Το εύχομαι, Τζόε. Αλλά... αν κάτι δεν πάει καλά...
Τζόε». Τον έπιασε από το μπράτσο και τον ανάγκασε να
σηκώσει τα μάτια. «Αν δεν έρθει ο μπαμπάς σου, να
ξέρεις πως δε φταις εσύ. Μόνο η αρρώστια του».
«Ναι», συμφώνησε γιατί βαριόταν να διαφωνήσει. Η
Τες το ήξερε. Χρειαζόταν πιο εντατική θεραπεία.
«Η μητέρα σου σ’ έφερε σήμερα;»
«Ο πατριός μου».
«Πώς τα πας μαζί του;»
«Καλός είναι».
«Το να τον συμπαθείς δε σημαίνει πως έπαψες ν ’ αγα­
πάς τον πατέρα σου».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 81

«Είπα, καλός είναι».


«Έχει ωραία κορίτσια το σχολείο σου;»
«Μάλλον».
«Μάλλον;» χαμογέλασε η Τες.
«Πρέπει... Δε μ’ ενδιαφέρουν τα κορίτσια».
«Σωστά, έχεις καιρό μπροστά σου. Θα ξανάρθεις να
με δεις την επόμενη βδομάδα;»
«Μάλλον».
«Θα μου κάνεις μια χάρη μέχρι τότε; Θα κοιτάξεις τη
μητέρα και τον πατριό σου...» Ο Τζόε απόστρεψε το
πρόσωπο αλλά η Τες του έπιασε το χέρι και τον ανάγκα­
σε να την κοιτάξει. «Τζόε... Κοίταξέ τους. Προσπαθούν
να σε βοηθήσουν. Μπορεί να κάνουν λάθη αλλά προ­
σπαθούν επειδή σ’ αγαπούν. Έχεις ακόμα τον αριθμό
του τηλεφώνου μου;»
«Ναι».
«Μπορείς να με πάρεις όποτε θέλεις. Εντάξει;»
Τον συνόδευσε στην πόρτα του γραφείου της. Έξω
περίμενε ο πατριός του. Ήταν ένας επιχειρηματίας επι­
τυχημένος, κεφάτος, καλότροπος· το ακριβώς αντίθετο
του πατέρα του Τζόε. «Τελειώσατε;» Κοίταξε ανήσυχα
την Τες. «Πώς τα πήγαμε σήμερα, γιατρέ;»
«Πολύ καλά, κύριε Μονρό».
«Μπράβο, μπράβο. Τζόε, πάμε να πάρουμε μια πίτσα,
να κάνουμε έκπληξη στη μαμά σου;»
«Πάμε», συμφώνησε αδιάφορα ο Τζόε. «Αντίο, δό-
κτωρ Κουρτ».
«Γεια σου, Τζόε. Σε περιμένω την άλλη βδομάδα».
Οι γονείς του τον τάιζαν αλλά ο Τζόε ήταν πεινασμέ-
νος. Τον έντυναν αλλά κρύωνε. Μόνο εκείνη μπορούσε
να βρει το κλειδί που θ’ άνοιγε την ψυχή του...
82 NORA ROBERTS

Η Τες επέστρεψε μελαγχολική στο γραφείο της κι έβα­


λε το φάκελο του Τζόε Χίγκινς στο χαρτοφύλακα της.
Βούιξε το ιντερκόμ. «Ναι, Κέιτ;»
«Σας τηλεφώνησαν τρεις δημοσιογράφοι. Ένας από την
Ποστ, ένας από τη Σαν κι ένας από την Ουάσιγκτον».
«Τρεις;» ξαφνιάστηκε η κοπέλα. «Τι θέλουν».
«Να επιβεβαιώσετε τη συνεργασία σας με την αστυνο­
μία στην υπόθεση του μανιακού δολοφόνου».
«Διάβολε. Να λες πως είμαι απασχολημένη σε όποιον
τηλεφωνεί».
Έτριψε το μέτωπό της. Της είχαν υποσχεθεί ανωνυ­
μία. Το έθεσε σαν όρο πριν δεχτεί. Κι ο δήμαρχος της
εγγυήθηκε προσωπικά πως θα μπορεί να δουλέψει απε­
ρίσπαστη, χωρίς τις πιέσεις του Τύπου. Όμως δεν είχε
νόημα να τα βάζει με το δήμαρχο. Η διαρροή έγινε κι
έπρεπε να το πάρει απόφαση.
Το πρόβλημα ήταν πως δεν την ενδιέφερε η προβολή.
Το πρόβλημα ήταν πως ήθελε την ησυχία της. Το είχε
προβλέψει ότι θα διαρρεύσει τελικά, παρ’ όλα αυτά δέ­
χτηκε. Αν συμβούλευε κάποιον ασθενή της, θα του έλεγε
ν ’ αντιμετωπίζει βήμα βήμα τα προβλήματα, όταν πα­
ρουσιάζονταν κι όχι πριν.

«Ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαρροή;» ρώτησε θυ­


μωμένος ο Μπεν, που κάπνιζε σαν φουγάρο.
«Το ψάχνουμε ακόμα». Ο Χάρις στεκόταν όρθιος πί­
σω από το γραφείο του. Απέναντι του βρίσκονταν οι
αστυνομικοί που ερευνούσαν την υπόθεση. Ο Εντ κάθι­
σε σε μια καρέκλα. Κρατούσε μια σακουλίτσα λιόσπο-
ρους που πέρασε από χέρι σε χέρι. Ο Μπίγκσμπι, με το
μεγάλο κόκκινο πρόσωπο και τ’ άχαρα χέρια, χτυπούσε
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 83

νευρικά το πόδι. Η Λόουενσταϊν στεκόταν δίπλα στον


Μπεν, με τα χέρια στις τσέπες. Ο Ρόντρικ καθόταν στην
καρέκλα με την πλάτη ίσια και τα χέρια σταυρωμένα. Ο
Μπεν έδειχνε έτοιμος να εκραγεί.
«Ό,τι έγινε έγινε», είπε ο διοικητής. «Ο Τύπος έμαθε
για τη δόκτορα Κουρτ. Αντί να το αρνηθούμε, καλύτερα
να προσπαθήσουμε να το αξιοποιήσουμε».
«Ο Τύπος μάς χτυπούσε τόσες βδομάδες», παρατήρησε
η Λόουενσταϊν. «Και πάνω που πήγαιναν να ησυχάσουν
τα πράγματα...»
«Διαβάζω εφημερίδες». Το είπε ήρεμα. Ο Μπίγκσμπι
ανάδεψε, ο Ρόντρικ ξερόβηξε κι η Λόουενσταϊν έκλεισε
το στόμα.
«Αύριο το πρωί θα δώσουμε συνέντευξη Τύπου. Το
γραφείο του δημάρχου θα επικοινωνήσει με τη δόκτορα
Κουρτ. Πάρις, Τζάκσον, είστε επικεφαλής της ομάδας,
θέλω να ’ρθείτε. Ξέρετε ποιες πληροφορίες θα δώσουμε
στους δημοσιογράφους και ποιες όχι».
«Δεν έχουμε τίποτα καινούριο να τους πούμε», του
θύμισε ο Εντ.
«Να πείτε τα παλιά με τέτοιο τρόπο που να φαίνονται
καινούρια. Άλλωστε έχουν την είδηση για τη δόκτορα
Κ ουρτ. Κ ανόνισε συνάντηση με τον μονσ ινιόρο
Λόγκαν», πρόσθεσε κοιτώντας τον Μπεν. «Και πρόσεχε
μη διαρρεύσει κι αυτό».
«Κι άλλος τρελογιατρός». Ο Μπεν έσβησε εκνευρισμέ­
νος το τσιγάρο του. «Ο πρώτος δε μας είπε τίποτα και­
νούριο».
«Μας είπε πως ο δολοφόνος πιστεύει ότι εκτελεί ιερή
αποστολή», του θύμισε ήρεμα η Λόουενσταϊν. «Κι αργά
ή γρήγορα θα ξαναχτυπήσει».
84 NORA ROBERTS

«Μας είπε πως σκοτώνει νέες ξανθές γυναίκες», απά­


ντησε θυμωμένος ο Μπεν. «Λες και δεν το ξέραμε!»
«Σώπα, Μπεν», μουρμούρισε ο Εντ, προβλέποντας
πως θα ξεσπούσε πάνω του το θυμό του.
«Εσύ να σωπάσεις». Έσφιξε τις γροθιές. «Ο δολοφό­
νος κυκλοφορεί ελεύθερος, έτοιμος να στραγγαλίσει την
επόμενη γυναίκα που θα βρεθεί λάθος ώρα σε λάθος μέ­
ρος. Κι εμείς χάνουμε το χρόνο μας με παπάδες και ψυ­
χίατρους. Δεκάρα δε δίνω για την ψυχή του».
«Κακώς». Ο Ρόντρικ κοίταξε πρώτα το διοικητή, μετά
τον Μπεν. «Κοίτα, καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι —έτσι
αισθανόμαστε όλοι. Θέλουμε να τον πιάσουμε. Το ψυχο­
γράφημα όμως λέει πως δεν είναι κάποιος που διψά
απλώς για αίμα. Για να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας,
πρέπει να μάθουμε με τι άνθρωπο έχουμε να κάνουμε».
«Είδες τις φωτογραφίες των πτωμάτων, Λου; Ξέρουμε
με τι άνθρωπο έχουμε να κάνουμε».
«Αν έχεις νεύρα, Πάρις, πήγαινε να εκτονωθείς στο
γυμναστής ιρ», τον κατσάδιασε ο Χάρις. «Η συνέντευξη
Τύπου θα γίνει στις οχτώ το πρω ί, στο δημαρχείο.
Αύριο θέλω την αναφορά από τη συνάντηση με τον μον-
σινιόρ Λόγκαν. Μπίγκσμπι, συνέχισε την έρευνα για την
προέλευση των πετραχηλιών. Λόουενσταϊν και Ρόντρικ,
εσείς οι δύο συνεχίστε την ανάκριση των φίλων και συγ­
γενών των θυμάτων. Μπορείτε να πηγαίνετε».
«Δεν είναι σωστό να χρεώνεις στη δόκτορα Κουρτ αυ­
τό που έπαθε ο αδερφός σου», είπε ο Εντ στον Μπεν ό­
ταν βγήκαν από το τμήμα.
«Ο Τζος δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυ^ά». Κάθε φο­
ρά που πρόφερε τ’ όνομα του αδερφού του, ένιωθε ένα
πλάκωμα στην καρδιά.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 85

«Αυτό λέω κι εγώ. Η δόκτωρ Κουρτ κάνει μια δου­


λειά· όπως όλοι μας».
«Τυχαίνει να πιστεύω πως η δουλειά της δεν έχει
καμιά σχέση με τη δική μας».
«Η εγκληματολογική ψυχιατρική είναι ένα πολύτιμο
εργαλείο...»
«Σου έχω πει να μη διαβάζεις πολλά περιοδικά», τον
έκοψε ο Μπεν.
«Να μη διαβάζω, να μη μαθαίνω. Θες να πάμε να πιού­
με ένα ποτό;»
«Τι περιμένεις από έναν άνθρωπο που αγοράζει λιό-
σπορους;» Ο Μπεν είχε χάσει τον αδερφό του αλλά ο
Εντ αναπλήρωσε σχεδόν απόλυτα το κενό. «Όχι. Βάζεις
πολύ χυμό στη βότκα σου και με κάνεις ρεζίλι».
«Φροντίζω την υγεία μου».
«Εις βάρος της αξιοπρέπειάς σου». Ο Μπεν άνοιξε
την πόρτα του αυτοκινήτου και κοντοστάθηκε διατα­
κτικά. Ήταν ένα κρύο βράδυ. Αν έβρεχε τη νύχτα, το
νερό θα γινόταν πάγος ως το πρωί. Οι κάτοικοι της
πόλης ήταν κλεισμένοι στα ζεστά τους σπίτια. Οι άστε­
γοι θα περνούσαν μια δύσκολη νυχτιά. «Μ’ έχει προ­
βληματίσει αυτή η γυναίκα», μουρμούρισε απροσδόκη­
τα.
«Οι ωραίες γυναίκες πάντα δημιουργούν προβλήματα
στους άντρες».
«Δεν είναι τόσο απλό». Ο Μπεν μπήκε στο αυτοκίνητό
του. «Θα περάσω να σε πάρω το πρωί στις εφτάμισι».
«Μπεν». Ο Εντ έσκυψε προς το μέρος του κρατώντας
ανοιχτή την πόρτα. «Δώσ’ της χαιρετίσματα».
Ο Μπεν έκλεισε την πόρτα κι έβαλε μπροστά. Ο φίλος
του τον ήξερε καλά.
86 NORA ROBERTS

Η Τες έκλεισε το τηλέφωνο κι έτριψε κουρασμένη το


μέτωπο. Ο Τζόε Χίγκινς πατέρας είχε την ίδια ανάγκη
θεραπείας με το γιο του, μόνο που το καταστροφικό
πάθος του για το ποτό δεν τον άφηνε να το δει. Το τη­
λεφώνημα δεν πρόσφερε τίποτα. Όμως σπάνια ωφε­
λούν οι συζητήσεις όταν έχεις να κάνεις με αλκοολι­
κούς. Ακούγοντάς τη να μιλά για το γιο του, έβαλε τα
κλάματα και της υποσχέθηκε να του τηλεφωνήσει την
άλλη μέρα.
Φυσικά δε θα το έκανε. Μέχρι το πρωί θα είχε ξεχάσει
αυτή τη συζήτηση. Η θεραπεία του Τζόε σκόνταφτε στον
πατέρα του κι ο πατέρας του είχε σκοντάψει νωρίτερα
σ’ ένα μπουκάλι. Εξαιτίας του ποτού καταστράφηκε ο
γάμος του, τον έδιωξαν από αμέτρητες δουλειές και
κατέληξε να μείνει μόνος και δυστυχισμένος.
Αν μπορούσε να τον πείσει ν ’ αρχίσει θεραπεία απο­
τοξίνωσης... Η Τες βαριαναστέναξε. Αλλά μήπως κι η
μητέρα του Τζόε δεν αγωνίστηκε χρόνια ολόκληρα να
τον σώσει από το ολέθριο πάθος του;
Η Τες θαύμαζε αυτή τη γυναίκα που βρήκε τη δύναμη
ν ’ αφήσει πίσω της το παρελθόν και να ξαναφτιάξει τη
ζωή της. Ο Τζόε όμως δεν μπορούσε να καταλάβει. Η
μητέρα του προσπαθούσε πάντα να τον προστατεύσει
από την αρρώστια του πατέρα. Αεν ήθελε να μάθει το
παιδί την αλήθεια για να μην πληγωθεί και του δικαιο­
λογούσε με διάφορα ψέματα τα ξενύχτια του πατέρα
του, τις απολύσεις από τη δουλειά του.
Ο μικρός Τζόε έβλεπε κι άκουγε πολλά αλλά προτίμη­
σε να χτίσει γύρω του ένα προστατευτικό τείχος από
ψέματα. Αφού έπινε ο πατέρας του, το ποτό δεν ήταν
κακό πράγμα. Έτσι, στα δεκατέσσερα μόλις χρόνια του
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 87

ο Τζόε βρέθηκε να κάνει θεραπεία αποτοξίνωσης. Κι αν


έχανε ο πατέρας του τη δουλειά του, αυτό συνέβαινε
γιατί τον φθονούσε ο προϊστάμενός του. Στο μεταξύ οι
βαθμοί του στο σχολείο άρχισαν να πέφτουν κι ο αυτο­
σεβασμός του να μειώνεται δραματικά.
Κάποτε όμως η μητέρα του δεν άντεξε κι αποφάσισε
να χωρίσει. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κερδίσει
την υποστήριξη του γιου της, του είπε όλη την αλήθεια.
Ο Τζόε φυσικά δεν την πίστεψε, ούτε κατηγόρησε τον
πατέρα του για το χωρισμό. Έριξε όλο το φταίξιμο στον
εαυτό του.
Η οικογένεια διαλύθηκε, έφυγαν από το σπίτι που είχε
μεγαλώσει κι η μητέρα του έπιασε δουλειά. Ο Τζόε ένιω­
σε να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Όταν
ξαναπαντρεύτηκε η κυρία Χίγκινς, ήταν ο πατριός του
που επέμενε να πάνε τον Τζόε σε ψυχίατρο. Η Τες, παρά
τις φιλότιμες προσπάθειες, δεν είχε κατορθώσει ακόμα
να τον πλησιάσει, να δημιουργήσει ένα ρήγμα στο κα­
βούκι του.
Πήρε το φάκελο του παιδιού και σημείωσε τις παρα­
τηρήσεις της από την απογευματινή συνάντηση. Στο
μεταξύ άρχισε να βρέχει. Η Τες φόρεσε τα γυαλιά της
αλλά δεν κοίταξε από το παράθυρο. Έτσι δεν είδε τον
άντρα που στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και
κοιτούσε το φωτισμένο παράθυρο του διαμερίσματος
της.
Ό ταν χτύπησε η πόρτα, το μόνο που ένιωσε ήταν
δυσφορία για την ενόχληση. Το τηλέφωνό της κουδούνι­
ζε ακατάπαυστα αλλά είχε βάλει τον αυτόματο τηλεφω­
νητή. Δεν είχε καμιά διάθεση να μιλήσει με δημοσιογρά­
φους.
88 NORA ROBERTS

Άφησε ανοιχτό το φάκελο και πήγε στην πόρτα.


«Ποιος είναι;»
«Εγώ, ο Πάρις».
Ορισμένες φορές αρκούν τρεις λέξεις για να καταλά­
βεις τη διάθεση ενός ανθρώπου. Είχε τα μπουρίνια του.
Άνοιξε την πόρτα. «Δεν είναι κάπως αργά για υπηρεσια­
κές επισκέψεις, ντετέκτιβ;»
«Μόλις που προλαβαίνουμε τις ειδήσεις των έντεκα».
Πέρασε μέσα κι άναψε την τηλεόραση.
Εκείνη στεκόταν ακόμα στο κατώφλι. «Δεν έχεις τηλε­
όραση σπίτι σου;»
«Το τσίρκο έχει πιο πολύ χάζι όταν το παρακολουθείς
με παρέα».
Η Τες έκλεισε νευριασμένη την πόρτα. «Πες μου γρή­
γορα τι θέλεις γιατί έχω δουλειά».
Κοίταξε το γραφείο της, τους ανοιχτούς φακέλους, τα
γυαλιά που ήταν αφημένα δίπλα. «Δε θ ’ αργήσουμε».
Στάθηκε όρθιος απέναντι στην τηλεόραση, με τα χέρια
στις τσέπες. Μια όμορφη καστανή άρχισε να λέει τις ει­
δήσεις.
«Το γραφείο του δημάρχου επιβεβαίωσε σήμερα τη
συμμετοχή της γνωστής ψυχιάτρου Τερέζα Κουρτ στις
έρευνες για την ανακάλυψη του μανιακού δολοφόνου
που τρομοκρατεί την πόλη μας. Η δόκτωρ Κουρτ είναι
εγγονή του παλαίμαχου γερουσιαστή Τζόναθαν Ράιτμορ.
Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες μας, δεν κατορθώσαμε
να επικοινωνήσουμε μαζί της για να μας κάνει κάποιο
σχόλιο. Η αστυνομία αποδίδει τις δολοφονίες των
τριών γυναικών στο ίδιο πρόσωπο, το οποίο ο Τύπος α-
ποκαλεί Παπά επειδή στραγγαλίζει τα θύματά του μ ’
ένα πετραχήλι. Οι έρευνες που άρχισαν τον Αύγουστο
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 89

συνεχίζονται τώρα με την επιστημονική συνδρομή της


δόκτορα Κουρτ».
«Καλά τα πήγες», μουρμούρισε ο Μπεν. «Τρεις φορές
ακούστηκε το όνομά σου». Κι έμεινε απαθής όταν η Τες
όρμησε φουρκισμένη κι έκλεισε την τηλεόραση.
«Σου επαναλαμβάνω ότι έχω δουλειά. Λέγε γρήγορα
γιατί ήρθες».
Ο Μπεν άναψε τσιγάρο. «Αύριο το πρωί στις οχτώ,
δίνουμε συνέντευξη Τύπου στο δημαρχείο».
«Με ειδοποίησαν».
«Τα σχόλιά σου θα είναι γενικά. Θ’ αποφύγεις να δώ­
σεις λεπτομέρειες για την υπόθεση. Οι δημοσιογράφοι
γνωρίζουν μόνο το όργανο των φόνων, το πετραχήλι.
Δεν ξέρουν τίποτα για τα σημειώματα και το περιεχόμε­
νό τους».
«Δεν είμαι ηλίθια, Μπεν. Ξέρω πώς να μιλήσω στους
δημοσιογράφους».
«Είμαι βέβαιος. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτω­
ση είναι θέμα υπηρεσιακό, όχι προσωπικής προβολής».
Η Τες έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Όμως τι θα έβγαινε
αν απαντούσε στους προσβλητικούς υπαινιγμούς του;
Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να τους αντιμετω­
πίσει με παγερή αδιαφορία.
Δυστυχώς δεν-τα κατάφερε. «Έχεις πολύ βρόμικο
μυαλό». Χτύπησε το τηλέφωνο αλλά το αγνόησαν κι οι
δυο. «Ποιος νομίζεις πως είσαι; Με ποιο δικαίωμα ει­
σβάλεις απρόσκλητος στο σπίτι μου και με προσβά­
λεις;»
Ο Μπεν αναζήτησε τασάκι και τίναξε τέλος τη στάχτη
του σ’ ένα χειροποίητο κεραμικό βαζάκι.
Εκείνη στεκόταν σφιγμένη απέναντι του ενώ αυτός
90 NORA ROBERTS

λέρωνε με όλη του την άνεση τα διακοσμητικά της. «Για


να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα μια για πάντα. Δε
φταίω εγώ για τη διαρροή στον Τύπο».
«Κανείς δε σε κατηγόρησε».
«Είσαι σίγουρος;» Έχωσε νευριασμένη τα χέρια στις
τσέπες της φούστας της. Η πλάτη της πονούσε, το στο­
μάχι της ήταν άδειο. Της έλειπε αυτό που πάσχιζε να
προσφέρει στους ασθενείς της: η ψυχική γαλήνη. «Αλ­
λιώς φανταζόμουν αυτή τη χαριτωμένη σκηνή», πρόφερε
σαρκαστικά. «Κανονικά εγώ θα έπρεπε να διαμαρτύρο­
μαι που μαθεύτηκε τ’ όνομά μου».
«Ντρέπεσαι που συνεργάζεσαι με την αστυνομία;»
«Τον ξύπνιο παριστάνεις;»
«Δεν τον παριστάνω. Είμαι», αντέτεινε. Ήταν συναρ­
παστικό να τη βλέπεις να χάνει την ψυχραιμία της. Ο
θυμός της ήταν ψυχρός, συγκρατημένος, αντίθετα με τις
περισσότερες γυναίκες που ουρλιάζουν και σπάνε αντι­
κείμενα.
«Ό,τι κι αν πω, έχεις έτοιμη την απάντηση. Όμως δε
σου πέρασε από το μυαλό ότι ίσως να μη μου αρέσει
αυτού του είδους η δημοσιότητα; Ότι ίσως δεν έχω όρε­
ξη να με ζαλίζουν φίλοι, γνωστοί και ασθενείς με ερωτή­
σεις; Ότι ίσως δεν ήθελα ν ’ αναλάβω την υπόθεση;»
«Τότε γιατί την ανέλαβες;»
«Γιατί με πίεσαν. Και μ’ έπεισαν ότι μπορώ να βοηθή­
σω. Αν δεν το πίστευα αυτό, θα έστελνα στο διάβολο κι
εσένα και την περίφημη υπόθεσή σου. Ή θαρρείς πως
μου περισσεύει χρόνος ν ’ αντιδικώ μ’ ένα στενόμυαλο
εγωιστή ;ιου κατακρίνει το επάγγελμά μου; Μου φτά­
νουν τα δικά μου προβλήματα. Δε χρειάζεται να μου
προσθέτεις κι άλλα».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 91

«Προβλήματα, γιατρέ;» Το βλέμμα του πλανήθηκε


αργά στους πίνακες, τα κρύσταλλα, τα λουλούδια. «Μια
χαρά είσαι τακτοποιημένη».
«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα, τη ζωή μου, τη δουλειά
μου». Πλησίασε στο γραφείο της κι έσκυψε στηρίζοντας
πάνω τις παλάμες. Προσπαθούσε ν ’ ανακτήσει την
αυτοκυριαρχία της αλλά δεν τα κατάφερε. «Ξέρεις τι
περιέχουν αυτοί οι φάκελοι, τα χαρτιά, οι κασέτες; Το
δράμα ενός δεκατετράχρονου παιδιού. Ενός παιδιού
που είναι ήδη αλκοολικός και χρειάζεται κάποιον να το
βοηθήσει». Γύρισε προς το μέρος του με βλέμμα αντα­
ριασμένο. «Ξέρεις πόσο δύσκολο, πόσο οδυνηρό, πόσο
τρομαχτικό είναι να προσπαθείς να σώσεις μια ζωή;
Γιατί αυτό κάνω, έστω κι αν δεν κρατάω όπλο. Ξόδεψα
τα καλύτερά μου χρόνια για να σπουδάσω, να μάθω πώς
να βοηθάω τους συνανθρώπους μου». Σταμάτησε από­
τομα συνειδητοποιώντας πως είχε παρασυρθεί. «Γιατί
κάθομαι και σου απολογούμαι;»
«Έχεις δίκιο». Έσβησε το τσιγάρο στο κεραμικό.
«Συγνώμη. Παραφέρθηκα».
«Γιατί έχεις τόση προκατάληψη για το επάγγελμά
μου;»
Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να της μιλήσει, να της αποκα-
λύψει την παλιά βαθιά πληγή. «Δε φταις εσύ. Αυτή η
παλιοκατάσταση με κάνει να αισθάνομαι σαν ν’ ακροβα­
τώ σε τεντωμένο σκοινί».
«Ας πούμε ότι το δέχομαι». Ήξερε όμως πως δεν της
είχε πει όλη την αλήθεια.
«Κοίτα, υπάρχει μια αμοιβαία αντιπάθεια του ενός
για το επάγγελμα του άλλου. Ας το παραδεχτούμε».
Κούνησε το κεφάλι. «Συμφωνώ».
92 NORA ROBERTS

Ο Μπεν πλησίασε το γραφείο της κι έδειξε το φλιτζά­


νι. «Έχεις ζεστό καφέ;»
«Όχι αλλά μπορώ να φτιάξω».
«Ασε, δεν πειράζει». Έτριψε κουρασμένα τα μάτια
του. «Σου ζητώ συγνώμη. Φταίει που είμαστε καθηλωμέ­
νοι στο σκοτάδι κι η μόνη νέα εξέλιξη ήταν η διαρροή
στον Τύπο».
«Καταλαβαίνω. Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ. Αυτό είναι
το χειρότερο: να νιώθεις υπεύθυνος και να μη μπορείς
να κάνεις τίποτα».
Είναι πολύ καλή στη δουλειά της, σκέφτηκε ο Μπεν.
«Το χειρότερο είναι πως ξέρω ότι θα χτυπήσει σύντομα
και δεν έχω τρόπο να τον σταματήσω. Μπορεί να ξεγε­
λάσουμε αύριο τον Τύπο αλλά αυτό δε θα βοηθήσει σε
τίποτα το επόμενο θύμα του».
«Μπεν, εγώ το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω
είναι να σου περιγράφω την ψυχή του».
«Σκασίλα μου για την ψυχή του». Γύρισε και την κοί­
ταξε. Είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Όταν τον πιά-
σουμε —γιατί θα τον πιάσουμε— θα τη γλιτώσει φτηνά.
Βλέπεις, το ψυχογράφημά σου αποδεικνύει πως είναι
τρελός».
«Θα κλειστεί σε ψυχιατρείο. Τι άλλο θες, Μπεν;»
«Και μετά από λίγα χρόνια θα βγει “θεραπευμένος”».
«Δεν είναι τόσο απλό. Εσύ ξέρεις καλύτερα τους
νόμους». Είχαν κι οι δυο δίκιο και αυτό έκανε ακόμα
πιο δύσκολα τα πράγματα. «Δεν τιμωρείς κάποιον επει­
δή είναι άρρωστος ψυχικά όπως δεν τιμωρείς κάποιον
που πάσχει από καρκίνο. Μπεν, υπάρχουν χιλιάδες
τρελοί. Θ’ αδιαφορήσουμε, θα τους γυρίσουμε την πλά­
τη;»
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 93

Δεν τον ενδιέφεραν τα αίτια κι οι στατιστικές —μόνο


τ ’ αποτελέσματα. «Οπως είπες κι εσύ, η τρέλα είναι
νομικός όρος. Τρελός ξετρελός, έχει ατομικά δικαιώμα­
τα, δικαιούται δικηγόρο κι ο δικηγόρος του θα χρησιμο­
ποιήσει αυτό το νομικό όρο. Και μετά θέλω να δω πώς
θα πείσεις τους οικείους των θυμάτων ότι αποδόθηκε
δικαιοσύνη».
Λόγω της δουλειάς της είχε έρθει σ’ επαφή με οικογέ­
νειες θυμάτων κι ήξερε πόσο πικραμένοι, πόσο προδο­
μένοι νιώθουν. «Εσύ κρατάς το σπαθί, Μπεν. Δικό μου
όπλο είναι οι λέξεις».
«Ναι», μουρμούρισε απρόθυμα. Έπρεπε να φύγει, δεν
άντεχε άλλο. Πόσο θα ’θελε να τον περιμένει σπίτι του
μια γυναίκα κι ένα ποτήρι κονιάκ... «Αύριο θα δω τον
μονσινιόρο Λόγκαν. Θέλεις να έρθεις κι εσύ;»
«Είμαι κλεισμένη όλη μέρα αλλά μπορώ ν ’ ακυρώσω
το ραντεβού στις τέσσερις».
«Δεν είναι τελείως τρελός;»
Εκτίμησε την προσπάθειά του ν ’ αλαφρύνει την ατμό­
σφαιρα και χαμογέλασε. «Ας κάνω ότι δεν άκουσα».
«Θα προσπαθήσω να κλείσω ραντεβού για τις τέσσερις
και μισή. Θα σου τηλεφωνήσω να το φιξάρουμε».
«Εντάξει». Δεν έμενε τίποτα άλλο να πουν. «Είσαι
σίγουρος πως δε θες καφέ;»
Ήθελε. Κι όχι μόνο καφέ. Ήθελε να καθίσει κοντά της
και να συζητήσουν για θέματα που θα τους έφερναν
κοντά αντί να τους απομακρύνουν. «Όχι, πρέπει να πη­
γαίνω». Σηκώθηκε και πλησίασε στην πόρτα. «Ακόμα
δεν άλλαξες κλειδαριά». Πόσο ήθελε να καθίσει κοντά
της... «Σου άρεσε ο Μπόγκαρτ;»
«Πολύ».
94 N o r a Ro b e r ts

«Να το επαναλάβουμε».
«Γιατί όχι;»
«Καληνύχτα, γιατρέ. Βάλε την αλυσίδα».
Έκλεισε πίσω του την πόρτα και περίμενε ν ’ ακούσει
το θόρυβο του σύρτη.
κεφάλαιο 5

Ο Εντ οδηγούσε αργά στη Δέκατη 'Εκτη οδό ενώ


δίπλα του καθόταν σιωπηλός ο Μπεν. Κανονικά ο
Μπεν θα έπρεπε να κάνει τα συνηθισμένα κακεντρεχή
σχόλια για την οδήγηση του Εντ, που ήταν το ανέκδοτο
του τμήματος. Το γεγονός ότι δεν είπε τίποτα, ότι δε
σχολίασε καν την κασέτα της Τάνια Τάκερ που έπαιζε
στο κασετόφωνο, σήμαινε πως οι σκέψεις του πετούσαν
μακριά. Ο Εντ, σαν καλός αστυνομικός, δε δυσκολεύτη­
κε ν’ ανακαλύψει πού.
«Έλαβα κλήση για τη δίκη του Μπορέλι». Ο Εντ άκου-
γε πανευτυχής την Τάνια να τραγουδά για ψέματα και
κοροϊδίες.
«Κι εγώ...» μουρμούρισε αφηρημένα ο Μπεν.
«Ελπίζω να τον κάνει σκόνη ο εισαγγελέας».
96 NORA ROBERTS

«Αυτό του έλειπε, να μην τον κάνει. Μας βγήκε η ψ υ χ ή


να τον καθίσουμε στο εδώλιο».
Έπεσε πάλι βαθιά σιωπή. Ο Εντ βάλθηκε να σιγοτρα-
γουδά μαζί με την Τάνια. «Έμαθες τι έπαθε η Λόουεν-
σταϊν; Κάτι μαστόρεψε στην κουζίνα ο άντρας της και
πλημμύρισε όλο το σπίτι».
«Αυτά παθαίνει όποιος αφήνει λογιστές να παίζουν με
πένσες και γαλλικά κλειδιά». Ο Μπεν χαμήλωσε λίγο το
τζάμι για να φεύγει ο καπνός του τσιγάρου.
«Το δέκατο πέμπτο σήμερα», είπε ο Εντ. «Ξέχνα τη
συνέντευξη Τύπου και σταμάτα επιτέλους να καπνί­
ζεις».
«Δεν καπνίζω για τη συνέντευξη Τύπου. Απλώς μου
αρέσει το τσιγάρο». Για να τ ’ αποδείξει τράβηξε μια βα­
θιά ρουφηξιά κι αντιστάθηκε στον πειρασμό να φυσήξει
τον καπνό στα μούτρα του Εντ. «Είναι μια από τις με­
γαλύτερες απολαύσεις του ανθρώπου».
«Μετά το πήδημα και το ξέρασμα», τον ειρωνεύτηκε
ο Εντ.
«Δε θυμάμαι να ξέρασα ποτέ, Τζάκσον. Αντίθετα θυ­
μάμαι κάποιον που έβγαλε τ ’ άντερά του μετά από μισό
γαλόνι βότκα με καροτοχυμό».
«Ο καροτοχυμός είναι πολύ υγιεινός».
«Τώρα γιατί χαμογελάς σατανικά;»
«Μη χολοσκάς, Μπεν, τα κατάφερε μια χαρά».
«Ποιος είπε ότι δεν τα κατάφερε;» Τράβηξε άλλη μια
ρουφηξιά από το τσιγάρο. «Και ποιος σου είπε ότι χο­
λοσκάω για κείνη;»
«Για ποια;»
«Την Τες».
«Εγώ δεν ανέφερα όνομα». Ο Εντ είδε πορτοκαλί
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Θ ΥΜ Α 97

μπροστά στο φανάρι, πάτησε γκάζι και πέρασε τη στιγμή


που άναβε κόκκινο.
«Πέρασες με κόκκινο».
«Πορτοκαλί».
«Κόκκινο ήταν. Απορώ γιατί δε σου πήραν ακόμα το
δίπλωμα. Τρέμω για τη ζωή μου κάθε φορά που πιάνεις
το τιμόνι».
«Είναι πολΰ όμορφη. Έχει φανταστικές γάμπες».
«Αλλάζεις συζήτηση;» Παρ’ όλο που είχε ανοίξει μια
χαραμάδα το τζάμι, έμπαινε τσουχτερό κρύο. Άναψε το
καλοριφέρ. «Πάντως ήταν πολΰ ψύχραιμη, πολύ συ­
γκροτημένη».
«Ναι, τύλιξε τους δημοσιογράφους στο μικρό της δα­
χτυλάκι. Λοιπόν, τι να σου πω, εγώ θαυμάζω πολύ τις
έξυπνες γυναίκες».
«Γι’ αυτό η τελευταία φιλενάδα σου είχε δείκτη νοημο­
σύνης μελάτου αβγού;» Ο Μπεν πέταξε έξω το αποτσί­
γαρο κι έκλεισε το τζάμι. «Αλήθεια, τι κασέτα είναι αυτή
που έχεις βάλει;»
Ο Εντ χαμογέλασε ικανοποιημένος που ο φίλος του
βρήκε τον παλιό καλό του εαυτό. «Τάνια Τάκερ».
«Τίποτα χειρότερο δε βρήκες;»

«Σήμερα βλέπω είστε σε φόρμα, κυρία Χάντελμαν».


«Αχ, ναι, νιώθω υπέροχα!» Η όμορφη μελαχρινή δεν
μπορούσε να καθίσει σε καρέκλα, ούτε να ξαπλώσει
στην ψυχιατρική πολυθρόνα. Τριγύριζε πέρα δώθε, ζωη­
ρή και αεικίνητη. «Πώς σας φαίνεται το καινούριο μου
φουστάνι;»
«Σας πηγαίνει πολύ».
Η μελαχρινή χάιδεψε το λεπτό μάλλινο ύφασμα. «Το
98 NORA ROBERTS

κόκκινο χτυπά ωραία στο μάτι. Μου αρέσει να τραβώ


την προσοχή».
«Ηάλι ψώνια, κυρία Χάντελμαν;»
«Ναι», χαμογέλασε κι ύστερα το κουκλίστικο πρόσω­
πό της κατσούφιασε. «Μη με μαλώσετε, γιατρέ. Μου
είπατε ν ’ αποφεύγω τα ψώνια και το έκανα. Είχα μια
βδομάδα να' βγω στα μαγαζιά».
«Δε θα σας μαλώσω, κυρία Χάντελμαν. Έχετε πολύ
καλό γούστο στα ρούχα». Η Έλεν Χάντελμαν είχε κα­
ταναλωτική μανία. Έβλεπε κάτι, της άρεσε, το αγόραζε,
το φορούσε μια φορά και μετά το πετούσε. Το πρό­
βλημα αυτό όμως ήταν μικρό σε σύγκριση με το άλλο.
Γιατί η κυρία Χάντελμαν είχε το ίδιο χούι και με τους
άντρες.
«Ευχαριστώ, γιατρέ». Χαμογέλασε σαν κοριτσάκι κι
έκανε μια στροφή για να δείξει το καινούριο φουστάνι
της. «Δεν ψώνισα πολλά... μόνο δύο συνολάκια... δηλα­
δή τρία αλλά τα εσώρουχα δεν υπολογίζονται. Μετά
πήγα για καφέ στο Μάτσα Γκάλερι. Στο διπλανό τραπέ­
ζι καθόταν ένας κούκλος! Ξέρετε, γοητευτικός, με γκρί­
ζους κροτάφους...» είπε ρεμβαστικά. «Θα πρέπει να του
αρέσει το σκι γιατί ήταν ηλιοκαμένος. Προφανώς γύρισε
πρόσφατα από το Σεν Μόριτς αφού για το Βέρμοντ
είναι ακόμα νωρίς. Είχε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα με
τ ’ αρχικά του. “Μ.Γ.” Προσπάθησα να φανταστώ τ’ όνο­
μά του...»
«Το μάθατε τελικά;»
«Φυσικά. Μάξγουελ Γουάιτερσπουν. Δεν είναι υπέρο­
χο;»
«Αριστοκρατικό όνομα».
«Αυτό ακριβώς του είπα κι εγώ».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 99

«Δηλαδή πιάσατε κουβέντα».


«Εντελώς τυχαία. Έπεσε η τσάντα μου και...»
«Θέλετε να πείτε ότι τη ρίξατε η ίδια».
«Κι έπεσε μπροστά στα πόδια του», βεβαίωσε θριαμ­
βευτικά η Έλεν Χάντελμαν. «Μου χαμογέλασε και...
σταμάτησε η καρδιά μου. Αγγιξαν τα χέρια μας καθώς
μου την έδινε και... Μη γελάσετε, γιατρέ, με αυτό που θα
πω!»
«Δε θα γελάσω».
«Ένιωσα ν ’ αγγίζει την ψυχή μου».
Αυτό φοβόταν κι η Τες. «Κυρία Χάντελμαν, θυμάστε
τον Ασάντι;»
Στο άκουσμα του ονόματος του τέταρτου συζύγου
της η Έλεν Χάντελμαν σούφρωσε περιφρονητικά τη
μύτη.
«Όταν τον γνωρίσατε στην γκαλερί που εξέθετε τα
έργα του, πιστέψατε πως άγγιξε την ψυχή σας».
«Αλλο αυτό. Ο Ασάντι ήταν Ιταλός. Κι οι Ιταλοί έ­
χουν τον τρόπο τους με τις γυναίκες. Ο Μάξγουελ είναι
από τη Βοστόνη».
Η Τες συγκράτησε ένα στεναγμό και συνέχισε ν’ ακού­
ει υπομονετικά τις φλυαρίες της κυρίας Χάντελμαν.

Το ιατρείο της Τες ήταν στο ίδιο στυλ με το διαμέρι­


σμά της. Τ ’ απαλά χρώματα, τα λουλούδια στα βάζα, τα
έπιπλα, όλα φανέρωναν καλό και ακριβό γούστο. Γενικά
το περιβάλλον δε θύμιζε διόλου στον Μπεν το ιατρείο
του ψυχίατρου που παρακολουθούσε τον αδερφό του,
με τους άσπρους τοίχους και τη μυρουδιά από δέρμα.
Η γραμματέας της Τες καθόταν στο γραφείο της κι
έγραφε κάτι στο κομπιούτερ. Σταμάτησε μόλις μπήκε ο
100 NORA ROBERTS

Μπεν κι ο Εντ και ρώτησε ευγενικά, «Σε τι μπορώ να


σας εξυπηρετήσω;»
«Είμαστε οι ντετέκτιβ Πάρις και Τζάκσον».
«Α, μάλιστα, η γιατρός σας περιμένει. Αυτή τη στιγ­
μή έχει ασθενή. Θα πάρετε έναν καφέ μέχρι να τελειώ­
σει;»
«Εγώ ένα φλιτζάνι καυτό νερό», είπε ο Εντ βγάζοντας
ένα φακελάκι τσάι από την τσέπη του.
Η Κέιτ ούτε που πετάρισε τα μάτια. «Ευχαρίστως».
«Με κάνεις διαρκώς ρεζίλι», διαμαρτυρήθηκε ο Μπεν
όταν ή γραμματέας εξαφανίστηκε σ’ ένα διπλανό δωμά­
τιο.
«Δεν το ’ξέρα να δηλητηριάζομαι με καφεΐνη για να
σου κάνω το χατίρι». Περιεργάστηκε το χώρο. «Ωραίο
ντεκόρ. Αριστοκρατικό».
«Σαν αυτή», γρύλισε ο Μπεν.
«Γιατί κομπλάρεις;» Ο Εντ κοίταξε επιδοκιμαστικά
την γκραβούρα του Μονέ. Του άρεσαν τα έργα τέχνης κι
εκτιμούσε αυτούς που είχαν τη φαντασία και την ικανό­
τητα να τα δημιουργούν. Οι απόψεις του για τους αν­
θρώπους κινούντο στο ίδιο πάνω κάτω πνεύμα. «Δε βλέ­
πω γιατί μια όμορφη, αριστοκρατική κι έξυπνη γυναίκα
θα πρέπει να τρομάζει έναν άντρα με συναίσθηση της
αξίας του».
«Εσύ, παιδί μου, αδικείσαι που έγινες μπάτσος. Θα
έπρεπε να γράφεις άρθρα σε περιοδικά».
Πάνω στην ώρα άνοιξε η πόρτα του γραφείου της Τες
και βγήκε η Έλεν Χάντελμαν. Βλέποντας τους δύο
άντρες κοντοστάθηκε, χαμογέλασε κι έγλειψε με την
άκρη της γλώσσας τα χείλη σαν κοριτσάκι που του προ­
σφέρουν ένα μεγάλο μπολ παγωτό. «Χαίρετε».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 101

Ο Μπεν έχωσε τα χέρια σας τσέπες. «Χαίρετε».


«Περιμένετε να δείτε τη γιατρό;»
«Ναι».
Το βλέμμα της σταμάτησε επιδοκιμαστικά τον Εντ.
«Ποπό, τι άντρακλας».
Ο Εντ ξεροκατάπιε. «Μάλιστα, μαντάμ».
«Πώς μ’ αρέσουν οι μεγαλόσωμοι άντρες! Με κάνουν
να αισθάνομαι τόσο εύθραυστη, τόσο γυναίκα. Τι ύψος
έχετε, κύριε... κύριε...;»
Ο Μπεν χαμογέλασε σαρδόνια και κίνησε για το γρα­
φείο της Τες, εγκαταλείποντας τον Εντ στη μοίρα του.
Καθόταν στο γραφείο της με το κεφάλι γερμένο πίσω
και τα μάτια κλειστά. Είχε μαζεμένα τα μαλλιά αλλά δε
φάνταζε απρόσιτη· κουρασμένη μάλλον. Καθώς την κοι­
τούσε ο Μπεν, η κοπέλα σήκωσε τα χέρια κι έτριψε απα­
λά τους κροτάφους της.
«Πάρε ασπιρίνη, γιατρέ».
Άνοιξε ξαφνιασμένη τα μάτια κι ανακάθισε, σαν να
μην ήταν καθωσπρέπει να δείχνει την κούρασή της
μπροστά σε άλλους. Αν και μικροκαμωμένη, δε χανόταν
μέσα στο ευρύχωρο γραφείο. Αντίθετα, έδειχνε να βρί­
σκεται στο στοιχείο της.
«Δε συνηθίζω να παίρνω χάπια».
«Μόνο να τα γράφεις».
«Ελπίζω να μην περίμενες πολύ. Μια στιγμή να πάρω
το χαρτοφύλακά μου...»
Ετοιμάστηκε να σηκωθεί αλλά ο Μπεν πλησίασε προς
το μέρος της. «Δε βιαζόμαστε. Έχουμε μερικά λεπτά.
Δύσκολη μέρα;»
«Λιγάκι. Εσύ;»
«Ψιλοπράγματα. Δεν πυροβόλησα ούτε μια φορά».
102 NORA ROBERTS

Πήρε ένα πρεσπαπιέ από αμέθυστο και το ζύγιασε αφη-


ρημένα στη χούφτα. «Ήθελα να σου πω ότι στάθηκες
θαυμάσια στη συνέντευξη Τύπου».
«Ευχαριστώ. Κι εσύ το ίδιο».
Κάθισε στη γωνιά του γραφείου της. Ένιωθε πολύ
άνετα παρ’ όλο που βρισκόταν σε ιατρείο ψυχιάτρου.
«Τι γνώμη έχεις για τις λαϊκές απογευματινές παραστά­
σεις;»
«Τις αντιμετωπίζω με ευρύτητα πνεύματος».
Χαμογέλασε. «Καλά το φαντάστηκα. Το Σάββατο έχει
ένα αφιέρωμα στον Βίνσεντ Πράις».
«Παίζει το Κέρινο σπίτι;»
«Και τη Μύγα. Ενδιαφέρεσαι;»
«Πολύ». Σηκώθηκε. «Υπό την προϋπόθεση ότι θα
κεράσεις ποπκόρν».
«Όχι μόνο ποπκόρν. Μετά την παράσταση θα σε πάω
για πίτσα».
«Μέσα».
«Τες». Την έπιασε από το μπράτσο. «Για χτες βράδυ...»
«Ζητήσαμε αμοιβαίως συγνώμη κι έληξε το θέμα».
«Εντάξει». Τώρα δεν έδειχνε ευάλωτη. Κάθε άλλο. Ο
Μπεν πισωπάτησε κρατώντας ακόμα τον αμέθυστο στο
χέρι. Είχε το ίδιο χρώμα με τα μάτια της. «Έχεις κάνει
ποτέ έρωτα εδώ;»
Η Τες ανασήκωσε το φρύδι. Κατάλαβε πως προσπα­
θούσε να τη σοκάρει ή, τουλάχιστον, να την ενοχλήσει.
«Δεν απαντώ σε αδιάκριτες ερωτήσεις». Πήρε το χαρτο-
φύλακά της και κατευθύνθηκε στην πόρτα. «Πάμε;»
Ένιωσε τη διάθεση να βάλει τον αμέθυστο στην τσέπη
του. Εκνευρισμένος, τον ακούμπησε προσεκτικά στο
γραφείο και την ακολούθησε.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 103

Ο Εντ στεκόταν δίπλα στο γραφείο της γραμματέως κι


έπινε το τσάι τσυ. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο
σαν τα μαλλιά τσυ.
«Η κυρία Χάντελμαν», εξήγησε η Κέιτ στην Τες, κοι­
τώντας με προστατευτικό ύφος τον Εντ. «Ευτυχώς πρό­
λαβα να τον τραβήξω από τα χέρια της πριν τον κατα­
βροχθίσει».
«Συγνώμη, Εντ», απολογήθηκε η Τες αλλά τα μάτια
της σπίθιζαν εύθυμα. «Θέλεις να καθίσεις λίγο, να συ-
νέλθεις;»
«Όχι». Αγριοκοίταξε το φίλο του. «Δεν είσαι εντάξει,
Πάρις».
«Εγώ;» διαμαρτυρήθηκε με το πιο αθώο ύφος του κό­
σμου και προχώρησε ν ’ ανοίξει την πόρτα. «Τι φταίω
εγώ που είσαι άντρακλας;»
«Σκάσε».

Ο μονσινιόρος Τίμοθι Λόγκαν δεν ανταποκρινόταν


στην κλασική εικόνα που έχουμε για τους κληρικούς.
Αντί για μαύρο ράσο φορούσε τουΐντ σακάκι και ανοι-
χτοκίτρινο ζιβάγκο. Το μεγάλο ανοιχτό πρόσωπό του
φανέρωνε ιρλανδική καταγωγή και τα σκουροκόκκινα
μαλλιά μόλις είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Το γραφείο
του δεν είχε υποβλητική ατμόσφαιρα ούτε το γλυκερό
άρωμα λιβανιού. Αντίθετα μύριζε ταμπάκο και σκόνη,
όπως των κοινών θνητών.
Δεν υπήρχαν εικονίσματα στους τοίχους, αγαλματά-
κια της Παρθένου στις γωνιές. Μόνο βιβλία, ντουζίνες
βιβλία, μερικά θρησκευτικά, άλλα ψυχιατρικά και περισ­
σότερα για το ψάρεμα.
Σ ’ ένα αναλόγιο βρισκόταν μια παλαιά Βίβλος με ανά­
104 NORA ROBERTS

γλυφό εξώφυλλο. Μια άλλη σύγχρονη, πολυξεφυλλισμέ-


νη, ήταν ακουμπισμένη πάνω στο γραφείο· και δίπλα
ένα ροζάριο με χοντρές ξύλινες χάντρες.
«Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, μονσινιόρε Λόγκαν».
Η Τες άπλωσε το χέρι και χαιρετήθηκαν με την εγκαρ­
διότητα παλιών φίλων. Ο Μπεν αισθανόταν αμήχανα.
Τουίντ ξετουίντ, ο άνθρωπος ήταν παπάς κι οι παπάδες
υποτίθεται πως εμπνέουν σεβασμό, δέος, ίσως ίσως και
φόβο.
Είχε έρθει ένας παπάς σπίτι τους, όταν πέθανε ο Τζος.
Τους είπε λόγια συμπάθειας και παρηγοριάς αλλά δεν
έδωσε άφεση. Η αυτοκτονία θεωρείται το μεγαλύτερο
έγκλημα.
«Τι κάνετε, δόκτωρ Κουρτ;» Ο Λόγκαν είχε καθάρια
βροντερή φωνή. «Παρακολούθησα τη διάλεξή σας για τη
σχιζοφρένεια τις προάλλες αλλά είχε τόσο κόσμο που δε
μου δόθηκε η ευκαιρία να σας συγχαρώ».
«Ευχαριστώ, μονσινιόρε. Να σας συστήσω τους ντετέ-
κτιβ Πάρις και Τζάκσον, που είναι οι επικεφαλής των
ερευνών».
«Χ αίρω πολύ, κύριοι». Α ντάλλαξαν χειραψ ίες.
«Καθίστε, παρακαλώ. Το πρωί διάβασα το ψυχογράφη­
μα και την αναφορά, δόκτωρ Κουρτ. Κάνατε πολύ καλή
δουλειά».
«Συμφωνείτε με τα συμπεράσματά μου;»
«Φυσικά. Με τα υπάρχοντα δεδομένα, κι εγώ στα ίδια θα
κατέληγα. Ο θρησκευτικός παράγοντας είναι αστάθμητος.
Άλλωστε οι θρησκευτικού περιεχομένου παρακρούσεις
είναι σύνηθες σύμπτωμα της σχιζοφρένειας».
«Κι η Ζαν ν τ ’ Αρκ άκουγε φωνές», μουρμούρισε ο
Μπεν.
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 105

Ο Λόγκαν χαμογέλασε και σταύρωσε τα χέρια. «Το


ίδιο και οι περισσότεροι άγιοι και μάρτυρες. Μερικοί
λένε πως ο καθένας θ ’ ακούσει φωνές αν νηστέψει σαρά­
ντα μέρες. Αλλοι πάλι υποστηρίζουν πως τις ακσύν μό­
νο οι εκλεκτοί. Στην περίπτωσή μας συμφωνούμε πως
δεν πρόκειται για άγιο αλλά για μια βαριά διαταραγμέ-
νη προσωπικότητα».
«Καμία αντίρρηση», είπε ο Εντ κι έβγαλε ένα μπλο-
κάκι.
«Ως γιατρός και κληρικός, θεωρώ το φόνο αποτρό­
παιο αμάρτημα, πράξη σαλεμένου νου. Ωστόσο πρέπει
ν ’ ασχοληθούμε πρώτα με το σαλεμένο νου για ν ’ απο­
τρέψουμε την επανάληψη του αμαρτήματος».
Ο Λόγκαν άνοιξε το φάκελο της Τες. «Τα θρησκευτικά
τεκμήρια του εγκλήματος ανάγονται στο καθολικό δόγ­
μα. Συμφωνώ με την παρατήρησή σας ότι το πετραχήλι
ως όργανο του εγκλήματος ενδέχεται να δείχνει απο­
στροφή για την εκκλησία ή, αντιθέτως, αφοσίωση σε αυ­
τή».
Η Τες έσκυψε προς το μέρος του. «Λέτε να είναι
παπάς ή να υπήρξε; Ή να ήθελε να γίνει;»
«Πιθανόν. Δείχνει να κατέχει τα θρησκευτικά θέματα.
Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για το στραγγαλισμό
και άλλα τμήματα της ενδυμασίας του κληρικού.
Διάλεξε όμως αυτό που αρμόζει περισσότερο, το πετρα­
χήλι, που φοριέται στο λαιμό».
«Κι είναι λευκό».
«Σωστή παρατήρηση. Γιατί το λευκό συμβολίζει την
άφεση και τη σωτηρία της ψυχής».
Η Τες κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. «Άφεση
αμαρτιών... ποιων όμως;»
106 NORA ROBERTS

«Ίσως κάποιας αμαρτίας που είχε σαν αποτέλεσμα το


θάνατο της αμαρτωλής».
«Δηλαδή βάζει τον εαυτό του στο ρόλο του Χριστού;
Του Σωτήρα;» θέλησε να μάθει ο Μπεν.
Ο Λόγκαν έτριψε σκεφτικός το λοβό του αυτιού του
πριν απαντήσει. «Δε θεωρεί τον εαυτό του Χριστό,
τουλάχιστον προς το παρόν. Απλώς όργανο του Θεού.
Και μάλιστα θνητό. Λαμβάνει προφυλάξεις για να μην
τον πιάσουν. Ξέρει πως η κοινωνία δεν αποδέχεται την
αποστολή του αλλά υπακούει σε μια εξουσία ανώτε­
ρη».
«Πάλι φωνές;» Ο Μπεν άναψε τσιγάρο.
«Για το σχιζοφρενή, οι φωνές και τα οράματα είναι
πιο πραγματικά από την πραγματικότητα. Δεν πρόκει­
ται για διχασμένη προσωπικότητα, ντετέκτιβ. Είναι
ασθένεια, βιολογική δυσλειτουργία. Θα πρέπει να
πάσχει πολλά χρόνια».
«Οι δολοφονίες άρχισαν τον Αύγουστο», θύμισε ο
Μπεν. «Ελέγξαμε τα αστυνομικά αρχεία όλης της χώ­
ρας. Δεν έχουν ξαναγίνει τέτοιου τύπου φόνοι. Στην
Ουάσιγκτον άρχισε».
Ο Λόγκαν βρήκε ενδιαφέρον το σχόλιο αλλά δεν άλλα­
ξε γνώμη. «Πιθανόν να πέρασε μια περίοδο ανάρρωσης
μέχρι που επανέφερε δριμύτερα τα συμπτώματα κάποιο
τραυματικό γεγονός. Αυτή τη στιγμή υποφέρει, πάσχει,
πληρώνει».
«Και σκοτώνει», σχολίασε ανέκφραστα ο Μπεν.
«Είναι φυσικό να μην αισθάνεστε συμπόνια», παρατή­
ρησε γαλήνια ο Λόγκαν. «Αυτός είναι δικός μου τομέας,
και της δόκτορα Κουρτ. Όμως έχουμε όλοι έναν κοινό
στόχο. Να μη συνεχιστούν οι φόνοι».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 107

«Είπατε πως δεν ταυτίζει τον εαυτό του με το Χρι­


στό», παρενέβη ο Εντ, που κρατούσε τόση ώρα μεθοδικά
σημειώσεις. «Καταλήγετε σε αυτό το συμπέρασμα επειδή
παίρνει προφυλάξεις; Ενώ ο Χριστός εξοντώθηκε βιο­
λογικά;»
«Εύστοχη παρατήρηση», σχολίασε ενθουσιασμένος ο
Λόγκαν. Περιεργάστηκε τους δύο ντετέκτιβ. Του άρεσαν οι
έξυπνοι άνθρωποι. «Νομίζω ότι θεωρεί τον εαυτό του απλό
όργανο. Σκοτώνει σαν παπάς, είτε είναι είτε δεν είναι, και
όχι σαν Υιός του Θεού. Και στο σημείο αυτό, δόκτωρ
Κουρτ, έχω να παρατηρήσω κάτι που σας διέφυγε».
Η Τες ανακάθισε με ανανεωμένο ενδιαφέρον. «Αλή­
θεια; Τι;»
Χαμογέλασε με επαγγελματική περηφάνια. «Με το
δίκιο σας άλλωστε. Δεν είστε καθολική, έτσι;»
«Όχι».
«Δεν το πρόσεξε όμως ούτε κι η αστυνομία».
«Είμαι μεθοδιστής», μουρμούρισε ο Εντ, κρατώντας
πυρετικά σημειώσεις.
«Δε χρειάζεται να απολογείστε». Πήρε την πίπα του
και βάλθηκε να τη γεμίζει. Τα χέρια του ήταν δυνατά, με
μεγάλα δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. «Η ημέρα του
πρώτου φόνου, το Δεκαπενταύγουστο, είναι εορτή για
την καθολική εκκλησία».
«Η Κοίμηση της Θεοτόκου», είπε ο Μπεν πριν προλά­
βει να συγκρατηθεί.
«Ακριβώς», επιδοκίμασε ο Λόγκαν κι ο Μπεν ένιωσε
σαν μαθητής του κατηχητικού που απάντησε σωστά στο
δάσκαλό του.
«Παλιά ήμουν καθολικός», μουρμούρισε σαν να δικαι­
ολογείτο.
N o r a Ro ber ts

«Σύνηθες πρόβλημα». Ο Λόγκαν άναψε την πίπα


του.
Ούτε κατσούφιασμα ούτε αυστηρές παρατηρήσεις. Ο
Μπεν άρχισε να χαλαρώνει. Το μυαλό του δούλεψε
εντατικά. «Δε σκέφτηκα να μελετήσω τις ημερομηνίες.
Λέτε να είναι σημαδιακές;»
«Μπορεί».
«Εξηγήστε μας, μονσινιόρε».
«Η καθολική εκκλησία εορτάζει την ανάληψη της Παρ­
θένου στους ουρανούς το Δεκαπενταύγουστο. Η Θεομή­
τωρ ήταν θνητή και συνέλαβε από τον κρίνο. Είναι η
Πάναγνη Παρθένα, η Παναγία».
«Αγνή... Παρθένα... Αγία...» μουρμούρισε η Τες.
«Η σύμπτωση αυτή καθεαυτή ίσως δε θα είχε σημασία
αν δεν υπήρχαν και άλλες. Ο δεύτερος φόνος έγινε την
ημέρα που η καθολική εκκλησία εορτάζει τη γέννηση της
Παναγίας».
«Δηλαδή διαλέγει τις μέρες που την τιμούμε... εννοώ
τη Χάρη Της;» ρώτησε ο Μπεν ανασηκώνοντας το κεφά­
λι από το μπλοκ του.
«Ο τρίτος φόνος συμπίπτει με την εορτή της Παναγίας
των Ρόδων. Δόκτωρ Κουρτ, έβαλα στο φάκελό σας ένα
εορτολόγιο. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση και οι τρεις
περιπτώσεις».
«Έχετε απόλυτο δίκιο». Η Τες σηκώθηκε, πλησίασε
στο γραφείο και ξεφύλλισε το εορτολόγιο. Ο Λόγκαν
είχε σημειώσει με κύκλους τις επίμαχες ημερομηνίες. «Η
επόμενη είναι στις δεκαοχτώ Δεκεμβρίου».
«Ναι, η άμωμος σύλληψη, ο Ευαγγελισμός». Ο Λόγκαν
τράβηξε μια ρουφηξιά καπνό.
«Αν γίνει έτσι, θα μεσολαβήσει ενάμισης μήνας μεταξύ
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 109

των δύο φόνων», υπολόγισε ο Εντ. «Μέχρι τώρα δε


μεσολαβούσε ούτε μήνας».
«Και δεν ξέρουμε αν έχει την ψυχική αντοχή να περι­
μένει τόσο πολύ», πρόσθεσε η Τες. «Μπορεί να μην τα
καταφέρει και ν ’ αλλάξει τακτική. Μπορεί να τον εξω­
θήσει κάποιο τυχαίο γεγονός. Ίσως διαλέξει μια ημερο­
μηνία με προσωπική σημασία για κείνον».
«Την ημερομηνία γέννησης ή θανάτου ενός αγαπημέ­
νου προσώπου», είπε ο Μπεν κι άναψε τσιγάρο.
«Μιας γυναίκας». Η Τες έκλεισε το εορτολόγιο. «Της
γυναίκας».
«Πράγματι, όσο περνούν οι μέρες, τόσο αυξάνεται η
ανάγκη να σκοτώσει. Αν δεν αντέξει, θα χτυπήσει νωρί­
τερα».
«Το πρόβλημά του θα πρέπει να του δημιουργεί και
σωματικά συμπτώματα», συμφώνησε η Τες. «Πονοκεφά­
λους, ναυτίες... Αν επιδεινωθούν και δεν μπορεί να συ­
νεχίσει τη φυσιολογική του ζωή, θα σκοτώσει νωρίτερα
για να λυτρωθεί».
«Ακριβώς». Ο Λόγκαν δίπλωσε τα χέρια στο στήθος.
«Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω περισσότερο».
«Προς το παρόν βρήκαμε μια άκρη». Ο Μπεν έσβησε
το τσιγάρο του και σηκώθηκε. «Θα στρέψουμε όλη την
προσοχή μας στις δεκαοχτώ Δεκεμβρίου».

«Δεν έχουμε πολλές ελπίδες αλλά θα το ψάξουμε»,


σχολίασε ο Μπεν καθώς πήγαιναν στο αυτοκίνητο.
«Δεν ήξερα πως είσαι καθολικός». Η Τες κούμπωσε το
παλτό της. Το κρύο έτσουζε.
«Ήμουν», τόνισε ο Μπεν. «Πάμε να τσιμπήσουμε κά­
τι;»
110 NORA ROBERTS

«Ναι, πεινάω σαν λύκος».


«Ωραία». Την αγκάλιασε. «Είμαστε δύο, ο Εντ θα υπο-
κύψει στην πλειοψηφία. Δεν έχω καμιά όρεξη για για­
ούρτι και νερόβραστα ζαρζαβατικά».
«Ο Μπεν προτιμά τα χάρμπουργκερ. Το τι δηλητήρια
καταναλώνει αυτός ο άνθρωπος είναι άλλο πράμα».
«Σας αρέσει η κινέζικη κουζίνα;» έκανε μια συμβιβα­
στική πρόταση η Τες. «Ξέρω ένα κινέζικο ρεστοράν
κοντά στο γραφείο μου».
«Σου είπα, η γυναίκα έχει μυαλό». Είχαν φτάσει στο
σημείο που παρκάρισαν. Ο Εντ κάθισε στο τιμόνι, ο
Μπεν δίπλα του κι η Τες πίσω. «Οι Κινέζοι σέβονται
τον οργανισμό».
«Πώς, βέβαια, στουμπώνουν ρύζι το στομάχι». Ο Μπεν
έριξε μια ματιά πίσω από τον ώμο του. Η Τες είχε ανοίξει
κιόλας το φάκελό της. «Κάνε ένα διάλειμμα, γιατρέ».
«Πρέπει να κρατήσω ορισμένες σημειώσεις τώρα που
τα έχω πρόσφατα».
«Έχεις θεραπεύσει ποτέ κάναν εργασιομανή;»
«Κάθισε καλά γιατί θα ψηφίσω γιαούρτι».
Ο Εντ έβαλε μια κασέτα.
«Έλεος! Όχι πάλι Τάνια Τάκερ!» αναφώνησε ο Μπεν
κλείνοντας το κασετόφωνο πριν ολοκληρωθεί η πρώτη
στροφή του τραγουδιού.
«Μπεν!»
«Την άκουσες προ... Έι, τι γίνεται εκεί; Στην κάβα!»
Ο Εντ έκοψε ταχύτητα. «Ληστεία (ραίνεται».
«Πού;» Η Τες ξέχασε το φάκελο και τέντωσε το λαιμό
να δει.
«Τώρα βρήκε;» γκρίνιαξε ο Μπεν. «Κι έχω μια πεί­
να...»
ΤΟ Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 111

«Με αυτά που τρως, καλύτερα να μένεις νηστικός». Ο


Εντ έλυσε τη ζώνη του.
Ο Μπεν μίλησε βιαστικά στον ασύρματο. «Έξι καλεί
κέντρο. Ληστεία σε εξέλιξη, Τρίτη και Ντάγκλας γωνία.
Στείλτε ενισχύσεις. Έχουμε πολίτη στο αυτοκίνητο. Ο
ύποπτος είναι λευκός άρρενας, μέτριου αναστήματος,
τζιν, μαύρο μπουφάν».
Ο Εντ μαρσάρισε κι έστριψε στη γωνία. Η Τες παρα­
κολουθούσε συνεπαρμένη από την πίσω θέση. Είδε ένα
γεροδεμένο άντρα να βγαίνει από την κάβα και ν ’ απο­
μακρύνεται με γοργό βήμα. Μόλις πρόσεξε ότι τον ακο­
λουθεί η Μάστανγκ, άρχισε να τρέχει.
«Στο διάβολο, μας κατάλαβε». Ο Μπεν έβαλε τη σειρή­
να. «Μη φοβάσαι, γιατρέ».
«Στρίβει στο στενό», παρατήρησε ήρεμα ο Εντ και
φρενάρισε απότομα. Πριν το καλοκαταλάβει η Τες, οι
δυο άντρες είχαν πεταχτεί έξω από το αυτοκίνητο.
«Περίμενε εδώ!» της φώναξε ο Μπεν.
Πειθάρχησε για δέκα περίπου δευτερόλεπτα. Μετά
βγήκε κι έτρεξε προς την είσοδο της παρόδου.
Ο Εντ ήταν πιο εύσωμος αλλά ο Μπεν πιο ταχύς. Ο
άντρας που κυνηγούσαν έβγαλε ένα πιστόλι από το
μπουφάν του. Η Τες δεν πρόλαβε να τρομάξει γιατί ο
Μπεν τον άρπαξε με μια βουτιά από τα γόνατα και τον
έστειλε να κουτρουβαλήσει πάνω σε κάτι δοχεία απορ­
ριμμάτων. Ταυτόχρονα ακούστηκε ένας πυροβολισμός
κι η σφαίρα εξοστρακίστηκε στο μέταλλο. Η Τες κόντευε
να τους φτάσει όταν ο Μπεν σήκωσε στα πόδια του τον
κακοποιό. Το πρόσωπό του ήταν ματωμένο. Τα σκουπί­
δια που χύθηκαν μύριζαν ανυπόφορα. Ο κακοποιός δεν
αντιστάθηκε, προφανώς επειδή ο Εντ κρατούσε το υπη­
112 N o r a Ro b e r t s

ρεσιακό του περίστροφο στο χέρι. Έφτυσε σάλιο και


αίμα.
Το πρώτο που σκέφτηκε η Τες καθώς περιεργαζόταν
τον άνθρωπο που παραλίγο να σκοτώσει τον Μπεν,
ήταν πως η πραγματικότητα δεν έχει καμιά σχέση με το
σινεμά και την τηλεόραση. Ούτε καν με τις ειδήσεις, που
παρουσιάζουν ταξινομημένα κι «αποστειρωμένα» τα
νέα. Πήρε βαθιά ανάσα, ανακουφισμένη που δεν αισθα­
νόταν φόβο αλλά μόνο περιέργεια.
Ο Μπεν φόρεσε επιδέξια τις χειροπέδες στον κακο­
ποιό. «Καλά, τόσο βλάκας είσαι; Γιατί πυροβόλησες
αστυνομικό;»
«Λερώθηκε το παντελόνι σου», είπε ο Εντ καθώς έβαζε
το όπλο στη θήκη.
Ο Μπεν έσκυψε κι είδε μια μεγάλη μουντζούρα από
γράσο, που άρχιζε από το γόνατο κι έφτανε στον αστρά­
γαλο. «Γαμώ το». Στράφηκε στον κρατούμενο και του
είπε έξω φρενών. «Είμαι στις ανθρωποκτονίες και δε
γουστάρω να λερώνομαι. Όταν λερώνομαι, γίνομαι
θηρίο!» Τον έσπρωξε στον Εντ. «Συλλαμβάνεσαι, κωλό-
π αιδο. Έ χεις δικαίω μα να παραμείνεις σιωπηλός
μέχρι... Τες, τι γυρεύεις εδώ; Δε σου είπα να περιμένεις
στο αυτοκίνητο;»
«Σε πυροβόλησε».
«Οι κακοί το συνηθίζουν αυτό». Έτσι όπως ήταν κομ­
ψή και καλοντυμένη, έδειχνε σαν να πήγαινε για κοκτέιλ
στο Έμπασι Ρόου. «Γύρνα στο αυτοκίνητο. Δεν έχεις
καμιά δουλειά εδώ».
Εκείνη τον αγνόησε και περιεργάστηκε τον κλέφτη.
Πέφτοντας είχε πάθει μια μεγάλη γρατσουνιά στο μέτω­
πο. Ελαφρά διάσειση, σκέφτηκε μηχανικά. Το δέρμα του
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 113

ήταν χλομό κι οι βολβοί των ματιών του κιτρινιάρηδες.


Παρά το κρύο, το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο. «Πρέπει
να έχει ηπατίτιδα».
«Εκεί που πάει, θα έχει όλο τον καιρό να θεραπευτεί».
Ακούστηκαν σειρήνες κι ο Μπεν κοίταξε πίσω από τον
ώμο του. «Έρχεται το ιππικό. Θα του διαβάσουν αυτοί
τα δικαιώματά του».
«Τον κυνηγήσατε κι έβγαλε όπλο».
Ο Μπεν την έπιασε από το μπράτσο και προχώρησαν.
«Ναι». Έγνεψε στους αστυνομικούς καθώς την οδηγού­
σε στη Μάστανγκ.
«Δεν κατάλαβες. Ήθελε να σας ρίξει στο ψαχνό».
«Έτσι γίνεται συνήθως. Οι κακοί διαπράττουν το
έγκλημα, εμείς τους κυνηγάμε κι εκείνοι προσπαθούν να
μας ξεφύγουν».
«Δεν είναι παιχνίδι».
«Όλα παιχνίδι είναι».
«Πήγε να σε σκοτώσει κι εσύ νεύριασες επειδή λερώθη­
κε το παντελόνι σου».
«Θα το χρεώσω στην υπηρεσία. Το γράσο δε βγαίνει».
«Είσαι τρελός».
«Πρόκειται για διάγνωση;»
Παραδόξως της ήρθε να γελάσει. «Προσπαθώ να βγά­
λω αλλά δυσκολεύομαι».
«Με το πάσο σου». Καθώς έψταναν στο αυτοκίνητο, ο
Μπεν είδε πως είχαν φτάσει τρία περιπολικά για τη
σύλληψη ενός ληστή της συμφοράς που έπασχε από ηπα­
τίτιδα. Ίσως τελικά να ήταν όλοι τρελοί. «Μπες μέσα
και περίμενε μέχρι να συμπληρώσω τα έντυπα».
«Τα χείλη σου είναι ματωμένα».
«Ναι;» Τα σφούγγισε μηχανικά με την ανάστροφη.
114 NORA ROBERTS

Η Τες έβγαλε το μαντίλι της και σκούπισε το κόψιμο.


«Χρειάζεσαι γιατρό».
«Θα σε προτιμήσω».
Πίσω τους ακούστηκε ο κρατούμενος να βλαστημά.
Στο δρόμο είχε συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος.
κεφάλαιο 6

Τ ις μέρες πσυ ακολούθησαν το πρόγραμμα της Τες


γέμισε ασφυκτικά. Οι οχτώ και δέκα ώρες εργασίας την
ημέρα έγιναν δώδεκα και δεκατέσσερις. Αναγκάστηκε ν ’
ακυρώσει το καθιερωμένο δείπνο με τον παππού της,
κάθε Παρασκευή, κάτι που δε θα το έκανε ποτέ για
άντρα, μόνο γ ι’ ασθενή.
Οι δημοσιογράφοι την κυνηγούσαν, μαζί και ορισμέ­
νοι αδιάκριτοι γνωστοί της σαν τον Φρανκ Φοΰλερ. Η
συνεργασία της με την αστυνομία της πρόσθετε μια πινε­
λιά μυστηρίου, που αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του.
Περνούσε τακτικά από το γραφείο της αλλά η Τες τον
απέφευγε με διάφορες προφάσεις.
Καινούρια στοιχεία για την υπόθεση δεν υπήρχαν
αλλά η ανησυχία της μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Όσο
116 NORA ROBERTS

καλύτερα κατανοούσε τον τρόπο που λειτουργούσε το


μυαλό του δολοφόνου, τόσο βεβαιωνόταν πως δε θ’ αρ­
γούσε το επόμενο χτύπημα.
Εκείνο το βράδυ πήρε το φάκελο του Τζόε Χίγκινς
σπίτι της. Η περίπτωσή του την ανησυχούσε γιατί δεν
είχε σημειωθεί καμιά πρόοδος. Μελετούσε το φάκελο
καθισμένη στο γραφείο όταν έπεσε τυχαία το βλέμμα της
δίπλα, στο παράθυρο. Διέκρινε μια μοναχική σιλουέτα
στο απέναντι πεζοδρόμιο. Σε αυτή τη γειτονιά της Τζορ-
τζτάουν μ£ τ ’ αριστοκρατικά σπίτια και τις περιποιημέ-
νες πρασιές, δε σύχναζαν περιφερόμενοι αλήτες κι αργό­
σχολοι. Ο τύπος όμως έδειχνε να στέκει εκεί αρκετή
ώρα. Μόνος, μες στο κρύο. Με το κεφάλι ανασηκωμέ­
νο... Η Τες συνειδητοποίησε μ’ ένα ρίγος ότι ο άγνωστος
κοιτούσε το παράθυρό της.
Τραβήχτηκε αυθόρμητα κι έσβησε το πορτατίφ του
γραφείου. Για ποιο λόγο στεκόταν έξω από το σπίτι της
και παρακολουθούσε το παράθυρό της; Σηκώθηκε και
τράβηξε προσεκτικά την άκρη της κουρτίνας.
Ήταν ακόμα εκεί. Ασάλευτος, με το βλέμμα προσηλω­
μένο στο παράθυρο. Για μια στιγμή είχε τη δυσάρεστη
αίσθηση πως την κοίταξε στα μάτια, κι ας βρισκόταν
τρεις ορόφους ψηλά, με τα φώτα σβηστά.
Αναρωτήθηκε αν ήταν κάποιος από τους ασθενείς της.
Μάλλον απίθανο. Η διεύθυνσή της ήταν απόρρητη.
Δημοσιογράφος...; Ναι, σίγουρα ήταν δημοσιογράφος.
Στη σκέψη αυτή αναθάρρησε, υποχώρησε ο φόβος. Αλ­
λά... στις δύο μετά τα μεσάνυχτα; Αφησε τήν κουρτίνα
να πέσει στη θέση της.
Η ιδέα μου είναι, είπε στον εαυτό της. Δεν κοίταζε το
παράθυρό της, απλώς την παρέσυρε η ζωηρή φαντασία
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 117

της. Την επηρέασε η κούραση, το σκοτάδι. Θα ήταν


κάποιος που περίμενε ταξί ή...
Όχι, σε αυτή τη γειτονιά αποκλείεται. Πήγε να σηκώ­
σει πάλι την κουρτίνα αλλά δε βρήκε το θάρρος.
Θα χτυπούσε σύντομα. Αυτό δεν περίμενε, αυτό δε
φοβόταν; Η δίψα για αίμα τον κυρίευε, τον παίδευε, τον
βασάνιζε. Ξανθιές, λεπτές, μέτριου αναστήματος, κοντά
στα τριάντα.
Έφερε αυθόρμητα το χέρι στο λαιμό.
ΣταμάταΙ Αγγιξε διατακτικά την κουρτίνα. Κανείς δεν
την κυνηγούσε. Δεν τριγύριζε μονάχη στους σκοτεινούς
δρόμους, ήταν ασφαλής, κλειδαμπαρωμένη σπίτ» της. Η
κούραση, η υπερένταση, την έκαναν να φαντάζεται
παράλογα πράγματα. Έπρεπε να χαλαρώσει, να ξεκου­
ραστεί, να ηρεμήσει. Να πιει ένα ποτήρι παγωμένο κρα­
σί, να βάλει απαλή μουσική στο στέρεο, να κάνει ένα
ζεστό μπάνιο.
Το χέρι της έτρεμε καθώς παραμέριζε την κουρτίνα.
Ο δρόμος ήταν έρημος.
Η Τες αναρωτήθηκε γιατί δεν ένιωσε ανακούφιση.

Τον είχε δει, τον είχε προσέξει. Ήταν σίγουρος κι ας


μην μπορούσε να το αποδείξει. Το ένιωσε τη στιγμή που
σταμάτησε πάνω του το βλέμμα της. Τι είδε στο πρόσω­
πό του; Τη σωτηρία της;
Τον βασάνιζε ένας ανυπόφορος πονοκέφαλος όταν
μπήκε στο διαμέρισμά του. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός.
Κανείς δεν τον είδε όταν πήγαινε κι όταν έφευγε. Δεν
ανησυχούσε μήπως διέκρινε η κοπέλα το πρόσωπό του.
Τον είδε από μακριά κι ήταν σκοτεινά. Αραγε κατάλαβε
την αγωνία του;
118 NORA ROBERTS

Γιατί πήγε; 'Εβγαλε το παλτό του και το άφησε να πέ­


σει στο πάτωμα. Την άλλη μέρα θα το κρεμούσε στη θέση
του και θα συγύριζε το διαμέρισμα, όπως συνήθιζε, αλ­
λά τώρα δεν έβλεπε μπροστά του από τον πόνο.
Ο Θεός θέτει πάντα σε δοκιμασία τους εκλεκτούς Του.
Ήπιε δυο ηρεμιστικά χάπια. Εδώ και μερικές μέρες μόνο
τα χάπια τον κρατούσαν. Κάθε νύχτα τον πονούσε το στο­
μάχι, υπέφερε και σηκωνόταν εξουθενωμένος το πρωί.
Γιατί πήγε;
Μήπως ήταν τρελός; Μήπως ήταν όλα μια τρέλα;
Τέντωσε μπροστά το χέρι. Έτρεμε ανεξέλεγκτα. Αν τον
έβλεπε κάποιος τώρα, με πρόσωπο πελιδνό και το λευκό
κολάρο του κληρικού, θα καταλάβαινε αμέσως. Ίσως να
ήταν καλύτερα έτσι... Ίσως να έβρισκε επιτέλους λησμο-
νιά κι ανάπαυση...
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τον πόνο.
'Οχι, δεν μπορούσε να λησμονήσει, δεν μπορούσε ν ’
αναπαυθεί. Έπρεπε να λυτρώσει πρώτα τη Λάουρα. Του
το είχε ζητήσει, τον είχε ικετεύσει να μεσολαβήσει στο
Θεό για τη σωτηρία της ψυχής της.
Η Λάουρα τιμωρήθηκε σκληρά για το αμάρτημά της.
Κι εκείνος έχασε την πίστη του στο Θεό αλλά δεν ξέχα-
σε. Και να που μετά από τόσα χρόνια, του μίλησε η
Φωνή και του υπέδειξε το δρόμο της σωτηρίας. Σε λίγο
θα τέλειωναν όλα...
Πήγε στο δωμάτιό της κι άναψε τα κεριά. Οι τρεμάμε-
νες φλόγες τους φώτιζαν τη φωτογραφία της γυναίκας
που είχε χάσει, των γυναικών που είχε σκοτώσει. Δίπλα
στο ροζάριό του βρισκόταν η φωτογραφία της Τερέζας
Κουρτ, κομμένη από μια εφημερίδα.
Προσευχήθηκε στα λατινικά, όπως τον είχαν διδάξει.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 119

Ο Μπεν της έφερε ένα γιγάντιο γλειφιντζούρι, με κόκ­


κινες και κίτρινες ρίγες. Η Τες το πήρε και κούνησε πέ­
ρα δώθε το κεφάλι.
«Μαζί σου δεν πρόκειται να πλήξω ποτέ, ντετέκτιβ.
Συνήθως φέρνουν σοκολατάκια».
«Πολύ συνηθισμένο». Την περιεργάστηκε προσεκτικά.
«Αλλιώτικη δείχνεις».
«Αλήθεια; Γιατί;»
«Έχεις λυτά τα μαλλιά». Ήθελε να τ ’ αγγίξει αλλά δεν
ήταν έτοιμος. «Και δε φοράς ταγέρ».
Η Τες είχε βάλει παντελόνι κι ένα φαρδύ πουλόβερ.
«Δε συνηθίζω να φορώ ταγέρ όταν πηγαίνω σε ταινίες
τρόμου».
«Ούτε μοιάζεις πια με ψυχίατρο».
«Λάθος. Απλώς δε μοιάζω με την εικόνα του ψυχιά­
τρου που έχεις εσύ στο μυαλό σου». Τώρα άγγιξε τα
μαλλιά της, ανάλαφρα. Της άρεσε. Η χειρονομία του
ήταν φιλική και συγκρατημένη.
«Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν έμοιαζες με την εικόνα
που έχω στο μυαλό μου».
Η Τες άφησε το γλειφιντζούρι σ’ ένα τραπεζάκι και
πήρε το μπουφάν από την κρεμάστρα. «Πώς είναι αυτή
η εικόνα;»
«Αντρας χλομός, αδύνατος, φαλακρός». Της κράτησε
το μπουφάν να το φορέσει. Η Τες ανασήκωσε το κεφά­
λι και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Ήταν ελάχι­
στα βαμμένη και το συνήθως απρόσιτο ύφος της είχε
δώσει τη θέση του σε μια ζεστή οικειότητα που θα φόβι­
ζε κάθε λογικό άντρα. «Σου αρέσει το βούτυρο στο
ποπκόρν;» τη ρώτησε για ν ’ αλαφρύνει την ατμόσφαι­
ρα.
120 NORA ROBERTS

Η Τες δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει ή να γελάσει. Τ’


απέρριψε και τα δύο. «Τρελαίνομαι».
«Ωραία. Δε θ’ αναγκαστώ ν’ αγοράσω δύο σακουλά­
κια. Κάνει κρύο έξω», πρόσθεσε. «Φόρεσε τα γάντια
σου».

«Είχα ξεχάσει πόσο τρομαχτικές είναι αυτές οι ται­


νίες». Η Τες καθόταν αναπαυτικά δίπλα στον Μπεν που
οδηγούσε. Μόλις είχαν φύγει από την πιτσαρία όπου
δείπνησαν μετά το σινεμά.
«Πάντως ο αστυνομικός έσωσε πολύ έξυπνα την κοπέ­
λα στο Κέρινο Σπίτι».
«Αυτό που χρειαζόταν ο Βίνσεντ ήταν ένας καλός 'ψυ­
χίατρος».
«Σαν εσένα να πούμε; Ξέρεις τι θα σου έκανε; Θα σε
βουτούσε στον κάδο με το κερί και θα σε μεταμόρφωνε
σε...» Γύρισε το κεφάλι και την περιεργάστηκε. «Σε ω­
ραία Ελένη».
«Καλή ιδέα, ντετέκτιβ Πάρις. Όμως ένας ψυχίατρος
ίσως έλεγε πως διάλεξες την ωραία Ελένη γιατί ταυτίζε­
σαι υποσυνείδητα με τον Πάρη».
«'Ενας αστυνομικός δεν ωραιοποιεί ποτέ τις απαγω­
γές γυναικών».
«Τι κρίμα». Έκλεισε τα μάτια και χαλάρωσε δίπλα του
επαναλαμβάνοντας νοερά το τραγούδι που έπαιζε το
ραδιόφωνο.
«Κουρασμένη;»
«Όχι, απλώς νιώθω άνετα. Αν και φοβάμαι πως τη
νύχτα θα έχω εφιάλτες. Οι ταινίες τρόμου είναι μια θαυ­
μάσια ασφαλιστική δικλείδα για το άγχος της πραγματι­
κότητας. Βάζω στοίχημα πως κανείς από τους θεατές δε
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 121

θα σκέφτεται απόψε την εφορεία ή τοτις απλήρωτους λο­


γαριασμούς του».
Ο Μπεν γέλασε. «Εγώ θα έλεγα πως είναι απλώς μια
μορφή ψυχαγωγίας. Και θαρρώ πως ούτε εσύ είχες στο
νου σου ασφαλιστικές δικλείδες όταν έτρεχε μες στην ο­
μίχλη η ηρωίδα κι έμπηγες τα δάχτυλά σου στο μπράτσο
μου».
«Όχι εγώ. Μάλλον η κυρία που καθόταν δίπλα σου
από την άλλη πλευρά».
«Δίπλα μου ήταν ο διάδρομος. Καθόμουν στο ακρινό
κάθισμα».
«Θα είχε μακρύ χέρι. Έι, ξέχασες να στρίψεις στο στε­
νό για το σπίτι μου».
«Δεν ξέχασα. Προσπέρασα. Είπες ότι δεν είσαι κουρα­
σμένη».
Ποτέ δεν ένιωσε πιο ζωντανή, πιο ζωηρή. «Πού πάμε;»
«Ξέρω ένα μέρος με καλή μουσική κι ανέρωτα ποτά».
«Μου αρέσει». Είχε διάθεση για μουσική, κατά προτί­
μηση απαλή. «Βλέπω ξέρεις όλα τα μπαρ της γειτονιάς».
«Απαραίτητο εφόδιο για τη δουλειά μου». Αναψε τσι­
γάρο. «Εσύ δεν είσαι από τους τύπους που συχνάζουν
σε λαϊκά στέκια».
Περιεργάστηκε το προφίλ του. Βρισκόταν στη σκιά
αλλά σου έδινε την εντύπωση ενός άντρα στον οποίο θα
έτρεχε να ζητήσει προστασία μια γυναίκα. Κι ύστερα
έπεσε στο πρόσωπό του φως από το δρόμο και της
φάνηκε σαν ένας άντρας από τον οποίο θα έτρεχε να
γλιτώσει μια γυναίκα. Έδιωξε βιαστικά τη σκέψη. Είχε
αρχή να μην ψυχαναλύει τους άντρες με τους οποίους
έβγαινε. Τις περισσότερες φορές μαθαίνεις περισσότερα
από όσα θα ήθελες να ξέρεις.
122 NORA ROBERTS

«Τι τύπος είμαι;»


«Από αυτές που πίνουν το κοκτέιλ τους σε μπαρ ξενο­
δοχείων πολυτελείας».
«Τώρα ποιος κάνει ψυχανάλυση στον άλλο, ντετέ-
κτιβ;»
«Στη δουλειά μου πρέπει να ξέρεις να ψυχολογείς
τους ανθρώπους». Σταμάτησε και παρκάρισε ανάμεσα
σ’ ένα Χόντα κι ένα Ντεσεβό. Καθώς έσβηνε τη μηχανή
αναρωτιόταν αν ήταν λάθος η πρωτοβουλία του.
«Πού ήρθαμε;»
«Στο σπίτι μου».
Κοίταξε από το τζάμι κι είδε μια τετραώροφη πολυκα­
τοικία. «Α...»
«Δεν έχω σαμπάνια».
Κατάλαβε πως της έδινε τη δυνατότητα ν ’ αρνηθεί. Το
αυτοκίνητο ήταν ζεστό και ήσυχο, την έκανε να αισθάνε­
ται ασφαλής. Στο σπίτι του δεν ήξερε τι έπρεπε να περι­
μένει. Δε συνήθιζε τα ρίσκα αλλά ίσως είχε έρθει η στιγ­
μή να ρισκάρει.
«Ουίσκι έχεις;»
«Ναι».
«Τότε εντάξει».
Μόλις βγήκαν από το αυτοκίνητο, τους τύλιξε η παγω­
νιά της νύχτας. Η Τες σκέφτηκε πως ο χειμώνας δεν
περίμενε το ημερολόγιο. Κι ύστερα σκέφτηκε το εορτο­
λόγιο που της έδωσε ο Λόγκαν κι αναρρίγησε. Κοίταξε
πάνω κάτω το δρόμο. Ένα τετράγωνο πιο κάτω ακού­
στηκε η εξάτμιση ενός φορτηγού.
Ο Μπεν στεκόταν στο φως μιας λάμπας του δρόμου.
«Πάμε, θα κρυώσεις».
Την αγκάλιασε από τους ώμους και την οδήγησε μέσα.
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 123

Στην είσοδο της πολυκατοικίας δεν υπήρχε θυρωρός.


«Ήσυχο κτίριο», παρατήρησε η Τες καθώς ανέβαιναν
στο δεύτερο πάτωμα.
«Όλοι εδώ κοιτάζουν τη δουλειά τους».
Στο διάδρομο υπήρχε μια ανεπαίσθητη μυρουδιά φαΓ
γητού. Ο Μπεν ξεκλείδωσε την πόρτα.
Το διαμέρισμα ήταν πιο τακτικό α π ’ ό,τι περίμενε η
Τες. Ο Μπεν, με την αδιαφορία του για τις γραφειοκρα­
τικές υποχρεώσεις της δουλειάς του, της είχε δώσει την
εντύπωση του ανθρώπου που θ ’ αμελούσε να ξεσκονίσει
και να συγυρίσει. Μετά όμως αποφάσισε πως ήταν λά­
θος το συμπέρασμά της. Ναι, το διαμέρισμα ήταν καθα­
ρό αλλά αντανακλούσε το στυλ του.
Στο χώρο δέσποζε ένας μακρύς αναπαυτικός καναπές
γεμάτος μαξιλάρια, ένα πολυμεταχειρισμένο έπιπλο που
σε καλούσε να χαλαρώσεις, να πάρεις έναν υπνάκο.
Στους τοίχους, αντί για πίνακες, υπήρχαν πόστερ,
κυρίως από έργα του Τουλούζ Λοτρέκ. Και βιβλία, πολλά
βιβλία· ο ένας τοίχος ήταν γεμάτος βιβλία. Η Τες τράβηξε
από το ράφι ένα φθαρμένο τόμο του Κήπον της Εόέμ. Ο
Μπεν την έπιασε από τους ώμους καθώς το άνοιγε.
«Στον Μπεν», διάβασε την αφιέρωση με τον καλλιγρα­
φικό γυναικείο χαρακτήρα. «Πολλά φιλάκια, Μπάμπι».
Έκλεισε το βιβλίο και γύρισε προς το μέρος του. «Μπά-
μπι;»
«Από τα παλαιοπωλεία». Τη βοήθησε να βγάλει το
μπουφάν τη£. «Δε φαντάζεσαι τι βρίσκεις... ό,τι βάλει ο
νους σου».
«Τι βρήκες εκεί; Το βιβλίο ή την Μπάμπι;»
«Δεν έχει σημασία». Πήρε το βιβλίο από τα χέρια της
και το έβαλε στη θέση του.
124 NORA ROBERTS

«Ξέρεις ότι ορισμένα ονόματα δημιουργούν αμέσως


μια εικόνα στο μυαλό;»
«Αλήθεια; Σκέτο το ουίσκι;»
«Ναι». Κάτι γκρίζο και μαλλιαρό πέρασε από μπρο­
στά τους και σαλτάρισε στον καναπέ. «Έχεις και γάτο;»
Η Τες πλησίασε χαμογελαστή να τον χαϊδέψει. «Πώς τον
λένε;»
«Θηλυκιά είναι. Το απέδειξε πέρσι γεννώντας στην
μπανιέρα». Η γάτα γύρισε ανάσκελα για να τη χαϊδέψει
η Τες. «Τη λένε Χαζό Γατί».
«Το καημένο. Με τέτοιο όνομα απορώ πώς δεν έγινε
κομπλεξικό». Η Τες χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά κι
αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον προειδοποιήσει πως σε
κάνα μήνα θα γεννούσε πάλι γατάκια.
«Πάει και πέφτει πάνω στους τοίχους. Λες και είναι
στραβό».
«Ξέρω έναν ψυχίατρο ζώων. Να σ’ τον συστήσω;»
Ο Μπεν γέλασε αν και δεν ήταν σίγουρος ότι αστειευ­
όταν. «Πάω να βάλω τα ποτά».
Εκείνος πήγε στην κουζίνα κι η Τες κοίταξε τη θέα από
το παράθυρό του. Οι δρόμοι εδώ δεν ήταν τόσο ήσυχοι
όσο στη γειτονιά της. Ο θόρυβος της κυκλοφορίας έφτα­
νε πνιχτός στο διαμέρισμα. Η Τες δεν είχε δώσει προσο­
χή στη διαδρομή και τώρα δεν ήξερε σε πιο ακριβώς ση­
μείο της πόλης βρισκόταν. Περίμενε να νιώσει δυσάρε­
στα αλλά, παραδόξως, είχε μια αίσθηση ελευθερίας.
«Σου υποσχέθηκα μουσική».
Γύρισε προς το μέρος του. Του πήγαινε πολύ το που-
λόβερ και το ξεθωριασμένο τζιν. Η Τες πίστευε πως ή­
ταν ένας άνθρωπος με αυτογνωσία. Ευχήθηκε να μπο­
ρούσε να τον καταλάβει κι εκείνη εξίσου καλά.
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ Θ Υ Μ Α 125

Της έδωσε το ουίσκι της και σκέφτηκε πόσο διαφορε­


τική ήταν από τις άλλες γυναίκες που είχε φέρει σπίτι
του. Η ήρεμη αξιοπρέπεια της του επέβαλλε να χαλινα­
γωγήσει τον πόθο του, να σεβαστεί την προσωπικότητά
της. Αναρωτήθηκε αν ήταν σε θέση να το κάνει καθώς έ­
ψαχνε τους δίσκους.
Διάλεξε έναν και τον έβαλε στο στέρεο.
«Δέον Ρέντμπον», αναφώνησε η Τες.
«Σου αρέσει;»
«Ο παππούς μου τρελαίνεται γ ι’ αυτόν». Πήρε το εξώ­
φυλλο του δίσκου και το περιεργάστηκε. «Μου φαίνεται
πως εσείς οι δυο έχετε πολλά κοινά».
«Ο γερουσιαστής κι εγώ;» Ο Μπεν έβαλε τα γέλια.
«Από πού κι ως πού;»
«Σοβαρολογώ. Πρέπει να γνωριστείτε».
Στο μυαλό του Μπεν η γνωριμία με τους συγγενείς
μιας κοπέλας συνδεόταν με νυφικά και μπουμπουνιέρες.
Γι’ αυτό απέφευγε τις κακοτοπιές. «Θες να...» Τον διέ­
κοψε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Βλαστήμησε μέσ’
από τα δόντια του κι άφησε το ποτήρι με τη βότκα.
«Πρέπει να το σηκώσω», είπε απολογητικά.
«Δε χρειάζεται να δικαιολογείσαι. Γιατρός είμαι και
ξέρω».
Μίλησε από τη συσκευή δίπλα στον καναπέ. «Εμπρός;
Γεια σου».
Η Τες δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως τον έπαιρνε
γυναίκα. Χαμογέλασε και γύρισε πάλι στο παράθυρο.
«Δεν μπορώ, πνίγομαι. Ακου, γλύκα...» Δαγκώθηκε
μόλις του ξέφυγε η προσφώνηση. Η Τες του είχε γυρι­
σμένη την πλάτη. «Κοίτα, έχω πολλή δουλειά... όχι, δεν
το ξέχασα. Δεν το ξέχασα, σου λέω. Θα σε πάρω εγώ
126 NORA ROBERTS

μόλις λασκάρω. Δεν ξέρω... Κάνα δυο μήνες... πέντε


έξι... Τι να σου πω... καλύτερα να μην περιμένεις. Ναι,
ναι. Κατάλαβα». Κατέβασε το ακουστικό και ξερόβηξε.
«Λάθος ήταν».
Η Τες δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, την έπιασαν τα
γέλια. «Αλήθεια;»
«Γελάς εις βάρος μου, ε;»
«Τι φταίω εγώ. Είσαι τόσο διασκεδαστικός!»
«Αν ήξερα πως θα το βρεις τόσο διασκεδαστικό, θα
την καλούσα να γίνουμε πολλοί».
«Αχ, εσείς οι άντρες!»
Γελούσε ακόμα μαζί του και η ευθυμία της δεν έσβησε
ούτε όταν την πλησίασε και πήρε από το χέρι της το
ποτήρι. Τώρα το ύφος της ήταν θερμό, φιλικό. Ένα
ύφος που τον γοήτευε και τον φόβιζε συνάμα.
«Χαίρομαι που ήρθες».
«Κι εγώ».
«Ξέρεις, γιατρέ...» Χάιδεψε τα μαλλιά της, απαλά αλ­
λά όχι διατακτικά αυτή τη φορά. «Υπάρχει κάτι που δεν
το έχουμε κάνει ακόμα μαζί».
Κατάλαβε την ταραχή της μόλο που δεν τραβήχτηκε
μακριά του. Την πήρε στην αγκαλιά του. Η ανάσα του
χάιδεψε τα χείλη της.
«Δεν έχουμε χορέψει», εξήγησε ακουμπώντας το μά­
γουλό του στο δικό της. Της ξέφυγε ένας στεναγμός...
ανακούφισης ή ικανοποίησης; Ο Μπεν δεν μπόρεσε να
καταλάβει. Όμως χαλάρωσε στην αγκαλιά του. Τη φίλη­
σε στο αυτί καθώς λικνίζονταν απαλά, νωχελικά.
«Μπεν...»
«Χαλάρωσε». Χάιδεψε με αργές κινήσεις την πλάτη
της. «Έχω προσέξει πως σπάνια χαλαρώνεις».
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜ Α 127

Το κορμί του ήταν γερό, τα χείλη του θερμά. «Αυτή τη


στιγμή είναι κάπως δύσκολο να χαλαρώσω».
«Ωραία». Ανάσανε την ευωδιά των μαλλιών της.
Καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του κατάλαβε πως δε
φορούσε τίποτα κάτω από το πουλόβερ. Φαντάστηκε ότι
της το βγάζει κι ο πόθος του φούντωσε.
«Ξέρεις, γιατρέ, τώρα τελευταία δεν κοιμάμαι καλά».
«Θα φταίει η υπόθεση που προσπαθείς να εξιχνιάσεις.
Έχεις τόσα στο μυαλό σου...»
«Εκτός από την υπόθεση, έχω και κάτι άλλο στο μυα­
λό».
«Τι;»
«Εσένα». Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Έχω
πρόβλημα. Δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου».
«Ε... το επαγγελματικό μου πρόγραμμα είναι πολύ
φορτωμένο αυτή την εποχή».
«Κάνεις επισκέψεις κατ’ οίκον;» Έκανε αυτό που ήθε­
λε από την αρχή· έχωσε τα χέρια· του κάτω από το που­
λόβερ και χάιδεψε το γυμνό δέρμα της. «Ν’ αρχίσουμε τη
θεραπεία από απόψε;»
«Δε νομίζω...» Αλλά· τη διέκοψε μ’ ένα παθητικό φιλί
που έκανε την καρδιά του να χτυπήσει. Ο δισταγμός της
τον άναψε ακόμα περισσότερο. Αυτή η γυναίκα ήταν μια
πρόκληση από την πρώτη στιγμή.
«Μείνε μαζί μου απόψε, Τες».
Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. «Ας μη βιαστούμε».
«Δε σκέφτομαι τίποτα άλλο από την πρώτη μέρα που
σε γνώρισα». Δε συνήθιζε να το παραδέχεται αλλά η Τες
ήταν διαφορετική από τις άλλες γυναίκες που είχε γνω­
ρίσει. Μαζί της θ’ άλλαζαν οι όροι του παιχνιδιού.
Η κοπέλα σκέφτηκε την αφιέρωση στο βιβλίο, το τηλε­
128 NORA ROBERTS

φώνημα. «Μπεν, το σεξ είναι κάτι που δεν το παίρνω


αψήφιστα. Δεν μπορώ».
«Κι εγώ δε σε παίρνω αψήφιστα. Μακάρι να μπορού­
σα. Φοβάμαι πως είναι λάθος αυτό που πάμε να κάνου­
με». Την περιεργάστηκε. Ή ταν εύθραυστη, ντελικάτη,
αριστοκρατική. «Αλλά δε δίνω δεκάρα». Έκανε ένα βή­
μα προς το μέρος της και πήρε το πρόσωπό της στις
χούφτες του. «Θέλω να περάσω μαζί σου τη νύχτα». Τη
φίλησε. «Μείνε».
Αναψε κεριά στην κρεβατοκάμαρα. Ο δίσκος είχε
τελειώσει και στο διαμέρισμα επικρατούσε άκρα σιωπή.
Η Τες έτρεμε κι ας επαναλάμβανε στον εαυτό της πως
ήταν κουτό να αντιδρά έτσι μια ενήλικη γυναίκα. Ο
Μπεν την τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Τρέμεις».
«Νιώθω σαν κοριτσόπουλο».
«Ευτυχώς». Έχωσε το πρόσωπό, του στα μαλλιά της.
«Γιατί τρέμω κι εγώ από το φόβο μου».
«Αλήθεια;» Ακούμπησε χαμογελαστή το χέρι στο
μάγουλό του.
«Νιώθω σαν πρωτάρης». Την έπιασε από τους καρ­
πούς. «Πρώτη φορά γνω ρίζω γυναίκα σαν εσένα.
Ανησυχώ συνεχώς μήπως κάνω κάτι που δεν πρέπει».
Τίποτα άλλο δε θα μπορούσε να την καθησυχάσει πε­
ρισσότερο. Ανασηκώθηκε στις μύτες και τον φίλησε στα
χείλη. «Θαυμάσια. Ας κάνουμε έρωτα, Μπεν. Κι εγώ
αυτό ήθελα από την αρχή».
Της έβγαλε το πουλόβερ και τα μαλλιά χύθηκαν στους
γυμνούς ώμους. Το δέρμα της γυάλιζε στο φως των
κεριών.
Η Τες τον βοήθησε να βγάλει την μπλούζα. Το σώμα
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 129

του ήταν λυγερό και καλογυμνασμένο. Στο λαιμό του


κρεμόταν ένα μενταγιόν με τον Άγιο Χριστόφορο. Η Τες
χαμογέλασε και το άγγιξε με το δάχτυλό της.
«Για γούρι», της είπε.
Δεν απάντησε, τον φίλησε στον ώμο. «Έχεις μια ουλή
εδώ».
«Είναι παλιά». Ξεκούμπωσε το παντελόνι του.
Η Τες ψηλάφισε το σημάδι με το δάχτυλό της. «Από
σφαίρα είναι», διαπίστωσε ταραγμένη.
«Είναι παλιό», επανέλαβε και την τράβηξε στο κρεβά­
τι. Τα μαλλιά της απλώθηκαν στο μαξιλάρι· τα μάτια
της ήταν γλαρά, τα χείλη μισάνοιχτα. «Δεν ξέρεις πόσες
φορές σε φαντάστηκα σε αυτή τη θέση».
Η Τες χάιδεψε με τ ’ ακροδάχτυλα το πρόσωπό του. Το
σαγόνι του ήταν τραχύ, χρειαζόταν ξύρισμα. «Μπορείς
να μου το δείξεις».
Ήταν πολύ έμπειρος αλλά πρώτη φορά ένιωθε τόσο
φλογερό πόθο. Κι η Τες άφησε τον εαυτό της τελείως
ελεύθερο, του δόθηκε με όλη της την ψυχή. Κυλίστηκαν
στο κρεβάτι γυμνοί, ιδρωμένοι, ξεχνώντας τον κόσμο
γύρω τους, ξεχνώντας τις αναστολές.
Τα στήθη της ήταν μικρά και λευκά. Τα σκέπασε με τις
χούφτες του και την άκουσε να μουρμουρίζει ευχαριστημέ­
νη. Μετά τον τράβηξε πάνω της και τον φίλησε φλογερά.
Σκόπευε να της φερθεί με λεπτότητα, με σεβασμό αλλά
οι καλές του προθέσεις εξανεμίστηκαν όταν τύλιξε τα
μπράτσα και τα πόδια της γύρω από το σώμα του. Η
ψυχρή αυτοκυριαρχημένη δόκτωρ Κουρτ είχε δώσει τη
θέση της σε μια γυναίκα θερμή, παθιασμένη, φιλήδονη.
Η επιδερμίδα της ήταν απαλή αλλά φλογισμένη. Ο Μπεν
έσυρε λαίμαργα πάνω της τα χείλη του.
130 NORA ROBERTS

Σφίχτηκε πάνω του παραδομένη στον πόθο, το πάθος,


τις ερωτικές φαντασιώσεις. Μόνο το τώρα είχε σημασία.
Όλα τ ’ άλλα μπορούσαν να περιμένουν.
Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιξαν, έσβησαν.
Ο Μπεν ξύπνησε παγωμένος μερικές ώρες αργότερα.
Τα στρωσίδια ήταν κουβαριασμένα στα πόδια τους. Η
Τες φώλιαζε κουλουριασμένη δίπλα του. Σηκώθηκε, τρά­
βηξε τα στρωσίδια και τη σκέπασε. Στάθηκε για λίγο
γυμνός και την περιεργάστηκε στον ύπνο της. Μετά βγή­
κε από το δωμάτιο. Στο κατώφλι διασταυρώθηκε με τη
γάτα που έμπαινε.
κεφάλαιο 7

Γ ιατρός και αστυνομικός. Δϋο Επαγγέλματα που η


εργάσιμη ημέρα των λειτουργών τους σπανίως λήγει
στις τέσσερις το μεσημέρι. Έχουν διαλέξει μια σταδιο­
δρομία που οδηγεί σε οικογενειακούς καβγάδες και δια­
ζύγια, σε ανυπόφορη -ψυχική φόρτιση. Επείγοντα τηλε­
φωνήματα διακόπτουν τα φιλικά δείπνα, το σεξ και τον
ύπνο τους. Παλιοδουλειά.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Τες άπλωσε μηχανικά
το χέρι να το σηκώσει. Έπιασε ένα κηροπήγιο. Δίπλα
της ο Μπεν βλαστήμησε κι έπιασε το ακουστικό ρίχνο­
ντας ένα τασάκι.
«Εμπρός;» Αμέσως ο τόνος του ζωήρεψε. «Πού;»
Αναψε το πορτατίφ ξύπνιος για τα καλά. Η γάτα που
ήταν κουλουριασμένη δίπλα στην Τες γρύλισε παραπο­
132 NORA ROBERTS

νιάρικα και πήδηξε στο πάτωμα. «Κρατήστε τον εκεί.


Έρχομαι». Και κατέβασε το ακουστικό.
«Χτύπησε πάλι, ε;» ρώτησε η Τες.
Της έριξε ένα βλέμμα που της προκάλεσε ρίγος. Τα μά­
τια του ήταν σκληρά, αδιαπέραστα. «Ναι. Μόνο που αυ­
τή τη φορά υπάρχει ένας μάρτυρας». Ανακάθισε κι έπια-
σε το τζιν του. «Δεν ξέρω πόσο θα λείψω. Κοιμήσου εσύ
και... Τι κάνεις εκεί;»
Η Τες φορούσε ήδη το πουλόβερ της. «Έρχομαι μαζί
σου».
«Ξέχασέ το». Φόρεσε το τζιν, σηκώθηκε χωρίς να το
κουμπώσει κι έβγαλε μια μπλούζα από ένα συρτάρι.
«Δεν μπορείς να προσφέρεις τίποτα. Απλώς θα μπλέκε­
σαι στα πόδια μας». Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν
προκλητικά στον καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από τη
σιφονιέρα. «Για τ ’ όνομα του Θεού. Πέντε παρά είναι
ακόμα. Πέσε και κοιμήσου».
«Μπεν, δουλεύω κι εγώ στην υπόθεση».
Η Τες φορούσε μόνο το πουλόβερ, που έφτανε ως
■ψηλά στους μηρούς. Στο χέρι της κρατούσε το παντελό­
νι. Τα μαλλιά της ήταν ανάστατα από τον ύπνο. Όμως
ήταν η ψυχίατρος που τον κοιτούσε, όχι η γυναίκα. Κάτι
σφίχτηκε μέσα του. Έβγαλε από την ντουλάπα τη θήκη
του περιστρόφου του και τη φόρεσε. «Είναι ανθρωπο­
κτονία, Τες. Αλλο να βλέπεις νεκρό στην κάσα κι άλλο
το θύμα στον τόπο του εγκλήματος».
«Είμαι γιατρός».
«Ξέρω τι είσαι». Έλεγξε το όπλο του και το έβαλε στη
θήκη.
«Μπεν, ίσως δω κάτι που θα με βοηθήσει να κατανοή­
σω καλύτερα τη λειτουργία του μυαλού του».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 133

«Σκασίλα μου για το μυαλό του».


Η Τες δεν είπε τίποτα. Φόρεσε το παντελόνι της και το
κούμπωσε. «Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι και λυπά­
μαι».
«Σοβαρά;» Κάθισε να βάλει τις μπότες του αλλά δεν
τράβηξε τα μάτια του από τα δικά της. «Είσαι σίγουρη
πως ξέρεις; Κάπου σε αυτή την πόλη υπάρχει μια δολο­
φονημένη γυναίκα. Κάποιος τύλιξε ένα πετραχήλι στο
λαιμό της και το έσφιξε μέχρι ασφυξίας. Εκείνη κλο­
τσούσε, προσπαθούσε να το τραβήξει, να ουρλιάξει. Δεν
τα κατάφερε και πέθανε».
Η Τες ένιωσε την επιθυμία να τον αγγίξει, να τον χα ϊ­
δέψει, να τον ανακουφίσει. Όμως ο Μπεν δε θα το δεχό­
ταν. Φόρεσε λοιπόν τη ζώνη της και είπε με ουδέτερη
φωνή, «Θαρρείς πως δεν το καταλαβαίνω;»
«Αμφιβάλλω».
Κοιτάχτηκαν προκλητικά κάμποσες στιγμές. Τέλος
μίλησε η Τες. «Αν δε με πάρεις μαζί σου, θα τηλεφωνήσω
στο δήμαρχο και θα βρίσκομαι στον τόπο του εγκλήμα­
τος πέντε λεπτά μετά από σένα. Αργά ή γρήγορα θ’ ανα­
γκαστείς να συνεργαστείς μαζί μου».
Είχαν περάσει μαζί μια νύχτα πάθους· έκαναν τρεις
φορές έρωτα. Και τώρα μιλούσαν για φόνους και πολι­
τική. Ο Μπεν κατάλαβε πως δε θα υποχωρούσε ό,τι κι
αν της έλεγε.
«Εντάξει, έλα αφού επιμένεις. Ίσως πάψεις να τον
λυπάσαι όταν δεις τι της έκανε».
Η Τες έσκυψε κι έβαλε τα παπούτσια της. Ανάμεσά
τους βρισκόταν το κρεβάτι αλλά ήταν σαν να μην το
είχαν μοιραστεί. «Δε θα είχε νόημα να σου υπενθυμίσω
πως βρισκόμαστε από την ίδια πλευρά». Είδε τα σκου­
134 N o r a Ro ber ts

λαρίκια της στο κομοδίνο του, αδιάψευστους μάρτυρες


των στιγμών που πέρασαν μαζί. Τα μάζεψε βιαστικά και
τα έριξε στην τσέπη της. «Πού πάμε;»
«Σε μια πάροδο μεταξύ της Εικοστής Τρίτης και της
Εμ».
«Εικοστής Τρίτης και Εμ; Μα είναι δυο τετράγωνα
πιο κάτω από το σπίτι μου».
Απέφυγε να την κοιτάξει. «Το ξέρω».

Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Τα μπαρ κλείνουν στη μία, τα


πάρτι διαλύονται κατά τις τρεις. Η Ουάσιγκτον είναι η
πόλη της πολιτικής και μολονότι έχει πολλά κέντρα, η
νυχτερινή ζωή δεν είναι τόσο έντονη όσο στη Νέα Υόρκη
ή το Σικάγο.
Πότε πότε στροβιλίζονταν τα πεσμένα φύλλα, αιχμά­
λωτα κάποιας φευγαλέας πνοής ανέμου. Το αυτοκίνητο
περνούσε μπροστά από κλειστά καταστήματα και μπου­
τίκ. Ο Μπεν άναψε τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρου­
φηξιά.
Δεν ήθελε να την πάρει μαζί του. Δεν ήθελε να δει την
άσχημη πλευρά της δουλειάς του, έστω κι αν ήταν για­
τρός. Δε θα είχε αντίρρηση να μελετήσουν μαζί τις ανα­
φορές, να προσπαθήσουν να λύσουν το αίνιγμα- αλλά
δεν την ήθελε στον τόπο του εγκλήματος.
Όμως η Τες ήθελε να δει το αποτέλεσμα γιατί ίσως
έτσι να κατανοούσε καλύτερα τα κίνητρα. Ή ταν για­
τρός, είχε σπουδάσει, ήταν καλή στη δουλειά της, ήξερε
τι θα πει θάνατος.
Η Τες είδε τα γαλάζια και κόκκινα φώτα των περιπο­
λικών και πήρε μερικές αργές βαθιές ανάσες για να ηρε­
μήσει.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 135

Η αστυνομία είχε αποκλείσει με κίτρινες κορδέλες το


στενό δρομάκι, αν και δεν υπήρχαν ούτε περίεργοι ούτε
περαστικοί. Τα περιπολικά ήταν παρκαρισμένα με
αναμμένα τα φώτα και τους ασύρματους σε λειτουργία.
Ένα μικρό πλήθος αστυνομικών είχε στρωθεί ήδη στη
δουλειά.
0 Μπεν σταμάτησε στο πεζοδρόμιο. «Μείνε κοντά
μου», της είπε χωρίς να την κοιτάξει. «Απαγορεύεται να
περιφέρονται πολίτες στον τόπο του εγκλήματος».
«Δε σκοπεύω να μπλεχτώ στα πόδια σας. Τη δουλειά
μου θέλω να κάνω κι εγώ». Ανοιξε την πόρτα και βγαί­
νοντας, σκόνταψε πάνω στον Εντ.
«Συγνώμη, γιατρέ». Τα χέρια της ήταν παγωμένα. Τα
χάιδεψε χωρίς να το σκεφτεί. «Φόρεσε τα γάντια σου».
«Τι έχουμε;» τον ρώτησε ο Μπεν.
«Τα παιδιά της σήμανσης είναι ήδη εδώ. Ο Σλάι βγάζει
φωτογραφίες. Ο ιατροδικαστής έρχεται από στιγμή σε
στιγμή». Η ανάσα του σχημάτιζε έναν άσπρο αχνό και τ ’
αυτιά του ήταν κατακόκκινα από την παγωνιά αλλά είχε
ξεχάσει να κουμπώσει το παλτό του. «Τη βρήκε ένας
νεαρός κατά τις τέσσερις και μισή. Οι αστυνομικοί που
του μίλησαν δεν μπόρεσαν να βγάλουν πολλά πράγμα­
τα. Ή ταν μεθυσμένος, έπαθε σοκ και κάνει συνέχεια
εμετό». Κοίταξε την Τες. «Συγνώμη».
«Μην απολογείσαι», γρύλισε ο Μπεν, «γιατί θα σου
υπενθυμίσει πως είναι γιατρός».
«Έρχεται και το αφεντικό».
«Υπέροχα». Ο Μπεν πέταξε το αποτσίγαρο. «Ας αρχί­
σουμε».
Πηγαίνοντας προς το στενό, προσπέρασαν ένα περι­
πολικό. Μέσα, στο πίσω κάθισμα, βρισκόταν κάποιος
136 NORA ROBERTS

που το σώμα του τρανταζόταν σαν να έκλαιγε. Η απελ­


πισμένη φιγούρα έκανε την Τες να κοντοσταθεί αλλά ο
Μπεν την έπιασε από το μπράτσο και προχώρησαν.
Στην είσοδο του στενού συνάντησαν έναν άντρα με γυα­
λιά και φωτογραφική μηχανή.
«Βαρέθηκα να φωτογραφίζω νεκρές ξανθιές», μουρ­
μούρισε. «Κατάντησε ρουτίνα».
«Άσε τις εξυπνάδες, Σλάι», είπε ο Μπεν.
Μόλις μπήκαν στο στενό κι έκαναν μερικά βήματα,
ένιωσαν τη χαρακτηριστική μυρουδιά του θανάτου.
Όλοι αναγνώρισαν την ταγκή πικρή βρόμα που απωθεί
κι έλκει συνάμα τους ζωντανούς.
Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα στο στήθος αλλά στο
πρόσωπό της δεν υπήρχε γαλήνη. Τα μάτια γυάλιζαν
ορθάνοιχτα. Στην άκρη των χειλιών της υπήρχε λίγο
ξεραμένο αίμα. Φαίνεται, πάνω στην πάλη να σωθεί,
δάγκασε τα χείλη της.
Φορούσε ένα μακρύ άνετο μάλλινο παλτό σε λαδί
χρώμα. Το διπλωμένο προσεκτικά πετραχήλι φάνταζε
πάλλευκο πάνω στο σκούρο ύφασμα. Στο λαιμό της δια-
κρίνονταν καθαρά οι μελανιές.
Υπήρχε το σημείωμα με το ίδιο μήνυμα.
Συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της.
Αυτή τη φορά όμως το γράψιμο ήταν τρεμουλιαστό
και το χαρτί κάπως τσαλακωμένο. Η λέξη αμαρτίες ήταν
γραμμένη πιο έντονα από τις άλλες. Η Τες γονάτισε
δίπλα στο πτώμα να δει από κοντά το σημείωμα.
Μήπως είναι μια έκκληση για βοήθεια; αναρωτήθηκε.
Μήπως παρακαλούσε να τον σταματήσει κάποιος πριν
ξαναμαρτήσει; Το τρεμουλιαστό γράψιμο ήταν κάτι που
παρουσιαζόταν για πρώτη φορά. Ίσως έχανε τον αυτοέ­
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 137

λεγχό του, ίσως είχε αρχίσει ν ’ αμφιβάλλει παρ’ όλο που


συνέχιζε να εκπληρώνει την αποστολή του.
Αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό
του. Στο μυαλό του συνωστίζονταν σκέψεις, αναμνή­
σεις, φωνές. Θα πρέπει να φοβόταν, να υπέφερε και σω­
ματικά.
Το παλτό του θύματος ήταν μισάνοιχτο. Δεν είχε συ­
γυρίσει τα ρούχα της, όπως στις άλλες. Ίσως επειδή δεν
ήταν σε θέση.
Τότε πρόσεξε την καρφίτσα στο πέτο του παλτού: μια
χρυσή καρδιά με το όνομα Άνι στη μέση. Η καρδιά της
σφίχτηκε από οίκτο για την Ανι αλλά και τον ψυχοπαθή
δολοφόνο της.
Ο Μπεν πρόσεξε τον τρόπο που περιεργαζόταν το
πτώμα η Τες, ψυχρά, κλινικά, με απάθεια. Ήθελε να την
προστατεύσει από την ασχήμια του θανάτου, μα ήθελε
επίσης να την αναγκάσει να τον αντιμετωπίσει, μέχρι να
λυγίσει και να το βάλει στα πόδια.
«Αν είδες ό,τι ήθελες να δεις, φύγε κι άσε μας να
κάνουμε τη δουλειά μας».
Η Τες σηκώθηκε αργά. «Πλησιάζει το τέλος. Δε νομίζω
ν ’ αντέξει πολύ ακόμα».
«Στο θύμα πες το».
«Ο μικρός γέμισε τον τόπο εμετούς», είπε ο Εντ, σου­
φρώνοντας τη μύτη. Πράγματι μύριζε απαίσια. Ανοιξε
μ’ ένα στυλό το πορτοφόλι της γυναίκας, που ήταν πε­
σμένο στο έδαφος. «Άνι Ρίζονερ», διάβασε στο δίπλωμα
οδήγησης. «Είκοσι εφτά ετών. Έμενε ένα τετράγωνο πιο
κάτω».
Δηλαδή ακόμα πιο κοντά στο διαμέρισμά μου, σκέφτη-
κε η Τες. Έσφιξε τα χείλη προσπαθώντας να καταπνίξει
138 NORA ROBERTS

το φόβο που γεννήθηκε μέσα της. «Κάθε φορά ακολου­


θεί το ίδιο τελετουργικό», παρατήρησε. «Τις “σώζει",
βάζει το πτώμα στην ίδια στάση, διπλώνει το πετραχήλι
και το αφήνει στο στήθος τους. Μόνο που αυτή τη φορά
υπάρχει μια διαφορά. Δε συγύρισε τα ρούχα της».
«Τον ντετέκτιβ παριστάνεις;»
Η Τες έσφιξε τα χέρια προσπαθώντας ν ’ αγνοήσει την
ειρωνεία του Μπεν. «Τα τρεμάμενα γράμματα δείχνουν
πως αρχίζει ν ’ αμφιβάλλει γι’ αυτό που κάνει».
«Έκτακτα». Η απάθειά της του προκάλεσε έναν παρά­
λογο θυμό. Της γύρισε την πλάτη κι έσκυψε στο πτώμα.
«Δεν πας στο αυτοκίνητο να κρατήσεις τις σημειώσεις
σου; Θα μεταφέρουμε τη διάγνωσή σου στους οικείους
της νεκρής».
Δεν έβλεπε το πρόσωπό τ.^ς κι έτσι δεν αντιλήφθηκε το
πληγωμένο ύφος της. Ακούσε τα βήματά της ν ’ απομα­
κρύνονται.
«Γιατί της μιλάς τόσο απότομα;»
Ο Μπεν δεν κοίταξε το φίλο του. Περιεργαζόταν το
θύμα που τον ατένιζε με γυάλινο βλέμμα.
«Δεν είχε καμιά δουλειά να ’ρθει εδώ», μουρμούρισε
εννοώντας όχι μόνο την Τες αλλά και την Ανι Ρίζονερ.
«Τι γύρευε νυχτιάτικα σε αυτό το θεοσκότεινο δρόμο;»
Ένα δρόμο που βρισκόταν ανησυχητικά κοντά στο σπίτι
της Τες.
«Ίσως δεν ήταν εδώ».
Ο Μπεν έσμιξε τα φρύδια και σήκωσε το πόδι του
θύματος. Φορούσε δερμάτινα καλογυαλισμένα χαμηλο-
τάκουνα παπούτσια'; Το τακούνι ήταν γδαρμένο στο
πίσω μέρος.
«Πρέπει να τη σκότωσε στον κεντρικό δρόμο και να
ΤΟ Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 139

την έσυρε ως εδώ». Ο Εντ έσκυψε και εξέτασε το άλλο


παπούτσι. «Τη στραγγάλισε μες στη μέση του δρόμου. Σ ’
ένα δρόμο κατάφωτο και κεντρικό». Κοίταξε τα νύχια
της. Είχαν μέτριο μάκρος και ωραίο σχήμα. Μόνο τρία
είχαν σπάσει. «Δεν μπόρεσε να προβάλει μεγάλη α­
ντίσταση».

Κυριακή πρωί. Στην κοιμισμένη πόλη, το πρώτο φως


της αυγής, γκρίζο και αχνό, προανάγγειλε άλλη μια βρο­
χερή μέρα.
Η Τες ακόύμπησε με την πλάτη στο αυτοκίνητο του
Μπεν. Το σουέτ μπουφάν δεν ήταν αρκετά ζεστό αλλά
αισθανόταν μεγάλη υπερένταση για να μπει μέσα. Είδε
να καταφτάνει ένας παχουλός άντρας με ιατρική τσά­
ντα. Κάτω από το παλτό του φορούσε πιζάμες. Η ημέρα
του ιατροδικαστή άρχισε πολύ νωρίς.
Από κάπου μακριά ακούστηκε ένα φορτηγό. Ένα ταξί
προσπέρασε χωρίς να κόψει ταχύτητα. Ένας αστυφύλα­
κας έφερε ένα πλαστικό κυπελλάκι καφέ και το πρόσφε-
ρε στον άνθρωπο που καθόταν στο πίσω κάθισμα του
περιπολικού.
Η Τες κοίταξε το στενό δρομάκι προσπαθώντας να
πνίξει τη ναυτία της. Πριν λίγο κατάφερε να συγκρατη­
θεί, όπως το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της. Αλλά δε θα
ξεχνούσε ποτέ την Άνι Ρίζονερ. Είναι φριχτό να βλέπεις
το θάνατο καταπρόσωπο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να καλμάρει.
Είμαι γιατρός, επανέλαβε νοερά, ξανά και ξανά, μέχρι
που ηρέμησε κάπως το στομάχι της.
Αφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στον έρημο δρόμο.
Ποιον προσπαθούσε να ξεγελάσει; Ήξερε ν ’ αντιμετωπί­
140 NORA ROBERTS

σει την απόγνωση, τις φοβίες, τις νευρώσεις, ακόμα και


τις βίαιες εκρήξεις, όμως ήταν η πρώτη φορά που αντί­
κριζε θύμα δολοφονίας. Η ζωή της ήταν ήρεμη, προστα-
τευμένη, επειδή η ίδια το ήθελε έτσι. Παστέλ τοίχοι, ερω­
τήσεις, απαντήσεις. Ωστόσο, ακόμα και το ψυχιατρείο
ήταν παιχνίδι μπροστά στην άλογη καθημερινή βία των
δρόμων της πόλης που ζουσε.
«Γιατρέ;»
Γύρισε και είδε τον Εντ. Αναζήτησε ενστικτωδώς τον
Μπεν. Βρισκόταν σε αρκετή απόσταση, συνομιλούσε με
τον ιατροδικαστή στο στενάκι.
«Σου έφερα καφέ».
«Ευχαριστώ». Δέχτηκε μ’ ευγνωμοσύνη το πλαστικό
κυπελλάκι.
«Σου έρχεται εμετός».
«Όχι». 'Επιασε το στομάχι της. « Οχι».
Ο καφές την ανακούφισε. Ο Εντ είχε καταλάβει αλλά
το βλέμμα του δε φανέρωνε ούτε αποδοκιμασία ούτε πε­
ριφρόνηση. «Δε θα ήθελα να ξαναζήσω τέτοια εμπειρία».
Οι αστυνομικοί μετέφεραν μια μεγάλη μαύρη σακούλα
στο ασθενοφόρο.
«Στην αρχή νόμιζα ότι θα το συνηθίσω», μουρμούρισε
ο Εντ. «Αλλά είναι κάτι που δε συνηθίζεται».
Η ήρεμη φωνή, τα γεμάτα κατανόηση λόγια του της
πρόσφεραν μεγάλη ανακούφιση. «Πόσο καιρό συνεργά­
ζεσαι με τον Μπεν;»
«Έξι χρόνια σχεδόν».
«Ταιριάζετε».
«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ για σας».
Γέλασε άκεφα. «Υπάρχει διαφορά μεταξύ επαγγελμα­
τικής συνεργασίας και ερωτικής έλξης».
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 141

«Όπως και μεταξύ ξεροκεφαλιάς και ηλιθιότητας. Θα


ήθελα να μιλήσεις με το μάρτυρα», συνέχισε χωρίς να
της δώσει την ευκαιρία ν ’ απαντήσει. «Έχει πάθει σοκ
και δεν μπορούμε να του βγάλουμε λέξη».
«Εντάξει». Έδειξε το περιπολικό. «Αυτός είναι;»
«Ναι. Λέγεται Τξιλ Νόρτον».
Η Τες πλησίασε στο αυτοκίνητο κι έσκυψε στην ανοι­
χτή πόρτα. Ήταν πολύ νέος, είκοσι, το πολύ είκοσι δυο
χρονών. Έτρεμε, το πρόσωπό του ήταν χλομό, τα μά­
γουλά του ξαναμμένα, τα μάτια του κόκκινα και πρη­
σμένα από το κλάμα. Τα πόδια του χτυπούσαν και κρα­
τούσε σφιχτά στα δυο του χέρια το κυπελλάκι με τον
καφέ. Βρομοκοπούσε μπίρα, εμετό και φόβο.
«Τζιλ;»
Τινάχτηκε τρομαγμένος. Είχε ξεμεθύσει στο μεταξύ κι
οι κόρες των ματιών του ήταν διεσταλμένες.
«Είμαι η δόκτωρ Κουρτ. Πώς αισθάνεσαι;»
«Θέλω να πάω σπίτι μου. Είμαι χάλια... πονάει το
στομάχι μου», κλαψούρισε απελπισμένος.
«Θα πρέπει να έπαθες σοκ όταν τη βρήκες».
«Δε θέλω να μιλήσω γ ι’ αυτό. Θέλω να πάω σπίτι
μου».
«Μήπως θέλεις να τηλεφωνήσω πουθενά... στη μητέρα
σου;»
Βούρκωσε πάλι και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν.
«Τζιλ, βγες έξω. Θα σου κάνει καλό ο καθαρός αέρας».
«Θέλω τσιγάρο. Κάπνισα όλα τα δικά μου».
«Πάμε να βρούμε». Του άπλωσε το χέρι κι ο νεαρός το
έπιασε μετά από στιγμιαίο δισταγμό. Έσφιξε τα δάχτυ­
λά της σαν μέγκενη. «Δε θέλω να μιλήσω στους μπά-
τσους».
142 N o r a Ro ber ts

«Γιατί;»
«Θέλω δικηγόρο. Μπορώ να ειδοποιήσω ένα δικηγό­
ρο;»
«Ασφαλώς αλλά δε βλέπω γιατί. Δεν κατηγορείσαι για
τίποτα, Τζιλ».
«Βρήκα το πτώμα».
«Και τι θα πει;» τον καθησύχασε. «Πρέπει να μας πεις
ό,τι ξέρεις, Τζιλ, για να μπορέσουμε να πιάσου με το δο­
λοφόνο».
Έριξε ένα απελπισμένο βλέμμα γύρω του. «Θα τα
φορτώσουν πάνω μου».
«Οχι». Μιλούσε ήρεμα, έχοντας προβλέψει τις αντι­
δράσεις του. Αρχισε να περπατά οδηγώντας τον με τρό­
πο προς την κατεύθυνση του Μπεν. «Ξέρουν ότι δεν τη
σκότωσες εσύ».
«Έχω φάκελο», θρήνησε ψιθυριστά. «Μ’ έπιασαν πέρ­
σι για ναρκωτικά. Τρίχες δηλαδή, ένα τσιγαρλίκι κάπνι­
ζα αλλά οι μπάτσοι δε θέλουν πολύ. Σεσημασμένος εί­
ναι, θα πουν, βρήκε το πτώμα, επομένως αυτός τη σκό­
τωσε».
«Είναι φυσικό να φοβάσαι. Δεν είναι λίγο πράγμα να
βρεις πτώμα. Όμως δες το λογικά. Σε συνέλαβε κανείς;»
«Όχι».
«Σε ρώτησε κανείς αν τη σκότωσες;»
«Όχι. Αλλά ήμουν μπροστά». Κοίταξε προς το στενά-
κι, με μάτια που γυάλιζαν από τρόμο.
«Τζιλ, πρέπει να μιλήσεις, να τα βγάλεις από μέσα
σου. Να σου συστήσω τον ντετέκτιβ Πάρις». Σταμάτησε
μπροστά στον Μπεν κρατώντας το νεαρό από το μπρά­
τσο. «Είναι της υπηρεσίας ανθρωποκτονιών, πολύ έξυ­
πνος για να σε θεωρήσει δολοφόνο».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 143

Το μήνυμα της φράσης της ήταν καθαρό: «Με το μαλα­


κό». Εξίσου καθαρή ήταν κι η ενόχληση του Μπεν. Δε
χρειαζόταν υποδείξεις για το πώς ν ’ αντιμετωπίσει ένα
μάρτυρα.
«Μπεν, κέρασε τον Τζιλ ένα τσιγάρο».
«Ευχαρίστως». Έβγαλε το πακέτο και του πρόσφερε.
«Παλιοζωή», παρατήρησε καθώς άναβε το σπίρτο.
Το χέρι του Τζιλ έτρεμε καθώς ρουφούσε λαίμαργα το
τσιγάρο. «Ναι...» μουρμούρισε και το βλέμμα του αλά­
φιασε βλέποντας να πλησιάζει ο Εντ.
«Από δω ο ντετέκτιβ Τζάκσον», συνέχισε τις συστά­
σεις η Τες, με ήρεμη απαλή φωνή. «Θέλουν να τους πεις
ό,τι είδες».
«Θα με πάρουν στο τμήμα;»
«Πρέπει να υπογράψεις κατάθεση», εξήγησε ο Μπεν.
«Θέλω να πάω σπίτι μου».
«Θα σε πάμε εμείς. Ηρέμησε τώρα και πες μας τι έγι­
νε».
«Ήμουν σ’ ένα πάρτι». Σταμάτησε και κοίταξε την
Τες. Η κοπέλα τού έγνεψε ενθαρρυντικά. «Μπορείτε να
το ελέγξετε... το σπίτι είναι στην Εικοστή Έκτη οδό. Κά­
τι φίλοι έκαναν πάρτι... θα σας δώσω τα ονόματά τους».
«Θα μας τα πεις μετά». Ο Εντ έβγαλε το μπλοκάκι
του. «Τι ώρα έφυγες;»
«Δεν ξέρω. Είχα πιει πολύ και τσακώθηκα με το κορί­
τσι μου. Δε θέλει να πίνω». Ξεροκατάπιε και τράβηξε
άλλη μια ρουφηξιά από το τσιγάρο. «Τσαντίστηκε κι
έφυγε... κατά τη μιάμιση. Πήρε το αυτοκίνητο για να μην
οδηγήσω».
«Θα πρέπει να ενδιαφέρεται πολύ για σένα», σχολίασε
ο Εντ.
144 NORA ROBERTS

«Ναι αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουν φέσι και δεν το


είδα έτσι».
«Τι έγινε όταν έφυγε;» ρώτησε ο Εντ.
«Εγώ έμεινα και θα πρέπει να με πήρε για λίγο ο
ύπνος. Όταν ξύπνησα, το είχαν διαλύσει. Ο Λι... ο Αι
Γκράιμς, ο φίλος που έχει το διαμέρισμα, μου είπε να
κοιμηθώ στον καναπέ. Αλλά εγώ ήμουν χάλια, ήθελα να
πάρω λίγο καθαρό αέρα. Γύριζα με τα πόδια σπίτι μου
όταν μου ήρθε τάση για εμετό... να, εκεί στο δρόμο...»
Έδειξε τον κεντρικό. «Το κεφάλι μου γύριζε σαν σβού­
ρα, το στομάχι μου ήταν άνω κάτω... Σταμάτησα λίγο να
συνέλθω και είδα τον τύπο να βγαίνει από το στενάκι...»
«Τον είδες να βγαίνει;» τον διέκοψε ο Εντ. «Δεν άκου-
σες τίποτα; Μόνο τον είδες;»
«Τίποτα, τ ’ ορκίζομαι. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν
εκεί. Ό χι πολύ φαντάζομαι γιατί έκανε διαβολεμένο
κρύο. Παρά το μεθύσι μου καταλάβαινα πως έπρεπε να
κινούμαι για να μην κοκαλώσω. Τον είδα λοιπόν να
βγαίνει και στηρίχτηκε στην κολόνα του δημοτικού
φωτισμού για ένα λεπτό, σαν να επρόκειτο να κάνει κι
αυτός εμετό. Μου φάνηκε αστείο... δύο μεθυσμένοι να
κοιτάζονται από τ ’ απέναντι πεζοδρόμια... όπως στα
μικιμάους. Κι ο ένας να είναι παπάς».
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο Μπεν που
ετοιμαζόταν να του προσφέρει δεύτερο τσιγάρο.
«Από το ντύσιμό του... μαύρο ράσο κι άσπρο κολάρο.
Σκέφτηκα πως θα ξερνούσε τη θεία μετάληψη και το
βρήκα φοβερά αστείο. Να μην τα πολυλογώ, σκεφτόμουν
αν θα κατουρηθώ πάνω μου ή θα ξεράσω όταν αυτός
ίσιωσε το κορμί κι έφυγε».
«Προς τα πού πήγε;»
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 145

«Στην οδό Εμ... έστριψε σ’ εκείνη τη γωνία».


«Θυμάσαι πώς ήταν;»
«Παπάς ήταν...» Σκέφτηκε λιγάκι. «Λευκός...» Πίεσε
με τα δάχτυλα τα μάτια. «Ναι, λευκός... με σκούρα μαλ­
λιά... Βρε παιδιά, τι να σας πω, ήμουν λιώμα κι αυτός
ακουμπούσε το πρόσωπο στην κολόνα».
«Εντάξει, καλά τα πας». Ο Εντ γύρισε σελίδα. «Η
σωματική του διάπλαση... κοντός, ψηλός;»
Ο Τζιλ έσμιξε συλλογισμένος τα φρύδια. «Ψηλός, όχι
κοντός. Ούτε παχύς... Κανονικός μπορώ να πω. Στο
δικό σου σουλούπι», απευθύνθηκε στον Μπεν.
«Ηλικία;» τον ρώτησε εκείνος.
«Δεν ξέρω. Δεν ήταν γέρος... Είχε μαύρα μαλλιά». Το
είπε γρήγορα, καθώς περνούσε από το μυαλό του η εικό­
να. «Ναι, τώρα θυμάμαι, είχε μαύρα μαλλιά, ούτε γκρίζα
ούτε ξανθά. Κρατούσε το κεφάλι του... έτσι...» Κι έδειξε
πιέζοντας τις παλάμες στα πλάγια του κεφαλιού. «Σαν
να τον πονούσε... σαν να πήγαινε να σπάσει από τον
πόνο. Τα χέρια του ήταν μαύρα αλλά το πρόσωπό του
άσπρο. Σαν να φορούσε γάντια, καταλάβατε; Με τέτοιο
ψόφο...»
Σταμάτησε συνειδητοποιώντας πως είχε δει ένα δολο­
φόνο κι άρχισε να τρέμει από φόβο. «Είναι αυτός που
σκοτώνει τις γυναίκες! Αυτός είναι... ο Παπάς».
«Ας τελειώνουμε», είπε καθησυχαστικά ο Μπεν. «Πώς
βρήκες το πτώμα;»
«Χριστέ μου». Έκλεισε τα μάτια κι η Τες έκανε ένα βή­
μα προς το μέρος του.
«Τζιλ, πάει, πέρασε πια. Με τον καιρό θα ξεχάσεις, θα
δεις. Μόλις μας τα πεις όλα, θα νιώσεις μεγάλη ανακού­
φιση».
146 NORA ROBERTS

«Εντάξει». Επιασε το χέρι της και το έσφιξε. «Μόλις


απομακρύνθηκε ο τύπος, αισθάνθηκα κάπως καλύτερα.
Όμως είχα πιει πολλή μπίρα, έπρεπε να ξαλαφρώσω,
καταλαβαίνετε... Παρά το μεθύσι μου, κατάλαβα πως
δεν μπορούσα να κατουρήσω μες στον κεντρικό δρόμο.
Πέρασα λοιπόν απέναντι, μπήκα στο στενάκι και... σκό­
νταψα πάνω της. Με το φως που ερχόταν από τον
κεντρικό είδα καθαρά το πρόσωπό της... ολοκάθαρα...
Δεν έχω ξαναδεί πεθαμένο. Ποτέ. Δεν είναι όπως στο
σινεμά...»
Σταμάτησε λίγες στιγμές, σφίγγοντας με όλη του τη
δύναμη τα δάχτυλα της Τες. «Το μόνο που σκεφτόμουν
ήταν πώς θα φύγω. Έκανα μερικά βήματα... κι άρχισα
να ξερνάω. Μετά... δεν τα θυμάμαι και πολύ καλά...
έτρεξα... έπεσα στο πεζοδρόμιο... σταμάτησε ένα περιπο­
λικό, μαζεύτηκαν γύρω μου οι μπάτσοι... Τους είπα...
τους έστειλα να κοιτάξουν στο στενάκι».
«Έκανες πολύ καλά, Τζιλ». Ο Μπεν έχωσε το πακέτο
του στην τσέπη του νεαρού. Θα σε στείλω μ’ ένα περιπο­
λικό σπίτι σου, να πλυθείς, ν ’ αλλάξεις. Και μετά θα
έρθεις στο τμήμα να υπογράψεις την κατάθεση».
«Μπορώ να τηλεφωνήσω στο κορίτσι μου;»
«Φυσικά».
«Αν... αν δεν πήρε το αμάξι, θα γύρισε με τα πόδια
σπίτι της. Μπορεί να πέρασε από δω».
«Τηλεφώνησέ της. Γουάιτεϊκερ!» Ο Μπεν έγνεψε στον
οδηγό του πλησιέστερου περιπολικού. «Πήγαινε τον
Τζιλ σπίτι του να φρεσκαριστεί και μετά φέρ’ τον στο
τμήμα».
«Μπεν, του χρειάζεται λίγος ύπνος», μουρμούρισε
δίπλα του η Τες.
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 147

Ετοιμάστηκε να την κατσαδιάσει αλλά συγκρατήθηκε.


Ο νεαρός έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί από στιγμή σε
στιγμή. «Εντάξει. Πήγαινέ τον σπίτι του, Γουάιτεϊκερ,
και φύγε. Θα στείλω να τον φέρουν το μεσημέρι». Στρά­
φηκε στον Τζιλ. «Εντάξει;»
«Ναι». Κοίταξε την Τες. «Σ’ ευχαριστώ. Πράγματι,
τώρα που τα είπα νιώθω καλύτερα».
«Αν δυσκολευτείς να το ξεπεράσεις, τηλεφώνησε στο
τμήμα να σου δώσουν τον αριθμό μου», προσφέρθηκε η
κοπέλα.
Πριν μπει καλά καλά μέσα στο περιπολικό ο Τζιλ, ο
Μπεν άδραξε την Τες από το μπράτσο και κατευθύνθηκε
προς το αυτοκίνητό του. «Δεν είναι σωστό να ψαρεύεις
με αυτό τον τρόπο πελάτες».
Η Τες κοντοστάθηκε και ελευθέρωσε μ’ ένα θυμωμένο
τίναγμα το χέρι της. «Παρακαλώ, δεν έκανα τίποτα.
Ευχαρίστησή μου να σας βοηθήσω να βγάλετε μια άκρη
από τον έναν και μοναδικό πανικόβλητο αυτόπτη μάρ­
τυρα».
«Ήταν θέμα χρόνου να μας τα πει». Ο Μπεν άναψε
τσιγάρο κι είδε με την άκρη του ματιού του τον Χάρις
να πλησιάζει.
«Το φυσάς και δεν κρυώνει που σας βοήθησα, έτσι;
Γιατί όμως; Επειδή είμαι ψυχίατρος ή επειδή είμαι γυ­
ναίκα;»
«Να λείπουν οι ψυχαναλύσεις», την προειδοποίησε,
πέταξε το τσιγάρο και το μετάνιωσε αμέσως.
«Δε χρειάζονται ειδικές γνώσεις ψυχανάλυσης για να
διαπιστωθεί η οργή, η αντιπάθεια, η προκατάληψη».
Σταμάτησε συνειδητοποιώντας πως ήταν έτοιμη να προ-
καλέσει σκηνή δημοσίως. «Μπεν, ξέρω πως δεν ήθελες
148 NORA ROBERTS

να έρθω αλλά παραδεξου πως δε δημιούργησα προβλή­


ματα».
«Προβλήματα;» κάγχασε. «Κάθε άλλο. Είσαι τέρας
ψυχραιμίας!»
Της ερχόταν να φω νάξει, να βρίσει, να κλάψει.
Χρειάστηκε όλη την αυτοκυριαρχία της για να συγκρα­
τηθεί. «Στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων. Είδα το
πτώμα και δε λιποθύμησα, δεν έπαθα υστερία, δεν το
έβαλα στα πόδια. Αυτό είναι που δεν μπορείς να μου
συγχωρήσεις —ότι δεν κατέρρευσα στη θέα του πτώμα­
τος».
«Οι γιατροί φημίζονται για την ψυχραιμία τους, σω­
στά;»
«Σωστά». Από το μυαλό της πέρασε η εικόνα της Ανι
Ρίζονερ. «Πάντως, για να παρηγορηθεί ο αντρικός εγωι­
σμός σου, σε πληροφορώ πως ένιωσα απαίσια. Μου
ήρθε να το σκάσω τρέχοντας».
Κάτι σκίρτησε μέσα του αλλά το αγνόησε. «Έδειξες
αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία».
«Κι αυτό σημαίνει πως δεν έχω θηλυκότητα, σεξαπίλ.
Θα προτιμούσες χίλιες φορές να πέσω αναίσθητη και να
με πάρεις σηκωτή από τον τόπο του εγκλήματος. Τότε δε
θα σε πείραζε που θα μπλεκόμουν στα πόδια σου, που
θα σε απασχολούσα από τη δουλειά σου. Ίσα ίσα, θα το
ευχαριστιόσουν».
«Σαχλαμάρες». Όμως αναγκάστηκε να παραδεχτεί
μέσα του πως η Τες είχε δίκιο. «Είμαι συνηθισμένος να
συνεργάζομαι με γυναίκες συναδέλφους».
«Όχι όμως και να κοιμάσαι μαζί τους, έτσι, Μπεν;»
ρώτησε δηκτικά, θέλοντας να τον χτυπήσει στο ευαίσθη­
το σημείο του.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟΘΥΜ Α 149

«Πρόσεχε καλά», την προειδοποίησε στενεύοντας α­


πειλητικά τα μάτια.
«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω». Έβγαλε τα γάντια
της από την τσέπη συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά
ότι τα χέρια της είχαν κοκαλώσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει
αλλά το φως ήταν ακόμα λιγοστό. «Να πεις στο διοικητή
σου ότι αύριο το μεσημέρι θα έχει την αναφορά μου».
«Ωραία. Θα φωνάξω κάποιον να σε πάει σπίτι».
«Είναι κοντά, θα πάω με τα πόδια».
«Όχι». Την άρπαξε από το μπράτσο πριν προλάβει να
φύγει.
«Αν θυμάσαι, είμαι πολίτης και δεν μπορείς να μου
δίνεις διαταγές».
«Κάνε μου καταγγελία για κακοποίηση πολίτη αλλά
δεν πρόκειται να φύγεις χωρίς συνοδό».
«Μα είναι δυο τετράγωνα...» διαμαρτυρήθηκε, όμως ο
Μπεν τη σταμάτησε σφίγγοντάς της άγρια το μπράτσο.
«Δυο τετράγωνα κι η φωτογραφία σου, τ ’ όνομά σου,
έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες». Έπιασε τα μαλλιά
της με το ελεύθερο χέρι του. Είχαν το ίδιο χρώμα με της
Ανι Ρίζονερ. «Βάλε το μυαλουδάκι σου να σκεφτεί!»
πρόσταξε επιτακτικά.
«Δε θα σ’ αφήσω να με τρομάξεις».
«Ούτε κι εγώ να κυκλοφορείς μόνη σου». Και την
παρέσυρε στο πλησιέστερο περιπολικό.
κεφάλαιο 8

Ο ι πέντε ντετέκτιβ πσυ είχαν αναλάβει την υπόθεση


του ψυχοπαθούς δολοφόνου δούλευαν πυρετικά, από το
πρωί ως το βράδυ. Του ενός η γυναίκα απειλούσε ότι θα
ζητήσει διαζύγιο, ο άλλος περνούσε μια γρίπη στο πόδι
κι ένας τρίτος υπέφερε από αϋπνία.
Τα τέσσερα εγκλήματα ήταν το πρώτο θέμα των ειδή­
σεων, υποσκελίζοντας ακόμα και την επιστροφή του
προέδρου από τη Δυτική Γερμανία. Αυτή τη στιγμή η
Ουάσιγκτον ενδιαφερόταν περισσότερο για τους φόνους
παρά για την πολιτική. Ο NBC ετοίμαζε ένα αφιέρωμα
σε τέσσερα μέρη και το Χόλιγουντ σκεφτόταν να γυρίσει
μια μίνι σειρά. Η Ανι Ρίζονερ —αλλά και τ ’ άλλα θύμα­
τα— δεν είχαν γνωρίσει ποτέ εν ζωή τόση δημοσιότητα.
Η Ανι ζούσε μόνη, ήταν δικηγόρος κι εργαζόταν σε
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 151

μια μεγάλη δικηγορική φίρμα. Η διακόσμηση του διαμε-


ρίσματός της ήταν μοντέρνα, τα ρούχα της, λόγω του
επαγγέλματός της, κομψά και κλασικά. Είχε δύο πολυ-
μεταχειρισμένες κασέτες αερόμπικ της Τζέιν Φόντα, ένα
κομπιούτερ IBM, φρέσκα λουλούδια στα βάζα και τη
φωτογραφία ενός άντρα στο κομοδίνο της.
Ήταν καλή στη δουλειά της, αλλά οι συνάδελφοί της
δε γνώριζαν τίποτε για την προσωπική ζωή της. Οι γεί­
τονες είπαν πως ήταν ευγενική και ήσυχη κοπέλα κι
έδωσαν την περιγραφή του άντρα στη φωτογραφία,
βεβαιώνοντας πως την επισκεπτόταν τακτικά.
Ο κατάλογος με τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις ήταν
σχεδόν γεμάτος. Υπήρχαν κυρίως γνωστοί, μακρινοί
συγγενείς, ένας χρηματιστής, ένας οδοντογιατρός κι
ένας δάσκαλος αερόμπικ.
Κι ύστερα η αστυνομία εντόπισε τη Σούζαν Χάντσον,
μια γραφίστα που ήταν η παλιότερη και στενότερη φίλη
της Άνι. Ο Μπεν κι ο Εντ την επισκέφτηκαν στο σπίτι
της. Έμενε σ’ ένα διαμέρισμα πάνω από μια μπουτίκ.
Τους υποδέχτηκε με τη ρόμπα κι ένα φλιτζάνι καφέ στο
χέρι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, το πρό­
σωπό της τραβηγμένο και σκυθρωπό.
Τους οδήγησε στο σαλόνι. Η τηλεόραση έπαιζε τον
Τροχό της Τύχης. Η κοπέλα χαμήλωσε τον ήχο χωρίς να
σβήσει τη συσκευή. Κάθισε στον καναπέ και είπε: «Αν
θέλετε καφέ, έχει ζεστό στην κουζίνα».
Ο Μπεν αρνήθηκε ευγενικά και κάθισε σε μια καρέκλα
απέναντί της. «Γνωρίζατε καλά την Ανι Ρίζονερ;»
«Ήταν η καλύτερή μου φίλη. Γνωριστήκαμε στο κολέ­
γιο κι από τότε γίναμε αχώριστες. Την αγαπούσα τόσο
πολύ... ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως είναι...» Η
152 NORA ROBERTS

φωνή της ράγισε και δάγκωσε δυνατά τα χείλη. «Αύριο


γίνεται η κηδεία».
«Το ξέρουμε. Δεσποινίς Χάντσον, καταλαβαίνω πως
περνάτε δύσκολες στιγμές, αλλά πρέπει να σας κάνουμε
μερικές ερωτήσεις».
«Τζον Κάρολ».
«Ορίστε;»
«Είπα, Τζον Κάρολ». Η Σούζαν επανέλαβε το όνομα
ενώ ο Εντ έσπευδε να βγάλει το μπλοκάκι του. «Αναρω­
τιέστε τι γύρευε η Άνι ξημερώματα στους δρόμους, έτσι
δεν είναι;» πρόσθεσε πικρόχολα, οργισμένα. 'Εσκυψε
στο τραπεζάκι και πήρε έναν τηλεφωνικό κατάλογο. Τον
φυλλομέτρησε. «Ορίστε κι η διεύθυνσή του». Κι έδωσε
τον κατάλογο στον Εντ.
«Κάποιος Τζον Κάρολ, δικηγόρος, βρίσκεται στον κα­
τάλογο των συναδέλφων της Ανι». Ο Εντ έψαξε στο
μπλοκάκι του και συνέκρινε τη διεύθυνση.
«Αυτός είναι».
«Δεν έχει πάει στο γραφείο από την ημέρα του φό­
νου».
«Κρύβεται», σάρκασε η Σούζαν. «Δεν έχει μούτρα να
εμφανιστεί μετά από αυτό που έκανε. Αν τολμήσει να
έρθει αύριο στην κηδεία, θα τον φτύσω». Μετά σκέπασε
τα μάτια της με την παλάμη και κούνησε αργά το κεφά­
λι. «'Οχι, όχι... δεν είναι δίκαιο. Τον αγαπούσε. Τον λά­
τρευε. Συνδέονταν δύο χρόνια, από τότε που ο Τζον έ-
πιασε δουλειά στην ίδια εταιρία. Το κρατούσαν όμως
μυστικό... εκείνος το ήθελε... για ν ’ αποφύγουν τα κου­
τσομπολιά στο γραφείο. Η Ανι συμφώνησε... συμφωνού­
σε με ό,τι της ζητούσε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πό­
σα ανέχθηκε από αυτόν τον άνθρωπο. Πριν τον γνωρί­
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 153

σει ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος της χειραφετημέ­


νης ελεύθερης γυναίκας. Της άρεσαν οι άντρες αλλά δε
θυσίαζε για κανέναν την ανεξαρτησία της. Μετά... μετά
ήρθε ο Τζον».
«Δηλαδή είχαν δεσμό», είπε ο Μπεν.
«Ο Θεός να τον κάνει δεσμό... Ούτε στους γονείς της
δεν την άφηνε να το πει. Μόνο εγώ το ήξερα». Έτριψε
τα μάτια. «Ήταν τόσο ευτυχισμένη στην αρχή. Χαιρό­
μουν κι εγώ για την ευτυχία της, κι ας μην ενέκρινα τον
Τζον... δηλαδή τον τρόπο που της είχε επιβληθεί. Ακόμα
και στα πιο ασήμαντα θέματα. Ας πούμε δεν του άρεσε η
ιταλική κουζίνα; Δεν πήγαιναν ποτέ σε ιταλικά ρεστο-
ράν. Του άρεσε ο γαλλικός κινηματογράφος; Πήγαιναν
μόνο σε γαλλικές ταινίες».
Ήπιε λίγο καφέ. «Η Ανι ήθελε να παντρευτούν. Από
ένα σημείο και μετά της είχε γίνει έμμονη ιδέα ο γάμος.
Εκείνος όμως όλο το οπέφευγε, χωρίς να λέει όχι ανοι­
χτά. Απλώς, “Δεν έφτασε ακόμα η ώρα”. Η Ανι έπεσε
■ψυχολογικά. Μια μέρα τον στρίμωξε γι’ αυτό το θέμα κι
εκείνος την έδιωξε. Εν ψυχρώ. Δεν είχε καν τα κότσια
να της το πει καταπρόσωπο. Της τηλεφώνησε».
«Πότε έγινε αυτό;»
Η Σούζαν δεν απάντησε αμέσως. Κοιτούσε με βλέμμα
απλανές την τηλεόραση. «Τη νύχτα που δολοφονήθηκε»,
μουρμούρισε τέλος' «Με πήρε αμέσως, απελπισμένη, σε
άθλια κατάσταση. Της είχε κοστίσει αφάνταστα. Της
πρότεινα νά έρθει σπίτι μου αλλά είπε πως προτιμούσε
να μείνει μόνη. Αν είχε έρθει...» Έκλεισε σφιχτά τα μά­
τια. «Αν είχα πάει εγώ στο δικό της. Θα βγαίναμε μαζί
για σινεμά ή θα μέναμε σπίτι και θα πίναμε... Όμως την
άφησα μόνη της και πήρε τους δρόμους...»
154 N o r a Ro b e r t s

Αρχισε να κλαίει σιγανά. Ο Μπεν την παρατηρούσε


σιωπηλός. Αν ήταν εδώ η Τες, θα ήξερε τι να πει. «Δε­
σποινίς Χάντσον, μήπως σας ανέφερε αν παρατήρησε
τον τελευταίο καιρό κάτι ύποπτο στο σπίτι ή το γρα­
φείο; Αν την ενοχλούσε κανείς;»
«Η Ανι είχε μάτια μόνο για τον Τζον. Όχι, δε μου είπε
τίποτε». Βαριαναστέναξε. «Είχαμε συζητήσει κάνα δυο
φορές για τον ψυχοπαθή δολοφόνο και συμφωνήσαμε
πως έπρεπε να προσέχουμε πολύ μέχρι να συλληφθεί.
Εκείνη τη νύχτα όμως τα ξέχασε όλα μέσα στην απόγνω­
σή της... έγινε απρόσεχτη και...»
Αφησαν τη Σούζαν Χάντσον να κοιτάζει χωρίς να βλέ­
πει τον Τροχό και πήγαν να βρουν τον Τζον Κάρολ.
Μπροστά στο σπίτι του ήταν παρκαρισμένη μια μπλε
Μερσεντές. Στη γωνία υπήρχε παντοπωλείο και λίγο πιο
κάτω κάβα ·;ι ένα κατάστημα αθλητικών ειδών.
Τους άνοιξε στο τρίτο χτύπημα.’ Φορούσε αθλητικό
φανελάκι και παντελόνι φόρμας. Στο χέρι κρατούσε ένα
μπουκάλι Σίβας Ρίγκαλ. Η εμφάνισή του ελάχιστα θύμι­
ζε νεαρό ανερχόμενο δικηγόρο. Είχε τρεις μέρες να ξυ­
ριστεί, τα μάτια του ήταν πρησμένα, με μαύρους κύ­
κλους. Μύριζε σαν αλήτης που κοιμάται στους δρόμους.
Έριξε μια ματιά στις ταυτότητές τους, ήπιε μια γουλιά
από το μπουκάλι και γύρισε στο καθιστικό, αφήνοντας
πίσω του την πόρτα ανοιχτή. Την έκλεισε ο Εντ.
Στο πάτωμα είχε δρύινο παρκέ και δύο όμορφα ακρι­
βά χαλιά. Στο καθιστικό ο καναπές ήταν μακρύς και χα­
μηλός, οι χρωματισμοί σε αρρενωπούς τόνους του γκρι
σιελ. Στον έναν τοίχο υπήρχε μια συλλογή παιχνιδιών
—τρενάκια αντίκες, κερματοδέκτες, αυτοκινητάκια.
Ο Κάρολ σωριάστηκε σ’ έναν καναπέ στο κέντρο του
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 155

δωματίου. Στο πάτωμα υπήρχαν δύο άδεια μπουκάλια


κι ένα γεμάτο σταχτοδοχείο. Πάνω στα μαξιλάρια ήταν
κουβαριασμένη μια κουβέρτα. Ο Μπεν κατάλαβε πως
ήταν κλεισμένος σπίτι από τότε που έμαθε τα άσχημα
νέα.
«Δεν έχω καθαρά ποτήρια», είπε. Η φωνή του ήταν
βραχνή αλλά δεν τραύλιζε, θαρρείς και το ποτό είχε
πάψει να τον επηρεάζει. «Αλλά δεν επιτρέπεται να πιεί­
τε, έτσι;» Σήκωσε το μπουκάλι και κατέβασε άλλη μια
γουλιά. «Βρίσκεστε εν ώρα υπηρεσίας».
«Θα θέλαμε να σας κάνουμε ορισμένες ερωτήσεις για
την Άνι Ρίζονερ, κύριε Κάρολ». Πίσω του υπήρχε μια
καρέκλα αλλά ο Μπεν δεν κάθισε.
«Ναι, σας περίμενα. Κι είπα στον εαυτό μου πως αν
δεν έχω πέσει ξερός από το ποτό, θα σας μιλήσω».
Κοίταξε το μπουκάλι που κόντευε ν’ αδειάσει. «Όπως
βλέπετε, στέκομαι ακόμα στα πόδια μου».
Ο Εντ του πήρε το μπουκάλι και το έβαλε, στην άκρη.
«Δε βγαίνει τίποτα με το ποτό».
Ο Κάρολ έψαξε στο ακατάστατο τραπεζάκι για τα τσι­
γάρα του. Ο Μπεν του πρόσφερε φωτιά. «Ευχαριστώ».
Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και κράτησε τον περισσό­
τερο καπνό στα πνευμόνια του. «Το είχα κόψει δύο
χρόνια», εξήγησε. «Δεν πήρα όμως βάρος, απέφευγα τα
αμυλώδη».
«Είχατε δεσμό με τη δεσποινίδα Ρίζονερ», άρχισε ο
Μπεν. «Είσαστε ένας από τους τελευταίους που της μί­
λησαν».
«Ναι, το Σάββατο το βράδυ. Θα πηγαίναμε στο θέατρο,
σ’ ένα μιούζικαλ. Της Ανι της άρεσαν τα μιούζικαλ... ε­
γώ προτιμώ το δράμα αλλά...»
156 NORA ROBERTS

«Τελικά δεν πήγατε;» τον έκοψε ο Μπεν.


«Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν υπό πίεση. Της τηλε­
φώνησα και ακύρωσα την έξοδο. Της ζήτησα να σταμα­
τήσουμε να βλεπόμαστε για λίγο, να ζυγιάσουμε τα
αισθήμστά μας». Κοίταξε στα μάτια τον Μπεν., «Έτσι
της είπα. Μου φάνηκε λογικό».
«Τσακωθήκατε;»
«Αν τσακωθήκαμε;» γέλασε. «Όχι, ποτέ δεν τσακωνό­
μαστε. Είμαι κατά των καβγάδων. Για κάθε πρόβλημα
υπάρχει μια λογική λύση. Η λύση που έδωσα στη
συγκεκριμένη περίπτωση ήταν λογική, για το δικό της
καλό».
«Την είδατε εκείνη τη νύχτα, κύριε Κάρολ;»
«Όχι». Αναζήτησε το μπουκάλι αλλά ο Εντ το είχε
βάλει μακριά. «Μου ζήτησε να πάω σπίτι της, να το
συζητήσουμε. Έκλαιγε. Δε μου αρέσουν οι δακρύβρεχτες
σκηνές, έτσι αρνήθηκα. Της είπα .πως ήταν καλύτερα να
διακόψουμε για λίγο, κάνα δυο βδομάδες, και κατόπιν
να κουβεντιάσουμε ήρεμα πίνοντας ένα ποτό». Κοι­
τούσε μπροστά του, στο κενό. Η στάχτη του τσιγάρου
του έπεσε στο πάτωμα. «Μου ξανατηλεφώνησε αργότε­
ρα».
«Σας ξανατηλεφώνησε;» Ο Εντ κρατούσε το μπλοκάκι
του. «Τι ώρα;»
«Στις τρεις και τριάντα πέντε. Το ρολόι βρίσκεται στο
κομοδίνο μου, δίπλα στο τηλέφωνο. Εκνευρίστηκα. Δεν
έπρεπε αλλά εκνευρίστηκα. Είχε πάρει μαριχουάνα·
ήταν στα “χάι” της. Το καταλάβαινα αμέσως όταν κά­
πνιζε. Μη φανταστείτε πως ήταν ναρκομανής. Απλώς
κάπνιζε πότε πότε ένα τσιγαρλίκι, να κάνει κεφάλι. Εγώ
δεν το ενέκρινα. Το θεωρώ κουτό, π α ιδιά σ τικ ο .
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 157

Σκέφτηκα λοιπόν ότι το έκανε για να με εκνευρίσει.


Μου είπε πως είχε καταλήξει σε αποφάσεις. Ότι δε με
κατηγορούσε, ότι θα έλεγχε τα συναισθήματά της και δε
θα δημιουργούσε σκηνές στο γραφείο».
Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πίσω το κεφάλι. Τα μαύρα
μαλλιά του έπεσαν στο μέτωπο. «Ανακουφίστηκα γιατί,
καταλαβαίνετε, ανησυχούσα. Είπε πως έπρεπε να σκε-
φτεί πολλά, να επανεκτιμήσει πολλά πριν ξανασυζητή-
σουμε. Συμφώνησα. Κλείσαμε στις τρεις και σαράντα
δύο. Δηλαδή μιλήσαμε εφτά λεπτά».
Ο Τζιλ Νόρτον είχε δει το δολοφόνο κάπου μεταξύ
τέσσερις και τεσσερισήμισι τα ξημερώματα. Ο Εντ
σημείωσε την ώρα στο μπλοκάκι του και το έβαλε στην
τσέπη.
«Κύριε Κάρολ, καταλαβαίνω πως δεν έχετε διάθεση
για συμβουλές αλλά, αν ήμουν στη θέση σας, θα ξάπλω­
να να κοιμηθώ».
Ο Κάρολ κοίταξε τον Εντ και μετά τα μπουκάλια στο
πάτωμα. «Την αγαπούσα. Πώς δεν το είχα καταλάβει
μέχρι τώρα;»

«Αν τον δει στα χάλια που έχει τώρα η Χάντσον, δε θα


της κάνει καρδιά να τον φτύσει», παρατήρησε q Εντ μό­
λις έφυγαν από το σπίτι.
«Τι έχουμε μέχρι τώρα;» ρώτησε ο Μπεν καθώς καθό­
ταν στη θέση του οδηγού. «Έναν εγωκεντρικό κακομα-
θημένο δικηγόρο που δεν ταιριάζει στην περιγραφή του
Νόρτον. Μια γυναίκα που προσπαθεί να ξεχάσει την
ερωτική της απογοήτευση κάνοντας έναν περίπατο. Κι
έναν ψυχοπαθή που τη συναντά τυχαία».
«Έναν ψυχοπαθή με ράσο».
158 NORA ROBERTS

Ο Μπεν έβαλε το κλειδί στη μηχανή αλλά δεν την άνα­


ψε. «Λες να είναι παπάς;»
Ο Εντ δεν απάντησε, κοιτούσε τον ουρανό από το
παρμπρίζ. «Πόσοι ψηλοί μελαχρινοί παπάδες υπάρχουν
σε αυτή την πόλη;» Έβγαλε ένα σακουλάκι με ξηρούς
καρπούς από την τσέπη του.
«Θα χρειαζόμαστε ένα εξάμηνο για να τους τσεκάρου­
με όλους. Κι εμείς δεν έχουμε χρόνο».
«Πάμε να μιλήσουμε με τον Λόγκαν;»
«Ναι». Βάλθηκε να μασουλάει αφηρημένα τους ξηρούς
καρπούς. «Κοίτα, αν αναζητήσουμε έναν πρώην παπά,
που έβγαλε το σχήμα εξαιτίας μιας προσωπικής τρα­
γωδίας; Ο Λόγκαν θα μπορούσε να βρει μερικά ονόματα».
«Ψύλλοι στ’ άχυρα. Η Τες λέει ότι πρέπει να βρίσκε­
ται στα πρόθυρα της κατάρρευσής. Μετά το τελευταίο
έγκλημα, θα είναι ράκος μερικές μέρες».
«Διάβασα την αναφορά. Τι στην ευχή έχεις εκεί; Φλού­
δια και κοτσάνια;» Άναψε τη μηχανή και ξεκίνησε.
«Σταφίδες, αμύγδαλα και στραγάλια. Πρέπει να της
τηλεφωνήσεις, Μπεν».
«Να μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου». Έστριψε
στην πρώτη γωνία και βλαστήμησε. «Συγνώμη».
«Κανένα πρόβλημα. Το έχω ξαναδεί αυτό το έργο. Η
ανδροκρατική κοινωνία αλλάζει κι ο άντρας μένει ξε­
κρέμαστος γιατί η σύγχρονη γυναίκα είναι ανεξάρτητη
και δε βιάζεται να παντρευτεί. Υπάρχουν πολλοί άντρες
που τους τρομάζουν οι χειραφετημένες δυναμικές γυ­
ναίκες. Πλάκα δεν έχει;»
«Εξυπνάδες».
«Η δόκτωρ Κουρτ μου έδωσε την εντύπωση γυναίκας
χειραφετημένης και δυναμικής».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 159

«Μπράβο της. Ποιος θέλει μια γυναίκα χωρίς προσω­


πικότητα;»
«Αν δε με απατό η μνήμη μου, κι η Μπάνι είχε προσω­
πικότητα».
«Δεν υπάρχει σύγκριση», μουρμούρισε ο Μπεν. Με
την Μπάνι είχε μια επιπόλαια σχέση, από αυτές που
διαλύονται πριν αρχίσουν να μπαίνουν ιδέες στο μυαλό
της γυναίκας. «Κοίτα, στη δουλειά μας δεν πρέπει να
συνδέεσαι με γυναίκες που σε κάνουν να τις σκέφτεσαι
συνεχώς».
«Λάθος. Είσαι όμως έξυπνος και κάποια στιγμή θα το
καταλάβεις μόνος σου».
Ο Μπεν πήρε το δρόμο για το καθολικό πανεπιστήμιο.
«Πάμε να δούμε τον Λόγκαν πριν γυρίσουμε στο τμή­
μα».

Στις πέντε το απόγευμα οι ντετέκτιβ που εργάζονταν


στην υπόθεση του ψυχοπαθούς δολοφόνου ήταν συγκε­
ντρωμένοι στην αίθουσα συσκέψεων. Ο Χ άρις είχε
μπροστά του όλες τις αναφορές. Ακολούθησαν βήμα βή­
μα τις κινήσεις που έκανε η Ανι Ρίζονερ το τελευταίο
βράδυ της ζωής της.
Στις πέντε και πέντε έφυγε από το κομμωτήριο, αφού
κουρεύτηκε, χτενίστηκε κι έκανε μανικιούρ. Ήταν εξαιρε­
τικά ευδιάθετη κι άφησε δέκα δολάρια πουρμπουάρ. Στις
πέντε και τέταρτο πέρασε από το στεγνοκαθαριστήριο και
πήρε τα ρούχα της. Ένα γκρίζο ταγέρ, δύο μεταξωτές
μπλούζες κι ένα καμπαρντινέ παντελόνι. Έφτασε σπίτι
της γύρω στις πεντέμισι. Καλησπερίστηκε με μια συγκά-
τοικο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η Άνι ανέφερε
πως θα πήγαινε θέατρο το βράδυ. Κρατούσε λουλούδια.
160 NORA ROBERTS

Στις εφτά και τέταρτο της τηλεφώνησε ο Τζον Κάρολ,


ακύρωσε το ραντεβού και της ζήτησε να διακόψουν.
Μίλησαν γύρω στα δεκαπέντε λεπτά.
Στις οχτώ και μισή η Άνι Ρίζονερ τηλεφώνησε στη
Σούζαν Χάντσον. Ήταν αναστατωμένη κι έκλαιγε. Μί­
λησαν σχεδόν μία ώρα.
Κατά τα μεσάνυχτα, η ένοικος του διπλανού διαμερί­
σματος άκουσε την τηλεόραση της Ρίζονερ. Το πρόσεξε
γιατί επέστρεφε από τη βραδινή της έξοδο και δε φαντα­
ζόταν πως η Άνι θα είναι σπίτι.
Στις τρεις και τριάντα πέντε η Ρίζονερ τηλεφώνησε
στον Κάρολ. Δίπλα στο τηλέφωνο βρέθηκαν δύο αποτσί­
γαρα μαριχουάνας. Μίλησαν ως τις τρεις και σαράντα
δύο. Κανείς από τους γείτονες δεν την άκουσε να βγαί­
νει.
Κάπου μεταξύ τέσσερις και τέσσερις και τριάντα, ο
Τζιλ Νόρτον είδε έναν άντρα ντυμένο παπά να βγαίνει
από ένα στενάκι, σε .απόσταση δύο τετραγώνων από το
δρόμο που έμενε η Ρίζονερ. Στις τέσσερις και τριάντα
έξι ο Νόρτον τράβηξε την προσοχή δύο αστυνομικών
και τους έδειξε το πτώμα.
«Αυτά είναι τα γεγονότα», είπε ο Χάρις. Πίσω του
βρισκόταν ένας χάρτης της πόλης με γαλάζιες καρφίτσες
στα σημεία των εγκλημάτων. «Από το χάρτη διαπιστώ­
νουμε πως δρα σε μια περιοχή μικρότερη των δέκα
τετραγωνικών χιλιομέτρων. Όλοι οι φόνοι έγιναν μετα­
ξύ μία και πέντε μετά τα μεσάνυχτα. Δεν έχουμε βιασμό
ούτε ληστεία. Ο μονσινιόρος Δόγκαν περιμένει το επό­
μενο χτύπημα στις δεκαοχτώ Δεκεμβρίου. Από σήμερα
μέχρι τότε θα διπλασιάσουμε τις περιπολίες.
»Είναι ένας άντρας ντυμένος παπάς, αρκετά ψηλός, με
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 161

μαύρα μαλλιά. Από το ψυχογράφημα της δόκτορα


Κσυρτ και τις αναφορές ξέρουμε πως έχουμε να κάνου­
με με άτομο σχιζοφρενικό, με έμμονες ιδέες θρησκευτι­
κού περιεχομένου. Σκοτώνει μόνο νέες ξανθές γυναίκες,
που συμβολίζουν μάλλον ένα υπαρκτό πρόσωπο στη
ζωή του, νεκρό ή ζωντανό.
»Λόγω κάποιων παρεκκλίσεων που σημειώθηκαν στον
τρόπο δράσης και από τη μελέτη του γραφικού χαρακτή­
ρα στο σημείωμα που άφησε στο τελευταίο θύμα, η δό-
κτωρ Κουρτ πιστεύει πως βρίσκεται στα πρόθυρα κρί­
σης. Ο τελευταίος φόνος θα πρέπει να τον καταρράκω­
σε».
Άφησε το φάκελο στο τραπέζι. «Η δόκτωρ Κουρτ
πιστεύει πως έχει σωματικά συμπτώματα, πονοκεφά­
λους και ναυτίες που τον εξουθενώνουν. Αν κατορθώνει
να λειτουργεί φυσιολογικά για μικρές ή μεγάλες χρονι­
κές περιόδους, αυτό θα του δημιουργεί πρόσθετη φόρτι­
ση, η οποία θα εκδηλώνεται με κόπωση, ανορεξία και
αδυναμία συγκέντρωσης».
Σταμάτησε για λίγο. Η αίθουσα χωριζόταν από το
υπόλοιπο τμήμα με τζαμαρίες και στόρια κιτρινισμένα
από το χρόνο. Σε μια γωνιά υπήρχε ένας αυτόματος
πωλητής καφέ. Ο Χάρις πλησίασε και πήρε ένα φλιτζά­
νι. Ή πιε μια γουλιά και κοίταξε τους υφιστάμενούς
του.
Ήταν κουρασμένοι, ανήσυχοι, εκνευρισμένοι. Αν δε
μειώνονταν οι ώρες δουλειάς, θα κρεβατώνονταν από
γρίπη. Ήδη η Λόουενσταϊν και ο Ρόντρικ έπιναν αντι­
βιοτικά. Δεν τον έπαιρνε να τους χάσει αλλά ούτε και να
τους παραχαϊδέψει. «Μέσα σε αυτή την αίθουσα, αθροι­
στικά, έχουμε πάνω από εξήντα χρόνια πείρας. Καιρός
162 NORA ROBERTS

λοιπόν να την αξιοποιήσουμε και να πιάσουμε τον τρε­


λό που τρομοκρατεί την πόλη».
«Σήμερα ο Εντ κι εγώ μιλήσαμε με τον Λόγκαν. Σκε-
φτήκαμε ότι, αφού ντύνεται παπάς, να τον αντιμετωπί­
σουμε σαν παπά. Ο Λόγκαν που είναι ψυχίατρος, κου­
ράρει αρκετούς κληρικούς με ψυχολογικά προβλήματα.
Δε μας έδωσε βέβαια τον κατάλογο των ασθενών του
αλλά θα ερευνήσει τους φακέλους μήπως βρει κάτι
ενδιαφέρον. Μετά είναι το πρόβλημα της εξομολόγησης.
Οι παπάδες εξομολογούνται σε άλλους παπάδες. Αν
έχει δίκιο η δόκτωρ Κουρτ, αν έχει αρχίσει ν ’ αμφιβάλ­
λει, να θεωρεί αμαρτία αυτό που κάνει, αργά ή γρήγορα
θα εξομολογηθεί».
«Τότε ν ’ αρχίσουμε να ανακρίνουμε πνευματικούς»,
πρότεινε η Λόουενσταϊν. «Κοιτάξτε, δεν ξέρω πολλά
για το καθολικό δόγμα αλλά δεν είναι μυστική η εξομο­
λόγηση;»
«Ασφαλώς κανείς πνευματικός δε θα “καρφώσει” τον
πιστό που του εξομολογήθηκε», συμφώνησε ο Μπεν.
«Όμως μπορούμε να κινηθούμε με άλλο τρόπο. Η Τες...
η δόκτωρ Κουρτ λέει ότι πηγαίνει τακτικά στην εκκλη­
σία και το πιο πιθανό είναι ν ’ απευθυνθεί στον τακτικό
πνευματικό του. Θα προσπαθήσουμε να μάθουμε ποια
είναι αυτή η εκκλησία. Αν υπήρξε ή είναι παπάς, σίγου­
ρα πρόκειται για το ναό της ενορίας του». Πλησίασε στο
χάρτη. «Σε αυτή την περιοχή», έκανε με το δάχτυλο έναν
κύκλο που συμπεριλάμβανε τις γαλάζιες καρφίτσες,
«υπάρχουν δύο ενορίες. Εδώ θα συγκεντρώσουμε την
προσοχή μας».
«Πιστεύεις ότι θα εμφανιστεί την Κυριακή;» ρώτησε ο
Ρόντρικ. «Να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία;»
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 163

«Έτσι λέω. Υπόψη όχι γίνεται λειτουργία και το


Σάββατο το απόγευμα. Ωστόσο, επειδή ο άνθρωπός
μας είναι προσκολλημένος στις παραδόσεις, νομίζω
ότι θα προτιμήσει την πρωινή λειτουργία της Κυρια­
κής. Η δόκτωρ Κουρτ λέει πως είναι από τους ανθρώ­
πους που τηρούν σχολαστικά τους εκκλησιαστικούς
κανόνες».
«Θα πρέπει λοιπόν να παρακολουθήσουμε και τις δύο
εκκλησίες την Κυριακή. Στο μεταξύ έχουμε μερικές μέρες
στη διάθεσή μας να ανακρίνουμε ιερείς». Ο Χάρις κοί­
ταξε τους ντετέκτιβ. «Λόουενσταϊν και Ρόντρικ, εσείς θ’
αναλάβετε τη μία και ο Τζάκσον με τον Πάρις την άλλη.
Μπίγκσμπι... πού στην ευχή είναι ο Μπίγκσμπι;»
«Είπε πως βρήκε κάποιο ίχνος από τα πετραχήλια,
αρχηγέ». Ο Ρόντρικ σηκώθηκε κι έβαλε ένα ποτήρι νερό.
«Χωρίς να θέλω να σας απογοητεύσω, δε νομίζω ότι θα
βγάλουμε τίποτα την Κυριακή. Πώς θα τον εντοπίσουμε
μέσα στο εκκλησίασμα; Η δόκτωρ Κουρτ λέει πως επι­
φανειακά είναι φυσιολογικός, σαν όλους τους άλλους
ανθρώπους».
«Είναι το μοναδικό στοιχείο που έχουμε», παρατήρη­
σε ο Μπεν κάπως ενοχλημένος που άκουγε διατυπωμέ­
νες τις δικές του αμφιβολίες. «Και θα το αξιοποιήσουμε.
Η δόκτωρ Κουρτ λέει πως είναι μοναχικός. Θα ελέγξου­
με όλους όσους θα έρθουν μόνοι, χωρίς γυναίκα και
παιδιά, όλους όσους δε θα μιλήσουν ούτε θα χαιρετή­
σουν κανέναν άλλο».
«Κι επ’ ευκαιρία, θα κάνουμε και κάτι άλλο», πετά-
χτηκε ο Εντ. «Θα προσευχηθούμε».
«Δε θα βλάψει», μουρμούρισε η Λόουενσταϊν καθώς
έμπαινε βιαστικά ο Μπίγκσμπι.
164 NORA ROBERTS

«Βρήκα κάτι!» Κρατούσε ένα κίτρινο σημειωματάριο


στο χέρι και τα μάτια του έλαμπαν. «Στις δεκαπέντε
Ιουνίου, το κατάστημα εκκλησιαστικών ειδών Οντόνελι,
στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης, παρήγγειλε μια ντουζί­
να λευκά μεταξωτά πετραχήλια, με αριθμό τιμολογίου
52346-Α. Παραδόθηκαν στις τριάντα μία Ιουλίου, στον
αιδεσιμότατο Φράνσις Μουρ. Η διεύθυνση είναι μια
ταχυδρομική θυρίδα στην Τζορτζτάουν».
«Πώς πλήρωσε;» ρώτησε ο Χάρις.
«Με ταχυδρομική επιταγή».
«Ερεύνησέ το. Θέλω αντίγραφο του τιμολόγιου».
«Το ζήτησα ήδη και μας το στέλνουν».
«Λόουενσταϊν, πήγαινε στο ταχυδρομικό κατάστημα».
Κοίταξε το ρολόι του και βλαστήμησε σιγανά. «Αύριο το
πρωί να είσαι εκεί με το άνοιγμα. Να δεις τι άλλο έχει
στη θυρίδα του. Να πάρεις την περιγραφή του».
«Εντάξει, αφεντικό».
«Ψάξτε αν υπάρχει παπάς στην πόλη με το όνομα
Φράνσις Μουρ».
«Η αρχιεπισκοπή έχει κατάλογο όλων των κληρικών.
Θα το βρούμε από κει», είπε ο Μπεν.
«Εντάξει, ανάλαβέ το εσύ. Και μετά ψάξε για κοσμι­
κούς Φράνσις Μουρ».
Ήταν έρευνες ρουτίνας αλλά το ένστικτο του Μπεν
του έλεγε να στρέψει την προσοχή στην περιοχή που έγι­
ναν τα εγκλήματα. Ήταν σίγουρος πως ο δολοφόνος
βρισκόταν κάπου εκεί. Ίσως μάλιστα τώρα να ήξεραν τ’
όνομά του.
Η σύσκεψη τελείωσε, οι ντετέκτιβ επέστρεψαν στα
γραφεία τους και άναψαν τα τηλέφωνα. Μια ώρα αργό­
τερα ο Μπεν κατέβασε το ακουστικό και στράφηκε στον
Τ Ο ΕΠΟΜΕΝΟ Θ Υ Μ Α 165

Εντ. «Η αρχιεπισκοπή έχει έναν Φράνσις Μουρ. Ήρθε


στην πόλη πριν δυόμισι χρόνια. Είναι τριάντα επτά ε­
τών».
«Και;»
«Είναι μαύρος». Ο Μπεν έβγαλε το πακέτο αλλά ήταν
άδειο. «Πάντως θα πάμε να τον δούμε. Εσύ τι βρήκες;»
«Εφτά άτομα με αυτό το όνομα». Κοίταξε τον καθαρό
καλογραμμένο κατάλογο που είχε ετοιμάσει. Κάποιος
φταρνίστηκε πίσω του. Στο τμήμα κυκλοφορούσε ο ιός
της γρίπης. «Έναν καθηγητή, ένα δικηγόρο, έναν υπάλ­
ληλο του Σίαρς, έναν άνεργο, έναν μπάρμαν, έναν ιπτά­
μενο φροντιστή κι έναν ανειδίκευτο εργάτη. Ο τελευταί­
ος είναι σεσημασμένος. Απόπειρα βιασμού».
Ο Μπεν κοίταξε το ρολόι του. Δούλευε πάνω από
δέκα ώρες σερί. «Φύγαμε», είπε.

Ο Μπεν αισθανόταν αμήχανα στο πρεσβυτέριο. Το


άρωμα των φρέσκων λουλουδιών ανακατευόταν με τη
μυρουδιά του λούστρου των επίπλων. Περίμεναν σ’ ένα
σαλονάκι με έναν παλιό άνετο καναπέ, δύο πολυθρόνες
κι ένα αγαλματάκι του Χριστού με το χέρι υψωμένο σ’
ευλογία. Στο τραπεζάκι υπήρχαν δύο θρησκευτικά πε­
ριοδικά.
«Αρχίζω να νιώθω ότι θα έπρεπε να είχα γυαλίσει τα
παπούτσια μου», ψιθύρισε ο Εντ.
Οι δύο άντρες περίμεναν όρθιοι. Κάπου στο βάθος
του σπιτιού άνοιξε μια πόρτα κι ακούστηκαν μερικές
στροφές κάποιας μελωδίας του Στράους. Μετά η πόρτα
έκλεισε και το βαλς έδωσε τη θέση του σε βήματα. Λίγες
στιγμές αργότερα μπήκε στο σαλόνι ο αιδεσιμότατος
Φράνσις Μουρ.
166 No r a Roberts

Ήταν "ψηλός και σωματώδης σαν οπισθοφύλακας του


ράγκμπι, με δέρμα σκούρο σαν μαόνι και κοντοκομμένα
σγουρά μαλλιά. Το δεξί του χέρι ήταν στο γύψο.
«Καλησπέρα». Χαμογέλασε κοιτώντας με περιέργεια
στους επισκέπτες του. «Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να
σας σφίξω το χέρι».
«Το βλέπουμε». Ο Εντ διαισθάνθηκε την απογοήτευση
του φίλου του. Ακόμα κι αν ήταν λανθασμένη η περι­
γραφή του Νόρτον, ο γύψος έθετε τον αιδεσιμότατο υπε-
ράνω υποψίας.
«Το έσπασα στο ράγκμπι, πριν δύο βδομάδες. Καθί­
στε, παρακαλώ».
«Θέλουμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις, πάτερ».
Ο Μπεν έδειξε το αστυνομικό σήμα. «Σχετικά με το
στραγγαλισμό των τεσσάρων γυναικών».
«Τι μπορώ να κάνω για σας;»
«Δώσατε καμιά παραγγελία στο κατάστημα εκκλησια­
στικών ειδών Οντόνελι το καλοκαίρι;»
«Της Βοστόνης; Όχι. Για τις προμήθειες είναι υπεύθυ­
νος ο πάτερ Τζέσαπ. Ψωνίζει o j t χρειαζόμαστε από ένα
κατάστημα εδώ, στην Ουάσιγκτον».
«Έχετε ταχυδρομική θυρίδα, πάτερ;»
«Όχι. Λαμβάνω την αλληλογραφία μου στο πρεσβυτέ­
ριο. Συγνώμη, ντετέκτιβ...;»
«Πάρις».
«Ντετέκτιβ Πάρις. Γιατί μου κάνετε αυτές τις ερωτήσεις;»
Μετά από στιγμιαίο δισταγμό ο Μπεν αποφάσισε να
τα παίξει όλα για όλα. «Τα όργανα του εγκλήματος πα-
ραγγέλθηκαν επ’ ονόματί σας».
Ο Μουρ έμεινε με το στόμα ανοιχτό κι αρπάχτηκε από
μια καρέκλα. «Με... με υποπτεύεστε;»
Τ Ο ΕΠΟΜΕΝΟ Θ Υ Μ Α 167

«'Οχι ακριβώς. Ενδέχεται όμως να γνωρίζετε το δολο­


φόνο ή να έχετε κάποια επαφή μαζί του».
«Δεν είμαστε καλά!»
«Καθίστε, πάτερ». Ο Εντ τον έπιασε απαλά από το
μπράτσο και τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα.
Ο παπάς κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι και γέλασε
άκεφα. «Χρησιμοποίησε τ’ όνομά μου; Δεν μπορώ να το
πιστέψω... Τ’ όνομα αυτό μου το έδωσαν σ’ ένα ορφανο­
τροφείο της εκκλησίας, στη Βιρτζίνια. Το πραγματικό
μου δεν το γνωρίζω».
«Πάτερ μου, δεν είστε ύποπτος», τον διαβεβαίωσε ο
Μπεν. «Έχουμε ένα μάρτυρα που λέει πως ο δολοφόνος
είναι λευκός. Επιπλέον δε θα μπορούσατε να διαπράξε-
τε φόνο με σπασμένο χέρι».
«Τελικά θα μου βγει σε καλό το σπάσιμο». Πήρε βαθιά
ανάσα προσπαθώντας να συνέλθει. «Για να είμαι ειλι­
κρινής, συζητήσαμε αρκετές φορές τους φόνους μεταξύ
μας οι ιερείς. Βλέπετε ο Τύπος αποκαλεί Παπά το δολο­
φόνο».
«Δεν έχει αποδειχτεί όμως», παρατήρησε ο Εντ.
«Σε κάθε περίπτωση, εμείς ψάξαμε τις ψυχές μας προ­
σπαθώντας να βρούμε κάποιες απαντήσεις. Δυστυχώς
χωρίς αποτέλεσμα».
«Έχετε στενές επαφές με το ποίμνιό σας, πάτερ;»
Ο Μουρ στράφηκε στον Μπεν. «Μακάρι να μπορούσα
ν ’'απαντήσω καταφατικά. Με μερικούς, φυσικά, ναι.
Μια φορά το μήνα κάνουμε ένα εκκλησιαστικό δείπνο κι
υπάρχει φυσικά το στέκι της νεολαίας. Τώρα ετοιμάζου­
με ένα χορό για την εορτή των Ευχαριστιών».
«Έχετε κανέναν ενορίτη που σας προβληματίζει, που
μπορεί να θεωρηθεί διαταραγμένος πνευματικά;»
168 N o r a Ro b e r t s

«Αποστολή μας είναι ν ’ ανακουφίζουμε τον ανθρώπι­


νο πόνο. Έχουμε μερικούς αλκοολικούς και ναρκομα­
νείς και, πριν λίγους μήνες, μια περίπτωση ξυλοδαρμού
συζύγου. Ωστόσο δε θεωρώ κανέναν ικανό γ ι’ αυτούς
τους φόνους».
«Πιθανόν τ ’ όνομά σας να επιλέχτηκε τυχαία. Ίσως
όμως ο δολοφόνος να σας γνωρίζει και να ταυτίζεται
μαζί σας». Ο Μπεν διάλεξε προσεκτικά τα λόγια του
γιατί άγγιζε το λεπτό θέμα της εξομολόγησης. «Πάτερ,
μήπως κατά την εξομολόγηση είχατε κάποια νύξη πως
ένας από τους ενορίτες σας σχετίζεται καθ’ οιοδήποτε
τρόπο με τους φόνους;»
«Σας μιλώ ειλικρινά, όχι. Είστε σίγουρος πως πρόκει­
ται για τ ’ όνομά μου;»
«Αιδεσιμότατος Φράνσις Μουρ», διάβασε από το
μπλοκάκιτου ο Εντ.
«Όχι Φράνσις Ξ. Μουρ;»
«Όχι».
Ο Μουρ έτριψε το μέτωπο. «Ελπίζω να μην είναι
αμαρτία να προσπαθεί κάποιος να τονώσει το ηθικό
του. Ό ταν μου έδωσαν τ ’ όνομά μου και μεγάλωσα
αρκετά ώστε να μάθω να το γράφω, πρόσθετα πάντα το
αρχικό Ξ στη θέση του δεύτερου ονόματος. Ξι, δηλαδή
Ξαβιέ. Μου φαινόταν σπάνιο κι εξωτικό να έχει κανείς
ένα δεύτερο όνομα που αρχίζει από Ξι. Ποτέ δεν το έχω
παραλείψει όταν γράφω τ ’ όνομά μου ή υπογράφω.
Ούτε μια φορά σε όλη μου τη ζωή. Οι πάντες με ξέρουν
ως αιδεσιμότατο Φράνσις Ξ. Μουρ».
Ο Εντ το σημείωσε στο μπλοκάκι του. Αν δούλευε μό­
νο με το ένστικτο, θα σηκωνόταν να φύγει, θα έβαζε
πλώρη για την επόμενη διεύθυνση του καταλόγου τους.
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 169

Όμως οι αστυνομικοί δε δουλεύουν μόνο με το ένστι­


κτο. Πρέπει να εξαντλούν με σχολαστικότητα όλα τα
ενδεχόμενα. Έτσι συζήτησαν και με τους άλλους τρεις
ιερείς του ναού.
«Φάγαμε μία ώρα και δε βγάλαμε τίποτα», γκρίνιαξε ο
Μπεν καθώς επέστρεφαν στο αυτοκίνητο.
«Πάντως τους εξασφαλίσαμε θέμα συζήτησης από­
ψε».
«Πάμε στο σεσημασμένο;»
«Γιατί όχι;»

Στη γκαρσονιέρα του Σάουθ Ιστ δεν υπήρχαν φρέσκα


λουλούδια και τα έπιπλα είχαν κάτι χρόνια να λουστρα-
ριστούν. Τον περισσότερο χώρο καταλάμβανε ένα ξέ­
στρωτο κρεβάτι με βρόμικα σεντόνια. Το δωμάτιο μύρι­
ζε ιδρώτα, βαρβατίλα και κρεμμυδίλα.
Η ξανθιά που άνοιξε την πόρτα είχε βαμμένο μαλλί με
μαύρες ρίζες και φορούσε τζιν κι ένα ροζ μπλουζάκι με
βαθύ ντεκολτέ. Ο Μπεν κι ο Εντ της έδειξαν τα σήματά
τους.
Πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι πέντε αλλά στα πλά­
για των χειλιών της είχαν αρχίσει ήδη να σχηματίζονται
δύο έντονες γραμμές. Τα μάτια της ήταν καστανά και το
αριστερό μελανιασμένο. Ο Μπεν υπολόγισε πως πρέπει
να την είχαν χτυπήσει πριν τρεις τέσσερις μέρες.
«Η κυρία Μουρ;»
«Όχι, δεν είμαστε παντρεμένοι». Έβγαλε τσιγάρο. «Ο
Φρανκ λείπει, πήγε να πιει μια μπίρα. Τι έκανε πάλι;»
«Απλώς θέλουμε κάτι να τον ρωτήσουμε». Ο Εντ χα­
μογέλασε φιλικά ενώ σκεφτόταν πως της έλειπαν πρω­
τεΐνες.
170 NORA ROBERTS

«Δεν έκανε τίποτα, βρε παιδιά. Μιλάω έντιμα». Άναψε


μ’ ένα σπίρτο το τσιγάρο κι έλιωσε με το πακέτο μια
μικρή κατσαρίδα. «Μπορεί να μεθάει πού και πού αλλά
δεν είναι κακός. Έπιασε δουλειά, έχει στρώσει σας
λέω».
«Δεν ήρθαμε να τον συλλάβουμε». Ο Μπεν αποφάσισε
να μην καθίσει. Ποιος ξέρει τι μπορούσε να ξετρυπώσει
κάτω από τα μαξιλάρια. «Ώστε τον έχετε βάλει στον ίσιο
δρόμο».
«Κάνω ό,τι μπορώ». Και άγγιξε μηχανικά τη μελανιά.
«Φαίνεται. Το μάτι σας πώς μαύρισε;»
«Το Σάββατο ο Φρανκ ήθελε να πιει κι άλλο και εγώ
δεν του έδινα λεφτά. Ξέρετε, κάνω εγώ κουμάντο στα
λεφτά μας».
«Το Σάββατο;» ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο Μπεν. Ήταν
η νύχτα του τελευταίου φόνου. Κι η γυναίκα απέναντι
του ήταν ξανθιά... έστω και βαμμένη. «Τσακωθήκατε
και μετά αυτός έφυγε να το τσούξει με τους φίλους
του;»
«Δεν κούνησε ρούπι από το σπίτι», χαμογέλασε αυτά­
ρεσκα. «Έγινε καβγάς τρικούβερτος, οι γείτονες μας
χτυπούσαν τους τοίχους. Τελικά μου έριξε μια σφαλιά­
ρα, οπότε γυρίζω και του δίνω κι εγώ μία. Του Φρανκ
του αρέσουν αυτά... εννοώ οι ζόρικες γυναίκες. Να μην
τα πολυλογώ, μετά το ξύλο τα φτιάξαμε... και μείναμε
μαζί σπίτι... καταλαβαίνετε!»
Πάνω στην ώρα άνοιξε η πόρτα. Ο Φρανκ Μουρ ήταν
ένας θεόρατος άντρας, με δύο μέτρα μπόι, πελώρια
μπράτσα και μηρούς σαν κορμούς. Φορούσε μια μαύρη
σκοροφαγωμένη καμπαρντίνα και κρατούσε μια χάρτινη
συσκευασία με έξι τενεκεδάκια μπίρα.
ΤΟ ΕΠ ΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 171

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε κι ύψωσε τη χερούκλα


του έτοιμος για καβγά.
Ο Μπεν έδειξε το σήμα του. «Των ανθρωποκτονιών».
Ο Φρανκ κατέβασε το χέρι. Ο Μπεν πρόσεξε στο
μάγουλό του μια βαθιά μακριά γρατσουνιά. Τελικά το
έλεγε η ψυχούλα της ξανθιάς.
«Τι κωλοσύστημα είναι αυτό!» διαμαρτυρήθηκε ακου-
μπώντας τις μπίρες στο τραπέζι. «Μια αλανιάρα λέει ό­
τι προσπάθησα να τη βιάσω, ο δικαστής μου ρίχνει τρία
χρόνια κι όταν βγαίνω, δε με αφήνουν σε χλωρό κλαρί
οι μπάτσοι. Σ’ το έχω πει, Μορίν, το σύστημα είναι σκα-
τά».
«Για πες μας και κάτι άλλο, Φρανκ», πήρε το λόγο ο
Μπεν. «Πού ήσουν το Σάββατο, κατά τις τέσσερις τα ξη­
μερώματα;»
«Στις τέσσερις τα ξημερώματα; Στο κρεβατάκι μου,
όπως όλος ο κόσμος. Και μάλιστα όχι μόνος». Κι έδωσε
ένα χαϊδευτικό χτύπημα στον πισινό της Μορίν, που
εκείνη τη στιγμή άνοιγε μια μπίρα.
«Είσαι καθολικός, Φρανκ;»
Ο Φρανκ πήρε το μπουκάλι, ήπιε και ρεύτηκε. «Μοιά­
ζω για καθολικός;»
«Ο μπαμπάς του Φρανκ ήταν βαπτιστής», πετάχτηκε η
Μορίν.
«Εσύ σκασμός», την αποπήρε ο Φρανκ.
Η Μορίν του έβγαλε τη γλώσσα κι εκείνος σήκωσε
απειλητικά το χέρι. Πριν προλάβει όμως να επέμβει ο
Εντ, το κατέβασε χωρίς να τη χτυπήσει.
«Ωραία λοιπόν, ο γέρος μου ήταν βαπτιστής. Δεν έπι­
νε, δεν έπαιζε, δεν ξενοκοιμόταν. Μου τις έβρεχε τακτι­
κά, του τις έβρεξα κι εγώ μια φορά πριν φύγω από το
172 N o r a Ro berts

σπίτι. Αυτό έγινε πριν δεκαπέντε χρόνια. Μια αλανιάρα


μ’ έστειλε άδικα στη φυλακή. Αν την πετύχω πουθενά,
θα της τις βρέξω κι εκείνης». 'Εβγαλε ένα πακέτο τσιγά­
ρα και άναψε μ’ έναν ταλαιπωρημένο αναπτήρα. «Όταν
βγήκα, έπιασα δουλειά. Καθαρίζω όλη μέρα πατώματα
και καμπινέδες, και το βράδυ που έρχομαι σπίτι, αυτό
το τσουλί μου λέει πως δεν έχει λεφτά για μπίρες. Δεν έ­
κανα τίποτα παράνομο. Μίλα κι εσύ, μωρή». Και αγκά­
λιασε τρυφερά από τους ώμους τη γυναίκα που μόλις εί­
χε αποκαλέσει τσουλί.
«Αλήθεια λέει», βεβαίωσε η Μορίν.
Δεν ταίριαζε στην περιγραφή ούτε η σωματική διάπλα­
ση ούτε η ιδιοσυγκρασία του. Ωστόσο ο Μπεν επέμενε.
«Πού βρισκόσουν στις δεκαπέντε Αυγούστου;»
«Πού θες να θυμάμαι;» Ο Φρανκ κατάπιε την υπόλοι­
πη μπίρα και τσαλάκωσε στη χούφτα του το τενεκεδάκι.
«Έχετε ένταλμα που μπήκατε στο σπίτι μου;»
«Ήμαστε στο Ατλάντικ Σίτι», πετάχτηκε η Μορίν.
«Θυμάσαι, Φρανκ; Πήγαμε να δούμε την αδερφή μου.
Δουλεύει καμαριέρα στο Όσιαν Βίου Ιν και μας βρήκε
φτηνό δωμάτιο. Πήγαμε στις δεκαπέντε Αυγούστου και
μείναμε τρεις μέρες».
«Τώρα θυμάμαι. Έπαιζα χαρτιά και μου έκανες βα-
βούρα».
«Έχασες είκοσι πέντε δολάρια».
«Θα είχα ρεφάρει και θα κέρδιζα άλλα τόσα αν δε με
σήκωνες από το καρέ».
«Τα έκλεψες από την τσάντα μου».
«Τα δανείστηκα, παλιοβρόμα. Τα δανείστηκα!»
Κι ενώ ο καβγάς φούντωνε, ο Μπεν έδέιξε μ’ ένα γνέ­
ψιμο την πόρτα. «Πάμε να φύγουμε».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Θ Υ Μ Α 173

Καθώς έκλειναν πίσω τους την πόρτα, ακούστηκαν


ουρλιαχτά και κάτι να σπάει.
«Μήπως πρέπει να τους χωρίσουμε;»
«Κρίμα να τους χαλάσουμε τη διασκέδαση». Κάτι ο­
γκώδες θρυμματίστηκε πάνω στην πόρτα. «Πάμε για ένα
ποτό».
κεφάλαιο 9

ϊ ν ύ ρ ι ε Μονρό, Ευχαριστώ που ήρθατε». Η Τες είχε


καλέσει τον πατριό του Τζόε Χίγκινς να περάσει από το
ιατρείο της μετά τη δουλειά του. Του άνοιξε η ίδια γιατί
είχε σχολάσει η γραμματέας της. «Θα πάρετε καφέ;»
«Ό χι, ευχαριστώ». Ή ταν αμήχανος όπω ς πάντα
μπροστά της και περίμενε να κάνει εκείνη την πρώτη κί­
νηση.
Του χαμογέλασε δείχνοντας μια καρέκλα. «Δεν είχαμε
την ευκαιρία να μιλήσουμε ιδιαιτέρως, κύριε Μονρό,
αλλά θα ήθελα να σας πω ότι εκτιμώ την προσπάθειά
σας να βοηθήσετε τον Τζόε».
«Δεν είναι εύκολο». Δίπλωσε προσεκτικά την καμπαρ-
ντίνα και την ακούμπησε στα πόδια του. Ήταν νοικοκυ­
ρεμένος άνθρωπος. Τα νύχια του ήταν φροντισμένα, τα
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 175

μαλλιά του καλοχτενισμένα, το κοστούμι, του σκούρο


και κλασικό. Για ένα χαρακτήρα σαν αυτόν, ο Τζόε θα
πρέπει να φάνταζε σαν ανεξιχνίαστο μυστήριο. «Και για
τη Λόις είναι δύσκολο».
«Καταλαβαίνω. Κύριε Μονρό, το να μπει κανείς σε
μια οικογένεια μετά από ένα διαζύγιο και να προσπαθή­
σει να υποκαταστήσει την πατρική φιγούρα, είναι πολύ
δύσκολο. Όταν όμως έχει να κάνει μ’ έναν έφηβο με τα
προβλήματα του Τζόε, οι δυσκολίες πολλαπλασιάζο­
ντα ς.
«Ήλπιζα ότι με τον καιρό...» Σήκωσε απογοητευμένος
τα χέρια. «Προσπάθησα να τον πλησιάσω, αλλά ο Τζόε
είναι τελείως αδιάφορος».
«Μάλλον φοβάται να δείξει ενδιαφέρον για να μην
ξαναπογοητευτεί», τον διόρθωσε η Τες. «Ο Τζόε, κύριε
Μονρό, είναι δεμένος με τον πατέρα του μ’ έναν τρόπο
νοσηρό. Οι αποτυχίες του πατέρα του είναι και δικές
του, το ίδιο και τα προβλήματά του».
«Κι αυτό το κτήνος δεν του κάνει ούτε ένα τηλέφωνο»,
ξέσπασε αγανακτισμένος και πρόσθεσε, «Συγνώμη».
«Σας καταλαβαίνω. Ο πατέρας του Τζόε είναι άρρω­
στος, αλκοολικός, και δεν μπορεί να βοηθήσει το γιο
του. Όμως δε σας κάλεσα να συζητήσουμε γ ι’ αυτό. Ο
Τζόε χρειάζεται πιο εντατική θεραπεία. Σας είχα μιλήσει
για μια κλινική στην Αλεξάνδρεια, που ειδικεύεται στα
ψυχολογικά προβλήματα της εφηβικής ηλικίας».
«Η Λόις δε θέλει ούτε να το ακούσει. Πιστεύει πως ο
Τζόε θα νιώσει ότι τον εγκαταλείπουμε και ομολογώ ότι
συμφωνώ μαζί της».
«Η μεταβατική περίοδος θα είναι δύσκολη, δεν το αρ-
νούμαι. Πρέπει να το χειριστούμε'όλοι έτσι ώστε να
176 NORA ROBERTS

καταλάβει ο Τζόε πως δεν τον τιμωρούμε, δεν τον διώ­


χνουμε, αντίθετα του προσφέρουμε άλλη μια ευκαιρία.
Κύριε Μονρό, θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Ο Τζόε δεν
ανταποκρίνεται στη θεραπεία».
«Δεν έκοψε το ποτό;»
«Το έκοψε. Αλλά το ποτό δεν είναι η αιτία, είναι το
σύμπτωμα. Κόβοντάς το δε σημαίνει πως θεραπεύτηκε.
Τα προβλήματά του παραμένουν άλυτα και συσσωρεύο­
νται εκρηκτικά αφού δε βρίσκουν πλέον διέξοδο στο πο­
τό».
«Μας τα έχετε εξηγήσει κι άλλες φορές όλα αυτά»,
μουρμούρισε αμήχανα ο Μονρό.
«Ο Τζόε κατηγορεί τον πατέρα και τη μητέρα του επει­
δή τον απογοήτευσαν κι οι δυο. Ο πατέρας του επειδή
είναι αλκοολικός, η μητέρα του επειδή εγκατέλειψε τον
πατέρα του. Όμως τους αγαπά και τους δυο και μεταφέ­
ρει αυτή τη μνησικακία στον εαυτό του».
«Η Λόις έκανε ό,τι μπορούσε».
«Δεν αμφιβάλλω. Είναι πολύ δυνατή γυναίκα. Δυστυ­
χώς ο γιος της δεν της έμοιασε. Πήρε τον αδύνατο χαρα­
κτήρα του πατέρα του. Η κατάθλιψη του Τζόε έχει φτά­
σει σ’ ένα επικίνδυνο στάδιο. Ανησυχώ πολύ για την
ψυχική του κατάσταση. Ο Τζόε νιώθει πως απέτυχε ως
γιος, φίλος, άνθρωπος».
«Το διαζύγιο...»
«Το διαζύγιο τραυματίζει πάντα τα παιδιά. Σε ποιο
βαθμό... εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του καθενός.
Πάντως περνάνε όλα μια περίοδο θλίψης, πικρίας και
άρνησης. Ωστόσο μεσολάβησαν ήδη τρία ολόκληρα χρό­
νια από τότε που η σύζυγός σας χώρισε με τον πατέρα
του Τζόε. Η εμμονή του σε αυτό το θέμα δεν είναι φυ­
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 177

σιολογική. Το διαζύγιο ήταν η αφορμή για να εκδηλωθεί


το συνολικό του πρόβλημα».
Σταμάτησε για λίγο και σταύρωσε τα χέρια.
«Αισθάνεται αποτυχημένος κι επιδιώκει υποσυνείδητα
να τιμωρήσει τον εαυτό του. Έχει υποβληθεί σε αυτοπε-
ριορισμό γιατί νομίζει πως είναι άχρηστος... ειδικά σε
σύγκριση μ’ εσάς».
«Μ’ εμένα;» απόρησε ο Μονρό.
«Ο Τζόε ταυτίζεται με τον πατέρα του, που απέτυχε
στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή. Εσείς συμβο­
λίζεται όλα όσα δεν είναι ο πατέρας του Τζόε και επομέ­
νως ο ίδιος ο Τζόε. Ένα μέρος του εαυτού του θέλει ν ’
αποκοπεί από το πατρικό πρότυπο και να υιοθετήσει το
δικό σας. Όμως φοβάται πως θ’ αποτύχει και δε ρισκά­
ρει άλλη αποτυχία. Αφέθηκε λοιπόν να βυθιστεί στην
απογοήτευσή του... χάνοντας σταδιακά κάθε ενδιαφέρον
για τη ζωή».
Ο Μονρό έσφιξε νευρικά τις γροθιές αλλά όταν μίλη­
σε, ο τόνος του ήταν ήρεμος. «Δε σας παρακολουθώ».
«Η αυτοκτονία είναι η τρίτη σε συχνότητα αιτία θανά­
του κατά την εφηβεία. Ο Τζόε παρουσιάζει τάσεις αυτο­
κτονίας. Φλερτάρει με την ιδέα. Αρκεί ένα μικρό ερέθι­
σμα, μια λέξη, μια κίνηση για να τον σπρώξει στο απο­
νενοημένο διάβημα». Σταμάτησε για να δώσει μεγαλύτε­
ρη έμφαση στα λόγια της. «Μ’ εμπιστευτήκατε και μου
αναθέσατε τη θεραπεία του Τζόε. Πρέπει λοιπόν να μου
δείξετε εμπιστοσύνη και τώρα που σας λέω ότι η θερα­
πεία που του κάνω εγώ δεν είναι αρκετή. Πρέπει να μπει
οπωσδήποτε σε κλινική. Εδώ είναι όλα τα πληροφορια­
κά στοιχεία». Έσπρωξε προς το μέρος του ένα φάκελο
που είχε στο γραφείο της. «Συζητήστε το με τη σύζυγό
178 NORA ROBERTS

σας και στείλτε τη να συζητήσουμε μαζί. Πρέπει να πά­


ρετε γρήγορα μια απόφαση γιατί τα περιθώρια στενεύ­
ουν επικίνδυνα».
Q Μονρό πήρε το φάκελο χωρίς να τον ανοίξει. «Θέ­
λετε να τον κλείσουμε σε κλινική αλλά δεν εγκρίνατε την
αλλαγή σχολείου».
«Εκείνη την εποχή ήλπιζα ακόμα πως θα καταφέρω να
τον πλησιάσω. Από το Σεπτέμβριο όμως που άλλαξε
σχολείο, ο Τζόε κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυ­
τό του».
«Θεώρησε την αλλαγή άλλη μία αποτυχία του, έτσι δεν
είναι;»
«Δυστυχώς».
«Το ήξερα πως είναι λάθος». Βαριαναστέναξε. «Ό­
ταν το αποφάσισε η Λόις, ο Τζόε με κοιτούσε σαν να
ζητούσε βοήθεια, σαν να παρακαλούσε να του δώσουμε
άλλη μία ευκαιρία... Όμως εγώ υποστήριξα τη μητέρα
του...»
«Μην κατηγορείτε τον εαυτό σας, κύριε Μονρό. Η μη­
τέρα του κι εσείς αντιμετωπίζετε μια κατάσταση που οι
απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Δεν υπάρχει σαφής δια-
χωριστική γραμμή μεταξύ σωστού και λάθους».
«Θα μελετήσουμε το φάκελο της κλινικής». Σηκώθηκε.
«Υπάρχει κι άλλο ένα πρόβλημα, γιατρέ. Η Λόις είναι
έγκυος. Δεν το έχουμε πει ακόμα στον Τζόε».
«Συγχαρητήρια». Η Τες του έσφιξε το χέρι. «Προσπα­
θήστε να του το αναγγείλετε με τέτοιο τρόπο ώστε να μη
νιώσει παραγκωνισμένος. Να νιώσει πως περιμένετε κι
οι τρεις οας ένα καινούριο μέλος στην οικογένεια. Ο ερ­
χομός ενός μωρού δίνει μεγάλη χαρά και τονώνει τους
δεσμούς αγάπης».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 179

«Φοβόμαστε μήπως... μήπως το πάρει άσχημα».


«Δεν αποκλείεται. Θα εξαρτηθεί πολύ από τον τρόπο
που 0α το χειριστείτε. Ενθαρρύνετέ τον να συμμετέχει
στις προετοιμασίες, τα ψώνια, το βάψιμο του δωματίου
του μωρού. Σας παρακαλώ τηλεφωνήστε μου αφού συ­
ζητήσετε με τη γυναίκα σας το θέμα της κλινικής».
«Εντάξει. Ευχαριστώ πολύ, γιατρέ».
Όταν έμεινε μόνη η Τες, έβγαλε τις φουρκέτες κι άφη­
σε ελεύθερα τα μαλλιά της. Είχε περάσει μια ατέλειωτη
κουραστική μέρα κι ένιωθε μεγάλη υπερένταση. Μάζεψε
το φάκελο του Τζόε και καθώς τον τακτοποιούσε στο
αρχείο, χτύπησε το τηλέφωνο. Της ξέφυγε ένα βογκητό
και για μια στιγμή σκέφτηκε ν ’ αφήσει ν ’ απαντήσει ο
αυτόματος τηλεφωνητής. Αλλαξε όμως γνώμη και σήκω­
σε το ακουστικό.
«Εμπρός; Δόκτωρ Κουρτ εδώ».
Στη σιωπή που ακολούθησε άκουσε μια λαχανιασμένη
ανάσα και το θόρυβο της κυκλοφορίας.
«Εμπρός; Σε τι μπορώ να σας βοηθήι νο;»
«Μπορείς;»
Η φωνή ήταν ένας απελπισμένος ψίθυρος. «Θα προ­
σπαθήσω. Θέλετε να προσπαθήσω;»
«Δεν ήσουν εκεί. Αν ήσουν, ίσως να έρχονταν διαφο­
ρετικά τα πράγματα».
«Τώρα όμως είμαι. Θέλετε να περάσετε να συζητήσου­
με;»
«Δεν μπορώ». Ακολούθησε ένας λυγμός. «Αν με δεις,
θα καταλάβεις».
«Τότε να έρθω εγώ. Πού βρισκόσαστε, πώς λέγεστε;»
Ακούστηκε ένα κλικ και έκλεισε η γραμμή.
Ένα τετράγωνο πιο κάτω, ένας άντρας με σκούρο
180 N o r a Ro b e r t s

παλτό έκλαψε απελπισμένος μέσα στον τηλεφωνικό


θάλαμο.
Η Τες δεν είχε αναγνωρίσει τη φωνή. Αναρωτήθηκε αν
ήταν ασθενής της. Περίμενε ένα τέταρτο μήπως ξανατη-
λεφωνήσει κι ύστερα έφυγε από το γραφείο.
Ο Φρανκ Φούλερ την περίμενε στο διάδρομο.
«Επιτέλους!» αναφώνησε μόλις την είδε. «Είχα αρχί­
σει να φοβάμαι πω ς μετακόμισες σε άλλο κτίριο».
Η Τες κοίταξε την πόρτα της. Πάνω ήταν καρφωμένη
η μεταλλική ταμπελίτσα με τ ’ όνομά της. «Όχι ακόμα.
Βλέπω δουλεύεις ως αργά, Φρανκ».
«Τι να κάνω, υποχρεώσεις». Στην πραγματικότητα
προσπαθούσε επί μία ώρα να κλείσει ραντεβού. Χωρίς
επιτυχία. «Φαίνεται ότι έχεις μεγάλο φόρτο εργασίας
λόγω της συνεργασίας με την αστυνομία».
«Έτσι φαίνεται». Οι κοινότοπες κουβέντες του της
έδιναν στα νεύρα. Οι σκέψεις της πέταξαν πάλι στο
παράξενο τηλεφώνημα καθώς περίμεναν το ασανσέρ.
«Ξέρεις, Τες...» Ακούμπησε την παλάμη του στον τοί­
χο, δίπλα από το κεφάλι της, κι έσκυψε προς το μέρος
της. «Πάμε να πιούμε ένα ποτό; Το χρειαζόμαστε κι οι
δυο μετά από μια τόσο κουραστική μέρα».
«Όχι, ευχαριστώ». Πάνω στην ώρα άνοιξαν οι πόρτες
του ασανσέρ και μπήκαν μέσα.
«Μήπως προτιμάς να βγούμε για φαγητό;» Έφτασαν
στο υπόγειο, όπου ήταν το πάρκινγκ.
Η Τες βγήκε και προχώρησε βιαστικά. «Δεν μπορώ,
Φρανκ, είμαι πολύ κουρασμένη». Έφτασε στο αυτοκίνη­
τό της κι έβγαλε τα κλειδιά.
«Τι θα έλεγες για...»
«Φρανκ», τον χάιδεψε στο μάγουλο, «πότε θα μεγαλώ­
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 181

σεις;» Και μπήκε στο αυτοκίνητο γελώντας μέσα της με


το κατάπληκτο ύφος του. Έριξε μια ματιά πίσω της για
να κάνει τη μανούβρα. Στο βάθος του πάρκινγκ, στις
σκιές, στεκόταν μια αντρική φιγούρα αλλά η Τες ούτε
που έδωσε σημασία.
Μόλις μπήκε σπίτι της κι έβγαλε το παλτό και τα πα­
πούτσια, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Αν είναι πάλι ο
Φρανκ, σκέφτηκε, δε θα μου γλιτώσει, θα τον διαβολο-
στείλω! Ανοιξε με άγριες διαθέσεις αλλά στο κατώφλι
της στεκόταν ο γερουσιαστής Τζόναθαν Ράιτμορ. Στα
χέρια κρατούσε δύο σακούλες.
«Παππού». Η Τες ένιωσε μεμιάς όλη την υπερένταση
να διαλύεται.
Ο γερουσιαστής της έδωσε τις σακούλες. «Κοτόπουλο
και τηγανητές πατάτες. Σερβίρισε τώρα που είναι ζεστά».
«Ήρωά μου. Μόλις ετοιμαζόμουν να φτιάξω ένα
σάντουιτς».
«Το φαντάστηκα. Φέρε πιάτα και μπόλικες χαρτοπε­
τσέτες».
«Αυτό σημαίνει πως αύριο δεν είμαι καλεσμένη για
δείπνο;»
«Αυτό σημαίνει πως θα φας και αύριο ανθρώπινα.
Μην ξεχάσεις το τιρμπουσόν. Έφερα και κρασί».
Η Τες επέστρεψε με πιάτα, λινές πετσέτες, δύο κρυ­
στάλλινα ποτήρια και το τιρμπουσόν. Έστρωσε το τρα­
πέζι, άναψε κεριά κι ύστερα αγκάλιασε τρυφερά τον
παππού της. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ήρθες. Πώς
ήξερες πως χρειαζόμουν παρέα απόψε;»
«Οι παππούδες τα ξέρουν όλα». Τη φίλησε στα δύο μά­
γουλα, μετά την κοίταξε βλοσυρά. «Κουράζεσαι πολύ».
«Εγώ είμαι γιατρός».
182 NORA ROBERTS

«Ναι αλλά δεν προσέχεις την υγεία σου», τη μάλωσε.


Κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν το φαγητό. «Πώς
πάνε τα πράγματα στη γερουσία;» τον ρώτησε.
«Προσπαθώ να περάσω ένα νομοσχέδιο για την υγεία
αλλά δεν ξέρω αν θα προλάβω πριν κλείσουμε για τις
γιορτές».
«Το ξέρω το νομοσχέδιο. Έκανες θαυμάσια δουλειά.
Αισθάνομαι περήφανη για σένα».
«Με κολακεύεις». Σερβίρισε κρασί στα ποτήρια. «Πού
είναι το κέτσαπ; Ξέρεις πως δεν τρώω τις τηγανητές
πατάτες χωρίς κέτσαπ. Όχι, μη σηκώνεσαι, θα το φέρω
εγώ». Πήγε στην κουζίνα κι όταν γύρισε, ρώτησε: «Πότε
έφαγες τελευταία φορά μαγειρεμένο φαγητό;»
«Παππού, μην αρχίζεις πάλι».
«Δε μου αρέσει να σκέφτομαι πως η μοναδική μου εγ-
γονή διατρέφεται με φαγητά από τα φαστφουντάδικα.
Αν δεν είχα έρθει απόψε, θα την έβγαζες μ’ ένα σά­
ντουιτς».
«Γι’ αυτό χάρηκα τόσο όταν σε είδα». Η Τες σήκωσε
χαμογελαστή το ποτήρι της.
«Σκοτώνεσαι στη δουλειά».
«Ίσως».
«Θέλεις να πάμε κάπου οι δυο μας τα Χριστούγεννα;
Να ξεκουραστούμε καμιά βδομάδα;»
«Θα το ήθελα πολύ αλλά οι γιορτές είναι δύσκολες για
πολλούς ασθενείς μου. Πρέπει να είμαι εδώ αν με χρεια­
στούν».
«Αρχίζω να μετανιώνω...»
«Εσύ;» γέλασε. «Για ποιο πράγμα;»
«Που σε ανακάτεψα με τους στραγγαλισμούς. Κουρά­
ζεσαι υπερβολικά».
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 183

«Παππού, δε φταίει μόνο αυτό. Όπως ξέρεις έχω κι


άλλες σκοτούρες».
«Μήπως έχεις προβλήματα με τη σεξουαλική ζωή
σου;»
«Ιατρικό απόρρητο!»
«Μιλάω σοβαρά, Τες. Μίλησα με το δήμαρχο και μου
είπε πω ς έχεις πάρει πολύ ζεστά την υπόθεση. Εγώ
φανταζόμουν πως θα τους έκανες το ψυχογράφημα και
θα τελείωνες. Να δει κι ο κόσμος τι έξυπνη εγγονή έχω».
«Πονηρούλη».
«Όμως, μετά τον τέταρτο φόνο, βλέπω τα πράγματα
διαφορετικά. Μην ξεχνάς πως έγινε δυο τρία τετράγωνα
παρακάτω».
«Ο δολοφόνος θα χτυπούσε ανεξάρτητα από τη δική
μου συνεργασία με την αστυνομία. Η ουσία είναι πως μ’
ενδιαφέρει η υπόθεση, ασχολούμαι επειδή το θέλω η
ίδια». Θυμήθηκε τις κατηγορίες του Μπεν, την αποδοκι­
μασία του. Συλλογίστηκε τη ρουτίνα της ζωής της, τη
δυσαρέσκεια που ένιωθε φορές φορές. «Με βοήθησε να
δω τον εαυτό μου μέσα από ένα καινούριο πρίσμα. Τον
εαυτό μου και το σύστημα.
»Η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται για τα ψυχολογικά
προβλήματα του δολοφόνου. Θέλουν όμως να καταλά­
βουν πώς λειτουργεί το μυαλό του για να τον συλλά-
βουν και να τον τιμωρήσουν. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει να
τιμωρηθεί, θέλω να τον καταλάβω για να τον ανακουφί­
σω, να τον βοηθήσω. Ποιος έχει δίκιο, παππού; Η αστυ­
νομία ή εγώ;»
«Τες, είμαι ένας δικηγόρος της παλιάς σχολής. Κάθε
πολίτης αυτής της χώρας δικαιούται να δικαστεί τίμια.
Ο δικηγόρος μπορεί να μην πιστεύει τον πελάτη του αλ­
184 NORA ROBERTS

λά οφείλει να πιστεύει στο νόμο. Κι ο νόμος λέει πως


όσοι παρανομούν πρέπει να δικάζονται και όλες οι δί­
κες πρέπει να είναι τίμιες».
«Όμως η δικαιοσύνη, ο νόμος, κατανοούν τις ασθένει­
ες του μυαλού; Μπορεί να είναι ένοχος για τις δολοφο­
νίες αλλά δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Έχει
το ακαταλόγιστο».
«Δεν είναι ασθενής σου, Τες».
«Είναι. Τουλάχιστον εγώ έτσι τον βλέπω. Ξέρω πως
χρειάζεται τη βοήθειά μου και ίσως κάποια στιγμή να
μου τη ζητήσει ο ίδιος. Παππού, θυμάσαι τι μου είπες
όταν άνοιξα το ιατρείο μου;»
«Είπα πολλά. Τι απ’ όλα;»
«Ότι διάλεξα ένα επάγγελμα το οποίο μου επιτρέπει
να διεισδύω στο ανθρώπινο μυαλό. Αλλά δεν πρέπει να
ξεχνάω ποτέ την καρδιά. Δεν την ξέχασα».
«Σε καμάρωνα εκείνη την ημέρα. Κι ακόμα σε καμα­
ρώνω».
Του χαμογέλασε. «Κύριε γερουσιαστά, έχετε κέτσαπ
στο σαγόνι σας». Και τον σκούπισε με την πετσέτα.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ο Μπεν κι ο Εντ τα έπιναν


σ’ ένα μπαρ. Ο Εντ είχε μπροστά του ένα κρύο πιάτο
ζυμαρικά, ο Μπεν περιορίστηκε στα φιστίκια που του
σερβίρισαν με την μπίρα του.
«Αρκετά έφαγες», σχολίασε ο Μπεν. «Γιάπις το παί­
ζεις;»
«Για να είσαι γιάπις, πρέπει να πίνεις άσπρο κρασί».
«Σίγουρα;»
«Σιγουρότατα. Τι σου είπαν όταν τηλεφώνησες στο
τμήμα;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 185

Ο Μπεν περιεργάστηκε μια γυναίκα με μίνι δερμάτινη


φούστα που πέρασε μπροστά από το τραπέζι τους. «Ο
Μπίγκσμπι πήγε στο ψιλικατζίδικο που αγόρασε την
ταχυδρομική επιταγή. Δε βγήκε τίποτε. Πού να τον θυ­
μούνται μετά από τρεις μήνες;» Έδειξε το πιάτο. «Δε θα
βάλεις αλάτι;»
«Τρελάθηκες;» Ο Εντ έγνεψε να τους φέρουν κι άλλα
ποτά. Δεν ήταν μεθυσμένοι αλλά όχι επειδή δεν προσπα­
θούσαν.
«Πάμε γήπεδο την Κυριακή;»
«Δεν μπορώ, πρέπει να ψάξω για σ πίτι. Πρώτη
Δεκεμβρίου με βγάζουν στο δρόμο».
«Γιατί δεν αγοράζεις σπίτι; Δε βαρέθηκες να πετάς τα
λεφτά σου στο νοίκι;»
«Κι εσύ στο νοίκι είσαι. Γιατί δεν αγοράζεις σπίτι;»
«Με τι λεφτά;»
«Κι εγώ πού να τα βρω; Μ’ έναν ξερό μισθό».
«Φίλε μου, ξέρω την απάντηση στο πρόβλημά σου.
Πρέπει να παντρευτείς. Ναι, σοβαρά το λέω. Να βρεις
μια καλή κοπέλα, με καλή δουλειά. Όταν δουλεύουν δύο
στην οικογένεια, είναι πολύ πιο εύκολο ν ’ αγοράσουν
σπίτι».
«Εννοείς ότι πρέπει να παντρευτώ επειδή μου κάνουν
έξωση;»
«Έτσι δουλεύει το σύστημα. Ας ρωτήσουμε κάποιον
τρίτο, αμερόληπτο». Γύρισε στο διπλανό τραπεζάκι, όπου
καθόταν μια κοπέλα. «Συγνώμη, δεσποινίς, μπορώ να
σας κάνω μια ερώτηση; Με τις σημερινές κοινωνικές και
οικονομικές δομές, δεν είναι πιο συμφέρον να ζουν δύο
μαζί παρά ένας μόνος του; Να ενώνουν την αγοραστική
τους δύναμη δύο εργαζόμενοι στην ίδια οικογένεια;»
186 NORA ROBERTS

Η κοπέλα κοίταξε συλλογισμένη τον Μπεν. «Καμάκι


μου κάνεις;»
«Όχι, όχι. Μια ανεπίσημη δημοσκόπηση είναι. Κάνουν
έξωση στο φίλο μου και...»
«Τα κτήνη. Είμαι κι εγώ παθοΰσα και σας καταλαβαί­
νω. Από τότε που άλλαξα σπίτι, κάνω μια ώρα να πάω
στη δουλειά μου».
«Εργάζεσαι;»
«Ναι. Είμαι διευθύντρια στο τμήμα γυναικείων ενδυ­
μάτων ενός πολυκαταστήματος».
«Διευθύντρια είπες;»
«Ακριβώς».
Ο Μπεν έσκυψε στον Εντ. «Όρμα», ψιθύρισε. «Πού θα
ξαναβρείς τέτοια ευκαιρία;»
«Ασε με, χριστιανέ μου».
«Εσύ θα μετανιώσεις...» Σταμάτησε καθώς πρόσεξε
έναν άντρα που κατευθυνόταν στο τραπέζι τους. Ίσιωσε
ενστικτωδώς το κορμί. «Καλησπέρα, μονσινιόρ».
Ο Εντ γύρισε και είδε πίσω του τον Λόγκαν. Φορούσε
γκρι πουλόβερ και μαύρο παντελόνι. «Πώς από δω, μον-
σινιόρ; Να κεράσουμε κάτι;»
«Ευχαρίστως». Ο Λόγκαν τράβηξε μια καρέκλα και
κάθισε στο τραπέζι τους. «Τηλεφώνησα στο τμήμα και
μου είπαν πως θα σας βρω εδώ. Ελπίζω να μην ενοχλώ».
«Τι μπορούμε να κάνουμε για σας, μονσινιόρ;»
«Λέγε με Τιμ». Ο Λόγκαν φώναξε τη σερβιτόρα και
παρήγγειλε για τον εαυτό του και τους δύο φίλους. «Δε
χρειάζεται να ρωτήσω αν περάσατε κουραστική μέρα.
Επικοινώνησα με τη δόκτορα Κουρτ και τον αρχηγό σας
και μου είπαν ότι προσπαθείτε να εντοπίσετε κάποιον
Φράνσις Μουρ».
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 187

«Τρέχουμε από το πρωί», συμφώνησε ο Εντ καθώς μά­


ζευε το πιάτο η σερβιτόρα για ν ’ ακουμπήσει τα ποτά.
«Γνώριζα κάποιον καθηγητή Φρανκ Μουρ. Δίδασκε
στο πανεπιστήμιο. Της παλιάς σχολής».
«Πού βρίσκεται τώρα;»
«Κοντά στο δημιουργό του. Πέθανε πριν λίγα χρόνια.
Μη φανταστείτε πως ήταν φανατικός... απλώς μονοκόμ­
ματος. Για κείνον υπήρχε μόνο μαύρο και άσπρο. Σή­
μερα οι νέοι κληρικοί προβληματίζονται, αμφισβητούν».
Σήκωσε το ποτήρι του. «Εις υγεία. Σας τα λέω όλα αυτά
επειδή ίσως δεν είναι τυχαία η συνωνυμία. Προσπάθησα
να βρω κάποια σχέση, συζήτησα με ανθρώπους που θυ­
μούνται τον Φρανκ, παλιούς μαθητές τους... Βέβαια δεν
είναι εύκολο. Πέρασαν δέκα χρόνια». ^
«Θα κάνουμε κι εμείς ό,τι μπορούμε».
«Ωραία. Και τώρα που το κανονίσαμε, ας πιούμε άλλη
μια μπίρα». Έκανε νόημα στη σερβιτόρα κι ύστερα χα­
μογέλασε στον Μπεν. «Πόσα χρόνια φοίτησες σε καθο­
λικό σχολείο;»
«Δώδεκα», απάντησε σκυθρωπά.
«Στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση. Είμαι σίγουρος
πως οι ευλαβείς αδερφές σού έδωσαν γερές βάσεις».
«Και κάμποσες ξυλιές στα χέρια».
«Ευλογημένες να ’ναι».
«Πάτερ Λόγκαν... Τιμ», διόρθωσε ο Εντ, «μπορώ να
σου κάνω μια ερώτηση;»
«Βεβαίως».
«Αν έρθει κάποιος και σου εξομολογηθεί ότι σκότωσε,
θα τον καταγγείλεις;»
«Να μια από τις λίγες ερωτήσεις στις οποίες μπορώ ν ’
απαντήσω και ως κληρικός και ως ψυχίατρος. Αν κά­
188 NORA ROBERTS

ποιος ενορίτης ή ασθενής μου μου εξομολογούνταν ότι


διέπραξε φόνο, θα έκανα τα πάντα να τον πείσω να πα­
ραδοθεί».
«Αλλά δε θα τον κατέδιδες;» επέμενε ο Μπεν.
«Σε κάθε περίπτωση, ο ερχομός του σ’ εμένα θα ήταν
μια έκκληση για βοήθεια. Θα φρόντιζα να τη λάβει. Η
θρησκεία κι η επιστήμη, σε πολλά θέματα βρίσκονται σε
αντίθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι».
Ο Εντ λάτρευε τα προβλήματα με περισσότερες από
μία λύσεις. «Αφού βρίσκονται σε αντίθεση, πώς γίνεται
να τις υπηρετείς και τις δυο;»
«Πασχίζοντας να κατανοήσω το πνεύμα και την ψυχή
—που πολλές φορές ταυτίζονται. Για παράδειγμα, ως
ιερέας θα μπορούσα να επιχειρηματολογώ επί ώρες
υπέρ της ευαγγελικής Γένεσης. Ως επιστήμονας όμως θα
επιχειρηματολογούσα με το ίδιο πάθος υπέρ της θεω­
ρίας της εξέλιξης, εξηγώντας ότι η Γένεσις δεν είναι
παρά ένας όμορφος μύθος. Ως άνθρωπος λέω μέσα μου,
“Τι διαφορά έχει; Έτσι κι αλλιώς ο άνθρωπος είναι το
πιο τέλειο δημιούργημα”».
«Τι από τα δύο πιστεύεις;» τον ρώτησε ο Μπεν. Αυτός
προτιμούσε τη μία λύση, τη μία απάντηση. Τη σωστή.
«Εξαρτάται. Αντίθετα από αυτά που δίδασκε ο Μουρ,
τα πράγματα δεν είναι ή μαύρα ή άσπρα. Ούτε στη θρη­
σκεία, ούτε στην ψυχιατρική και, κυρίως, ούτε στη ζωή.
Μας δημιούργησε ο Θεός κατ’ εικόνα κι ομοίωσή του ή
τον επινοήσαμε εμείς επειδή έχουμε ανάγκη να πιστέ­
ψουμε σε μια δύναμη ανώτερη από μας; Συχνά
αναρωτιέμαι». Τα ποτήρια τους είχαν αδειάσει κι έκανε
νόημα να τους φέρουν ποτά.
«Πρώτη φορά συναντώ παπά που απορρίπτει τις
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 189

μονοσήμαντες αλήθειες», παρατήρησε ο Μπεν. «Κάτι


είναι σωστό ή λάθος —συνήθως λάθος, οπότε πρέπει να
πληρώσεις».
«Η αμαρτία στις αμέτρητες αποχρώσεις της. Οι Δέκα
Εντολές ήταν σαφέστατες. Ου φονεύσεις. Κι όμως, η
εκκλησία δεν αναθεματίζει τους στρατιώτες που υπερα­
σπίζονται την πατρίδα τους».
Ο Μπεν συλλογίστηκε τον Τζος, που τιμώρησε ο ίδιος
τον εαυτό του. «Το να σκοτώνεις έναν είναι έγκλημα. Το
να ρίχνεις μια βόμβα και να εξοντώνεις ένα χωριό είναι
πατριωτισμός».
«Ναι, είμαστε παρανοϊκοί εμείς οι άνθρωποι», συμ­
φώνησε ο Λόγκαν. «Θα σας πω ένα απλουστευτικό
παράδειγμα. Πριν μερικά χρόνια είχα μια φοιτήτρια,
πολύ έξυπνη κοπέλα, ήξερε απέξω κι ανακατωτά τα ιερά
κείμενα. Ήρθε λοιπόν μια μέρα και με ρώτησε για τον
αυνανισμό. Μου έδειξε ένα εδάφιο που έλεγε με λίγα
λόγια πως ο άντρας δεν πρέπει να πετά στο χώμα το
σπέρμα του αλλά να το αποθέτει στην κοιλιά της γυναί­
κας. Είπε λοιπόν η μαθήτριά μου ότι η γυναίκα δεν έχει
σπέρμα που θα πάει χαμένο πέφτοντας στο χώμα, οπότε
δεν αμαρτάνει αν αυνανιστεί, όπως ο άντρας».
«Κι εσύ τι της απάντησες;» ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο
Εντ.
«Της είπα ότι τα ευαγγέλια συχνά μιλάν με γενικεύσεις
κι έπρεπε να -ψάξει στη συνείδησή της». Ήπιε μια γουλιά
μπίρα. «Όμως το επιχείρημά της ήταν λογικό».
κεφάλαιο 10

Γ Ι Γκαλερί Γκρίνμπριαρ ήταν ένας μικρός χώρος


κοντά στο Πότομακ, που έκανε χρυσές δουλειές επειδή ο
κόσμος αγοράζει εξωφρενικά πράγματα αν είναι εξω­
φρενική η τιμή.
Ο ιδιοκτήτης της ήταν ένας καπάτσος κοντός ανθρω-
πάκος που νοίκιασε για ένα κομμάτι "ψωμί το ερειπωμέ­
νο κτίριο και καλλιέργησε τη φήμη του εκκεντρικού βά­
φοντας κόκκινη την πρόσοψη. Φορούσε χτυπητά ρούχα,
είχε στρογγυλό πρόσωπο και ξεπλυμένα μάτια που πε­
τάριζαν όταν μιλούσε για το αγαπημένο του θέμα, την
ελευθερία στην καλλιτεχνική έκφραση. Τα κέρδη του τα
επένδυε σε κρατικά ομόλογα.
Η Μάγδα Π. Κάρλαϊζ ήταν μια καλλιτέχνης που έγινε
της μόδας όταν η πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολι­
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 191

τειών πρόσφερε ένα γλυπτό της γαμήλιο δώρο στην κό­


ρη μιας φίλης της. Ορισμένοι κριτικοί παρατήρησαν ότι
η πρώτη κυρία θα πρέπει ν ’ αντιπαθούσε τους νιόπα­
ντρους, ωστόσο η Μάγδα έγινε φίρμα.
Η έκθεσή της στην Γκαλερί Γκρίνμπριαρ σημείωσε με­
γάλη επιτυχία. Ο κόσμος συνωστιζόταν ντυμένος με
γουναρικά, τζιν και μετάξια. Ένας ψηλός μαύρος με
πορφυρό μανδύα στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα δίπλα
σ’ ένα γλυπτό από λαμαρίνες και φτερά.
Η Τες κοντοστάθηκε να το περιεργαστεί. Της θύμιζε
καπό αυτοκινήτου που πέρασε μέσα από κοτέτσι.
«Φανταστικός συνδυασμός», σχολίασε ο συνοδός της.
Η Τες έτριψε σκεφτικά το μέτωπο. «Πολύ».
«Και τι συμβολισμός».
«Φοβερός», συμφώνησε πνίγοντας ένα γελάκι. Είχε
ακουστά την γκαλερί αλλά ερχόταν πρώτη φορά.
«Ωραία η ιδέα σου να έρθουμε εδώ, Ντιν. Καιρό είχα να
δω τόσο ενδιαφέρουσα έκθεση».
«Ο παππούς σου λέει ότι παρακουράζεσαι».
«Ο παππούς μου είναι υπερβολικός». Πλησίασε ένα
μεταλλικό φαλλό, ύψους μισού μέτρου, που ήταν στημέ­
νος όρθιος.
«Τι συναίσθημα, τι ενόραση», αγόρευε ένας κύριος με
κίτρινο μεταξωτό σακάκι στη γυναίκα που συνόδευε. «Ο
σπασμένος λαμπτήρας συμβολίζει την έκπτωση ιδεών
της κοινωνίας μας, που οδεύει μαζικά προς την ομοιο­
μορφία». Η Τες γύρισε να δει το έργο που είχε ενθουσιά­
σει τον άντρα με τα κίτρινα.
Ή ταν ένας λαμπτήρας εβδομήντα πέντε βατ, με μια
οδοντωτή τρύπα στη μέση, στερεωμένος σε άσπρη ξύλι­
νη βάση. Αυτό ήταν όλο κι όλο το έργο. Μόνο που μια
192 NORA ROBERTS

γαλάζια ετικέτα έδειχνε πως είχε ήδη πωληθεί, στην τιμή


των δώδεκα χιλιάδων δολαρίων.
«Καταπληκτικό», μουρμούρισε η Τες κι ο κύριος με τα
κίτρινα της άστραψε ένα χαμόγελο γεμάτο επιδοκιμα­
σία.
«Τι πρωτοτυπία», θαύμασε ο Ντιν. «Και τι προκλητι­
κός πεσιμισμός».
«Έχω μείνει άναυδη».
«Σε νιώθω. Κι εγώ έχασα τη λαλιά μου όταν το πρω-
τοείδα».
Η Τες προχώρησε αποφεύγοντας να κάνει άλλα σχό­
λια. Σκεψτόταν πως θα είχε ενδιαφέρον να γράψει ένα
άρθρο για τη μαζική υστερία, που εξωθεί τα θύματά της
να πληρώνουν αστρονομικά ποσά για την αγορά των
πιο φρικαλέων πραγμάτων. Σταμάτησε μπροστά σε μια
γυάλινη προθήκη που ήταν γεμάτη κουμπιά διάφορων
μεγεθών και χρωμάτων. Η καλλιτέχνης είχε ονομάσει το
έργο της «Πληθυσμός 2010». Η κατασκευή του
«αριστουργήματος» θα πρέπει να έγινε μέσα σε μία ώρα
αλλά η τιμή του ήταν δεκαεφτά χιλιάδες δολάρια.
Η Τες κούνησε αργά το κεφάλι όταν πήρε το μάτι της
τον Μπεν. Στεκόταν μπροστά σ’ ένα άλλο έργο, με τα
χέρια στις κωλότσεπες κι ένα εύθυμο χαμόγελο στα χεί­
λη. Φορούσε γκρίζο πουλόβερ, τζιν και σακάκι. Μια
γυναίκα φορτωμένη διαμάντια πλησίασε να θαυμάσει το
ίδιο έργο. Εκείνη τη στιγμή γύρισε και την είδε κι εκεί­
νος.
Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμές από μακριά. Η Τες ένιωσε
κάτι να χαλαρώνει μέσα της κι ύστερα να σφίγγεται
δυσάρεστα, πριν καταφέρει να του χαμογελάσει γνέφο-
ντας φιλικά.
ΤΟ ΕΠ ΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 193

«... δε συμφωνείς;»
«Ορίστε;» Στράφηκε στον Ντιν. «Συγνώμη, αφαιρέθη-
κα».
Ο Ντιν, που ήταν καθηγητής, είχε συνηθίσει να τον α­
γνοούν οι φοιτητές του όταν μιλούσε. «Λέω ότι αυτό το
έργο θα πρέπει να συμβολίζει την αέναη σύγκρουση με­
ταξύ γυναίκας και άντρα».
Η Τες έβλεπε απλώς μερικούς τενεκέδες που, κατά τη
γνώμη της, δε συμβόλιζαν παρά το -ψώνιο της δημιουρ­
γού τους.
«Σκέφτομαι να το αγοράσω για το γραφείο μου».
Ήταν ένας γλυκός ακίνδυνος καθηγητής της φιλολο­
γίας, που ο θείος του είχε παλιά φιλία με τον παππού
της. Η Τες ένιωσε την ηθική υποχρέωση να τον απομα-
κρύνει από το έργο, όπως θα έκανε μια μητέρα για το
παιδί της που θέλει να ξοδέψει το χαρτζιλίκι του σ ’ ένα
άχρηστο πλαστικό παιχνίδι με τσουχτερή τιμή. «Ας τα
δούμε πρώτα όλα και μετά αποφασίζεις».
«Τα έργα γίνονται ανάρπαστα. Δε θα ήθελα να το
χάσω». Αναζήτησε με το βλέμμα τον γκαλερίστα. Τον
είδε αμέσως. Ο Γκρίνμπριαρ φορούσε ένα ελεκτρίκ
σακάκι που έβγαζε μάτι. «Συγνώμη μισό λεπτό».
«Γεια σου, Τες».
Η Τες αισθάνθηκε τις παλάμες της να ιδρώνουν και το
απέδωσε στη ζέστη και το συνωστισμό.
«Γεια σου, Μπεν. Τι κάνεις;»
«Καλά. Εσύ;» Είχε να τη δει μια βδομάδα, από τη βρα­
διά του τελευταίου φόνου. Τώρα βρίσκονταν στο άντρο
του σνομπισμού κι η Τες φάνταζε σαν ένα μπουκέτο
δροσερές παρθενικές βιολέτες μέσα σ’ ένα δάσος ορχιδέ­
ες. «Ενδιαφέρουσα έκθεση».
194 N o r a Ro berts

«Το δίχως άλλο». Το βλέμμα της σταμάτησε στη γυναί­


κα δίπλα ταυ.
«Να σας συστήσω. Η δόκτωρ Κουρτ, η Τρίξε Λό­
ρενς».
Η Τρίξι ήταν μια αμαζόνα με κόκκινη δερμάτινη αμ­
φίεση. Με τις ψηλοτάκουνες μπότες της περνούσε ένα
εκατοστό τον Μπεν. Τα κόκκινα πυκνά μαλλιά στεφά­
νωναν σαν χαίτη το πρόσωπό της. Στα χέρια φορούσε
βραχιόλια που κουδούνιζαν σε κάθε κίνηση. Το βαθύ V
ντεκολτέ αποκάλυπτε το τατουάζ ενός τριαντάφυλλου
ψηλά στο στήθος.
«Χαίρω πολύ». Η Τες χαμογέλασε κι έτεινε το χέρι.
«Είσαι γιατρός;» Παρά το μπόι, η φωνή της ήταν λε­
πτή και τσιριχτή.
«Ψυχίατρος».
«Δε μου κάνεις πλάκα;»
«Δε σου κάνω πλάκα», αποκρίθηκε σοβαρά η Τες ενώ
ο Μπεν ξερόβηχε.
«Έχω έναν ξάδερφο που έκανε σε τρελάδικο. Κεν Λό-
ντερμαν τον λένε. Τον ξέρεις;»
«'Οχι, δε νομίζω».
«Ε, βέβαια, που να τους ξέρεις όλους τους τρελούς».
«Βέβαια», μουρμούρισε η Τες και κοίταξε τον Μπεν.
Δεν έδειχνε αμηχανία, αντίθετα χαμογελούσε σαν χαζός.
«Δεν περίμενα να σε δω εδώ», του είπε.
«Πριν εφτά χρόνια είχα συλλάβει τον Γκρίνμπριαρ για
κάτι ακάλυπτες επιταγές», εξήγησε. «Όταν μου έστειλε
την πρόσκληση, σκέφτηκα να ’ρθω να δω πώς τα πάει».
Έδειξε με νόημα γύρω του. «Περίφημα απ’ ό,τι διαπί­
στωσα».
Η Τες αναρωτήθηκε αν ο Μπεν διατηρούσε τόσο φιλί-
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 195

κές σχέσεις με όλους όσους είχε κατά καιρούς συλλάβει.


«Πώς σου φαίνεται η έκθεση;»
Ο Μπεν κοίταξε την προθήκη με τα κουμπιά. «Πουλά­
νε τρέλα και κάνουν χρυσές δουλειές». Είδε τον Ντιν να
κατευθύνεται προς το μέρος τους. «Φίλος σου;»
«Ναι». Ο Ντιν πλησίασε τη μικρή συντροφιά κι η Τες
έκανε τις συστάσεις. Ο Μπεν ένιωσε τη διάθεση να του
σπάσει τα μούτρα αλλά περιορίστηκε να του σφίξει το
χέρι. «Συνάδελφος της Τες;» ρώτησε.
«'Οχι, καθηγητής. Διδάσκω στο Αμέρι: Γιουνιβέρσι-
τι».
Καθηγητής πανεπιστημίου. Ο Μπεν έχωσε τα χέρια
στις τσέπες. «Εμάς μας συγχωρείτε, πρέπει να δούμε και
τα υπόλοιπα εκθέματα».
«Είναι τόσο ενδιαφέροντα που δε φτάνει μια επίσκεψη.
Εγώ δεν άντεξα στον πειρασμό. Αγόρασα αυτό το κομ­
μάτι για το γραφείο μου, αν και είναι κάπως τολμηρό».
«Σοβαρά;» έκανε ο Μπεν. «Έκτακτα. Θα δω μήπως
βρω κι εγώ κάτι για το σπίτι. Χάρηκα για τη γνωρι­
μία». Αγκάλιασε την Τρίξι από τη μέση. «Γεια σου, για­
τρέ».
«Γεια σου, Μπεν».

Ή ταν μόλις έντεκα παρά όταν γύρισε σπίτι η Τες.


Μόνη. Η δικαιολογία του πονοκέφαλου που επικαλέ­
στηκε δεν ήταν εντελώς αβάσιμη. Συνήθως απολάμβανε
τη συντροφιά του Ντιν. Ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος,
χωρίς απαιτήσεις. Εκείνο το βράδυ όμως δε θ’ άντεχαν
τα νεύρα της ένα δείπνο με συζήτηση για τη λογοτεχνία
του δέκατου ένατου αιώνα.
Την είχε ταράξει η συνάντηση με τον Μπεν. Αποφάσι­
196 NORA ROBERTS

σε, για να ηρεμήσει, ν ’ ακούσει Μπετόβεν πίνοντας ένα


ζεστό χαμομήλι. Ο συνδυασμός είναι ιδανικός για να
χαλαρώσει κανείς.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, γδύθηκε κι άνοιξε την
ντουλάπα. Σκόπευε να φορέσει τη μακριά ζεστή μάλλινη
ρόμπα της αλλά το βλέμμα της έπεσε σ’ ένα μεταξωτό
κιμονό. Ήταν δώρο και σπάνια το φορούσε, ωστόσο, ε­
κείνο το βράδυ η διάθεσή της ήταν πολύ παράξενη. Ήθε­
λε να νιώσει το μετάξι πάνω στο δέρμα της.
Έβαλε το κιμονό και πήγαινε στην κουζίνα όταν χτύ­
πησε το τηλέφωνο.
«Εμπρός;»
«Δεν ήσουν σπίτι. Περίμενα τόση ώρα και δεν ήσουν
σπίτι».
Αναγνώρισε τη φωνή. Της είχε ξανατηλεφωνήσει την
Πέμπτη, στο γραφείο της. Η Τες πήρε μηχανικά μολύβι
και χαρτί. «Ήθελες να μου μιλήσεις. Τις προάλλες δεν
προλάβαμε να τελειώσουμε τη συζήτησή μας».
«Μου είναι δύσκολο να συζητήσω γ ι ’ αυτό». Τον
άκουσε να βαριαναστενάζει.
«Δε βλάπτει η συζήτηση», προσπάθησε να τον καλμά­
ρει. «Ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω».
«Δεν ήσουν σπίτι. Εκείνη τη νύχτα ξενοκοιμήθηκες. Σε
περίμενα... Σε παρακολουθώ».
Το βλέμμα της έπεσε αυτόματα στο παράθυρο δίπλα
στο γραφείο της. Ανατρίχιασε. «Με παρακολουθείς;»
«Δεν έπρεπε να πάω εκεί. Δεν έπρεπε...» Η φωνή του
ήταν μονότονη, σαν να μονολογούσε. «Όμως δεν μπο­
ρούσα να κάνω αλλιώς, πρέπει να καταλάβεις».
«Θα προσπαθήσω. Θέλεις να περάσεις από το γραφείο
μου, να μου εξηγήσεις;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 197

«Όχι, όχι εκεί. Θα καταλάβουν. Δεν ήρθε ακόμα η ώ­


ρα, δεν τελείωσα».
«Τι έχεις να τελειώσεις;» Σιωπή. «Αν συναντηθούμε,
θα είναι πιο εύκολο να σε βοηθήσω».
«Δεν μπορώ σου λέω». Αρχισε ν ’ απαγγέλλει κάτι
ακατανόητο. Η Τες τέντωσε τ ’ αυτιά. Της φάνηκαν σαν
λατινικά. Έβαλε ένα ερωτηματικό στο σημειωματάριό
της.
«Υποφέρεις», του είπε. «Θέλεις να σε βοηθήσω να το
ξεπεράσεις;»
«Κι η Λάουρα υπέφερε. Υπέφερε φριχτά. Αιμορραγού-
σε και δεν μπόρεσα να τη βοηθήσω. Πέθανε βουτηγμένη
στην αμαρτία».
Το χέρι με το μολύβι έμεινε μετέωρο, το βλέμμα της
καρφώθηκε στις σημειώσεις χωρίς να τις βλέπει, το αίμα
της πάγωσε. Χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησής της
για ν ’ ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Ποια Λάου­
ρα;»
«Η όμορφη Λάουρα. Δεν πρόλαβα να τη σώσω, ήταν
αργά. Δεν είχα το δικαίωμα τότε. Τώρα έχω τη δύναμη...
και το χρέος. Δοξασμένο το θέλημα του Κυρίου. Οι
αμνοί θυσιάζονται και το αθώο αίμα τους ξεπλένει την
αμαρτία. Ο Θεός θέλει θυσίες. Τις απαιτεί».
Η Τες έγλειψε τα χείλη. «Τι είδους θυσίες;»
«Ανθρώπινες ζωές. Αυτός μας δίνει τη ζωή κι Αυτός>
την παίρνει. “Οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου έτρωγον
και έπινον οίνον εν τη οικία του αδερφού αυτών του
πρωτοτόκου· και ιδού, ήλθε μέγας άνεμος εκ του πέραν
της ερήμου και προσέβαλε τας τέσσαρας γωνίας του
οίκου και έπεσεν επί τα παιδία, και απέθανον· και εγώ
μόνος διεσώθην διά να σοι απαγγείλω”», απήγγειλε με
198 NORA ROBERTS

απαθή ανέκφραστη φωνή. «Μετά τις θυσίες, μετά τις


δοκιμασίες, ο Θεός ανταμείβει αυτούς που η πίστη τους
έμεινε ακλόνητη».
Η Τες κρατούσε σημειώσεις ενώ η καρδιά της χτυπού­
σε σαν τρελή. «Ο Θεός σου ζήτησε να θυσιάσεις τις γυ­
ναίκες;»
«Να σώσω τις ψυχές τους. Τώρα έχω τη δύναμη. Μετά
τη Λάουρα έχασα την πίστη μου, γύρισα την πλάτη μου
στο Θεό. Έγινα τυφλός, εγωιστής, αλαζόνας. Αργότερα
όμως ο Κύριος μου έδειξε πως αν έβρισκα τη δύναμη να
θυσιάσω, θα σωζόμαστε όλοι. Η ψυχή μου είναι δεμένη
με τη δική της». Σώπασε μερικές στιγμές κι ύστερα συνέ­
χισε βιαστικά, «Δε γύρισες σπίτι εκείνο το βράδυ. Σε
περίμενα να σου μιλήσω, να σου εξηγήσω, αλλά εσύ
πέρασες μια νύχτα αμαρτωλή».
«Μίλησέ μου για κείνη τη νύχτα. Τη νύχτα που με
περίμενες».
«Περίμενα ν ’ ανάψει το φως στο παράθυρό σου. Στο
τέλος απογοητεύτηκα κι έφυγα. Περπάτησα χωρίς να
ξέρω πού πηγαίνω. Τότε την είδα στο δρόμο και νόμιζα
πως είναι η Λάουρα ή εσύ... Μετά κατάλαβα πως ήταν
κάποια άλλη, που μου την έστειλε ο Κύριος. Την τράβη­
ξα στο στενάκι, που έκοβε ο αέρας... έκανε κρύο, τόσο
κρύο...» Τώρα η φωνή του ήταν ένας πνιχτός ψίθυρος.
«Την έκρυψα για να μην τη δουν και με πιάσουν. Είναι
ασεβείς κι αψηφούν το θέλημα του Θεού». Η ανάσα του
έβγαινε λαχανιασμένη. «Το κεφάλι μου... πονάει το
κεφάλι μου... πάει να σπάσει».
«Μπορώ να σε βοηθήσω, να σ’ ανακουφίσω. Πες μου
πού βρίσκεσαι και θα έρθω».
«Μπορείς;» Δίστασε μερικές στιγμές. «Όχι!» βροντο-
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 199

φώναξε άξαφνα. «Θέλεις να με κάνεις ν ’ αμφισβητήσω


τις εντολές του Θεού; Είμαι το όργανό Του. Η ψυχή της
Λάουρα περιμένει τις υπόλοιπες θυσίες. Δύο ακόμα και
μετά θα είμαστε όλοι ελεύθεροι, δόκτωρ Κουρτ. Δεν
πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο, μόνο το πυρ της κολά-
σεως. Θα σε παρακολουθώ», της υποσχέθηκε. «Θα προ­
σεύχομαι για σένα».
Ακούστηκε ένα κλικ και κόπηκε η γραμμή. Η Τες απέ-
μεινε τελείως ασάλευτη, με το ακουστικό στο χέρι, το
μέτωπο λουσμένο σε κρύο ιδρώτα. Την είχε προειδοποι­
ήσει. Δεν ήταν σίγουρη πως το έκανε συνειδητά αλλά το
τηλεφώνημά του ήταν προειδοποίηση και ταυτόχρονα
έκκληση για βοήθεια. Κατέβασε τρέμοντας το ακουστικό
κι έφερε το χέρι στο λαιμό. Κατάπιε με δυσκολία.
Σηκώθηκε, κοίταξε τον έρημο δρόμο από το παράθυρο
κι ετοιμαζόταν να κλείσει την κουρτίνα όταν κάποιος
χτύπησε την πόρτα. Αναπήδησε σαν τρομαγμένο ζώο και
θυμήθηκε πανικόβλητη πως είχε ξεχάσει να βάλει το
σύρτη της αλυσίδας.
Στο δεύτερο χτύπημα, έτρεξε στην πόρτα, ακούμπησε
πάνω της με όλο της το βάρος και προσπάθησε να βάλει
το σύρτη με σπασμωδικές κινήσεις. Τα χέρια της έτρε­
μαν τόσο πολύ που δεν τα κατάφερε.
«Τες, εγώ είμαι!» Το χτύπημα επαναλήφθηκε επίμονο,
δυνατό. «Τες, τι έπαθες;»
«Ω Μπεν, Μπεν!» Ανοιξε την πόρτα και ρίχτηκε στην
αγκαλιά του.
«Τι συμβαίνει;» Η κοπέλα κόλλησε πάνω του κι αρπά­
χτηκε από το πανωφόρι του. «Είσαι μόνη;» Έβγαλε εν-
στικτωδώς το όπλο του και σάρωσε το χώρο με το βλέμ­
μα. «Τι έγινε;»
200 NORA ROBERTS

«Κλείσε την πόρτα, σε παρακαλώ».


Ο Μπεν την αγκάλιασε προστατευτικά από τους
ώμους, έκλεισε την πόρτα κι έβαλε την αλυσίδα. «Τρέ­
μεις. Κάθισε. Θα σου βάλω ένα ποτό».
«'Οχι, κράτησέ με. Όταν χτύπησες, νόμιζα... νόμιζα...»
«Θα σου βάλω ένα μπράντι. Είσαι παγωμένη». Τη χάι-
δευε προσπαθώντας να την καθησυχάσει καθώς την έ­
σπρωχνε στον καναπέ.
«Μου τηλεφώνησε».
Δε χρειαζόταν να τη ρωτήσει ποιος. Το πρόσωπό της
ήταν κατάχλομο, στα ορθάνοιχτα μάτια της καθρεφτιζό­
ταν ο τρόμος. «Πότε;»
«Τώρα μόλις. Με είχε πάρει και στο γραφείο μου αλλά
δεν κατάλαβα πως ήταν αυτός. 'Ενα βράδυ ήρθε έξω από
το σπίτι μου. Τον είδα από το παράθυρο. Στεκόταν απέ­
ναντι, στη γωνία. Ω Θεέ μου...»
«Κάθισε». Η φωνή του ήταν ήρεμη, όπως όταν προ­
σπαθούσε να καλμάρει έναν πανικόβλητο μάρτυρα.
«Έχεις μπράντι;»
«Τι...; Στον μπουφέ... δεξιά».
Ο Μπεν πήγε στον μπουφέ, βρήκε το μπουκάλι, έβαλε
ένα διπλό μπράντι και της το πρόσφερε. «Πιες πρώτα
και μετά μου τα λες».
«Εντάξει». Είχε αρχίσει ήδη να συνέρχεται και το
δυνατό ποτό τη βοήθησε να καταπνίξει τον πανικό της.
«Την Πέμπτη, αργά το βράδυ, είχα ένα επαγγελματικό
ραντεβού στο ιατρείο. Όταν τελείωσα κι ετοιμαζόμουν
να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν πολύ ταραγμένος.
Δεν αναγνώριζα τη φωνή, σκέφτηκα ότι ίσως ήταν
κάποιος παλιός μου ασθενής. Προσπάθησα να τον καθη­
συχάσω αλλά έκλεισε σχεδόν αμέσως. Περίμενα λίγο
ΤΟ Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 201

μήπως ξαναπάρει και μετά γύρισα σπίτι. Απόψε τηλε­


φώνησε πάλι».
«Είσαι σίγουρη πως πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο».
«Απολύτως. Είναι αυτός που ψάχνετε από τον Αύγου­
στο». Αδειασε το ποτήρι της και το ακούμπησε στο τρα­
πεζάκι.
«Τι σου είπε, Τες; Πες μου ό,τι θυμάσαι».
«Τα έχω σημειώσει».
«Ναι;» σάστισε. «Είχες την ψυχραιμία; Για να δούμε».
Η κοπέλα σηκώθηκε, έφερε από το γραφείο της το
σημειωματάριο και το έδωσε στον Μπεν. «Ίσως παρέ-
λειψα δυο τρεις λέξεις όταν μιλούσε γρήγορα αλλά τα
περισσότερα τα έχω γράψει».
«Είναι στενογραφημένα».
«Ναι... θα σ’ τα διαβάσω εγώ». Προσπάθησε να ξεχά-
σει τον πανικό της, να διατηρήσει ανέκφραστη τη φωνή.
Όταν έφτασε στην ευαγγελική περικοπή, παρατήρησε,
«Πρέπει να είναι από την Παλαιά Διαθήκη. Θα μας το
βρει ο μονσινιόρος Λόγκαν».
«Ιώβ».
«Ορίστε;»
«Είναι από τον Ιώβ». Όταν ήταν άρρωστος ο Τζος,
διάβασε δύο φορές το Ευαγγέλιο, προσπαθώντας να
βρει απαντήσεις. «Ο Ιώβ ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρω­
πος, που είχε τα πάντα».
«Και μετά αποφάσισε ο Θεός να τον δοκιμάσει;»
«Ναι». Σκέφτηκε τον Τζος και κούνησε το κεφάλι. Κι
ο Τζος είχε τα πάντα... μέχρι που πήγε στο Βιετνάμ. «Εί­
σαι πανευτυχής, Ιώβ; Κάθισε να σου στείλω μερικές
συμφορές».
«Καταλαβαίνω». Ήταν προφανής ο παραλληλισμός.
202 NORA ROBERTS

«Ναι, είναι λογικό. Ήταν ένας καλός καθολικός, ευτυχι­


σμένος από τη ζωή του».
«Η πίστη του δεν είχε δοκιμαστεί», μουρμούρισε ο
Μπεν.
«Κι όταν έφτασε η στιγμή της δοκιμασίας, απέτυχε».
«Η δοκιμασία πρέπει να είχε κάποια σχέση με τη
Λάουρα». Έδειξε το σημειωματάριο. «Για συνέχισε».
Την άκουσε προσεκτικά, υπενθυμίζοντας στον εαυτό
του πως ήταν αστυνομικός κι όφειλε να παραμερίσει τα
προσωπικά αισθήματα. Όμως το στομάχι του ήταν
σφιγμένο από την αγωνία. Τη νύχτα του φόνου της Άνι
Ρίζονερ, τη νύχτα που πέρασε μαζί του η Τες, ο δολοφό­
νος την περίμενε έξω από το σπίτι της. Ο αστυνομικός
κατάλαβε την προειδοποίηση το ίδιο εύκολα με τη για­
τρό.
«Σ’ έχει στο μάτι».
«Πολύ το φοβάμαι. Τον τραβάω επειδή είμαι ψυχία­
τρος και καταλαβαίνει πως χρειάζεται άμεση βοήθεια.
Επιπλέον μοιάζω φυσιογνωμικά στη Λάουρα». Θυ­
μήθηκε τη σιγανή λαχανιασμένη φωνή κι ανατρίχιασε.
«Ήταν σαν να μιλούσα σε δύο διαφορετικούς ανθρώ­
πους. Ο ένας ήταν απελπισμένος, έκλαιγε και με ικέτευε.
Ο άλλος... ο άλλος ήταν ψυχρός, απρόσιτος, αποφασι­
σμένος».
«Είναι ο ίδιος άνθρωπος —αυτός που στραγγάλισε
τέσσερις γυναίκες». Σηκώθηκε και πήγε στο τηλέφωνο.
«Θα ειδοποιήσω το τμήμα να παγιδεύσουν τα τηλέφωνά
σου, εδώ και στο γραφείο».
«Στο γραφείο; Μπεν, συζητώ συχνά με τους ασθενείς
μου στο τηλέφωνο. Δε σκοπεύω να παραβιάσω το ιατρι­
κό απόρρητο».
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 203

«Να χαρείς, Τες, μη μου δημιουργείς πρόσθετα προ­


βλήματα».
«Πρέπει να καταλάβεις...»
«ΌχιΙ» Την αγριοκοίταξε. «Εσύ να καταλάβεις! Έ ­
χουμε ένα μανιακό δολοφόνο που σ’ έβαλε στο μάτι. Αν
δε δεχτείς να παγιδεΰσω τα τηλέφωνά σου, θα πάρω ά­
δεια από τον εισαγγελέα. Γι’ αυτό σταμάτα να φέρνεις
αντιρρήσεις. Αρχηγέ; Πάρις εδώ. Έχουμε εξελίξεις».

Μέσα σε μια ώρα είχαν τελειώσει όλα. Ήρθαν στο σπί­


τι δύο τεχνικοί της αστυνομίας και παγίδευσαν το τηλέ­
φωνο. Η Τες τους έδωσε το εφεδρικό κλειδί του γραφεί­
ου της κι έφυγαν για κει.
«Αυτό ήταν όλο;» ρώτησε τον Μπεν όταν έμειναν
μόνοι.
«Αυτό. Τώρα θα έπινα ευχαρίστως έναν καφέ».
«Πάω να φτιάξω». Έριξε μια ματιά στη συσκευή πριν
πάει στην κουζίνα. Όταν επέστρεψε με τους καφέδες,
είπε, «Νιώθω εκτεθειμένη γνωρίζοντας πως κάθε φορά
που θα μιλάω στο τηλέφωνο, κάποιος θα παρακολουθεί
τη συζήτησή μου».
«Το κάναμε για να νιώθεις ασφαλής».
«Δεν είμαι σίγουρη ότι θα ξανατηλεφωνήσει.
Κατάλαβε πόσο τρόμαξα. Δεν το χειρίστηκα καλά...»
«Ίσα ίσα που έδειξες αξιοθαύμαστη ψυχραιμία». Ξάφ­
νου φάνταζε τόσο εύθραυστη, τόσο χλομή και τόσο ό­
μορφη συνάμα. «Είσαι κουρασμένη. Πήγαινε να ξαπλώ­
σεις. Εγώ θα πέσω εδώ, στον καναπέ».
«Αστυνομική προστασία;»
«Απλώς μια προσπάθεια σύσφιγξης των σχέσεων α­
στυνομίας και πολίτη».
204 NORA ROBERTS

«Μπεν, χαίρομαι που είσαι εδώ».


«Κι εγώ». Της έπιασε το χέρι.
«Μου έλειψες».
Την κοίταξε στα μάτια. Στην γκαλερί ήταν κομψή,
τυπική, κυρία του εαυτού της. Ήθελε τόσο πολύ να την
αγγίξει που τρόμαζε. Άφησε το χέρι της. «Έχεις καμιά
κουβέρτα να μου δώσεις;»
«Πάω να φέρω».
Όταν έμεινε μόνος ο Μπεν βλαστήμησε σιγανά, ενο­
χλημένος από τις αντιδράσεις του. Την ποθούσε αλλά
ήξερε πόσο επικίνδυνη για την ψυχική ηρεμία του θα
ήταν μια τέτοια σχέση. Είχε γευτεί ήδη τη γλύκα της κι
αν την ξαναδοκίμαζε, κινδύνευε να πάθει αθεράπευτο
εθισμό. Στη ζωή του δεν υπήρχε θέση για μια γυναίκα
σαν την Τες. Ανήκαν σε διαφορετικούς κόσμους, δεν
ταίριαζαν. Κι όμως, δεν μπορούσε να τη βγάλει από το
μυαλό του.
Η Τες γύρισε μ’ ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα κι
έστρωσε τον καναπέ.
«Δε θέλεις να σου ζητήσω συγνώμη;»
«Για ποιο πράγμα».
«Για κείνο το πρωινό, την περασμένη βδομάδα...»
Η Τες είχε ορκιστεί στον εαυτό της να μην αναφέρει το
θέμα, ωστόσο αναρωτιόταν αν θα το θίξει εκείνος.
«Γιατί να μου ζητήσεις συγνώμη;»
«Σου φέρθηκα απότομα. Οι περισσότερες γυναίκες στη
θέση σου θα περίμεναν να πω, “Συγνώμη, είμαι ένα
τέρας”».
«Είσαι;»
«Τι;»
«Τέρας».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 205

Έπρεπε να παραδεχτεί πως τον μανουβράριζε πολύ


έξυπνα. «Δε νομίζω».
«Τότε για τί να πεις κάτι που δεν το πιστεύεις;»
Έσιαξε το μαξιλάρι. «Έτοιμος».
«Εντάξει λοιπόν! Το παραδέχομαι, φέρθηκα σαν
γαϊδούρι».
«Πράγματι», χαμογέλασε η Τες.
«Σε πολλά όμως είχα δίκιο».
«Κι εγώ».
«Πού βρισκόμαστε τώρα;»
Την ίδια απορία είχε κι εκείνη. «Ας ξεχάσουμε ό,τι
έγινε», του πρότεινε φιλικά. «Χάρηκα που ήρθες...» Κι
έριξε μια νευρική ματιά στο τηλέφωνο.
«Μην το σκέφτεσαι άλλο».
«Θα προσπαθήσω. Είναι από τα πράγματα που αν τα
σκέφτεσαι συνέχεια...»
«Κινδυνεύεις να τρελαθείς».
Πλησίασε το γραφείο της κι άρχισε να το συγυρίζει
μηχανικά. «Δεν περίμενα να σε δω απόψε στην γκαλερί.
Βέβαια ο κόσμος είναι μικρός αλλά...» Ξάφνου σκέφτη-
κε κάτι που της είχε διαφύγει τόση ώρα, μέσα στη σύγχυ­
ση και την αγωνία της. «Γιατί ήρθες εδώ; Τι έγινε η
κοπέλα που συνόδευες;»
«Της είπα πως παρουσιάστηκε κάτι επείγον κι έπρεπε
να πάω στο τμήμα. Κατά σύμπτωση, είχα δίκιο. Ο δικός
σου συνοδός τι έγινε;»
«Ο Ντιν; Του είπα πως έχω πονοκέφαλο. Δε μου απά­
ντησες όμως, γιατί ήρθες εδώ;»
Ανασήκωσε τους ώμους κι έπιασε ένα πρεσπαπιέ σε
σχήμα κρυστάλλινης πυραμίδας. «Αξιόλογος άνθρωπος.
Καθηγητής πανεπιστημίου...»
206 NORA ROBERTS

«Ναι». Ένα αίσθημα απροσδόκητης ευχαρίστησης ζέ­


στανε την καρδιά της. «Κι η δίκιά σου όμως, η Τρίξι...
Τρίξι δεν τη λένε;»
«Τρίξι».
«Πολύ χαριτωμένο κορίτσι. Μου άρεσε το τατουάζ
της».
«Ποιο απ’ όλα;»
Η Τες ανασήκωσε το φρύδι. «Σου άρεσε η έκθεση;»
«Τρελαίνομαι για ακριβά κακόγουστα πράγματα. Το
ίδιο κι ο καθηγητής σου. Το κοστουμάκι του ήταν έκτα­
κτο. Πολύ σικ άνθρωπος, με τη χρυσή του καρφίτσα στη
γραβάτα...» Ακούμπησε το πρεσπαπιέ με τόση δύναμη
στο γραφείο που αναπήδησαν τα μολύβια. «Μου ήρθε να
του σπάσω τα μούτρα».
Του άστραψε ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. «Ευχαρι­
στώ».
«Παρακαλώ, τίποτε. Όλες αυτές τις μέρες, δεν μπορώ
να σε βγάλω από το μυαλό μου. Πώς λέγεται η αρρώστια
μου, γιατρέ;»
Αντιμετώπισε μ’ ένα χαμόγελο το θυμωμένο βλέμμα
του. «Κλασική περίπτωση έμμονης ιδέας». Τον πλησίασε
και δεν έπαψε να χαμογελά όταν την έπιασε από τους
ώμους.
«Γελάς μαζί μου».
«Τι να κάνω, αφού είσαι αστείος; Θα σου εξομολογη­
θώ όμως κι εγώ κάτι. Μου έλειψες αφάνταστα όλες αυ­
τές τις μέρες. Και τώρα θα μου πεις γιατί είσαι θυμωμέ­
νος;»
«Όχι». Την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.
«Δε θέλω να κοιμηθώ στον καναπέ», της ψιθύρισε.
«Απόψε δε σ’ αφήνω μόνη».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 207

«Θα μοιραστώ μαζί σου το κρεβάτι μου υπό έναν όρο».


«Ποιον;»
«Ότι θα κάνουμε έρωτα».
Την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του απολαμβάνοντας
την ευωδιά των μαλλιών και της επιδερμίδας της.
«Είσαι σκληρή στα παζάρια, γιατρέ».
κεφάλαιο 11

Ί ην ξύπνησε η ευωδιά τσυ καφέ. Γύρισε από το άλλο


πλευρό και χουζούρεψε απολαμβάνοντας την όμορφη
σπιτική μυρουδιά. Πόσα χρόνια είχε να ξυπνήσει έτσι;
Όταν ζούσε με τον παππού της, στο ψηλοτάβανο σπίτι
με το μεγάλο πλακόστρωτο χολ, τα πρωινά που σηκωνό­
ταν τον έβρισκε στην πρόχειρη τραπεζαρία, να διαβάζει
την εφημερίδα του μ’ ένα πιάτο τηγανητά αβγά μπροστά
του και τον καφέ σερβιρισμένο ήδη.
Η κυρία Μπετ, η οικονόμος, έστρωνε στο τραπέζι το
καθημερινό σερβίτσιο. Στο πορσελάνινο βάζο της προ­
γιαγιάς της υπήρχαν πάντα φρέσκα λουλούδια, νάρκισ­
σοι, τριαντάφυλλα ή κρίνοι, ανάλογα με την εποχή.
Αυτά ήταν τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, τότε
που ο παππούς βρισκόταν στο κέντρο της ζωής της.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 209

Μετά μεγάλωσε, άνοιξε δικό της σπίτι, άρχισε να εργά­


ζεται. Τώρα ο καφές δεν την περίμενε έτοιμος, τον έψηνε
η ίδια κάθε πρωί.
Ευχήθηκε νυσταγμένα να συνεχιστεί το όμορφο νο-
σταλγικό όνειρο. Κι ύστερα θυμήθηκε κι ανακάθισε από­
τομα στο κρεβάτι. Ήταν μόνη. Έσπρωξε τα μαλλιά από
τα μάτια κι άγγιξε τα σεντόνια δίπλα της.
Ο Μπεν πλάγιασε στο κρεβάτι της και τήρησε τη συμ­
φωνία τους. Έκαναν έρωτα με πάθος μέχρι που κοιμή­
θηκαν αποκαμωμένοι. Αυτό που χρειάζονταν κι οι δυο
ήταν ο ένας τον άλλο. Ούτε ερωτήσεις ούτε λόγια, ούτε
αινίγματα ούτε ευθύνες. Μόνο λησμονιά και χαλάρωση.
Όμως τώρα ξημέρωσε κι η ζωή ξανάβρισκε το συνηθι­
σμένο ρυθμό της.
Η Τες σηκώθηκε και φόρεσε το κιμονό που ήταν πετα­
μένο στο πάτωμα. Ήθελε να κάνει ντους αλλά ο καφές
ήταν ακαταμάχητος πειρασμός.
Βρήκε τον Μπεν στην τραπεζαρία, να μελετά ένα χάρ­
τη της πόλης κρατώντας σημειώσεις. «Καλημέρα».
«Γεια», της απάντησε αφηρημένα κι ύστερα χαμογέλα­
σε. «Γεια», επανέλαβε. «Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;»
«Είναι περασμένες εφτά».
«Είναι Κυριακή», της θύμισε και σηκώθηκε. «Πεινάς;»
«Προσφέρεσαι να ετοιμάσεις πρωινό;»
«Είσαι ιδιότροπη στο φαί;»
«Οχι».
«Τότε θα φτιάξω ομελέτα. Εντάξει;»
«Εντάξει». Τον ακολούθησε στην κουζίνα και γέμισε
ένα φλιτζάνι καφέ. Ο Μπεν πρέπει να βρισκόταν στο
δεύτερο ή τρίτο φλιτζάνι γιατί η καφετιέρα κόντευε ν ’
αδειάσει. «Είσαι ώρα ξύπνιος;»
210 NORA ROBERTS

«Αρκετή. Κάθε πότε πηγαίνεις στο σουπερμάρκετ;»


«Όταν αδειάζουν τελείως τα ράφια».
«Καλά το κατάλαβα». Κοίταξε το άδειο σχεδόν ψυγείο
κουνώντας το κεφάλι κι έβγαλε μερικά αβγά κι ένα
μικρό κομμάτι τυρί.
Η Τες άρχισε να σιγοπίνει τον καφέ της παρακολου­
θώντας τον να ετοιμάζει την ομελέτα με σίγουρες επιδέ­
ξιες κινήσεις. Η ίδια δεν τα πήγαινε καλά με τη μαγειρι­
κή, ακόμα κι όταν επρόκειτο για απλά πράγματα όπως
μια ομελέτα.
«Νοστιμότατη», παρατήρησε όταν κάθισαν στο τραπέ­
ζι και δοκίμασε την πρώτη μπουκιά. «Εγώ είμαι άσχετη
από μαγείρεμα. Γι’ αυτό δεν αγοράζω πολλά πράγματα,
για να μην είμαι υποχρεωμένη να μαγειρέψω».
Εκείνος καταβρόχθιζε την ομελέτα με τον ενθουσια­
σμό ανθρώπου που θεωρεί το φαγητό μια από τις μεγα­
λύτερες απολαύσεις της ζωής. «Υποτίθεται πως γίνεται
αυτάρκης όποιος ζει μόνος».
«Πιθανόν. Αλλά μην περιμένεις και θαύματα». Ήξερε
να μαγειρεύει, διατηρούσε νοικοκυρεμένο το διαμέρισμά
του, ήταν άσος στη δουλειά του κι είχε επιτυχίες στις
γυναίκες. Η Τες αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε τώρα περισ­
σότερη νευρικότητα απ’ όση όταν πλάγιασε μαζί του.
Επειδή αυτή δεν ήταν τόσο έμπειρη στους άντρες όσο
αυτός στις γυναίκες. Επειδή δεν είχε συνηθίσει να παίρ­
νει πρωινό με τον εραστή της μετά από μια νύχτα γεμά­
τη πάθος. Έκανε τον πρώτο της δεσμό όταν ήταν φοιτή­
τρια. Κι έσπασε τα μούτρα της. Τώρα ζύγωνε τα τριάντα
κι οι σχέσεις της με τους άντρες ήταν επιδερμικές κι
ανώδυνες —σχέσεις περιστασιακές, ευχάριστες αλλά
ασήμαντες. Μέχρι τώρα.
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 211

«Πάντως εσύ είσαι αυτάρκης».


«Αν σου αρέσει να τρως, πρέπει να μάθεις να μαγει­
ρεύεις». Ανασήκωσε τους ώμους. «Εμένα μου αρέσει να
τρώω».
«Δεν παντρεύτηκες ποτέ;»
«Ορίστε; 'Οχι. Ο γάμος είναι τροχοπέδη».
«Στις ελεύθερες ερωτικές σχέσεις;»
«Και σε αυτές».
«Καταλαβαίνω. Υποθέτω πως ένας άλλος λόγος που...
που δε νοικοκυρεύτηκες, είναι πως πάνω απ’ όλα βάζεις
τη δουλειά σου. Το επάγγελμα του αστυνομικού είναι
απαιτητικό και επικίνδυνο».
«Απαιτητικό σίγουρα. Επικίνδυνο... δε θα το έλεγα.
Τουλάχιστον στο τμήμα ανθρωποκτονιών που εργάζο­
μαι εγώ. Έχει πολλή γραφική και εγκεφαλική δουλειά».
«Επιτελική, σαν να λέμε», μουρμούρισε αλλά θυμήθη­
κε με πόση ευκολία αντιμετώπισε τον οπλισμένο κακο­
ποιό.
«Είμαστε οι “χαρτογιακάδες” της αστυνομίας. Εμφα­
νιζόμαστε στο προσκήνιο μετά τη διάπραξη του εγκλή­
ματος και προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε το παζλ.
Κάνουμε ανακρίσεις και τηλεφωνήματα, συμπληρώνου­
με έντυπα».
«Έτσι απέκτησες την ουλή στον ώμο; Συμπληρώνο­
ντας έντυπα;»
«Σου είπα, είναι παλιά ιστορία».
Η απάντηση δεν ικανοποίησε το αναλυτικό μυαλό της.
«Σε πυροβόλησαν κι ασφαλώς έχεις χρησιμοποιήσει κι
εσύ το όπλο σου».
«Μερικές φορές οι κακοποιοί τσαντίζονται όταν
μπλέκεσαι στα πόδια τους».
212 NORA ROBERTS

«Είναι μια δουλειά που δε σ’ αφήνει ποτέ να πλήξεις».


Κατάλαβε πως δε σκόπευε ν ’ αλλάξει θέμα. «Τες, δεν
είναι όπως στο σινεμά».
«Όχι. Αλλά ούτε και σαν να πουλάς παπούτσια».
«Εντάξει, δεν ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχουν στιγμές
έντασης και δράσης. Στις ανθρωποκτονίες όμως η δου­
λειά είναι βασικά γραφική. Αναφορές, ανακρίσεις, κατα­
νάλωση φαιάς ουσίας. Περνούν βδομάδες, μήνες, χρόνια
σκληρής πνευματικής εργασίας, ακόμα και ανίας».
«Δηλαδή, καλώς εχόντων των πραγμάτων, δε χρειάζε­
ται να χρησιμοποιήσεις το όπλο σου».
Δεν της απάντησε αμέσως. Δεν του άρεσε η πορεία που
έπαιρνε η συζήτηση. «Τες, πού το πας;»
«Προσπαθώ να σε καταλάβω. Περάσαμε μαζί δύο
νύχτες. Θα ήθελα να ξέρω με ποιον κοιμάμαι».
«Λέγομαι Μπέντζαμιν Τζέιμς Μάθιου Πάρις, τον Αύ­
γουστο κλείνω τα τριάντα πέντε, είμαι άγαμος, έχω ύ­
φος ένα κι ογδόντα εφτά και βάρος εβδομήντα οχτώ κι­
λά».
Η Τες στήριξε τους αγκώνες στο τραπέζι κι ακούμπησε
το πιγούνι στις χούφτες. «Δε σου αρέσει να μιλάς για τη
δουλειά σου».
«Τι να πω; Μια δουλειά είναι κι αυτή».
«Δε νομίζω. Ειδικά εσύ δεν τη βλέπεις σαν μια απλή
δουλειά. Αλλο το υπηρεσιακό περίστροφο κι άλλο ο
χαρτοφύλακας».
«Οι χαρτοφύλακες δε ρίχνουν σφαίρες».
«Αυτό λέω κι εγώ».
«Ποιος αστυνομικός βγαίνει στη σύνταξη χωρίς να
έχει πυροβολήσει ούτε μια φορά;»
«Καταλαβαίνω. Εγώ, ως γιατρός, ασχολούμαι με τ ’
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 213

αποτελέσματα των πυροβολισμών. Με τον πόνο των


οικείων, με το σοκ του θάματος».
«Δεν πυροβόλησα ποτέ θύμα», της είπε απότομα.
Ίσως προτιμούσε να προσποιείται, ακόμα και στον
εαυτό του, ότι η βία στη δουλειά του ήταν περιστασιακή
και, λίγο πολύ, φυσιολογική. Αυτοί που πυροβολούσε
εν ώρα καθήκοντος ήταν καταχωρημένοι στο μυαλό του
στην κατηγορία των «κακών». Ωστόσο η Τες ήταν
σίγουρη πως δεν του έλειπε η ανθρωπιά, πως έχανε τον
ύπνο του όταν αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει το όπλο
του.
«Όταν πυροβολείς σε αυτοάμυνα, είναι όπως στον
πόλεμο, που ο εχθρός δεν είναι άνθρωπος αλλά μάλλον
ένα σύμβολο;» τον ρώτησε.
«Εκείνη τη στιγμή δε σκέφτεσαι τίποτε».
«Πώς γίνεται;»
«Ακου που σου λέω. Μιλάω εκ πείρας».
«Ωστόσο, όταν το καλούν οι συνθήκες να πυροβολή­
σεις, προσπαθείς να πληγώσεις απλώς τον εχθρό».
«Όχι. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τέτοιες λεπτομέ­
ρειες. Εκείνη τη στιγμή παίζεται η ζωή σου, η ζωή άλλων
αστυνομικών, η ζωή αθώων πολιτών. Είναι άσπρο και
μαύρο, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες αποχρώσεις».
Είχαν τελειώσει το φαγητό τους. Ο Μπεν σηκώθηκε
και μάζεψε τα πιάτα. Η Τες δεν τον ρώτησε αν είχε σκο­
τώσει. Της το είχε πει ήδη.
Η κοπέλα κοίταξε αφηρημένα τις σημειώσεις του. Ναι,
για τον Μπεν δεν υπήρχαν ενδιάμεσες αποχρώσεις. Ο
άντρας που καταζητούσαν ήταν φονιάς. Η πνευματική
του κατάσταση, τα συναισθήματά του, η ψυχή του η ίδια
δεν είχαν καμιά σημασία για τον Μπεν.
214 NORA ROBERTS

«Αυτά τα χαρτιά... Μήπως μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;»


«'Οχι, είναι η πνευματική εργασία που σου έλεγα».
«Είμαι εξπέρ στην πνευματική εργασία».
«Θα δούμε... θα το συζητήσουμε αργότερα. Τώρα έχω
μια άλλη δουλειά. Πρέπει να πάω στη λειτουργία».
«Λειτουργία;»
Χαμογέλασε με την έκφρασή της. «Πιστεύουμε ότι ο
άνθρωπός μας θα παρουσιαστεί σήμερα σε μια από αυ­
τές τις δύο εκκλησίες. Καλύπτουμε τις λειτουργίες από
τις εξίμισι το πρωί. Εγώ θα παρακολουθήσω τις λει­
τουργίες των εννιά, των δέκα και των έντεκα».
«Θα έρθω μαζί σου. 'Οχι, δε θέλω αντιρρήσεις», πρό-
σθεσε πριν προλάβει ο Μπεν ν ’ ανοίξει το στόμα του.
«Μπορώ να βοηθήσω. Αναγνωρίζω τα συμπτώματα».
Ο Μπεν ήθελε να την πάρει μαζί του αλλά δεν την έ­
βγαλε από την πλάνη της. Προτίμησε να την αφήσει να
νομίζει πως υποχώρησε στις πιέσεις της.

Στην εκκλησία πλανιόταν το χαρακτηριστικό άρωμα


του λιβανιού και των κεριών. Στη λειτουργία των εννιά
τα μισά στασίδια ήταν άδεια. Από τα βιτρό έμπαινε ένα
γλυκό πολύχρωμο φως. Πάνω από την αγία τράπεζα
κρεμόταν ο Εσταυρωμένος.
Ο Ρόντρικ επιτηρούσε το μπροστινό τμήμα της εκκλη­
σίας και ο Πιλομέντο το μεσαίο. Ο Μπεν κι η Τες κάθι­
σαν στην τελευταία σειρά και περιεργάστηκαν το εκκλη­
σίασμα. Υπήρχαν μερικές μοναχικές γυναίκες, αρκετοί
πιστοί που ήρθαν οικογενειακώς, δυο κορίτσια με τα
κυριακάτικα φουστάνια τους, ένα αγοράκι γονατισμένο
ανάμεσα στα στασίδια, που έπαιζε μ’ ένα αυτοκινητάκι,
ένας γέροντας με το μπαστούνι του.
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟΘΥΜ Α 215

Ο Μπεν εντόπισε τρεις μοναχικούς άντρες. Ο ένας


ήταν γονατιστός, με κουμπωμένο το μαύρο παλτό του
μολονότι μέσα στην εκκλησία έκανε ζέστη. Ένας άλλος
ξεφύλλιζε τη σύνοψη. Ο τρίτος καθόταν ασάλευτος στην
πρώτη σειρά.
Ο Μπεν και η Τες άκουσαν μια κίνηση κοντά τους. Γύ­
ρισαν κι είδαν τον Λόγκαν, που κάθισε δίπλα στην Τες
και της χάιδεψε φιλικά το χέρι. «Σκέφτηκα να έρθω κι
εγώ». Ήταν βραχνός, κρυωμένος μάλλον.
«Καλά κάνατε, μονσινιόρ», ψιθύρισε η κοπέλα.
Ο Λόγκαν έριξε μια ματιά στη μισογεμάτη εκκλησία
και στράφηκε στον Μπεν. «Αν σταθούμε τυχεροί, ίσως
μπορέσω να βοηθήσω. Στο κάτω κάτω, βρίσκομαι εντός
έδρας».
Ο Μπεν έγνεψε καταφατικά. Ήταν η πρώτη φορά που
τον έβλεπε με το λευκό κολάρο του κληρικού. Πάνω
στην ώρα μπήκε ο ιερέας και το εκκλησίασμα σηκώθηκε.
Αρχισε η λειτουργία.
Ο Μπεν κοιτούσε γύρω του χωρίς να δίνει ιδιαίτερη
σημασία στα λόγια του ιερέα. Τα είχε ακούσει τόσες
φορές... Ο άντρας με το μαύρο παλτό ήταν κουλουρια-
σμένος στη θέση του. Κάποιος φύσηξε δυνατά τη μύτη
του.

«Κύριε, ελέησον», είπε ο ιερέας με τη μονότονη φωνή


του.
Ένιωθε το λευκό πετραχήλι δροσερό πάνω στο δέρμα
του, στο σημείο της καρδιάς. «Κύριε, ελέησον», επανέ­
λαβε.
Σηκώθηκαν όλοι για την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Ο
ιερέας διάβασε από το Κατά Ματθαίον. «Προσέχετε δε
216 NORA ROBERTS

από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με


ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπα-
γες».
Αυτό δεν του είχε πει κι η Φωνή; Το κεφάλι του άρχισε
να γυρίζει, το αίμα να σφυροκοπά. Ναι, έπρεπε να προσέ­
ξει. Δε θα τον καταλάβαιναν, δε θα τον άφηναν να συ­
νεχίσει. Κι η γιατρίνα, η δόκτωρ Κουρτ, που παρίστανε
ότι τον καταλαβαίνει, το μόνο που ήθελε ήταν να τον
κλείσει μέσα, για να μην ολοκληρώσει την αποστολή του.
Τα ήξερε αυτά τα μέρη, με τους άσπρους τοίχους, τις
λευκοντυμένες νοσοκόμες με τα βαριεστημένα πρόσωπα.
Εκεί πέρασε η μητέρα του τα τελευταία χρόνια της ζωής
της.
«Πρόσεχε τη Λάουρα. Έχει στο αίμα της την αμαρτία,
μπήκε μέσα της ο διάβολος». Το πρόσωπο της μητέρας
του ήταν πελιδνό, χλομά τα μάγουλά της. Όμως τα μαύ­
ρα μάτια της έλαμπαν. «Είσαστε δίδυμοι. Αν απωλέσει
την ψυχή της, θ’ απωλέσεις κι εσύ τη δική σου. Πρόσεχε
τη Λάουρα».
Η Λάουρα όμως ήταν ήδη νεκρή.
Ακούσε τα τελευταία λόγια του Ευαγγελίου. «Δεν θέ­
λει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων
προς εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο πράττων το θέλημα του
Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς».
Έσκυψε το κεφάλι. «Δοξασμένος ο Κύριος».

Αρχισε το κήρυγμα.
«Μπεν;»
«Ναι».
«Κοίτα αυτό τον άντρα», του ψιθύρισε η Τες. «Αυτόν
με το μαύρο παλτό».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 217

«Τον πρόσεξα κι εγώ».


«Κλαίει».
Το εκκλησίασμα σηκώθηκε για το «Πιστεύω». Ο ά­
ντρας με το μαύρο παλτό όμως συνέχισε να κάθεται,
κλαίγοντας σιγανά. Πριν τελειώσει η προσευχή, σηκώθη­
κε και βγήκε βιαστικά από την εκκλησία.
«Περίμενε εδώ», πρόσταξε ο Μπεν κι έσπευσε να τον
ακολουθήσει. Η Τες έκανε μια κίνηση να σηκωθεί αλλά ο
Λόγκαν την έπιασε από το χέρι.
«Κάθισε, Τες. Ξέρει τη δουλειά του».
Αργησε να επιστρέφει κι η κοπέλα περίμενε με αγωνία,
ομολογώντας για πρώτη φορά στον εαυτό της ότι φοβό­
ταν.
Όταν γύρισε, η έκφρασή του ήταν σκυθρωπή. Έσκυψε
και σκούντησε στον ώμο τον Λόγκαν. «Έρχεσαι έξω μια
στιγμή;»
Ο Λόγκαν υπάκουσε χωρίς ερωτήσεις. Η Τες πήρε βα­
θιά ανάσα και τους ακολούθησε στα προπύλαια του να­
ού.
«Κάθεται εκεί, στα σκαλοπάτια», είπε ο Μπεν. «Έχα­
σε τη γυναίκα του την περασμένη βδομάδα. Από λευχαι­
μία. Περνάει δύσκολες στιγμές...»
«Κατάλαβα», είπε ο Λόγκαν. «Θα τον αναλάβω εγώ.
Ειδοποιήστε με αν έχουμε νεότερα». Χαμογέλασε στην
Τες και της έσφιξε το χέρι. «Χάρηκα που σε είδα».
«Αντίο, μονσινιόρ».
Ο Λόγκαν πλησίασε τον άντρα με το μαύρο παλτό κι ο
Μπεν με την Τες επέστρεψαν σιωπηλοί στην εκκλησία.
Είχε αρχίσει η θεία κοινωνία.
Οι πιστοί πλησίαζαν γεμάτοι σεβασμό να μεταλάβουν.
Η θυσία του Υιού του ανθρώπου, σκέφτηκε η Τες. Θεός
218 NORA ROBERTS

του δολοφόνου ήταν αυτός της Παλαιός Διαθήκης, άτε­


γκτος, σκληρός, δικασμένος για εκδίκηση. Ο Θεός του
Κατακλυσμού, ο Θεός που κατέστρεψε τα Σόδομα και
τα Γόμορα.
'Επιασε το χέρι του Μπεν. «Μου φαίνεται πως παίρνει
δυνάμεις εδώ».
«Τι;»
Κούνησε το κεφάλι, μη ξέροντας πώς να το εξηγήσει.
«Ο συμβολισμός της θυσίας του αθώου αμνού, ενδυνα­
μώνει στο νοσηρό μυαλό του την πίστη σε αυτό που
κάνει. Του δίνει δύναμη, κουράγιο».
«Θα μεταλάβει;» ρώτησε ψιθυριστά ο Μπεν.
«Δεν ξέρω». Α νατρίχιασε. «Νομίζω ότι το έχει
ανάγκη».
Ο άντρας που ξεφύλλιζε τη σύνοψη σηκώθηκε και στά­
θηκε στη σειρά να μεταλάβει. Ο άλλος μοναχικός άντρας
που παρακολουθούσε ο Μπεν, βρισκόταν στη θέση του,
με το κεφάλι σκυφτό σαν να λαγοκοιμόταν.
Υπήρχε ένας ακόμα που φούντωνε έντονη μέσα του η
ανάγκη να σηκωθεί, να δεχτεί τη θεία μετάληψη που θα
εξάγνιζε τις αμαρτίες του.
«Γεννήθηκες στην αμαρτία», του έλεγε η μητέρα του.
«Γεννήθηκες αμαρτωλός και ανάξιος. Είναι η τιμωρία
σου, η δίκαια τιμωρία. Σε όλη σου τη ζωή θ’ αμαρτάνεις.
Κι αν πεθάνεις αμαρτωλός, θα καταδικαστεί αιώνια η
•ψυχή σου».
«Για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου, χρειάζεται
έμπρακτη μετάνοια», τον προειδοποιούσε ο πάτερ
Μουρ. «Ο Θεός απαιτεί έμπρακτη μετάνοια».
Γι’ αυτό κι εκείνος επανέφερε στο δρόμο του Θεού
τέσσερις απωλεσθείσες ψυχές. Τέσσερις ψυχές για τη μία
Τ ο ΕΠ Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 219

της Λάουρα. Η φωνή ζητούσε άλλες δύο για να ολοκλη­


ρωθεί η πληρωμή.
«Δε θέλω να πεθάνω», φώναζε η Λάουρα στο παραλή­
ρημά της, σφίγγοντάς του τα χέρια. «Δε θέλω να πάω
στην κόλαση. Κάνε κάτι, σε ικετεύω, κάνε κάτι».
Ήθελε να βουλώσει τ’ αυτιά του, να γονατίσει μπρο­
στά στην Αγία Τράπεζα. Πρώτα όμως έπρεπε να ολοκλη­
ρώσει την αποστολή του.
«Ο Θεός μαζί σας», είπε ο ιερέας.
«Et cum spiri tutuo», μουρμούρισε.

Ο κρύος αέρας αναζωογόνησε την Τες μετά από τρεις


ώρες λειτουργίας. Οι πιστοί έφευγαν με τ ’ αυτοκίνητά
τους κι εκείνη είχε την παράξενη αίσθηση πως ο δολο­
φόνος, όλη αυτή την ώρα, βρισκόταν κάπου κοντά.
Έπιασε αγκαζέ τον Μπεν. «Τώρα τι κάνουμε;»
«Εγώ θα πάω στο τμήμα, να πάρω μερικά τηλεφωνή­
ματα. Α, να ο Ρόντρικ».
Ο Ρόντρικ κατέβηκε τα σκαλοπάτια, έγνεψε στην Τες,
έβγαλε το μαντίλι του και φταρνίστηκε τρεις φορές απα­
νωτά. «Συγνώμη».
«Τα χάλια σου έχεις», σχολίασε ο Μπεν ανάβοντας
τσιγάρο.
«Ευχαριστώ. Ο Πιλομέντο τσεκάρει τον αριθμό ενός
αυτοκινήτου. Ένας τύπος μπροστά του παραμιλούσε
όλη την ώρα της λειτουργίας». Σκούπισε τη μύτη του κι
έκρυψε το μαντίλι. «Δεν ήξερα πως θα έρθετε κι εσείς,
δόκτωρ Κουρτ».
«Σκέφτηκα ότι ίσως μπορέσω να βοηθήσω». Τα μάτια
του ήταν κόκκινα και κάθε τόσο έβηχε. «Πήγατε στο για­
τρό;»
220 NORA ROBERTS

«Δεν ευκαιρώ».
«Το μισό τμήμα είναι κρεβατωμένο με γρίπη», είπε ο
Μπεν. «Ο Εντ απειλεί ότι θα φορέσει αντιασφυξιογόνα
μάσκα να μην κολλήσει».
«Στο τμήμα πας;» ρώτησε ο Ρόντρικ.
«Ναι, να πάρω ορισμένα τηλεφωνήματα. Κάνε μου μια
χάρη. Πήγαινε σπίτι σου, πιες κάνα ζεστό, πάρε αντιβίω­
ση. Το γραφείο σου είναι δίπλα στο δικό μου».
«Έχω να γράψω την αναφορά».
«Στο διάβολο η αναφορά», βλαστήμησε ο Μπεν και
δαγκώθηκε. Β ρίσκονταν μπροστά στην εκκλησία.
«Κάθισε στο σπιτάκι σου κάνα δυο μέρες, Λου».
«Θα δούμε. Ειδοποίησέ με αν έχει βρει τίποτε ο Εντ».
«Εντάξει. Και περαστικά».
«Να πάτε στο γιατρό», πρόσθεσε η Τες.
Ο Ρόντρικ τους χαμογέλασε κακόκεφα κι απομακρύνθηκε.
«Αν δεν προσέξει, θα του το γυρίσει σε πνευμονία»,
σχολίασε η κοπέλα αλλά το μυαλό του Μπεν πετούσε
ήδη αλλού. «Αφού έχεις δουλειά στο τμήμα, να πάρω
ένα ταξί...»
«Ορίστε;»
«Για να μη σε καθυστερήσω, θα γυρίσω σπίτι με ταξί».
«Με βαρέθηκες;»
«Όχι». Και για να το αποδείξει, του έδωσε ένα πετα­
χτό φιλί. «Απλώς ξέρω πως έχεις δουλειά».
«Τότε έλα μαζί μου». Δεν ήθελε να την αποχωριστεί.
«Μόλις τελειώσω, θα γυρίσουμε σπίτι σου...» Έσκυψε
και της ανταπέδωσε το φιλί.
«Μπεν, δε γίνεται να κάνουμε συνεχώς έρωτα».
Την αγκάλιασε από τη μέση και την οδήγησε στο αυτο­
κίνητό του. «Ποιος το λέει;»
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 221

«Εγώ, η γιατρός. Για λόγους βιολογικούς».


«Δηλαδή;» Ανοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
«Πεινάω».
«Α». Μπήκαν στο αυτοκίνητο. «Τότε να κάνουμε μια
στάση να ψωνίσεις για να μαγειρέψεις».
«Εγώ;»
«Εγώ ετοίμασα το πρωινό».
Της άρεσε η ιδέα μιας ήσυχης Κυριακής στο σπίτι.
«Εντάξει. Ελπίζω να σου αρέσουν τα σάντουιτς με τυ­
ρί».
Έσκυψε προς το μέρος της έτσι που τα χείλη του ν ’
αγγίζουν σχεδόν τα δικά της. «Και μετά θα σου δείξω τι
κάνει ο κόσμος τα κυριακάτικα απογεύματα».
Η Τες μισόκλεισε τα μάτια. «Τι;»
«Πίνει μπίρα και παρακολουθεί ποδόσφαιρο στην
τηλεόραση». Τη φίλησε κι όταν ελευθέρωσε τα χείλη της,
η Τες γέλασε.
Τους είδε να φεύγουν μαζί. Την είχε δει και στην εκ­
κλησία. Την εκκλησία του. Στην αρχή τα έχασε. Μετά
κατάλαβε πως την είχε οδηγήσει εκεί ο Κύριος.
Αυτή θα ήταν η τελευταία. Η τελευταία πριν από τον
ίδιο.
κεφάλαιο 12

Β ρ ή κ α σπίτι». Ο Εντ καθόταν στο γραφείο του κι


έγραφε με τα δύο δάχτυλα στη γραφομηχανή.
«Αλήθεια;» Ο Μπεν είχε απλωμένο στο δικό του ένα
χάρτη της πόλης κι ένωνε με γραμμές τα σημεία όπου
είχαν γίνει οι φόνοι.
Κάποιος άνοιξε το ψυγείο κι άρχισε να φωνάζει πως
του έκλεψαν την πορτοκαλάδα του. Κανείς δεν του έδω­
σε σημασία. Το προσωπικό του τμήματος είχε μειωθεί
δραστικά από τη γρίπη και μια δολοφονία στο πανεπι­
στήμιο του Τζόρτζταουν. Ο Μπεν, πριν σηκώσει το
κεφάλι, έβαλε σ’ έναν κύκλο το τετράγωνο που έμενε η
Τες.
«Πότε μετακομίζεις;»
«Εξαρτάται από το πότε θα γίνουν τα συμβόλαια».
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ 223

«Ποια συμβόλαια;»
«Το πωλητήριο. Στην ευχή, πάλι λάθος έκανα».
«Ποιο πωλητήριο;» Του έπεσε το μολύβι. «Δηλαδή...
το αγοράζεις;»
«Ακριβώς». Ο Εντ πέρασε το λάθος με μπλάνκο και
φύσηξε να στεγνώσει. Πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένα
αντισηπτικό σπρέι. Όποτε περνούσε κάνας γριπιασμέ-
νος, ψέκαζε. «Εσύ μου έβαλες την ιδέα».
«Ναι αλλά το έλεγα... Σοβαρολογείς;» Για να καλύψει
τα ίχνη του, έριξε μερικά χαρτιά στον κάλαθο των αχρή­
στων, σκεπάζοντας το άδειο μπουκάλι της πορτοκαλά­
δας. «Με το μισθό μας, ούτε αχούρι δεν αγοράζεις».
«Υπάρχουν κι άνθρωποι οικονόμοι. Θα επενδύσω το
κεφάλαιό μου».
«Κεφάλαιο;» κάγχασε. «Ώρες είναι να μας πεις πως
παίζεις και στο χρηματιστήριο!»
«Παράξενο σου φαίνεται; Αν θες να ξέρεις, έχω και
κάτι λίγες μετοχές».
Ο Μπεν τον άκουγε εμβρόντητος. «Πού είναι το σπί­
τι;» ρώτησε τέλος.
«Έχεις λίγο χρόνο; Πάμε να σου το δείξω, είναι δω
κοντά».
Δεν άργησαν να φτάσουν. Η γειτονιά βρισκόταν στις
παρυφές του Τζόρτζταουν. Σταμάτησαν σ’ ένα μελαγχο­
λικό δρόμο με παλιές μονοκατοικίες κι αφρόντιστες
πρασιές.
«Φτάσαμε».
Ο Μπεν κοίταξε επιφυλακτικά και, προς τιμή του, δε
βόγκηξε.
Το σπίτι ήταν ένα τριώροφο με στενή πρόσοψη. Δύο
παράθυρα ήταν στερεωμένα με καρφωμένες σανίδες.
224 NORA ROBERTS

Κάποιος είχε γράψει αισχρολογίες στα ξεθωριασμένα


τούβλα της πρόσοψης.
«Καλό, ε;»
«Δεν έχει υδρορροές».
«Το ξέρω».
«Τα μισά παντζούρια είναι ξεχαρβαλωμένα».
«Σκέφτομαι ν ’ αντικαταστήσω μερικά με διπλό
τζάμι».
«Η στέγη έχει να επισκευαστεί από την ποτοαπαγόρευ­
ση».
«Αυτό διορθώνεται».
«Πάμε να το δούμε κι από μέσα».
«Δεν έχω κλειδί».
«Χριστέ μου». Ο Μπεν ανέβηκε τα ραγισμένα σκαλο­
πάτια κι έβγαλε μια πιστωτικέ ιάρτα από το πορτοφόλι
του. Η σαραβαλιασμένη κλειδαριά υποχώρησε στο πρώ­
το άγγιγμα. «Έτσι μου' ρχεται να διαβώ το κατώφλι
κρατώντας σε στα μπράτσα μου».
«Κρυάδες».
Το χολ ήταν γεμάτο αράχνες και περιττώματα τρωκτι­
κών. Η ταπετσαρία ήταν τόσο παλιά που δε διακρινόταν
το αρχικό της σχέδιο. Μια καλοθρεμμένη κατσαρίδα
περπατούσε στον τοίχο. «Πότε κατεβαίνει από τη σκάλα
ο Κρίστοφερ Λι;»
«Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα καλό καθάρισμα».
«Και απολύμανση. Από αρουραίους πώς πάμε;»
«Στο υπόγειο θα έχει σίγουρα», είπε αδιάφορα ο Εντ
και προχώρησε στο χώρο που κάποτε υπήρξε ένα όμορ­
φο, μακρόστενο, ψηλοτάβανο σαλόνι. Τα μεγάλα παρά­
θυρα τώρα ήταν καρφωμένα με σανίδες. Από το τζάκι
κάποιος είχε ξηλώσει το ράφι. Τα πατώματα, που τα
Τ ο ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 225

κάλυπτε ένα παχύ στρώμα σκόνης, θα μπορούσαν να


είναι δρύινα.
«Εντ, αυτό το σπίτι...» .
«Έχει φανταστικές δυνατότητες. Στην κουζίνα υπάρ­
χει χτιστός φούρνος. Έχεις δοκιμάσει ζεστό ζυμωτό
"ψωμί;»
«Μη μου πεις πως θ ’ αγοράσεις σπίτι για να ζυμώ­
νεις!» Ο Μπεν επέστρεψε στο χολ, σκυφτός, αναζητώ­
ντας σημάδια ζωής στο πάτωμα. «Θεούλη μου, κοίτα μια
τρυπάρα στο ταβάνι».
«Την έχω πρώτη στον κατάλογο», αποκρίθηκε ο Εντ.
«Εδώ δε μιλάμε γ ι’ απλό κατάλογο αλλά για έργο
ζωής!» Καθώς στέκονταν δίπλα δίπλα με τα μάτια υψω­
μένα στην τρύπα, μια πελώρια αράχνη προσγειώθηκε
μπροστά στα πόδια τους. Ο Μπεν την κλότσησε αηδια­
σμένος. «Πες μου ότι δε θα το αγοράσεις. Πες μου ότι
μου κάνεις φάρσα».
«Στη ζωή μας έρχεται μια στιγμή που νιώθουμε την
ανάγκη να νοικοκυρευτούμε».
«Θα... θα παντρευτείς κιόλας;» έφριξε ο Μπεν.
«Θέλουμε ένα σπίτι δικό μας», συνέχισε απτόητος ο
Εντ, «με τζάκι κι ένα μικρό κήπο. Σκέφτομαι ν ’ ανακαι­
νίζω ένα ένα τα δωμάτια».
«Θεού θέλοντος, θα τελειώσεις σε πενήντα χρόνια».
«Δεν έχω τίποτε καλύτερο να κάνω. Πάμε πάνω;»
Ο Μπεν κοίταξε την τρύπα στο ταβάνι. « Οχι, την αγα­
πάω τη ζωούλα μου. Πόσο;» ρώτησε ανέκφραστα.
«Εβδομήντα πέντε».
«Εβδομήντα πέντε; Χιλιάδες;»
«Τα ακίνητα είναι ακριβά στο Τζόρτζταουν».
«Ποιο Τζόρτζταουν, βρε όρνιο;» Σε μια γωνιά κινήθη­
226 NORA ROBERTS

κε κάτι σαφώς μεγαλύτερο από αράχνη κι ο Μπεν έφερε


ενστικτωδώς το χέρι στο όπλο. «Σ’ το λέω, αν είναι
αρουραίος, θα του ρίξω!»
«Ένα αθώο ποντικάκι», τον καθησύχασε με πατρικό
ύφος ο Εντ. «Αρουραίοι υπάρχουν μόνο στο υπόγειο
και τη σοφίτα».
«Πού το ξέρεις; Το γράφει το συμβόλαιο; Άκου, αγόρι
μου, οι μεσίτες κι οι εργολάβοι παραποιούν τα όρια και
αποκαλούν Τζορτζτάουν αυτό το μέρος, για να χρεώ­
νουν εβδομήντα πέντε χιλιάδες δολάρια κάτι κορόιδα
σαν εσένα».
«Εγώ δίνω εβδομήντα, ούτε δεκάρα παραπάνω».
«Αμ, έτσι πες μου! Εβδομήντα!» σάρκασε ο Μπεν.
Έκανε εκνευρισμένος μερικά βήματα κι έπεσε πάνω σ’
έναν πυκνό ιστό αράχνης. Τον τίναξε από πάνω του
βλαστημώντας. «Εντ, φταίνε οι λιόσποροι. Φάε, βρε
αδερφέ, και λίγο κρέας».
«Παρά την γκρίνια σου χαίρομαι γιατί ξέρω ότι τα λες
από ενδιαφέρον». Χαμογέλασε πανευτυχής και πήγε
στην κουζίνα.
«Δεν πα να κόψεις το λαιμό σου», γρύλισε ο Μπεν
ακολουθώντας τον. «Εντάξει, από ενδιαφέρον τα λέω...»
«Να κι ο κήπος», τον έκοψε ο Εντ δείχνοντας από το
παράθυρο. «Θα φυτέψω βασιλικό, δεντρολίβανο, λεβά­
ντα...»
Ο Μπεν είδε έναν απίστευτα μικρό χώρο, πνιγμένο στ’
αγριόχορτα. «Δεν άντεξες την πολλή δουλειά. Αυτή η
υπόθεση μας έχει τρελάνει όλους. Εντ, σκέψου, αγόρι
μου: Αρουραίοι. Τερμίτες. Ζωύφια. Παράσιτα».
«Σε λίγο κλείνω τα τριάντα έξι».
«Και λοιπόν;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 227

«Ποτέ δεν είχα δικό μου σπίτι».


«Διάβολε, ένα σωρό κόσμος κλείνει τα τριάντα έξι.
Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει οπωσδήποτε ν ’ αγοράσει
σπίτι».
«Ποτέ δεν είχα δικό μου σπίτι. Ακόμα κι όταν ζούσα
με τους γονείς μου, μέναμε σε νοικιασμένα διαμερίσμα­
τα».
Η κουζίνα βρομούσε κι έζεχνε αλλά ο Μπεν δεν είπε
τίποτε.
«Έχει και σοφίτα. Ξέρεις, απ’ αυτές που βλέπουμε στο
σινεμά, με σεντούκια και παλιά έπιπλα και αλλόκοτα
καπέλα. Μου αρέσει. Θ’ αρχίσω από την κουζίνα».
«Ο καλύτερος τρόπος να βγάλεις την παλιά ταπετσα­
ρία είναι ο ατμός».
«Ο ατμός;»
«Ναι». Ο Μπεν άναψε τσιγάρο και χαμογέλασε. «Κά­
ποτε τα είχα με μια κοπέλα που δούλευε σε χρωματοπω­
λείο. Να δεις πώς την έλεγαν... Μάρλι, ναι, Μάρλι. Θα
μας κάνει σίγουρα έκπτωση».
«Μήπως τα είχες με καμιά που δούλευε σε αποθήκη
ξυλείας;»
«Θα το ελέγξω. Έλα, πάμε, πρέπει να κάνω ένα τηλε­
φώνημα».
Σταμάτησαν στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο που βρή­
καν στο δρόμο τους. Ο Μπεν πήρε την Τες στο ιατρείο
της.
«Τη δόκτορα Κουρτ, παρακαλώ. Ντετέκτιβ Πάρις».
«Μισό λεπτό, σας συνδέω».
Μετά από σύντομη αναμονή, ακούστηκε ένα κλικ κι ύ­
στερα η φωνή της Τες. «Μπεν;»
«Τι κάνεις, γιατρέ;»
228 NORA ROBERTS

«Μια χαρά. Ετοιμάζομαι να φύγω για την κλινική».


«Τι ώρα τελειώνεις από κει;»
«Συνήθως πεντέμισι με έξι».
Κοίταξε το ρολόι του κι αναπροσάρμοσε το πρόγραμ­
μά του. «Καλά, θα περάσω να σε πάρω».
«Μπεν, δε χρειάζεται...»
«Είπα θα περάσω. Ποιον έχεις σήμερα;»
«Παρντόν;»
«Ποιος προσέχει το γραφείο σου», εξήγησε ο Μπεν.
«Α, ο υπαστυνόμος Μπίλινγκς».
«Ωραία. Πες του να σε πάει αυτός στην κλινική».
Ακολούθησε σιωπή. Ο Μπεν κατάλαβε πως η Τες νεύ­
ριασε και χαμογέλασε. «Δε βλέπω κανένα λόγο να μην
πάω με το αυτοκίνητό μου, όπως κάνω εδώ και κάμπο-
σα χρόνια».
«Εσύ μπορεί να μη βλέπεις αλλά εγώ έχω ουκ ολίγους.
Κι όπως είπαμε, στις έξι».
Έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να του φέρει
άλλες αντιρρήσεις.

Η Τες απέμεινε κάμποση ώρα να κοιτά το ακουστικό,


πριν το βάλει στη θέση του. Πάνω στην ώρα την ειδοποί­
ησε η Κέιτ πως είχε κι άλλο τηλεφώνημα, στη γραμμή
δύο. «Δε δίνει όνομα».
Κατάλαβε αμέσως και σφίχτηκε το στομάχι της.
«Εντάξει, θα το πάρω». Το χέρι της δεν έτρεμε όταν
πάτησε το κουμπί. «Εμπρός. Δόκτωρ Κουρτ».
«Σε είδα στην εκκλησία. Ήρθες».
«Ναι». Θυμήθηκε τις οδηγίες της αστυνομίας: Προσπά­
θησε να τον κρατήσεις στη γραμμή όσο πιο πολύ μπορείς.
«Ήρθα να σε δω, να συζητήσουμε. Πώς αισθάνεσαι;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 229

«Ήρθες, είδες, κατάλαβες».


«Τι κατάλαβα;»
«Το μεγαλείο Του». Η φωνή του ήταν ήρεμη, γεμάτη
πίστη και βεβαιότητα. «Οι θυσίες που μας ζητά είναι α­
σήμαντες μπροστά στις ανταμοιβές της υπακοής. Χαί­
ρομαι που ήρθες γιατί κατάλαβες. Εγώ είχα αμφιβο­
λίες».
«Τι είδους;»
«Για την αποστολή μου». Η φωνή του έγινε ένας "ψίθυ­
ρος. «Τώρα όμως διαλύθηκαν όλες».
«Πού είναι η Λάουρα;» ρώτησε η Τες.
«Η Λάουρα υποφέρει στο καθαρτήριο, μέχρι να τη
σώσω», είπε με πόνο ψυχής. «Δεν έχει κανέναν άλλο να
τη βοηθήσει εκτός από μένα και την Παναγία».
Η Τες βεβαιώθηκε ότι η Λάουρα ήταν νεκρή. «Θα πρέ­
πει να την αγαπούσες πάρα πολύ».
«Ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχα. Οι ψυχές μας ενώθη­
καν πριν γεννηθούμε κι όταν τη σώσω, θα ενωθούν και
μετά θάνατο. Ήρθες... κατάλαβες... Η ι,υχή σου θα ενω­
θεί με τις άλλες. Θα σε σώσω στο όνομα του Κυρίου».
«Δεν πρέπει να ξανασκοτώσεις. Δε θα το ήθελε η Λά­
ουρα».
Έπεσε σιωπή. Η Τες μετρούσε τα δευτερόλεπτα. «Νό­
μιζα πως κατάλαβες», την κατηγόρησε τέλος κι η κοπέλα
φοβήθηκε πως θα της κλείσει το τηλέφωνο.
«Έτσι νομίζω. Όμως, αν δεν κατάλαβα, πρέπει να
συναντηθούμε για να μου εξηγήσεις. Γι’ αυτό θέλω να σε
δω».
«Λες ψέματα. Είσαι ψεύτρα κι αμαρτωλή». Τον άκου-
σε να μουρμουρίζει το Πάτερ Ημών καθώς κατέβαζε το
ακουστικό.
230 NORA ROBERTS

Όταν μπήκε στο τμήμα ο Μπεν, η Λόουενσταϊν του


έγνεψε να πλησιάσει. Στεκόταν όρθια δίπλα στο γραφείο
της, και μιλούσε στο τηλέφωνο με το ακουστικό στερεω­
μένο στον ώμο για να έχει ελεύθερα τα χέρια.
«Δεν κάνει στιγμή χωρίς εμένα», είπε ο Μπεν στον
Εντ. Απλωσε το χέρι δήθεν να την αγκαλιάσει από τη
μέση. Στην πραγματικότητα ήθελε να πιάσει τη σοκολά­
τα που βρισκόταν πίσω της, πάνω στο γραφείο.
«Τηλεφώνησε πά λ ι στην Κ ουρτ», του είπε η
Λόουενσταϊν και το χέρι του κοκάλωσε μετέωρο.
«Πότε;»
«Στις έντεκα και είκοσι ένα».
«Τον εντοπίσαμε;»
«Περίπου». Πήρε το σημειωματάριό της και του το
έδωσε. «Από κάπου σε αυτά τα τέσσερα τετράγωνα. Ο
Γκόλντμαν λέει πως η γιατρίνα μας το χειρίστηκε πολύ
έξυπνα».
«Θεέ μου, είμαστε εκεί, περάσαμε δίπλα του». Πέταξε
νευριασμένος το σημειωματάριο στο γραφείο.
«Ο διοικητής έστειλε τον Μπίγκσμπι, τον Μάλεντορ
και μερικούς αστυφύλακες να χτενίσουν την περιοχή
και να ψάξουν για μάρτυρες».
«Πάμε να τους δώσουμε ένα χεράκι».
«Μπεν, Μπεν». Σταμάτησε και γύρισε εκνευρισμένος.
«Στέλνουν απομαγνητοφωνημένο το τηλεφώνημα.
Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να το δεις».
«Όταν γυρίσω».
«Περίμενε να το δεις τώρα. Είμαι σίγουρη ότι θα σ’
ενδιαφέρει».

Λίγες ώρες στην κλινική Ντόνερλι αρκούσαν για να


ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 231

ξεχάσει η Τες τα δικά της προβλήματα. Ανάμεσα στους


ασθενείς έβρισκε κανείς από μανιοκαταθλιπτικούς επι­
χειρηματίες μέχρι αλητόβια πρεζόνια με το στερητικό
σύνδρομο. Η Τες εργαζόταν στην κλινική μια φορά τη
βδομάδα ή και δύο, όταν της το επέτρεπαν οι άλλες υπο­
χρεώσεις της. Υπήρχαν ασθενείς που τους έβλεπε μόνο
μια φορά κι άλλοι που τους κουράριζε βδομάδες και μή­
νες.
Η ώρα πλησίαζε πέντε κι η τελευταία ασθενής που έμε­
νε να δει εκείνη την ημέρα ήταν η Λίντια Γουντς, μια
τριανταεφτάχρονη γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών και
πετυχημένη χρηματίστρια. Η Λίντια ήταν μια γυναίκα
φαινόμενο- θαυμάσια σύζυγος, μητέρα -και νοικοκυρά,
δραστήρια κοινωνικά, είχε ανακηρυχτεί Επιχειρηματίας
της Χρονιάς.
Πριν δύο μήνες όμως τσάκισε. 'Επαθε μια φοβερή κρί­
ση που στην αρχή αποδόθηκε σ’ επιληψία. Κατόπιν βέ­
βαια αποκαλύφτηκε πως, για ν’ αντέξει το δυσβάσταχτο
βάρος των υποχρεώσεών της, στεκόταν με Βάλιουμ και
αλκοόλ, μέχρι που ο άντρας της την απείλησε με διαζύ­
γιο. Τότε τα έκοψε μαχαίρι, για να σώσει το γάμο της, κι
αγνόησε τα σωματικά συμπτώματα της στέρησης, με
αποτέλεσμα να καταρρεύσει.
Τώρα, μολονότι είχε θεραπευτεί οργανικά, έπρεπε ν ’
αντιμετωπίσει τις αιτίες και τ’ αποτελέσματα.
Το δωμάτιο της Λίντια βρισκόταν στο βάθος του δια­
δρόμου του δεύτερου ορόφου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή
αλλά η Τες χτύπησε πριν μπει.
Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, το δωμάτιο μισοσκότεινο.
Ένα μπουκέτο γαρίφαλα στο κομοδίνο σκορπούσαν το
γλυκό τους άρωμα. Η Λίντια ήταν κουλουριασμένη στο
232 No r a Ro ber ts

κρεβάτι, με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Αγνόησε την


είσοδο της Τες.
«Γεια σου, Λίντια». Η Τες έριξε μια ματιά ολόγυρα.
Τα ρούχα που φορούσε την προηγούμενη μέρα ήταν πε­
ταμένα σε μια γωνιά. «Είναι σκοτεινά», είπε πλησιάζο­
ντας στο παράθυρο.
«Μου αρέσει το σκοτάδι».
Η Τες αποφάσισε πως ήρθε η στιγμή να την πιέσει.
«Εμένα όχι». Κι άνοιξε τελείως την κουρτίνα. Όταν όρ-
μησε μέσα το φως, η Λίντια γύρισε και την αγριοκοίτα­
ξε. Τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα, το πρόσωπό της απε­
ριποίητο, τα χείλη της μια πικραμένη γραμμή.
«Στο δωμάτιό μου κάνω ό,τι μ’ αρέσει».
«Θα πρέπει να σου αρέσει πολύ το δωμάτιό σου. Απ’
ό,τι μαθαίνω, δε βγαίνεις καθόλου έξω».
«Και τι να βγω να κάνω; Να πιάσω κουβεντούλα με
τους τρελούς;»
«Έναν περίπατο στον κήπο».
«Δεν έχω καμιά δουλειά εδώ μέσα. Θέλω να φύγω».
«Είσαι ελεύθερη. Δε σε κρατάμε φυλακισμένη».
«Εύκολο να το λες».
«Με τη θέλησή σου ήρθες. Μπορείς να φύγεις όποτε
νιώσεις έτοιμη».
Η Λίντια δεν απάντησε.
«Βλέπω ήρθε χτες ο άντρας σου».
Η Λίντια έριξε μια ματιά στα γαρίφαλα. «Και λοιπόν;»
«Πώς ένιωσες που τον είδες;»
«Πήδηξα από τη χαρά μου», σάρκασε. «Δε φαντάζεσαι
πόσο χάρηκα που με είδε σε αυτά τα χάλια». Κι έπιασε μια
τούφα των άλουστων μαλλιών της. «Του είπα να φέρει και
τα παιδιά, να δουν πού κατάντησε η μάνα τους».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 233

«Το ήξερες πως θα ερχόταν;»


«Ναι».
«Το δωμάτιό σου έχει λουτρό, σαμπουάν, καλλυντι­
κά».
«Εσύ δεν έλεγες πως κρύβομαι πίσω από κάτι τέτοια
πράγματα;»
«Εννοούσα το αλκοόλ και τα ψυχοφάρμακα, όχι την
προσπάθεια να γίνεις ευπαρουσίαστη για τον άντρα
σου. Επίτηδες τον άφησες να σε δει έτσι, Λίντια. Για να
προκαλέσεις τον οίκτο του μήπως;»
Το βέλος της ήταν εύστοχο, όπως το περίμενε. «Σκάσε!
Να μη σε νοιάζει!»
«Ο άντρας σου έφερε τα λουλούδια; Είναι υπέροχα».
Η Λίντια ένιωσε την ανάγκη να κλάψει, να φωνάξει,
να εκτονώσει την πικρία που ήταν τώρα η άμυνά της.
Αρπαξε το βάζο και το πέταξε στον τοίχο.
Ο Μπεν, που περίμενε της Τες έξω στο χολ, άκουσε
τον πάταγο. Πετάχτηκε κι έτρεξε στην πόρτα αλλά του
έκλεισε το δρόμο μια νοσοκόμα.
«Συγνώμη, απαγορεύεται. Η δόκτωρ Κουρτ είναι με
ασθενή».
Πριν προλάβει ν’ απαντήσει, άνοιξε την πόρτα η ίδια
η Τες.
«Αδελφή, μας φέρνετε, σας παρακαλώ, μια σκούπα κι
ένα σφουγγαρόπανο, να καθαρίσει το δωμάτιό της η
κυρία Γουντς;»
«Δεν πρόκειται να κουνήσω το δαχτυλάκι μου!» ούρ-
λιαξε η Λίντια. «Δε θέλω να καθαρίσω το δωμάτιό μου!»
«Τότε να προσέχεις να μην πατήσεις τα γυαλιά», είπε
ήρεμα η Τες.
«Σε μισώ». Η Τες ούτε που πετάρισε τα μάτια. «Σε μι­
234 NORA ROBERTS

σώ!» στρίγκλισε εξοργισμένη η Λίντια. «Σε μισώ, μ’ α­


κοής;»
«Δεν είμαι κουφή. Αλλά αναρωτιέμαι, Λίντια, μ’ εμέ­
να τα έχεις ή με τον εαυτό σου;»
«Ποια νομίζεις πως είσαι; Με ποιο δικαίωμα μου κά­
νεις κήρυγμα; Έρχεσαι και μας το παίζεις η Κυρία Τέ­
λεια. Κι ύστερα γυρίζεις σπίτι σου και μας ξεχνάς».
«Δε σας ξεχνώ, Λίντια», βεβαίωσε ήρεμα η Τες.
Ο Μπεν άκουγε καθαρά τις ομιλίες.
«Μου προκαλείς αηδία...» Ράγισε η φωνή της, δάκρυ­
σαν τα μάτια της αλλά η Τες δεν επιχείρησε να την πα­
ρηγορήσει. Δεν ήταν ακόμα η ώρα. «Τι ξέρεις εσύ από
λάθη, από πόνο; Τι ξέρεις για τη ζωή μου... γι’ αυτά που
τράβηξα;»
«Το πρόβλημά σου ήταν πως δεν επέτρεπες στον εαυτό
σου να κάνει λάθη. Τα ήθελες όλα τέλεια».
«Ήμουν εξίσου καλή μ’ εσένα —κι ακόμα καλύτερη.
Ήμουν κομψή, πετυχημένη επαγγελματικά και κοινωνι­
κά. Σε μισώ γιατί όταν σε βλέπω μου θυμίζεις τι ήμουν
και τι έγινα. Και τώρα φύγε! Άσε με μόνη!»
« Οπως θες». Η Τες σηκώθηκε. «Θα ξανάρθω την άλλη
βδομάδα. Ή νωρίτερα αν με καλέσεις. Να θυμάσαι ό­
μως, Λίντα, πως υπάρχουν άνθρωποι που σε αγαπάνε κι
ένα σπίτι που σε περιμένει».
Βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια, να
συνέλθει. Μπροστά στους ασθενείς της δεν έχανε ποτέ
την αυτοκυριαρχία της αλλά αυτό δε σήμαινε πως δε
συνέπασχε.
«Γιατρέ;»
Ανοιξε ξαφνιασμένη τα μάτια κι είδε μπροστά της τον
Μπεν. «Νωρίς ήρθες».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 235

Την έπιασε από το μπράτσο. «Πώς της επέτρεψες να


σου μιλάει έτσι;»
«Συγνώμη που σ’ έκανα να περιμένεις. Δεν υπήρχε κα­
νένας λόγος να έρθεις να με πάρεις. Θα σ’ το ’λεγα στο
τηλέφωνο αλλά το έκλεισες».
«Δε μου απάντησες».
«Είναι η δουλειά μου. Το ξέσπασμά της ήταν ευνοϊκό
σημάδι. Σημαίνει πως προχωρά καλά η θεραπεία».
«Σου ξανατηλεφώνησε, ε;» άλλαξε θέμα ο Μπεν.
«Ναι, πήρε αμέσως μετά από σένα. Καταφέρατε να τον
εντοπίσετε;»
«Περίπου. Σε ακτίνα μερικών τετραγώνων. Τώρα ψά­
χνουμε».
«Μου κάνεις μια χάρη;»
«Αν μπορώ».
«Ας μην το ξανασυζητήσουμε απόψε. Καθόλου».
«Τες...»
«Σε παρακαλώ. Αύριο θα έρθω στο τμήμα, να δω το
διοικητή. Απόψε όμως δε θέλω να το σκέφτομαι».
«Τες, δε θα τον αφήσω να πειράξει ούτε μια τρίχα της
κεφαλής σου».
Του χαμογέλασε τρυφερά. «Τότε μπορώ να κοιμάμαι
ήσυχη».
«Ξέρεις πόσο νοιάζομαι για σένα», της είπε σοβαρά.
«Πάμε σπίτι να μου το δείξεις, Μπεν».
κεφάλαιο 13

Η καθαρίστρια σφουγγάριζε κατσουφιασμένη μια


καφετιά λιμνούλα στο διάδρομο. Εκτός από την έντονη
μυρουδιά του απορρυπαντικού υπήρχαν και άλλες, αν­
θρώπινες οσμές. Ο αυτόματος πωλητής που προμήθευε
καφέ σκέτο, καφέ με γάλα και, όταν είχε τις καλές του,
ζεστό κακάο, έγερνε σαν λαβωμένος στρατιώτης στο
σύντροφό του με τις σοκολάτες και τ ’ άλλα γλυκά. Στο
πάτωμα ήταν σκορπισμένα πλαστικά κυπελλάκια. Ο
Μπεν κι η Τες τα παρέκαμψαν.
«Πάλι “τα έφτυσε” η μηχανή του καφέ;»
Η καθαρίστρια με την γκρίζα ποδιά και τα γκρίζα
μαλλιά ανάβλεψε νευριασμένη. «Εμ, την έχετε ταράξει
στις κλοτσιές κι ορίστε τ’ αποτελέσματα». 'Εδειξε τους
χυμένους καφέδες. «Εγκληματίες».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ ΥΜ Α 237

Ο Μπεν κοίταξε με μίσος τη μηχανή με τις σοκολά-


τες, που του είχε «φάει» αμέτρητα νομίσματα. «Πρέπει
να κάνει έρευνες η αστυνομία. Γιατρέ, πρόσεξε μη
λερώσεις τα παπούτσια σου». Και την οδήγησε στη
μεγάλη αίθουσα του τμήματος, όπου χτυπούσαν δαιμο­
νισμένα τα τηλέφωνα μολονότι ήταν ακόμα μόλις οχτώ
το πρωί.
«Πάρις». Η Λόουενσταϊν πέταξε ένα άδειο πλαστικό
κυπελλάκι στον κάλαθο των αχρήστων. «Η κόρη του αρ­
χηγού γέννησε χτες βράδυ».
«Χτες βράδυ;» Σταμάτησε στο γραφείο του και κοίτα­
ξε τα τηλεφωνικά μηνύματα. Μεταξύ άλλων, η μητέρα
του του θύμιζε πως είχε πάνω από ένα μήνα να της τηλε­
φωνήσει.
«Στις δέκα και τριάντα πέντε».
«Τώρα βρήκε; Δεν μπορούσε να περιμένει λίγες μέρες
η ευλογημένη;» Τουλάχιστον έκανε αγόρι ή τα θαλάσσω­
σε; Τι έκανε;»
«Ένα κοριτσάκι τριάμισι κιλά».
«Το φοβόμουν».
Η Λόουενσταϊν σηκώθηκε. «Καλημέρα, γιατρέ». Το
κοφτερό βλέμμα της σταμάτησε μ’ ένα ανεπαίσθητο τσί­
μπημα ζήλιας στην τσάντα της Τες. Ήταν από δέρμα
φιδιού, θα πρέπει να έκανε τουλάχιστον εκατόν πενήντα
δολάρια.
«Καλημέρα».
«Αν θες καφέ, θα βρεις στον αυτόματο πωλητή της
αίθουσας συσκέψεων. Θα συγκεντρωθούμε όλοι εκεί σε
λίγα λεπτά». Το άρωμά της ήταν γαλλικό, πανάκριβο κι
αυτό.
«Ευχαριστώ, θα περιμένω».
238 NORA ROBERTS

«Γιατί δεν καθόμαστε εδώ μέχρι να τελειώσει ο αρχη­


γός;» πρότεινε ο Μπεν, αναζητώντας με το βλέμμα
ελεύθερη καρέκλα. «Έχω να κάνω μερικά τηλεφωνήμα­
τα».
Ξάφνου ακούστηκαν απέξω βλαστήμιες και ταυτόχρο­
να σχεδόν ένας μεταλλικός κρότος. Η Τες έστρεψε το
κεφάλι και είδε τα νερά της σφουγγαρίστρας χυμένα στο
διάδρομο. Και μετά επακολούθησε σωστό πανδαιμόνιο.
Ένας μαύρος δεμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες έτρε-
ξε στην πόρτα αλλά τον πρόλαβε ένας αστυνομικός που
τον ακινητοποίησε με κεφαλοκλείδωμα.
«Κοίτα τι έκανες!» κραύγαζε η καθαρίστρια κραδαίνο-
ντας αγανακτισμένη τη σφουγγαρίστρα. «Θα διαμαρτυ-
ρηθώ στο σωματείο! Θα δείτε τι έχει να γίνει!»
Ο κρατούμενος πάλευε λυσσασμένα να ξεφύγει από
τον αστυνομικό. «Πάρε τη σφουγγαρίστρα από το μού­
τρα μου!» φώναξε λαχανιασμένος εκείνος στην καθαρί­
στρια.
«Μα τι διάβολο, Μάλεντορ, δεν μπορείς να κάνεις
καλά έναν κρατούμενο;» Ο Μπεν πλησίασε με το πάσο
του ενώ ο μαύρος έμπηγε τα δόντια στο χέρι του αστυ­
νομικού. Ο Μάλεντορ βόγκηξε, ο μαύρος του ξέφυγε, το
έβαλε στα πόδια... κι έπεσε γραμμή στην αγκαλιά του
Μπεν.
«Βοήθα να τον πιάσουμε. Είναι σωστός αγριόγατος».
Ο Μάλεντορ όρμησε από πίσω στον κρατούμενο και για
μια στιγμή οι τρεις άντρες βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμέ­
νοι πριν γλιστρήσουν στις σαπουνάδες και σωριαστούν
με πάταγο στο πάτωμα.
Η Λόουενσταϊν παρακολουθούσε απαθώς, με τα χέρια
στη μέση.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 239

«Δε θα τους βοηθήσεις;» απόρησε η Τες.


«Γιατί; Φοράει χειροπέδες κι είναι μισή ριξιά άνθρω­
πος».
«Δε θέλω να μπω φυλακή!» στρίγκλιζε ο μαύρος και,
καθώς χτυπιόταν σαν παγιδευμένο αγρίμι, χτύπησε με
το γόνατό του τον Μπεν στ’ αχαμνά. Εκείνος του κοπά­
νησε με όλη του τη δύναμη μια αγκωνιά στο σαγόνι. Ο
κρατούμενος έπεσε αναίσθητος, ο Μπεν σωριάστηκε
πάνω του κι ο λαχανιασμένος Μάλεντορ έμεινε καθι­
σμένος δίπλα τους παλεύοντας να ξαναβρεί την ανάσα
του.
«Ευχαριστώ, Πάρις». Ο Μάλεντορ σήκωσε το χέρι του
και περιεργάστηκε τα σημάδια από τα δόντια του μαύ­
ρου. «Πρέπει να κάνω ορό. Σίγουρα είναι λυσσασμέ­
νος».
Ο Μπεν σηκώθηκε στα τέσσερα. Η ανάσα του έβγαινε
σφυριχτή, ο πόνος του έκαιγε τα σωθικά. Προσπάθησε
να μιλήσει αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένας ήχος
σαν λυγμός. Προσπάθησε πάλι κι αυτή τη φορά τα κατά-
φερε. «Με σακάτεψε ο αλήτης».
«Λυπάμαι ειλικρινά, Μπεν». Ο Μάλεντορ έβγαλε ένα
χαρτομάντιλο και σκέπασε τη δαγκωνιά. «Ευτυχώς, ηρέ­
μησε τώρα».
Ο Μπεν ανακάθισε μ ’ ένα βογκητό και στήριξε την
πλάτη του στον τοίχο. «Βάλ* τον γρήγορα στο κελί, πριν
συνέλθει».
Ο Μάλεντορ φορτώθηκε τον αναίσθητο κρατούμενο κι
απομακρύνθηκε. Το τζιν και το πουκάμισο του Μπεν
είχαν γίνει χάλια και καθόταν σε μια λίμνη από σαπου-
νάδες και καφέδες αλλά το μόνο που τον απασχολούσε
ήταν η γονατιά σε ό,τι πολυτιμότερο έχει ένας άντρας.
240 NORA ROBERTS

«Θα διαμαρτυρηθώ στον αρχηγό!» απείλησε έξω φρε-


νών η καθαρίστρια. «Πάνω που τελείωνα... ορίστε πώς
κατάντησε ο διάδρομος!»
«Ασε μας στον πόνο μας, κυρά μου», την αποπήρε ο
Μπεν. Ο σφάχτης ανάμεσα στα πόδια του έφερνε ζά­
λη.
«Μη στενοχωριέσαι, Πάρις». Η Λόουενσταϊν πλησία­
σε αποφεΰγοντας το ρυάκι που είχε σχηματιστεί στο
διάδρομο. «Ακόμα επιβήτορας είσαι».
«Δε μας παρατάς κι εσύ;»
Η Τες έσκυψε πάνω του και τον χάιδεψε συμπονετικά
στο μάγουλο αλλά στα μάτια της σπίθιζε το γέλιο. «Εί­
σαι καλά;»
«Περίφημα. Τρελαίνομαι να τρώω κλοτσιές στα σκέ­
λια».
Η κοπέλα συγκράτησε την επιθυμία να τον ψηλαφίσει
ανάμεσα στα πόδια για να βεβαιωθεί πως όλα βρίσκο­
νταν στη θέση τους. Την έπιασαν όμως πάλι γέλια κι
έφερε το χέρι στο στόμα. Το άγριο βλίέμμα που της έριξε
έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα. «Εδώ θα μείνεις
όλη μέρα; Μες στα νερά;»
«Εγώ υποφέρω κι εσύ γελάς», την κατηγόρησε πιάνο-
ντάς την από το μπράτσο. «Κι όμως, αν σε τραβήξω, θα
βρεθείς κι εσύ κατάχαμα, μαζί μου».
Πάνω στην ώρα μπήκε ο Εντ, τρώγοντας ένα γιαούρτι.
Παρέκαμψε τα νερά και και σταμάτησε μπροστά στον
Μπεν γλείφοντας το πλαστικό κουταλάκι. «Καλημέρα,
γιατρέ».
«Καλημέρα». Η Τες σηκώθηκε πνίγοντας τα γέλια της.
«Ωραίο καιρό έχουμε σήμερα».
«Ναι, αν και κάνει λίγο κρύο».
Τ Ο ΕΠ Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 241

«Η μετεωρολογική υπηρεσία λέει ότι θα πέσει κι άλλο


η θερμοκρασία το απόγευμα».
«Είστε κι οι δυο ανυπόφοροι», αγανάκτησε ο Μπεν.
Η Τες ξερόβηξε. «Ο Μπεν είχε ένα... ένα ατυχηματά-
κι».
Ο Εντ κοίταξε τον πλημμυρισμένο διάδρομο αναση-
κώνοντας τα δασιά του φρύδια.
«Ελπίζω να μην πεις κανένα από τα ηλίθια καλαμπού­
ρια σου», τον προειδοποίησε ο Μπεν.
«Ηλίθια;» επανέλαβε θιγμένος. Έδωσε το κεσεδάκι
στην Τες, έπιασε τον Μπεν από τις μασχάλες και τον
σήκωσε. «Το παντελόνι σου είναι μουσκίδι».
«Πήγε να το σκάσει ένας κρατούμενος και...»
«Λες και δε μας έφταναν οι φουρτούνες μας».
«Πάω ν ’ αλλάξω», μουρμούρισε ο Μπεν. «Πρόσεχε
την Τες. Κινδυνεύει να σκάσει από τα γέλια». Κι απομα­
κρύνθηκε κούτσα κούτσα.
Ο Εντ πήρε το κεσεδάκι του από την Τες. «Θες κα­
φέ;»
«Όχι, ευχαριστώ», απάντησε συγκροτώντας με κόπο
τα γέλια της εκείνη.
«Τότε να σε πάω στον αρχηγό».

Συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα συσκέψεων. Μόλο που


το καλοριφέρ γουργούριζε ελπιδοφόρα, το γυμνό πάτω­
μα ήταν παγωμένο. Ο Χάρις είχε αποτύχει στην ετήσια
καμπάνια του για μοκέτα. Οι κουρτίνες ήταν κλεισμένες
σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να μην μπαίνει κρύο
από τα παράθυρα. Κάποιος είχε κρεμάσει ένα πόστερ
που πρότρεπε τους Αμερικανούς να κάνουν οικονομία
στην ενέργεια.
242 NORA ROBERTS

Η Τες κι ο Εντ κάθονταν δίπλα δίπλα στο μεγάλο τρα­


πέζι. Ο Εντ είχε μπροστά του ένα φλιτζάνι αχνιστό τσάι.
Η Λόουενσταϊν στήριζε το γοφό στο γραφείο και κου­
νούσε ρυθμικά το πόδι. Ο Μπίγκσμπι είχε βολευτεί σε
μια καρέκλα, μ’ ένα κουτί χαρτομάντιλα αγκαλιά. Κάθε
λίγο φυσούσε την κατακόκκινη μύτη του. Ο Ρόντρικ
απούσιαζε, κρεβατωμένος από γρίπη.
Ο Χάρις στεκόταν δίπλα σ’ έναν πράσινο πίνακα, ό­
που ήταν καταγραμμένα σε στήλες τα ονόματα και άλλα
στοιχεία των θυμάτων. Στον τοίχο κρεμόταν ένας χάρ­
της της πόλης με τέσσερα γαλάζια σημαιάκια. Δίπλα
υπήρχε ένα ταμπλό όπου βρίσκονταν καρφιτσωμένες
ασπρόμαυρες φωτογραφίες των δολοφονημένων γυναι­
κών.
«Έχετε όλοι απομαγνητοφωνημένα αντίγραφα των
τηλεφωνημάτων που έλαβε η δόκτωρ Κουρτ», είπε με
φωνή ψυχρή, επαγγελματική, στερημένη από κάθε συναί­
σθημα.
«Αρχηγέ», είπε η Τες ψ άχνοντας τα χα ρ τιά της,
«ετοίμασα μια αναφορά με τα τελευταία συμπεράσματά
μου. Ωστόσο θα ήταν καλό να σας αναλύσω προφορικά
τα τηλεφωνήματα».
Ο Χάρις έγνεψε βλοσυρά. Ο δήμαρχος, ο Τύπος κι η
κοινή γνώμη τον πρεσάριζαν αλύπητα. Δεν έβλεπε την
ώρα να τελειώσει αυτή η ιστορία για να μπορέσει να
χαρεί τη νεογέννητη εγγονή του. Τις λίγες στιγμές που
την είδε στο μαιευτήριο, άρχισε να πιστεύει πως η ζωή
έχει τελικά κάποιο νόημα.
«Ο άνθρωπος που μου τηλεφώνησε το έκανε γιατί
φοβόταν... τον εαυτό του. Έχει χάσει τον αυτοέλεγχό
του, είναι υποχείριο της αρρώστιας του. Ο τελευταίος
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 243

φόνος», το βλέμμα της στράφηκε στη φωτογραφία της


Άνι Ρίζονερ, «ήταν εκτός προγράμματος». Έγλειψε τα
χείλη κι έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στον Μπεν. «Περί-
μενε εμένα —εμένα προσωπικά. Δε γνωρίζουμε πώς επέ-
λεξε τα άλλα θύματα. Στην περίπτωση της Μπάρμπαρα
Κλέιτον σίγουρα συμπτωματικά. Χάλασε το αυτοκίνητό
της κι είχε την ατυχία να βρεθεί στο δρόμο του. Στη δική
μου περίπτωση όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφο­
ρετικά. Είδε τ ’ όνομα και τη φωτογραφία μου στις εφη­
μερίδες».
Περίμενε μια στιγμή, ελπίζοντας πως ο Μπεν θα έρθει
να καθίσει δίπλα της. Εκείνος όμως έμεινε στη θέση του,
στηριγμένος νωχελικά στο κούφωμα της πόρτας. Ανάμε-
σά τους βρισκόταν το τραπέζι.
«Το λογικό μέρος του μυαλού του τον σπρώχνει σ’
εμένα για βοήθεια. Στο πρόσωπό μου βλέπει κάποιον
που δεν τον καταδικάζει “από χέρι”, που τον διαβεβαιώ-
νει πως καταλαβαίνει τον πόνο του. Η φυσιογνωμική
ομοιότητά μου με τη Λάουρα ξυπνά μέσα του αισθήματα
αγάπης κι απόγνωσης.
»Πιστεύω πως περίμενε εμένα τη νύχτα του φόνου της
Ανι Ρίζονερ επειδή ήθελε να μου μιλήσει, να μου εξηγή­
σει πριν... πριν με σκοτώσει. Εδώ θα ήθελα να τονίσω
πως στις προηγούμενες περιπτώσεις δεν αισθάνθηκε την
ανάγκη να δώσει εξηγήσεις στα θύματά του. Στη δική
μου περίπτωση λειτουργεί αμφίδρομα. Μου ζητά βοή­
θεια κι ύστερα παίρνει το πάνω χέρι η αρρώστια του και
τον ωθεί να τελειώσει αυτό που έχει αρχίσει. Μου είπε
πως πρέπει να σώσει άλλες δύο ψυχές. Δε θα ήταν παρα­
κινδυνευμένο να εικάσουμε πως εννοεί εμένα και τον
εαυτό του».
244 NORA ROBERTS

Ο Εντ κρατούσε, όπως πάντα, σημειώσεις. «Πώς θα


τον εμποδίσουμε να σκοτώσει κάποια άλλη επειδή δε θα
μπορεί να πλησιάσει εσένα;»
«Με χρειάζεται. Επικοινώνησε ήδη μαζί μου τρεις φο­
ρές. Με είδε στην εκκλησία. Μοιάζω στη Λάουρα. Του
είπα πως θέλω να τον βοηθήσω. Όσο πιο κοντά του με
αισθάνεται, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να
ολοκληρώσει την αποστολή του μ’ εμένα».
«Είσαι βέβαιη πως θα χτυπήσει στις δεκαοχτώ Δεκεμ­
βρίου;» ρώτησε η Λόουενσταϊν.
«Ναι. Δεν πρόκειται να ξαναπαραβιάσει το πρόγραμ­
μά του. Ήδη στη δολοφονία της Ανι Ρίζονερ έκανε πολ­
λές παρεκκλίσεις. Λάθος γυναίκα, λάθος στιγμή».
«Αφού σ’ έχει τόσο στο μάτι, μήπως το επισπεύσει;»
ρώτησε ο Εντ.
«Δεν μπορώ να το αποκλείσω. Οι ψυχοπαθείς φέρο­
νται απρόβλεπτα».
«Θα συνεχίσουμε να σας προστατεύουμε επί εικοσι­
τετραώρου βάσεως», επενέβη ο Χάρις. «Θα παρακο­
λουθούμε τα τηλέφωνά σας κι εσάς μέχρι να τον πιά-
σουμε. Στο μεταξύ θα συνεχίσετε τις καθημερινές σας
ασχολίες σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Σας παρακολου­
θεί και θα καταλάβει ότι φρουρείστε. Αν πειστεί πως
είστε απρόσιτη, ίσως παραιτηθεί από τους σκοπούς
του».
«Γιατί δεν το λες καθαρά;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο
Μπεν. Είχε τα χέρια στις τσέπες κι η φωνή του ήχησε
ήρεμη. Όμως η Τες διάβασε στα μάτια του τι γινόταν
μέσα του. «Τη θέλεις για δόλωμα».
Ο Χάρις του ανταπέδωσε το βλέμμα αλλά απάντησε
χωρίς να υψώσει τον τόνο. «Δεν έχει σημασία τι θέλω
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 245

εγώ αλλά τι θέλει ο φονιάς. Έχει βάλει στο μάτι τη δό-


κτορα Κσυρτ. Γι’ αυτό θα τη φρουρούμε στο σπίτι, το
γραφείο της, ακόμα κι όταν πηγαίνει στον μπακάλη».
«Θα την κρύψουμε σ ’ ένα από τα κρησφύγετά μας
μέχρι να τον πιάσουμε».
«Είναι μια ιδέα που τη συζητήσαμε και την απορρίψα-
με».
«Ποιος την απέρριψε;» ρώτησε επιθετικά ο Μπεν.
«Εγώ», δήλωσε ανέκφραστα η Τες.
Ο Μπεν ίσα που της έριξε μια ματιά πριν στρέψει την
οργή του στον Χάρις. «Κι από πότε χρησιμοποιούμε
πολίτες; Αν δεν την απομακρύνουμε, κινδυνεύει ανά
πάσα στιγμή η ζωή της».
«Θα τη φρουρούμε νύχτα μέρα».
«Σοβαρά; Και με το παραμικρό λάθος, θα καρφιτσώ­
σουμε τη φωτογραφία της δίπλα στις άλλες». Κι έδειξε
το ταμπλό με τα θύματα.
«Μπεν». Η Λόουενσταϊν πήγε να τον πιάσει από το
μπράτσο αλλά αυτός την έσπρωξε.
«Δεν έχουμε δικαίωμα να ρισκάρουμε τη ζωή της. Θα
πάει σε κρησφύγετο».
«Όχι». Η Τες έπλεξε τόσο σφιχτά τα δάχτυλα που
άσπρισαν οι κλειδώσεις της. «Δε θα μπορώ να κουράρω
τους ασθενείς μου αν φύγω».
«Ούτε αν σε σκοτώσει». Ακούμπησε τις παλάμες του
στο τραπέζι κι έσκυψε απειλητικά προς το μέρος της.
«Θα πας διακοπές. Στη Χαβάη, στο Τιμπουκτού, όπου
σου αρέσει. Θέλω να φύγεις».
«Δεν μπορώ, Μπεν. Κατάλαβέ με, δε γίνεται».
«Πάρις... Μπεν», προσπάθησε να τον καλμάρει ο
Χάρις. «Η δόκτωρ Κουρτ γνωρίζει τους κινδύνους.
246 NORA ROBERTS

Επέλεξε να μείνει και θα την προστατεύουμε. Θα τον


συλλάβουμε αμέσως μόλις προσπαθήσει να την πλησιά­
σει».
«Θα φύγει και θα βάλουμε μια αστυνομικίνα στη θέση
της».
«'Οχι!» πετάχτηκε η Τες. «Δε θέλω να πεθάνει κι άλλη
στη θέση μου. Δε θα το επιτρέψω».
«Ούτε κι εγώ θα επιτρέψω να βρεθείς στραγγαλισμένη
σε κάποιο στενοσόκακο». Της γύρισε την πλάτη. «Τη
χρησιμοποιείς γιατί έφτασαν σε αδιέξοδο οι έρευνες,
γιατί δεν έχεις τίποτε απτό στα χέρια σου».
«Δέχομαι τη συνεργασία της δόκτορα Κουρτ επειδή
δολοφονήθηκαν τέσσερις γυναίκες. Κι απαιτώ όλοι οι
άντρες μου ν ’ αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Σύνελθε, Μπεν, γιατί θα σε βγάλω από την υπόθεση».
Η Τες μάζεψε τα χαρτιά της και βγήκε αθόρυβα. Σε
δέκα δευτερόλεπτα βρισκόταν δίπλα της ο Εντ. «Πάμε
να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα;» τη ρώτησε καθώς στε­
κόταν στο διάδρομο μ’ ένα δυστυχισμένο ύφος.
«Ναι, ευχαριστώ».
Την έπιασε από τον αγκώνα και την οδήγησε στην
πόρτα. Μόλις βγήκαν τους υποδέχτηκε μια παγερή πνοή
αέρα. Η Τες κούμπωσε το παλτό της.
«Για χιόνι το πάει», της είπε.
«Ναι, έσφιξε το κρύο».
«Μην τον παρεξηγείς. Πρώτη φορά τον συγκινεί τόσο
μια γυναίκα κι έχει μπλοκάρει».
Η Τες βαριαναστέναξε. «Έτσι περιπλέκεται ακόμα
περισσότερο μια ήδη μπλεγμένη κατάσταση».
«Γνωρίζω καλά τον Μπεν». Ο Εντ έβγαλε ένα αράπικο
φιστίκι από την τσέπη του, το άνοιξε και της το πρόσφε-
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 247

ρε. Η κοπέλα αρνήθηκε μ’ ένα γνέψιμο κι εκείνος το έβα­


λε στο στόμα του. «Δεν είναι δύσκολο να τον καταλάβω.
Αυτή τη στιγμή φοβάται, φοβάται πολύ. Φοβάται εσένα,
φοβάται για σένα».
«Δεν ξέρω τι να κάνω», μουρμούρισε η κοπέλα. «Δεν
μπορώ να φύγω μόλο που κατά βάθος είμαι τρομοκρα­
τημένη».
«Από τα τηλεφωνήματα ή τον Μπεν;»
«Κρίμα που δεν ακολούθησες το δικό μου επάγγελμα.
Θα διέπρεπες».
«Στη δουλειά μου μαθαίνει κανείς λίγα απ’ όλα».
«Τον αγαπώ». Το είπε αργά, σχεδόν διατακτικά. Ύ ­
στερα της ξέφυγε ένας στεναγμός. «Θα ήταν πρόβλημα
ακόμα και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες... πόσο
μάλλον τώρα. Δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζη­
τά».
«Το ξέρει. Γι’ αυτό φοβάται. Είναι καλός αστυνομι­
κός. 'Οσο σε προστατεύει αυτός, είσαι απόλυτα ασφα­
λής».
«Έτσι νομίζω κι εγώ. Έχει όμως πρόβλημα και με τη
δουλειά μου. Εσύ σίγουρα ξέρεις γιατί».
«Ας πούμε ότι ξέρω αρκετά ώστε να τον δικαιολογώ.
Όταν αισθανθεί έτοιμος, θα σου μιλήσει ο ίδιος».
«Είναι τυχερός που σ’ έχει φίλο».
«Του το επαναλαμβάνω συνεχώς».
«Σκύψε». Κι όταν το έκανε, του έδωσε ένα φιλί στο
μάγουλο. «Ευχαριστώ».
Το αναψοκόκκινισμένο από το κρύο πρόσωπο του Εντ
κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Τίποτε».
Ο Μπεν στάθηκε και τους κοίταξε για λίγο από το
τζάμι πριν ανοίξει την πόρτα. Είχε ξεσπάσει το θυμό
248 NORA ROBERTS

too στον Χάρις και τώρα το μόνο που έμενε ήταν ένα
πλάκωμα στο στήθος. Το αποπνικτικό πλάκωμα του φό­
βου.
«Θα ξεπαγιάσετε», τους είπε.
«Έχεις δίκιο, πάω μέσα». Ο Εντ χαμογέλασε στην Τες
και της έδωσε μερικά φιστίκια. «Να προσέχεις». Η κοπέ­
λα τα έσφιξε στη χούφτα της καθώς έμπαινε στο τμήμα ο
Εντ.
Ο Μπεν στάθηκε δίπλα της με το μπουφάν ξεκούμπω­
το κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο πάρκινγκ.
«Θα πω σ’ ένα γείτονά μου να φροντίζει τη γάτα όσο
λείπω». Η Τες έμεινε σιωπηλή. «Θα έρθω να μείνω στο
διαμέρισμά σου», πρόσθεσε.
«Αστυνομική προστασία;» σχολίασε χωρίς να τον κοι­
τάξει.
«Και όχι μόνο». Ήθελε να βρίσκεται κοντά της, μέρα
νύχτα αν ήταν δυνατό. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ή­
ταν αυτό που του συνέβαινε, τι ήταν αυτό που τον έκανε
να θέλει, για πρώτη φορά στη ζωή του, να συγκατοική­
σει με μια γυναίκα. Μέχρι τώρα απέφευγε τέτοιου εί­
δους καταστάσεις. Δημιουργούν επικίνδυνες δεσμεύσεις
για τις οποίες ένιωθε ανέτοιμος.
Η Τες έβαλε τα φιστίκια στην τσέπη. Όπως είχε πει κι
ο Εντ, τελικά δεν ήταν δύσκολο να τον καταλάβεις. «Θα
σου δώσω κλειδί αλλά μην περιμένεις να σου ετοιμάζω
πρωινό».
«Δείπνο;»
«Πότε πότε».
«Συμβιβάζομαι. Τες;»
«Ναι;»
«Αν σου έλεγα ότι θέλω να φύγεις επειδή... επειδή...»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 249

Δίστασε· έπειτα την έπιασε από τους ώμους. «Επειδή δε


θα το αντέξω αν πάθεις τίποτε; Θα έφευγες;»
«Θα έρθεις μαζί μου;»
«Δεν μπορώ —το ξέρεις!» Ξεψύσηξε εκνευρισμένος.
«Τι κουτός που είμαι! Προσπαθώ να βάλω μυαλό σε μια
γυναίκα που παίζει πινγκ πονγκ με τα εγκεφαλικά κύτ­
ταρα! Ωραία λοιπόν. Θα κάνεις ό,τι σου λέω. Συνεννοη-
θήκαμε;»
«Σ’ το υπόσχομαι. Ενδιαφέρομαι κι εγώ άμεσα να
διευκολύνω τη δουλειά σου».
Ξάφνου έγινε πάλι ο έμπειρος απρόσιτος αστυνομι­
κός. «Θα σε συνοδεύσουν δύο δικοί μου στο γραφείο
σου. Στείλαμε τους άντρες ασφαλείας της πολυκατοι­
κίας διακοπές και τους αντικαταστήσαμε με δικούς
μας. Στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου σου θα βρί­
σκονται μονίμως τρεις αστυνομικοί. Όταν μπορώ, θα
έρχομαι να σε παίρνω εγώ. Σε αντίθετη περίπτωση, θα
σε συνοδεύουν οι άντρες μου σπίτι σου. Στον τρίτο
όροφο της πολυκατοικίας που μένεις υπάρχει ένα
άδειο διαμέρισμα που θα το χρησιμοποιούμε για βάση.
Όταν είσαι σπίτι σου, θα κλειδώνεις πάντα την πόρτα.
Δε θα βγαίνεις αν δεν ειδοποιήσεις πρώτα τη φρουρά
σου».
«Βλέπω ότι τα μέτρα είναι δρακόντεια».
Ο Μπεν αναλογίστηκε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες
στο ταμπλό. «Το ελπίζω. Οτιδήποτε συμβεί —αν σε στα­
ματήσει κάποιος στο δρόμο για φωτιά ή σε ρωτήσει μια
διεύθυνση— θέλω να το μαθαίνω».
«Μπεν, δε φταίει κανείς για την τροπή που πήραν τα
πράγματα —ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε ο Χάρις. Ας ευχη­
θούμε να λήξει γρήγορα η υπόθεση».
250 N o r a Ro ber ts

«Μακάρι. A, ήρθαν οι φρουροί σου. Ώρα να πηγαί­


νεις».
«Εντάξει». Κατέβηκε ένα σκαλοπάτι και κοντοστάθη-
κε. «Θα ήταν άπρεπο να σου ζητήσω ένα φιλί εν ώρα
υπηρεσίας;»
«Πολύ». Κι έσκυψε προς το μέρος της παίρνοντας
στις χούφτες το πρόσωπό της. Τα χείλη του ήταν παγω­
μένα αλλά απαλά και γενναιόδωρα. Η Τες πιάστηκε από
το μπουφάν του για να ισορροπήσει... ή να παρατείνει
έστω για μια στιγμή το φιλί.
«Να οδηγείς αργά και προσεκτικά», της τόνισε όταν
τραβήχτηκε.
Του χαμογέλασε. «Θα σε δω το βράδυ».
«Δε θέλω πολύ ψημένη την μπριζόλα μου».
Την παρατηρούσε καθώς πήγαινε στο αυτοκίνητό της.
Όταν ξεκίνησε, την ακολούθησε το αμάξι με τους αστυ­
νομικούς.

Η Τες ήξερε ότι ονειρευόταν, ήξερε και τη λογική


εξήγηση του ονείρου της. Ωστόσο δεν έπαυε να φοβά­
ται.
Έτρεχε. Οι μυς του δεξιού αστραγάλου της είχαν
σφιχτεί από την προσπάθεια. Κλαψούριζε σιγανά στον
ύπνο της από τον πόνο. Πλανιόταν σε δαιδαλώδεις
διαδρόμους και, όσο της το επέτρεπαν, πάσχιζε να
διατηρήσει ευθεία πορεία γιατί ήξερε πως κάπου υ ­
πήρχε μια πόρτα. Έπρεπε να τη βρει. Η καρδιά της
χτυπούσε βαριά. Τώρα οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με
καθρέφτες που αντανακλούσαν πολλαπλασιασμένη τη
μορφή της.
Κρατούσε ένα χαρτοφύλακα, που της βάραινε το χέρι
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 251

αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει· όταν κουράστηκε, τον


έπιασε με τα δυο. Κάποια στιγμή παραπάτησε, άπλωσε
να πιαστεί και χτύπησε σ’ έναν καθρέφτη. Ανάβλεψε
λαχανιασμένη κι αντίκρισε το είδωλο της Ανι Ρίζονερ.
Μετά ο καθρέφτης χάθηκε δίνοντας τη θέση του σ’ έναν
άλλο διάδρομο.
Συνέχισε να τρέχει. Τα χέρια της είχαν μουδιάσει από
το βάρος του χαρτοφύλακα, οι μυς της πονούσαν, έ­
καιγαν. Και τότε είδε την πόρτα. Πλησίασε μ’ ένα λυγμό
ανακούφισης. Κλειδωμένη. Αναζήτησε πανικόβλητη το
κλειδί. Πάντα υπάρχει κλειδί. Όμως, από την άλλη
πλευρά της πόρτας, κάποιος γύρισε αργά το πόμολο.
«Μπεν». Του άπλωσε ανακουφισμένη το χέρι, έτοιμη
να κάνει το τελευταίο βήμα στη σωτηρία. Όμως η σι-
λουέτα ήταν μαυροντυμένη.
Μαύρο ράσο, άσπρο κολάρο. Κι ένα μεταξωτό πετρα­
χήλι που απλώθηκε προς το λαιμό της. Αρχισε να ουρ­
λιάζει.
«Τες, Τες, ξύπνα, μωρό μου, ξύπνα».
Βγήκε κοντανασαίνοντας βαριά από τ’ όνειρο κι έφερε
το χέρι στο λαιμό.
«Ηρέμησε». Η φωνή ήχησε καθησυχαστική στο σκο­
τάδι. «Πάρε βαθιές ανάσες. Μη φοβάσαι, εδώ είμαι ε­
γώ».
Αρπάχτηκε πάνω του κι έχωσε το πρόσωπο στον κόρ­
φο του καθώς ο Μπεν τη χάιδευε στην πλάτη.
«Συγνώμη», του είπε. «Όνειρο ήταν. Συγνώμη».
«Θα πρέπει να ήταν πολύ άσχημο». Παραμέρισε τρυ­
φερά τα μαλλιά της από το πρόσωπο. Το δέρμα της ήταν
παγωμένο. Ο Μπεν τράβηξε τις κουβέρτες και την τύλι­
ξε. «Θέλεις να μιλήσουμε γ ι’ αυτό;»
252 NORA ROBERTS

«Φταίει που κουράζομαι πολύ στη δουλειά».


«Θέλεις λίγο νερό;»
«Ναι, ευχαριστώ».
Έτριψε το μέτωπό της καθώς άκουγε να τρέχει το νερό
στη βρύση του νιπτήρα. Ο Μπεν άφησε αναμμένο το
φως του λουτρού, να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα.
«Βλέπεις συχνά εφιάλτες;»
«Όχι». Το νερό ανακούφισε τον ξεραμένο λαιμό της.
«Έβλεπα όταν πέθαναν οι γονείς μου. Τότε ο παππούς
ερχόταν στο δωμάτιό μου, καθόταν μαζί μού κι αποκοι-
μιόταν στην καρέκλα».
«Τώρα είμαι εγώ μαζί σου». Ξάπλωσε πάλι στο κρεβά­
τι και την αγκάλιασε. «Καλύτερα;»
«Πολύ. Αισθάνομαι τελείως χαζή».
«Γιατί; Η ψυχιατρική επιστήμη δε θεωρεί θετικό το
αίσθημα του φόβου κάτω από ορισμένες περιστάσεις;»
«Δίκιο έχεις». Ακούμπησε το χέρι στον ώμο του.
«Ευχαριστώ».
«Τι άλλο σε στενοχωρεί;»
Ήπιε μια τελευταία γουλιά κι ακούμπησε το ποτήρι
στο κομοδίνο. «Έκανα φιλότιμες προσπάθειες να το
κρύψω».
«Δεν τα κατάφερες. Λοιπόν, τι είναι;»
Η Τες αναστέναξε. «Έχω έναν ασθενή... δηλαδή είχα.
Ένα αγόρι δεκατεσσάρων χρονών, αλκοολικό, με κατά­
θλιψη και τάσεις αυτοκτονίας. Πρότεινα στους γονείς
του να τον βάλουν σε μια κλινική, στη Βιρτζίνια».
«Και δε σ’ άκουσαν;»
«Όχι μόνο αυτό. Σήμερα τον περίμενα στο ιατρείο.
Δεν ήρθε. Τηλεφώνησα στη μητέρα του. Δε θέλει ν’ ακού­
σει για την κλινική, μου είπε ότι ο Τζόε πηγαίνει μια
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 253

χαρά και θα διακόψει προς το παρόν τη θεραπεία. Δεν


μπορώ να κάνω τίποτε. Τίποτε». Αυτή ήταν η σταγόνα
που ξεχείλισε το ποτήρι. «Η μητέρα του αρνείται να
δεχτεί το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του δε
σημειώνει πρόοδο. Παρά τις προσπάθειές μου, δεν μπό­
ρεσα να τον βοηθήσω».
«Αφού δε θέλουν, δεν μπορείς να τους εξαναγκάσεις
να συνεχίσουν τη θεραπεία. Ίσως είναι καλύτερα να δια­
κοπεί για ένα διάστημα».
«Μακάρι να είχες δίκιο αλλά...»
Κάτι στον τόνο της φωνής της τον έκανε να τη σφίξει
κοντά του. Όταν τον ξύπνησαν οι φωνές της, το αίμα
του πάγωσε. Τώρα έβραζε πάλι. «Κοίτα, γιατρέ, στη
δουλειά που κάνουμε έχουμε απώλειες. Απώλειες που
μας κάνουν να πεταγόμαστε από τον ύπνο στις τρεις τη
νύχτα. Γι’ αυτό, μερικές φορές, το μόνο που μας μένει
είναι να “κατεβάσουμε το διακόπτη”».
«Το ξέρω. Ο υπ’ αριθμόν ένα κανόνας στο επάγγελμά
μας είναι η συναισθηματική αποστασιοποίηση. Εσύ πώς
κατεβάζεις το διακόπτη;»
Τον είδε να χαμογελά στο χλομό φως. «Να σου δείξω;»
«Ειδικά αυτή τη στιγμή θα το ήθελα πολύ».
«Έχω ένα κόλπο που πιάνει συνήθως». Έγειρε πάνω
της και πίεσε με το στέρνο του τα σφιχτά στήθη της,
μύρισε το άρωμα των μαλλιών της. Ταίριαζε στην αγκα­
λιά του σαν να ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Η
ανεπαίσθητη διστακτικότητά της φούντωνε ακόμα
περισσότερο τον πόθο του. Κι όταν έσυρε ανάλαφρα τα
δάχτυλα στο εσωτερικό των μηρών της, την ένιωσε να
τρέμει μ’ έναν τρόπο που του έδειξε πως το ήθελε όσο κι
εκείνος.
254 N o r a Ro b e r t s

Μαζί της ήταν όλα διαφορετικά. Κάθε φορά που την


έπαιρνε στην αγκαλιά του, ήταν σαν την πρώτη φορά.
Έφερε στη ζωή του κάτι που δεν ήξερε πως υπήρχε,
όμως, αμφέβαλλε αν θα μπορούσε πια να ζήσει χωρίς
αυτό.
κεφάλαιο 14

Σ ας ευχαριστώ που με δεχτήκατε, μονσινιόρε». Η


Τες κάθισε απέναντι στο γραφείο του με αρκετή αμηχα­
νία. Τώρα καταλάβαινε πώς ένιωθαν οι ασθενείς της
στην πρώτη επίσκεψη.
«Ευχαρίστησή μου». Καθόταν νωχελικά, με το τουΐντ
σακάκι του ριγμένο στην πλάτη της καρέκλας και τα
μανίκια του πουκαμίσου ανασηκωμένα. Η Τες σκέφτηκε
γ ι’ άλλη μια φορά πως ήταν μια μορφή που θα ταίριαζε
περισσότερο στο γήπεδο του ράγκμπι ή του τένις παρά
στην κατανυκτική σιγή της εκκλησίας. «Να σου προσφέ­
ρω ένα τσάι;»
«'Οχι, ευχαριστώ, μονσινιόρε».
«Μια κι είμαστε συνάδελφοι, ας καταργήσουμε τους
πληθυντικούς. Μπορείς να με λες Τιμ».
256 N o r a Ro b e r t s

«Εντάξει», του χαμογέλασε. «Έτσι θα είναι πιο εύκο­


λα τα πράγματα. Σήμερα σου τηλεφώνησα σπρωγμένη
από μια παρόρμηση, ωστόσο...»
«Όταν ένας παπάς έχει βάσανα, πηγαίνει σ’ έναν άλλο
παπά. Όταν έχει βάσανα ένας ψυχαναλυτής...» Η φωνή
του έσβησε κι η Τες συνέλαβε τον εαυτό της να προσπα­
θεί να χαλαρώσει.
«Ακριβώς. Αυτό σημαίνει πως καταφεύγουν σ’ εσένα
άτομα και των δύο ιδιοτήτων».
«Σημαίνει επίσης πως κι εγώ ο ίδιος έχω δύο επιλογές
όταν αντιμετωπίζω δυσκολίες. Πράγμα που έχει τα υπέρ
και τα κατά του... αλλά δεν ήρθες να συζητήσουμε για το
Χριστό και τον Φρόιντ. Πες μου, ποιο είναι το πρόβλη­
μά σου;»
«Σε αυτή τη φάση δεν είναι ένα, είναι πολλά. Φοβάμαι
πως δεν έχω βρει το κλειδί του μυαλού του... εννοώ τον
άνθρωπο που καταζητά η αστυνομία».
«Κατά τη γνώμη σου θα έπρεπε;»
«Έπρεπε να έχω σημειώσει μεγαλύτερες προόδους».
Έκανε μια χειρονομία που φανέρωνε άγχος κι αβεβαιό­
τητα. «Του μίλησα τρεις φορές. Με προβληματίζει που
δεν κατάφερα να ξεπεράσω τους δικούς μου φόβους και
να πατήσω “τα κουμπιά του”».
«Τα ξέρεις;»
«Υποτίθεται πως αυτή είναι η δουλειά μου».
«Τες, το μυαλό του ψυχωτικού είναι ένας λαβύρινθος,
στον οποίο δύσκολα κανείς βρίσκει την άκρη. Ακόμα κι
αν κουράραμε το δολοφόνο υπό ιδανικές συνθήκες,
ίσως χρειαζόμαστε χρόνια να φτάσουμε στις σωστές
απαντήσεις».
«Το ξέρω. Λογικά, επιστημονικά, το ξέρω».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 257

«Αλλά συναισθηματικά...;»
Ασχολούνταν καθημερινά με τα συναισθήματα των
άλλων. Αλλά τώρα διαπίστωνε πω ς της ήταν πολύ
δύσκολο ν ’ αποκαλύψει τα δικά της. «Ξέρω πως είναι
αντιεπαγγελματικό κι ανησυχώ, αλλά έχω χάσει την
αντικειμενικότητά μου. Το τελευταίο θύμα σκοτώθηκε
στη θέση μου. Είδα το πτώμα... δεν μπορώ να το ξεχά-
σω».
Στο βλέμμα του ζωγραφίστηκε κατανόηση αλλά όχι οί­
κτος. «Οι ενοχές δεν αλλάζουν τα γεγονότα».
«Κι αυτό το ξέρω». Σηκώθηκε και πλησίασε στο παρά­
θυρο.
«Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;»
«Φυσικά. Οι απαντήσεις είναι η δουλειά μου».
«Σ’ ενοχλεί το ότι ίσως είναι ή υπήρξε παπάς;»
«Σε προσωπικό επίπεδο ρωτάς; Επειδή είμαι κληρι­
κός;» Απέμεινε συλλογισμένος για λίγο. «Ομολογώ ότι
αισθάνομαι κάπως δυσάρεστα. Φυσικά η ιδέα πως ο
άνθρωπος αυτός είναι ιερέας κι όχι προγραμματιστής
κομπιούτερ, για παράδειγμα, προκαλεί συναισθηματική
φόρτιση. Όμως οι ιερείς δεν είναι άγιοι. Είναι κι αυτοί
άνθρωποι σαν τους υδραυλικούς, τους αγρότες ή τους
•ψυχαναλυτές».
«Θα ήθελες να τον κουράρεις όταν τον συλλάβουν;»
«Αν μου το ζητήσουν», είπε αργά ο Λόγκαν. «Αν μπο­
ρώ να τον βοηθήσω, γιατί όχι; Όμως δε θα το θεωρήσω
υποχρέωσή μου, όπως εσύ».
«Όσο πιο πολύ φοβάμαι, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι
χρέος να τον βοηθήσω. Χτες βράδυ είδα ένα τρομαχτικό
όνειρο. Έτρεχα λέει χαμένη σε δαιδαλώδεις διαδρόμους.
Ήξερα πως είναι όνειρο κι όμως φοβόμουν. Μετά οι
258 NORA ROBERTS

τοίχοι έγιναν καθρέφτες όπου έβλεπα πολλαπλασιασμέ-


νο το είδωλό μου. Κρατούσα το χαρτοφύλακα μου που
ήταν βαρύς σαν μολύβι. Ξάφνου σ’ έναν καθρέφτη δεν
είδα τον εαυτό μου αλλά την Άνι Ρίζονερ. Μετά χάθηκε
και συνέχισα να τρέχω. Ήξερα πως στην άλλη άκρη
υπήρχε μια πόρτα αλλά όταν τη βρήκα, ήταν κλειδωμέ­
νη. Έψαξα για το κλειδί μα δεν το είχα. Τότε η πόρτα
άνοιξε μόνη της. Νόμιζα πως σώθηκα όταν... όταν είδα
το ράσο και το πετραχήλι».
Στράφηκε προς το μέρος του. «Θα μπορούσα να γρά­
ψω μια λεπτομερή ανάλυση για το όνειρό μου», συνέχι­
σε. «Για το φόβο μου ότι χάνω τον έλεγχο της κατάστα­
σης, την καταπόνησή μου από την εξοντωτική δουλειά,
τις ενοχές μου για την Άνι Ρίζονερ, το άγχος μου να βρω
τη λύση και την πλήρη αποτυχία μου».
Δεν ανέφερε το φόβο για τη ζωή της κι ο Λόγκαν βρήκε
πολύ ενδιαφέρουσα κι αποκαλυπτική την παράλειψη.
Είτε προσπαθούσε να το κρύψει από τον εαυτό της είτε
το συνέδεε με το φόβο της αποτυχίας.
«Είσαι σίγουρη ότι θ’ αποτύχεις;»
«Ναι κι επαναστατώ στην ιδέα». Χαμογέλασε πικρό­
χολα. «Θίγεται ο εγωισμός μου».
«Κι όμως, έκανες πολύ καλή δουλειά για την αστυνο­
μία. Δεν απέτυχες, Τες».
«Ξέρεις, είναι η πρώτη μου αποτυχία... εννοώ σε προ­
σωπικό επίπεδο. Στο σχολείο ήμουν άριστη, αργότερα
έγινα μια τέλεια οικοδέσποινα στο σπίτι του παππού
μου, μέχρι που έπαψα να έχω ελεύθερο χρόνο λόγω των
επαγγελματικών υποχρεώσεών μου. Μετά από μια μάλ­
λον ασήμαντη ερωτική απογοήτευση στα φοιτητικά μου
χρόνια, φρόντισα να έχω πάντα την πρωτοβουλία στις
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 259

σχέσεις μου με τους άντρες. Η ζωή μου ήταν ελεγχόμενη,


ήρεμη, χωρίς απρόοπτα... μέχρι πριν λίγους μήνες».
«Τες, εσένα σε καλέσανε για σύμβουλο. Είναι δουλειά
της αστυνομίας να βρει το δολοφόνο».
«Δεν είμαι πια σίγουρη. Στράφηκε σ’ εμένα για βοή­
θεια. Με παρακάλεσε, με ικέτευσε... πώς να του αρνη-
θώ;»
«Άλλο να τον κουράρεις κάποτε στο μέλλον κι άλλο
να αισθάνεσαι υπεύθυνη για τις συνέπειες της αρρώ­
στιας του». Μια ρυτίδα ανησυχίας χαράχτηκε ανάμεσα
στα φρύδια του. «Θα έλεγα ότι αυτό που τον τραβά σ’
εσένα είναι η κατανόηση που του δείχνεις αλλά και η αί­
σθηση πως είσαι ευάλωτη. Πρόσεξε γιατί ο συνδυασμός
είναι επικίνδυνος».
«Ο Μπεν... ο ντετέκτιβ Πάρις ήθελε να φύγω από την
πόλη. Όταν το πρότεινε, για μια στιγμή σκέφτηκα, ναι,
θα πάρω το πρώτο αεροπλάνο, κι όταν επιστρέφω θα
έχουν τελειώσει όλα αυτά κι η ζωή μου θα βρει τον πα­
λιό ήρεμο ρυθμό της. Ω, πόσο ντρέπομαι τώρα γ ι’ αυτές
τις σκέψεις...»
«Δεν είναι μια φυσιολογική αντίδραση υπό το στρες
των συγκεκριμένων περιστάσεων;»
«Για έναν ασθενή ναι. Για μένα όχι».
«Μήπως το πρόβλημά σου είναι η τελειοθηρία;»
«Δεν πίνω, δεν καπνίζω. Δικαιούμαι να έχω κι ένα
βίτσιο», αστειεύτηκε άκεφα και κάθισε πάλι στη θέση
της.
«Εγώ στερήθηκα το σεξ. Γι’ αυτό πίνω και καπνίζω»,
σχολίασε με κατανόηση ο Λόγκαν. «Θα μείνεις λοιπόν
και θα συνεχίσεις τη συνεργασία σου με την αστυνομία.
Ι'Ιώς αισθάνεσαι;»
260 NORA ROBERTS

«Νευρικότητα», απάντησε ευθύς. «Δεν είναι ευχάριστο


να ξέρεις πως σε παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή. Δεν
εννοώ μόνο τον...» Η φωνή της έσβησε. «Δεν ξέρω πώς
να τον αποκαλέσω...»
«Ο περισσότερος κόσμος θα τον έλεγε δολοφόνο».
«Θύτης αλλά και θύμα ταυτόχρονα. Πάντως δεν είναι
η δική του παρακολούθηση που με απασχολεί αλλά της
αστυνομίας. Από την άλλη πλευρά αισθάνομαι ευχαρι­
στημένη γιατί δεν το έβαλα στα πόδια, έμεινα να τον
βοηθήσω. Στ’ όνειρό μου, όταν τον αντίκρισα, πανικο-
βλήθηκα, προδίδοντας κι εκείνον και τον εαυτό μου.
Είμαι αποφασισμένη να μην επιτρέψω να γίνει και στην
πραγματικότητα κάτι τέτοιο».
«Αυτό πιστεύω κι εγώ». Ο Λόγκαν πήρε το χαρτοκό­
πτη του κι άρχισε να παίζει αφηρημένα. Ήταν ένα παλιό
σουβενίρ από μια επίσκεψη που έκανε στα νιάτα του
στην Ιρλανδία. «Τες, δε θέλω να σε προσβάλω αλλά
νομίζω πως όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα πρέπει να
φύγεις για λίγο, να κάνεις ένα ταξιδάκι. Το στρες λυγί­
ζει ακόμα και τους πιο δυνατούς».
«Δε με προσβάλλεις. Το δέχομαι σαν ιατρική συμβου­
λή».
«Μπράβο, καλό κορίτσι. Τώρα πες μου, τι κάνει ο
Μπεν;» Τον κοίταξε ανέκφραστα κι εκείνος χαμογέλασε.
«Έλα τώρα, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται».
«Ο Μπεν είναι ένα από τα προβλήματά μου».
«Ο έρωτας δημιουργεί πάντα προβλήματα». Αφησε το
χαρτοκόπτη. «Έχεις κι αυτή τη φορά το πάνω χέρι,
όπως στις άλλες σχέσεις σου;»
«Κανείς μας δεν το έχει. Είμαστε κι οι δυο μπερδεμέ­
νοι. Αυτός... Νομίζω πως το έχουμε πάρει κι οι δυο μας
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 261

σοβαρά. Απλώς δεν έχουμε μάθει ακόμα να εμπιστευό­


μαστε ο ένας τον άλλο».
«Η αληθινή εμπιστοσύνη χρειάζεται χρόνο ν ’ αναπτυ­
χθεί. Εγώ είχα μαζί του δυο τρεις επαγγελματικές συνα­
ντήσεις και τα ήπιαμε κάποιο βράδυ σ’ ένα μπαράκι».
«Αλήθεια; Δε μου το ανέφερε».
«Καλό μου παιδί, οι άντρες δεν το διατυμπανίζουν ό­
ταν μεθούν μ’ έναν παπά. Θες ν ’ ακούσεις τη γνώμη μου
για τον ντετέκτιβ Πάρις;»
«Ασφαλώς».
«Θα έλεγα πως είναι εξαιρετικός άνθρωπος, αξιόπι­
στος. Από αυτούς που τηλεφωνούν στη χάση και τη φέξη
στη μητέρα τους. Που αδιαφορούν για τους κανόνες αλ­
λά σπάνια τους καταπατούν, γιατί κατανοούν την ανα­
γκαιότητα μιας ορθολογικά δομημένης κοινωνίας. Μέσα
του κρύβει έναν καημό. Δεν εγκατέλειψε την καθολική
εκκλησία από αμέλεια αλλά γιατί τον απογοήτευσαν
βαθιά οι αδυναμίες της. Κατά βάθος είναι γνήσιος
καθολικός». Έγειρε πίσω ικανοποιημένος από τον εαυ­
τό του. «Η ψυχανάλυση σ’ εξήντα δευτερόλεπτα είναι η
ειδικότητά μου».
«Δεν αμφιβάλλω». Έβγαλε ένα φάκελο από το χαρτο-
φύλακά της. «Εύχομαι να είσαι εξίσου εύστοχος και με
αυτό. Είναι η τελευταία μου αναφορά. Θα βρεις και τα
κείμενα των τηλεφωνημάτων. Ελπίζω να κάνεις πάλι το
θαύμα σου».
«Το κατά δύναμη».
«Ευχαριστώ που με άκουσες».
«Πάντα στη διάθεσή σου». Σηκώθηκε και τη συνοδέυσε
στην πόρτα. «Τες, αν ξαναδείς εφιάλτες, τηλεφώνησέ
μου. Ποτέ δε βλάπτεΓΧίγη βοήθεια».
262 NORA ROBERTS

Την είδε να βγαίνει από το κτίριο. Ήξερε πόσο επικίν­


δυνο ήταν να την παρακολουθεί αλλά δεν είχε πια περι­
θώρια για πολλές προφυλάξεις. Σταμάτησε μπροστά στο
αυτοκίνητό της κι έβγαλε τα κλειδιά. Ήταν σκυφτή, σαν
να προσευχόταν. Το κεφάλι του άρχισε να βουίζει.
Έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έσφιξε το μεταξωτό πετρα­
χήλι, παίρνοντας δύναμη. Την περιεργάστηκε καθώς
έβαζε το κλειδί στην πόρτα.
Αν ήταν σβέλτος, αν ήταν θαρραλέος, θα τελείωναν
όλα σε λίγα δευτερόλεπτα. Έσφιγγε σπασμωδικά το
πετραχήλι με την ψυχή στο στόμα. Μερικά ξερά φύλλα
ανάδευαν δίπλα στα πόδια της κι ο άνεμος χάιδευε τα
χρυσαφένια μαλλιά της. Έδειχνε στενοχωρημένη. Τα
προβλήματά της θα τελείωναν πολύ σύντομα. Θα έβρι­
σκε γαλήνη. Κι αυτή κι εκείνος.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, έκλεισε την πόρτα, έβαλε
μπροστά τη μηχανή. Μούγκρισε η εξάτμιση, το αυτοκί­
νητο απομακρύνθηκε αργά από το πεζοδρόμιο.
Περίμενε να ξεκινήσουν πίσω της κι οι αστυνομικοί
πριν μπει στο δικό του αυτοκίνητο. Τώρα εκείνη θα
πήγαινε στο γραφείο της κι αυτός θα συνέχιζε το καρτέ­
ρι. Δεν ήταν ακόμα η στιγμή. Είχε όλο το χρόνο να προ­
σευχηθεί. Για κείνη και τον εαυτό του.

Η Τες κατέβασε το τηλέφωνο, έγειρε πίσω στην καρέ­


κλα της κι έκλεισε τα μάτια. Αυτό που την απασχολούσε
ήταν ο Τζόε Χίγκινς. Πώς να τον βοηθήσει χωρίς να τον
βλέπει; Η μητέρα του είχε πείσει τον εαυτό της πως δε
χρειαζόταν ■ψυχανάλυση τώρα που έκσψε το ποτό. Όσο
κι αν προσπάθησε η Τες, δεν κατάφερε να τη μεταπείθει.
Τώρα μόνο ένα της έμενε να κάνει.
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 263

Πάτησε το κουμπί του ιντερκόμ. «Κέιτ, σε πόση ώρα


είναι το επόμενο ραντεβού;»
«Σε δέκα λεπτά».
«Πάρε μου, σε παρακαλώ, τον κύριο Ντόναλντ Μον-
ρό».
«Αμέσως».
Περίμενε ξεφυλλίζοντας το φάκελο του Τζόε. Η τελευ­
ταία τους συζήτηση ήταν ακόμα ζωντανή στη θύμησή
της.
«Ο θάνατος δεν είναι και σπουδαίο πράγμα».
«Γιατί το λες αυτό, Τζόε;»
«Γιατί είναι αλήθεια. Τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν κάθε
μέρα. Όλοι θα πεθάνουμε».
«Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος αλλά δε λύνει τα
προβλήματα. Εκατομμύρια άνθρωποι, γέροι, άρρωστοι,
βασανισμένοι, γραπώνονται από τη ζωή. Γιατί είναι
πολύτιμη».
«Λένε πως ησυχάζει όποιος πεθαίνει».
«Ναι. Και πιστεύουμε πως μετά θάνατον, υπάρχει
κάτι άλλο. Αλλά όλοι μας ήρθαμε στη γη για κάποιο
λόγο. Η ζωή είναι πολύτιμο δώρο, παρά τις δυσκολίες
και τις απογοητεύσεις που μας επιφυλάσσει. Χρειάζεται
προσπάθεια να την κάνουμε καλύτερη για τον εαυτό μας
και τους γύρω μας. Ποιο φαγητό σου αρέσει περισσότε­
ρο;»
Την κοίταξε ανέκφραστα. «Η μακαρονάδα».
«Με σάλτσα ή κιμά;»
Της χαμογέλασε αχνά. «Με κιμά».
«Ας υποθέσουμε πως δεν είχες φάει ποτέ μακαρόνια
με κιμά. Ο ουρανός θα παρέμενε γαλανός και τα Χρι­
στούγεννα θα έρχονταν κάθε χρόνο. Εσύ όμως θα είχες
2Μ NORA ROBERTS

χάσει κάτι "υπέροχο. Κι αν δεν ήσουν εδώ, αν δεν είχες


γεννηθεί για παράδειγμα, πάλι θα ήταν γαλανός ο ουρα­
νός, πάλι θα έρχονταν τα Χριστούγεννα. Θα είχε χαθεί
όμως κάτι υπέροχο».
Το ιντερκόμ την ξανάφερε στο παρόν. «Ο κύριος
Μονρό στη γραμμή ένα».
«Ευχαριστώ, Κέιτ. Κύριε Μονρό».
«Καλησπέρα, γιατρέ. Έχουμε κανένα πρόβλημα;»
«Μάλιστα, κύριε Μονρό. Και πολύ σοβαρό μάλιστα.
Ήταν μεγάλο λάθος να διακόψει ο Τζόε τη θεραπεία».
«Να διακόψει; Τι εννοείτε;»
«Δεν ξέρετε πως δεν ήρθε στο τελευταίο ραντεβού
μας;»
Τον άκουσε ν ’ αναστενάζει. «Όχι. Προψανώς έκανε
του κεφαλιού του. Θα το συζητήσω με τη Λόις».
«Μίλησα ήδη με τη σύζυγό σας. Δική της ήταν η πρω­
τοβουλία. Δε σας ενημέρωσε;»
«Οχι», ομολόγησε απρόθυμα. «Ο Τζόε είναι πολύ κα­
λά τον τελευταίο καιρό κι η Λόις θέλει να επανέλθει σ’
ένα φυσιολογικό ρυθμό η ζωή του. Του μιλήσαμε για το
μωρό και οι αντιδράσεις του ήταν ενθαρρυντικές. Υπο-
σχέθηκε να με βοηθήσει να βάψουμε το δωμάτιο του μω­
ρού».
«Χαίρομαι που το ακούω, ωστόσο, δεν είναι έτοιμος
να διακόψει τη θεραπεία. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι
απαραίτητο να μπει για ένα διάστημα στην κλινική για
την οποία σας μίλησα».
«Η Λόις δε θέλει ν ’ ακούσει λέξη για κλινική. Λυπά­
μαι, γιατρέ, κι εκτιμώ το ενδιαφέρον σας, αλλά θα συμ­
φωνήσω μαζί της».
Η Τες συγκρότησε με κόπο το θυμό της. «Καταλαβαί­
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 265

νω πώς αισθάνεστε. Πρέπει όμως να σας τονίσω ότι ο


Τζόε πρέπει ανυπερθέτως να συνεχίσει τη θεραπεία».
«Κοιτάξτε, γιατρέ. Δεν πίνει κι έκοψε τις κακές παρέ­
ες. 'Οσο για τον πατέρα του, έχει να τον μελετήσει πάνω
από δεκαπέντε μέρες».
Η τελευταία παρατήρηση την έκανε ν ’ ανησυχήσει
ακόμα περισσότερο. «Αυτό είναι κακό. Σημαίνει πως
καταπιέζει τα συναισθήματά του. Η ψυχική του ισορρο­
πία κρέμεται από μια κλωστή. Δεν καταλαβαίνετε πόσο
εύκολη λύση είναι η αυτοκτονία στην κατάσταση που
βρίσκεται; Τρέμω στη σκέψη πού μπορεί να φτάσει...»
«Νομίζω ότι υπερβάλλετε».
«Πιστέψτε με, όχι. Κύριε Μονρό, ενδιαφέρομαι ειλι-
κρινά για τον Τζόε. Εγώ πρώτη θα χαρώ σαν φτάσει η
στιγμή να σταματήσει η θεραπεία. Όμως, δυστυχώς, την
έχει ακόμα ανάγκη».
«Θα προσπαθήσω να πείσω τη Λόις να σας τον φέρει
για μια τελευταία φορά». Η Τες όμως κατάλαβε από τον
τόνο του πως δεν τον είχε πείσει για τη σοβαρότητα της
κατάστασης και τον κίνδυνο αυτοκτονίας.
«Ρωτήσατε τον ίδιο αν θέλει να σταματήσει;»
«Δεν ξέρω. Θα κοιτάξω το θέμα». Τώρα ήταν ανυπό­
μονος, σχεδόν ενοχλημένος. «Σας υπόσχομαι να χρησι­
μοποιήσω όλη την επιρροή μου στη Λόις, για να τον
φέρει μια τελευταία φορά. Όταν τον δείτε, θα καταλάβε­
τε μόνη σας τη βελτίωση. Σας ευχαριστούμε για όσα
κάνατε. Αν όμως εμείς πιστεύουμε πως έγινε καλά, θα
διακόψουμε τη θεραπεία».
«Σας παρακαλώ, πριν κάνετε οτιδήποτε, να πάρετε
μια δεύτερη επαγγελματική γνώμη. Μπορώ να σας
συστήσω κάποιο συνάδελφό μου που...»
266 NORA ROBERTS

«Θα το συζητήσω με τη Λόις. Θα το σκεφτούμε. Ευχα­


ριστώ, γιατρέ».
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο η Τες δεν έκρυψε το φάκε­
λο του Τζόε. Τον άφησε πάνω στο γραφείο της.
ι

Πλησίαζε πέντε η ώρα όταν τελείωσε με τον τελευταίο


ασθενή. Η Κέιτ πρόβαλε το κεφάλι στην πόρτα. «Ο
κύριος Σκοτ έφυγε χωρίς να κλείσει ραντεβού».
«Δε χρειάζεται».
«Αλήθεια; Χαίρομαι. Έκανες καλή δουλειά».
«Το ελπίζω . Ο φάκελός του θα μπει στο αρχείο.
Μπορείς να πηγαίνεις. Δε σε χρειάζομαι άλλο». Χτύπη­
σε το τηλέφωνο. «Άσε, θα το πάρω εγώ. Εμπρός;»
«Γεια σου, γιατρέ».
«Μπεν». Αμέσως ένιωσε ένα μεγάλο μέρος της υπερέ­
ντασης να υποχωρεί. Στο βάθος της γραμμής άκουγε
θόρυβο, φωνές και χτυπήματα γραφομηχανής. «Στη δου­
λειά είσαι ακόμα;»
«Ναι. Σε πήρα να σου πω πω ς θ ’ αργήσω να
ξεμπλέξω».
«Κουρασμένος ακούγεσαι. Έγινε τίποτε;»
Αναλογίστηκε τη φρίκη, το αίμα που θαρρείς κι είχαν
ποτίσει το πετσί του. «Ήταν μια πολύ κουραστική μέρα.
Κοίτα, θα φέρω καμιά πίτσα. Υπολογίζω να μείνω εδώ
τουλάχιστον άλλη μία ώρα».
«Εντάξει».
«Πήγαινε γραμμή σπίτι και κλείδωσε την πόρτα».
«Στις διαταγές σας».
«Ορεβουάρ, μωρό μου».
Ό ταν έκλεισε το τηλέφωνο, συνειδητοποίησε πόση
ησυχία επικρατούσε στο ιατρείο. Κανονικά απολάμβανε
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 267

αυτές τις στιγμές ηρεμίας μετά τη δουλειά της ημέρας.


Τώρα όμως η σιωπή έκλεινε γύρω της απειλητική.
Τακτοποίησε τους φακέλους και τις κασέτες των ασθε­
νών αλλά κράτησε έξω εκείνον του Τζόε Χίγκινς. Τον
έβαλε στο χαρτοφύλακα για να τον πάρει σπίτι.
Τρεις φορές τσάκωσε τον εαυτό της να κοιτάζει νευρι­
κά την πόρτα. Καταντούσε γελοία. Έριξε μια ματιά στα
ραντεβού της επόμενης μέρας. Έξω βρίσκονταν δύο
αστυνομικοί κι άλλος ένας στην είσοδο της πολυκατοι­
κίας. Ήταν απολύτως ασφαλής.
Κάθε φορά όμως που άκουγε το ασανσέρ στο διάδρο­
μο, αναπηδούσε αλαφιασμένη.
Δεν είχε διάθεση να επιστρέφει στο έρημο διαμέρισμά
της. Είχε συνηθίσει την παρουσία του Μπεν κι η μονα­
ξιά την απωθούσε.
Βάλθηκε να συμμαζεύει τα πράγματά της μ’ έναν ανα­
στεναγμό. Έπρεπε να παραδεχτεί πως είχε δαγκώσει
γερά τη λαμαρίνα. Πώς αντιμετώπιζε τον έρωτα η πολύ­
ξερη δόκτωρ Κουρτ; Φοβερά αδέξια, ομολόγησε καθώς
έβγαζε το παλτό της από την ντουλάπα.
Αν ήταν άνοιξη, θα είχε κάποια δικαιολογία για την
αφηρημάδα, τις ονειροπολήσεις, τα δίχως λόγο χαμόγε­
λά της. Οι έξυπνοι άνθρωποι ερωτεύονται την άνοιξη,
τότε που είναι όλα όμορφα, θαλερά, και δείχνουν πως
θα μείνουν για πάντα έτσι.
Ζύγωσε το παράθυρο. Τα δέντρα στο πεζοδρόμιο ήταν
γυμνά, το λιγοστό γρασίδι ξεραμένο. Οι διαβάτες περ­
νούσαν σκυφτοί, βιαστικοί. Δεν είναι άνοιξη, συλλογί­
στηκε. Όλοι οι λογικοί άνθρωποι βιάζονται να γυρίσουν
σπίτι τους.
Και τότε τον είδε. Στεκόταν ακίνητος, μαυροντυμένος,
268 NORA ROBERTS

μπροστά σε μια συστάδα δέντρα. Κόπηκε η ανάσα της,


λύθηκαν τα γόνατά της. Απλωσε ενστικτωδώς το χέρι
στο τηλέφωνο. Θα τηλεφωνούσε στο θυρωρείο, θα έλεγε
στους αστυνομικούς πως ήταν στημένος στο πεζοδρό­
μιο. Μετά θα κατέβαινε κι αυτή. Το είχε υποσχεθεί στον
εαυτό της.
Όταν γύρισε όμως να τον κοιτάξει, είχε εξαφανιστεί.
Έμεινε αναποφάσιστη μια στιγμή, με το τηλέφωνο στο
χέρι. Δεν ήταν αυτός, ήταν κάποιος άσχετος, κάποιος
περαστικός, είπε στον εαυτό της. Κατέβασε αργά το
ακουστικό. Τα πόδια της έτρεμαν ακόμα. Στηρίχτηκε
στο γραφείο και σιγά σιγά ηρέμησε.
Διάγνωση: παράνοια.
Θεραπεία: ένα ζεστό μπάνιο και μια ήσυχη βραδιά με
τον Μπεν Πάρις.
Και μόνο στη σκέψη ένιωσε καλύτερα. Φόρεσε το παλ­
τό της, κρέμασε την τσάντα στον ώμο, πήρε το χαρτοφύ­
λακα. Ετοιμαζόταν να φύγει όταν είδε να γυρίζει το
πόμολο της πόρτας της ρεσεψιόν.
Της ξέφυγαν τα κλειδιά από το χέρι κι έπεσαν στο
πάτωμα. Πισωπάτησε. Η πόρτα άνοιξε μερικά εκατοστά.
Μαρμάρωσε από τον τρόμο. Ήταν παγιδευμένη. Δεν
είχε πού να τρέξει, πού να κρυφτεί.
«Είναι κανείς εδώ;»
«Ω Θεέ μου... Εσύ είσαι, Φρανκ;» Τα πόδια της έτρε­
μαν.
«Έφευγα όταν είδα φως κάτω από την πόρτα σου».
Χαμογέλασε πανευτυχής που την πέτυχε μόνη. «Μη μου
πεις πως παίρνεις πάλι δουλειά στο σπίτι, Τες». Μπήκε
μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
«Όχι, στο χαρτοφύλακα έχω τα ρούχα για το καθαρι­
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 269

στήριο», τον ειρωνεύτηκε. Έσκυψε να μαζέψει τα κλει­


διά εκνευρισμένη από τη λιποψυχία της. «Κοίτα, Φρανκ,
είμαι ψόφια στην κούραση. Να χαρείς, μην αρχίζεις πάλι
το ηλίθιο κόρτε σου».
Το χαμόγελό του έσβησε. «Τες, πώς μου μιλάς έτσι;» έ­
κανε θιγμένος.
«Αν δε μ’ αφήσεις ήσυχη, θα σου ρίξω μπουνιά».
«Δεν πάμε να πιούμε κάνα ποτό;»
«Για τ ’ όνομα του Θεού». Τον προσπέρασε, τον γρά­
πωσε από το μανίκι και τον τράβηξε έξω, στο διάδρομο.
«Θες να σου κάνω το τραπέζι σπίτι μου;»
Η Τες έσβησε το φως, έκλεισε και κλείδωσε τρίζοντας
τα δόντια από θυμό. «Φρανκ, γιατί δε γράφεις ένα βι­
βλίο για τις ερωτικές φαντασιώσεις σου; Έτσι θα εκτο­
νωθείς χωρίς να ενοχλείς τους άλλους». Προχώρησε
μπροστά και πάτησε το κουμπί του ασανσέρ.
«Θα σε βάλω στο πρώτο κεφάλαιο».
Πήρε βαθιά ανάσα, μέτρησε μέσα της ως το δέκα και,
για μεγάλη της έκπληξη, δεν κατάφερε να καλμάρει.
Όταν άνοιξαν οι πόρτες, μπήκε, γύρισε και μπλοκάρισε
την είσοδο. «Αν αγαπάς τη ζωούλα σου, Φρανκ, μην
τολμήσεις να μπεις μαζί μου στο ασανσέρ».
«Σκέψου το καλύτερα. Δείπνο και μετά υδρομασάζ...»
«Θα σου ’λεγα τώρα πού να το βάλεις το υδρομασάζ»,
μουρμούρισε καθώς έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ.
Κόντευε να φτάσει σπίτι της όταν άρχισε να γελάει.
Όσο σκεφτόταν τη στιχομυθία της με τον Φρανκ, ξε­
χνούσε το αυτοκίνητο της αστυνομίας που την ακολου­
θούσε, τους άντρες που τη φρουρούσαν εγκατεστημένοι
στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας της. Ένα μποτι­
λιάρισμα από ένα τρακάρισμα στην Εικοστή Τρίτη οδό,
270 NORA ROBERTS

που την καθυστέρησε γύρω στο ένα τέταρτο, δεν κατάφε-


ρε να της χαλάσει τη διάθεση.
Σιγοτραγουδούσε όταν ξεκλείδωσε την πόρτα του δια­
μερίσματος της. Μετανιωμένη που δε σκέφτηκε ν’ αγο­
ράσει λίγα λουλούδια, πήγε στην κρεβατοκάμαρα και
γδύθηκε. Φόρεσε το μεταξωτό κιμονό, άνοιξε τη βρύση
της μπανιέρας κι έριξε μπόλικο αφρόλουτρο. Έβαλε ένα
δίσκο στο στέρεο και βυθίστηκε στο αχνιστό ευωδιαστό
νερό.
Όταν μπήκε με το κλειδί του ο Μπεν, ένιωσε σαν στο
σπίτι του. Τα έπιπλα δεν ήταν δικά του ούτε είχε διαλέ­
ξει τους πίνακες ζωγραφικής αλλά το ένιωθε σαν σπίτι
του. Ακούμπησε το χαρτονένιο κουτί με την πίτσα στην
τραπεζαρία κι ευχήθηκε να μπορούσε να πέσει στο κρε­
βάτι και να κοιμηθεί είκοσι τέσσερις ώρες.
Δίπλα στην πίτσα άφησε τη χαρτοσακούλα που κρα­
τούσε κι ύστερα έβγαλε το μπουφάν και το όπλο του και
τα έριξε σε μια καρέκλα.
Μύριζε την ευωδιά της· λεπτή, διακριτική, φίνα. Ο
πόθος ανάδεψε μέσα του κάνοντάς τον να ξεχάσει την
κούραση.
«Τες;»
«Εδώ, στο μπάνιο. Βγαίνω σε μισό λεπτό».
Ακολούθησε την ευωδιά και τον ήχο του νερού.
«Γεια».
Μόλις τον είδε, του φάνηκε πως κοκκίνισε λιγάκι. Τι
παράξενη γυ^άΐκα, σκέφτηκε καθώς πλησίαζε για να
καθίσει στην άκρη της μπανιέρας. Μπορεί να τρελάνει
έναν άντρα στο κρεβάτι αλλά κοκκινίζει όταν την τσα­
κώνεις στην μπανιέρα.
«Δεν ήξερα τι ώρα θα έρθεις», δικαιολογήθηκε συ-
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 271

γκρατώντας τον εαυτό της να μη χωθεί στους αφρούς.


«Μου έπεσε πολλή δουλειά».
Η αμηχανία της διαλύθηκε ως διά μαγείας. «Δείχνεις
εξουθενωμένος. Ασχημη μέρα, ε;»
«Απαίσια».
«Θες να μου τα πεις;»
Αναλογίστηκε το αίμα. Ακόμα και στο επάγγελμά του,
σπάνια έβλεπε τέτοια σφαγή. «Όχι, όχι τώρα».
Τον χάιδεψε στο μάγουλο. «Μας χωράει και τους δυο
η μπανιέρα».
«Θα κρυώσει η πίτσα».
«Τρελαίνομαι για κρύα πίτσα». Βάλθηκε να του ξεκου­
μπώνει το πουκάμισο. «Ξέρεις, πέρασα κι εγώ κουραστι­
κή μέρα, που έκλεισε με μια πρόσκληση για δείπνο και
υδρομασάζ».
«Μπα;» Το αίσθημα που ένιωσε ήταν απαίσιο κι ανοί­
κειο για έναν άντρα που δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή
του ζήλια. Σηκώθηκε να ξεκουμπώσει το παντελόνι του.
«Δεν ήταν κουτό να την απορρίψεις για μια κρύα πίτσα
κι ένα ψωροαφρόλουτρο;»
«Με φαντάζεσαι να περνούσα τη βραδιά με τον όμορ­
φο, επιτυχημένο κι αφόρητα πληκτικό δόκτορα Φού-
λερ;»
«Κι όμως, είναι ο τύπος σου».
«Οι πληκτικοί άντρες είναι ο τύπος μου; Σ’ ευχαριστώ
πάρα πολύ».
«Εννοώ τους μεγαλογιατρούς με τ ’ ακριβά κοστούμια
και τις πιστωτικές κάρτες».
«Κατάλαβα». Χαμογέλασε εύθυμα και βάλθηκε να
σαπουνίζει το πόδι της. «Εσύ δεν έχεις πιστωτική κάρ­
τα;»
272 NORA ROBERTS

«Μια της σειράς».


«Τότε θα το σκεφτώ πολύ αν θα σου επιτρέψω να
μπεις στην μπανιέρα μου».
Σηκώθηκε όρθιος. Φορούσε μόνο το τζιν. «Μιλάω σο­
βαρά, Τες».
«Το βλέπω». Πήρε μια χούφτα αφρό και την περιεργά­
στηκε. «Αυτό σημαίνει πως με θεωρείς γυναίκα ρηχή,
που συγκινείται μόνο από τα υλικά αγαθά και την κοι­
νωνική θέση αλλά παρεκκλίνει περιστασιακά από τις
συνήθειές της για να χαρεί το σεξ».
«Δεν εννοούσα τίποτε τέτοιο», διαμαρτυρήθηκε εκνευ­
ρισμένος και κάθισε πάλι στην άκρη της μπανιέρας.
«Κοίτα, βλέπουν φοβερά πράγματα τα μάτια μου σε αυ­
τή την παλιοδουλειά».
Του έπιασε το χέρι. «Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολη
μέρα».
«Αυτό είναι άσχετο». Σήκωσε το χέρι της, το περιεργά­
στηκε. Ήταν μάλλον μικρό, με λεπτά μακριά δάχτυλα
και ντελικάτο καρπό. «Ο πατέρας μου πουλούσε μετα­
χειρισμένα αυτοκίνητα κι η μητέρα μου ξενοδούλευε.
Όταν τελείωσα το λύκειο, πήγα δυο χρόνια στο κολέγιο
και μετά στην ακαδημία της αστυνομίας. Τώρα περνώ
τις μέρες μου εξετάζοντας πτώματα».
«Προσπαθείς να με πείσεις πως δεν είσαι αρκετά
καλός για μένα λόγω μορφωτικών, οικονομικών και
κοινωνικών διαφορών;»
«Μη μου πουλάς πνεύμα».
«Εντάξει, ας το προσεγγίσουμε αλλιώς». Και τον τρά­
βηξε στην μπανιέρα.
«Τι κάνεις;» Έφτυσε σαπουνάδες. «Είμαι ντυμένος!»
«Βαρέθηκα να περιμένω». Και πριν ανακτήσει ο Μπεν
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 273

την ισορροπία του, τον αγκάλιασε και σφράγισε τα χεί­


λη του μ’ ένα φιλί. Όλοι οι ψυχίατροι ξέρουν πως ορι­
σμένες φορές είναι προτιμότερα τα έργα από τα λόγια.
«Μπεν;»
«Μμμμ».
«Νομίζεις ότι αυτή τη στιγμή έχει σημασία αν ο πατέ­
ρας σου πουλούσε μεταχειρισμένα αυτοκίνητα κι η μητέ­
ρα σου ξενοδούλευε;»
«Όχι».
«Ωραία». Σκούπισε γελώντας τις σαπουνάδες από το
σαγόνι του. «Τότε θα βγάλεις το παντελόνι σου;»

Η πίτσα είχε παγώσει αλλά δεν έμεινε ψίχουλο.


«Σου έφερα ένα δώρο», της είπε όταν απόφαγαν.
«Αλήθεια;» Κοίταξε ξαφνιασμένη και συγκινημένη τη
χαρτοσακούλα που της έδινε. «Γιατί;»
«Ερωτήσεις, όλο ερωτήσεις». Η Τες πήγε να το πάρει
κι εκείνος το τράβηξε πίσω. «Θέλεις στ’ αλήθεια να σου
πω;»
«Ναι».
Την αγκάλιασε από τη μέση. «Γιατί μ’ έχεις τρελάνει.
Ναι, μ’ έχεις τρελάνει», σιγοτραγούδησε.
Η Τες έκλεισε τα μάτια για να δεχτεί το φιλί του. «Το
ξέρω αυτό το τραγουδάκι. Είναι παλιό, του ’60».
«Λοιπόν, δε θα πάρεις το δώρο σου;»
«Ασφαλώς. Άφησέ με όμως γιατί πώς θα τ’ ανοίξω;»
Της το έδωσε και παρακολούθησε την έκφρασή της
καθώς το κοίταζε —πρώτα απορία, μετά έκπληξη, τέλος
ευθυμία.
«Μια κλειδαριά ασφαλείας! Τι να σου πω, βρε παιδά­
κι μου, ξέρεις πώς να γοητεύσεις μια γυναίκα!»
274 NORA ROBERTS

«'Οχι να το παινευτώ αλλά έχω το κάτι μου».


Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Θα το φυλάω σαν θη­
σαυρό. Αν δεν ήταν τόσο ογκώδες, θα το έκανα μεντα-
γιόν και θα το φορούσα πάντα στο στήθος».
«Σε μισή ωρίτσα θα βρίσκεται στην πόρτα σου. Χτες έ­
φερα το κασελάκι με τα εργαλεία μου. Το έχω στην κου­
ζίνα».
«Τι πρακτικό πνεύμα!»
«Βρες κ άτι να κάνεις μέχρι να τοποθετήσω την
κλειδαριά».
Όσο μαστόρευε ο Μπεν, η Τες ασχολήθηκε με μια διά­
λεξη που θα έδινε τον άλλο μήνα στο πανεπιστήμιο
Τζορτζ Ουάσιγκτον. Ο θόρυβος του τρυπανιού στο ξύλο
και το μέταλλο δεν την ενοχλούσε. Μάλιστα άρχισε ν ’
αναρωτιέται πώς άντεχε τόσα χρόνια την απόλυτη σιω­
πή του σπιτιού της.
Όταν τελείωσε με τη διάλεξη και τους φακέλους που
είχε φέρει από το γραφείο, μάζεψε κι ο Μπεν τα εργα­
λεία του. Η κλειδαριά άστραφτε γυαλιστερή και ολοκαί-
νουρια στην πόρτα.
«'Ηρωά μου».
Ο Μπεν σήκωσε ψηλά τα κλειδιά, μετά τ ’ ακούμπησε
στο τραπέζι και πήρε το κασελάκι με τα εργαλεία. «Πάω
να πλύνω τα χέρια μου. Εσύ σκούπισε το πάτωμα».
Η κοπέλα συμμάζεψε αδιαμαρτύρητα τη σκόνη και τα
ροκανίδια. Καθώς σηκωνόταν με το σκουπάκι και το
φαράσι στο χέρι, άρχισαν οι ειδήσεις στην τηλεόραση.
«Η αστυνομία ανακάλυψε τα πτώματα τριών ατόμων
σ’ ένα διαμέρισμα στο Νορθ Γουέστ. Ειδοποιημένη από
έναν ανήσυχο γείτονα, παραβίασε την πόρτα σήμερα το
μεσημέρι. Τα θύματα ήταν δεμένα με καλώδια κι έφεραν
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 275

πολλές μαχαιριές. Πρόκειται για τον Τζόνας Λίρι, τη


σύζυγό του Κάθλιν και τη νεαρή κόρη του Πολίν. Κίνη­
τρο των φόνων ήταν η ληστεία. Στον τόπο του εγκλήμα­
τος βρέθηκε ο ρεπόρτερ μας Μπομπ Μπάροου».
Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας αθλητικός άντρας με το
μικρόφωνο στο χέρι και φόντο μια μικρή πολυκατοικία.
Η Τες γύρισε κι είδε τον Μπεν να στέκεται στην πόρτα.
Κατάλαβε αμέσως πως εκείνος είχε δει το εσωτερικό του
παλιού κτιρίου.
«Ω Μπεν, θα πρέπει να ήταν φριχτό».
«Είχαν πεθάνει πριν δέκα, δώδεκα ώρες. Το κοριτσάκι
δεν ήταν ούτε δεκαπέντε χρονών». Η θύμηση της ανατρι-
χιαστικής εικόνας του ανακάτεψε το στομάχι. «Την
είχαν κατακρεουργήσει... σαν σφαχτάρι...»
Άφησε τη σκούπα και το φαράσι κι έτρεξε κοντά του.
«Έλα να καθίσουμε».
«Φτάνεις σ ’ ένα σημείο που νομίζεις πως το έχεις
συνηθίσει πλέον. Κι ύστερα... κι ύστερα μπαίνεις σ’ ένα
διαμέρισμα, καλή ώρα όπως σήμερα... και τρελαίνεσαι.
Λες: Θεέ μου, δεν είναι δυνατό άνθρωποι να κάνουν
τέτοιες φρικαλεότητες σε συνανθρώπους τους».
«Κάθισε, Μπεν». Τον παράσυρε στον καναπέ. «Να
κλείσω την τηλεόραση;»
«Όχι». Έσκυψε το κεφάλι και πέρασε τα δάχτυλα
στα μαλλιά του. Ο ρεπόρτερ έπαιρνε τώρα συνέντευξη
από μια γειτόνισσα. «Η Πολέτ ήταν τόσο γλυκό κορί­
τσι...» κλαψούριζε η γυναίκα. «Δεν μπορώ να το πιστέ­
ψω...»
«Θα τους πιάσουμε», μουρμούρισε ο Μπεν. «Ο Λίρι
είχε μια συλλογή νομισμάτων. Πρέπει να άξιζε οχτακό­
σια δολάρια, άντε χίλια. Στον κλεπταποδόχο δε θα πιά-
276 NORA ROBERTS

σει ούτε τα μισά. Το φαντάζεσαι; Έσφαξαν τσάμπα και


βερεσέ τρεις ανθρώπους».
Η Τες κοίταξε τη γυαλιστερή κλειδαριά. Τώρα καταλά­
βαινε γιατί της την έφερε. Τον έσφιξε σΐην αγκαλιά της
και τράβηξε το κεφάλι του στον κόρφο της.
«Μόλις πάνε να πουλήσουν τα κλοπιμαία, θα τους
συλλάβετε».
«Έχουμε κι άλλα ίχνη. Αύριο, το πολύ μεθαύριο, θα
τους έχουμε πιάσει. Αλλά όσο σκέφτομαι τι έκαναν σε
αυτούς τους δυστυχισμένους... πάει να μου στρίψει».
«Θα ήταν μάταιο να σου πω να μην το σκέφτεσαι. Να
ξέρεις όμως πως είμαι κοντά σου».
Πράγματι, και μόνο η παρουσία της ήταν αρκετή ν ’
ανακουφίσει τη φρίκη. Την είχε κοντά του, για μερικές
ώρες, για μια νύχτα, αυτό είχε μόνο σημασία.
«Σε χρειάζομαι». Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη
φίλησε στο λαιμό. «Φοβάμαι για σένα, τρέμω...»
«Το ξέρω».
κεφάλαιο 15

Τ ι να σου πω, Τες, δεν ξέρω. Οι γερουσιαστές δεν εί-


ναι το φόρτε μου». Ο Μπεν αγριοκοίταξε τη Λόουεν-
σταϊν που χαμογελούσε πονηρά ακούγοντας τα λόγια
του κι ύστερα της γύρισε την πλάτη, στηρίζοντας το
τηλέφωνο ανάμεσα στον ώμο και το σαγόνι του.
«Είναι παππούς μου, Μπεν, και πολύ γλύκας».
«Πρώτη φορά ακούω ν ’ αποκαλούν το γερουσιαστή
Γουάιτμορ “γλύκα”».
Από το βάθος της αίθουσας τον φώναξε ο Πιλομέντο
κι ο Μπεν του έγνεψε να περιμένει.
«Επειδή δε χειρίζομαι εγώ τις δημόσιες σχέσεις του.
Κοίτα, οι Ευχαριστίες είναι οικογενειακή γιορτή. Άλ­
λωστε οι δικοί σου γονείς ζουν στη Φλόριντα και δε
θέλω να μείνεις μόνος χρονιάρα μέρα. Ο παππούς μου
278 NORA ROBERTS

θα χαρεί πολύ να σε γνωρίσει».


«Κοίτα, έχω μια αρχή με τους συγγενείς της κοπέλας
μου».
«Ποια;»
«Να μην τους γνωρίζω».
«Μπα; Γιατί;»
«Πάλι ερωτήσεις», μουρμούρισε εκνευρισμένος. «Ό­
ταν ήμουν νεαρός, η μητέρα μου επέμενε να της συστήνω
το κορίτσι που έβγαινα. Τα έλεγαν μεταξύ τους και τους
έμπαιναν παράξενες ιδέες».
«Κατάλαβα», σχολίασε εύθυμα.
«Έτσι εφάρμοσα αυτή την αρχή. Δεν παρουσιάζω γυ­
ναίκες στη μητέρα μου και δε γνωρίζω τις μητέρες των
γυναικών με τις οποίες βγαίνω. Με αυτό τον τρόπο δε
βάζει κανείς στο μυαλό του ιδέες για κουφέτα και τα ρέ­
στα».
«Έχεις δίκιο. Αλλά σου υπόσχομαι πως ούτε ο παπ­
πούς ούτε εγώ θα σου μιλήσουμε για κουφέτα αν σου
κάνουμε το τραπέζι. Επιπλέον η κυρία Μπετ, η οικονό­
μος του, κάνει μια φανταστική μηλόπιτα».
«Αλήθεια;»
«Στο λόγο μου». Η έξυπνη γυναίκα ξέρει πότε να υπο­
χωρήσει. «Δε χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα, μπο­
ρείς να το σκεφτείς. Ξέρω ότι σ’ το προτείνω σε ακατάλ­
ληλη στιγμή αλλά, με όλη αυτή τη φασαρία, το είχα
ξεχάσει και το θυμήθηκα πριν λίγα λεπτά, που με πήρε ο
παππούς τηλέφωνο».
«Εντάξει, θα το σκεφτώ».
«Και μη στενοχωριέσαι. Αν αποφασίσεις να μην έρ­
θεις, θα σου φέρω ένα κομμάτι μηλόπιτα».
«Τες...»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 279

«Ναι;»
«Τίποτε. Θα σε δω το βράδυ». Κατέβαζε το ακουστικό
όταν πλησίασε ο Πιλομέντο. «Συγνώμη. Τι θέλεις;»
Του έδωσε ένα φύλλο χαρτί. «Εντοπίσαμε τον άνθρω­
πο για τον οποίο μας μίλησε η γειτόνισσα».
«Αυτός που τριγύριζε τη νεαρή Λίρι;»
«Ναι, τον Έιμος Ρίντερ. Η περιγραφή δεν είναι λεπτο­
μερής γιατί η γειτόνισσα τον είδε μόνο μια φορά. Δεν
της άρεσε η φάτσα του αλλά επισκέφτηκε μόνο μια φορά
το σπίτι των Λίρι και δεν έγινε καμιά φασαρία».
Ο Μπεν φορούσε ήδη το μπουφάν του. «Αφού είναι
ασχημόφατσα, πρέπει να τον ελέγξουμε».
«Εδώ γράφει και τη διεύθυνση».
Καθώς έβαζε το πακέτο του στην τσέπη, ο Μπεν πρόσε­
ξε πως είχαν μείνει μόνο δύο τσιγάρα. «Έχει φάκελο;»
«Στα δεκαεφτά χαράκωσε έναν άλλο νεαρό κι όταν
τον συλλάβαμε, βρήκαμε πάνω του μια μικροποσότητα
ναρκωτικών. Τα χέρια του ήταν τρυπημένα, είναι κι ο
ίδιος χρήστης. Τελικά δικάστηκε με αναστολή. Ο Χάρις
είπε να πάτε να τον δείτε εσύ κι ο Τζάκσον».
Πήρε τα χαρτιά και πέρασε από την αίθουσα συσκέψε­
ων, όπου ο Εντ δούλευε με τον Μπίγκσμπι στην υπόθε­
ση του «Παπά». «Φεύγουμε», του φώναξε από την πόρ­
τα και προχώρησε στην έξοδο.
Λίγες στιγμές αργότερα ο Εντ βρισκόταν δίπλα του.
«Τι έχουμε;»
«Ένα ίχνος για την υπόθεση Λίρι. Ένας νεαρός μαχαι­
ροβγάλτης τριγύριζε το κορίτσι. Πάμε να του μιλή­
σουμε».
«Ωραία». Μπήκαν στο αμάξι και ο Εντ βολεύτηκε νω-
χελικά στο κάθισμα.
280 N o r a Ro b e r t s

«Μου τηλεφώνησε η Τες».


Ο Εντ άνοιξε το ένα μάτι. «Προβλήματα;»
«'Οχι. Δηλαδή ναι... Θέλει να δειπνήσουμε με τον παπ­
πού της στη γιορτή των Ευχαριστιών».
«Ποιος τη χάρη σου. Θ’ απολαύσεις τη γαλοπούλα με
κοτζάμ γερουσιαστή».
«Το φοβόμουν αυτό το μπλέξιμο». Άναψε τσιγάρο.
«Πώς κάνεις έτσι; Τη γαλοπούλα θα φάνε, όχι εσένα».
«Πρώτα οι Ευχαριστίες, μετά το κυριακάτικο γεύμα
και, πριν το καλοκαταλάβεις, έρχεται η θεία Μέιμπελ να
σε εγκρίνει».
«Έχει θεία Μέιμπελ η Τες;»
«Δε με παρακολουθείς, Εντ». Σταμάτησε σ’ ένα φανά­
ρι. «Σε καλούν στο γάμο της εξαδέλφης Λόρι κι ο θείος
Τζόε σε χτυπά στην πλάτη και σε ρωτά: “Πότε κι εσείς,
με το καλό; ”»
«Κι όλα αυτά για μια γαλοπούλα;» έκανε με θαυμασμό
ο Εντ. «Τι σου είναι ο άνθρωπος».
«Το έχω δει κατ’ επανάληψη να συμβαίνει. Είναι
τρομαχτικό».
«Μπεν, υπάρχουν πιο τρομαχτικά πράγματα από τη
θεία Μέιμπελ».
«Σαν τι;»
«Ξέρεις τι ορμόνες έχουν τα παλιοκρέατα που τρως;»
«Μη γίνεσαι αηδιαστικός».
«Αυτό που θέλω να σου πω, Μπεν, είναι πως πρέπει
ν ’ ανησυχείς για το πυρηνικό ολοκαύτωμα, την όξινη
βροχή και τη χοληστερίνη σου. Πήγαινε λοιπόν στο δεί­
πνο κι αν διαπιστώσεις πως ο γερουσιαστής σε καλοβλέ­
πει για γαμπρό, κάνε κάτι να του τη “σπάσεις”».
«Σαν τι;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 281

«Φάε τις πατάτες με τα χέρια».


Ο Μπεν παρκάρισε δίπλα στο πεζοδρόμιο κι έσβησε
το τσιγάρο σου. «Σ’ ευχαριστώ, Εντ. Είσαι ανεκτίμητος
φίλος».
«Πάντα στη διάθεσή σου. Τώρα τι κάνουμε;»
Ο Μπεν περιεργάστηκε το κτίριο, που είχε δει πολύ
καλύτερες μέρες. Πολλά τζάμια ήταν σπασμένα κι οι
τρύπες καλυμμένες μ’ εφημερίδες. Στους τοίχους ήταν
γραμμένα προστυχόλογα και δίπλα στην είσοδο υπήρχε
ένας σωρός σκουπίδια και μπουκάλια.
«Μένει στο 303. Έχει σκάλα κινδύνου. Αν μας το σκά­
σει, δε θα ήθελα να τον κυνηγήσω στα λημέρια του».
Ο Εντ έβγαλε ένα νόμισμα από την τσέπη του. «Θα το
ρίξουμε κορόνα γράμματα να δούμε ποιος θα φυλάξει
την έξοδο κινδύνου».
«Ωραία. Κορόνα, πάω εγώ από την κυρία είσοδο,
γράμματα φυλάω το παράθυρο της σκάλας κινδύνου».
Βγήκαν από το αυτοκίνητο κι έριξαν το νόμισμα.
«Κορόνα», είπε ο Εντ. «Δώσ’ μου λίγο χρόνο ν ’ ανέβω
στη σκάλα».
«Φύγαμε». Ο Μπεν κλότσησε ένα άδειο μπουκάλι μπί­
ρα και κατευθύνθηκε στην είσοδο. Το εσωτερικό της πο­
λυκατοικίας βρόμαγε βραστό κουνουπίδι και τσίκνα. Ξε­
κούμπωσε το μπουφάν του κι ανέβηκε στο τρίτο πάτω­
μα. Κοίταξε πάνω κάτω το διάδρομο και χτύπησε την
πόρτα του 303.
Η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα και φάνηκε ένας έφη­
βος με λιγδωμένο μαλλί και σπασμένο ένα μπροστινό
δόντι. Ο Μπεν μύρισε τη χαρακτηριστική μυρουδιά του
χασισιού και πρόσεξε την παράξενη γυαλάδα στα μάτια
του. «Ο Έιμος Ρίντερ;»
282 NORA ROBERTS

«Ποιος τον ζητά;»


Ο Μπεν έδειξε το σήμα του.
«Ο Έιμος λείπει. Ψάχνει για δουλειά».
«Εντάξει, θα μιλήσω μ’ εσένα».
«Έχεις ένταλμα;»
«Πού θες να συζητήσουμε, εδώ ή στο τμήμα; Πώς σε
λένε;»
«Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου απαντήσω. Κοιτάζω
τη δουλειά μου και δεν ενοχλώ κανέναν».
«Και το δωμάτιό σου βρομοκοπά χασίσι. Θες να μπω
να ψάξω;»
«Κέβιν Ντάινβιλ με λένε». Στο μέτωπό του εμφανίστη­
καν μερικές σταγόνες ιδρώτα. «Κοίτα, έχω δικαιώματα.
Δεν είμαι υποχρεωμένος ν ’ απαντώ σε μπάτσους».
«Νευρικός είσαι, Κέβιν». Ο Μπεν στηρίχτηκε με το
χέρι την πόρτα να μην του την κλείσει. «Πόσο χρονών
είσαι;»
«Δεκαοχτώ και δε δίνω λογαριασμό κανενός».
«Εμένα μου φαίνεσαι δεκάξι. Κανονικά θα έπρεπε να
βρίσκεσαι στο σχολείο σου. Για πες μου για κείνη την
κοπελίτσα που ο μπαμπάς της μάζευε νομίσματα».
Του έσωσε τη ζωή το πετάρισμα των ματιών του Κέβιν.
Είδε την αλλαγή της έκφρασής του κι ενστικτωδώς γύρισε.
Το μαχαίρι κατέβηκε αλλά αντί να καρφωθεί στον αυχένα,
του έσχισε το μπράτσο καθώς έπεφτε στην πόρτα και
σωριαζόταν στο πάτωμα του διαμερίσματος.
«Μη, Έιμος, είναι μπάτσος. Δεν πρέπει να σκοτώσεις
μπάτσο». Καθώς προσπαθούσε να παραμερίσει ο Κέβιν,
σκόνταψε σ’ ένα τραπέζι κι έριξε ένα πορτατίφ στο πά­
τωμα.
Ο Ρίντερ χαμογέλασε. «Θα τον ξεκοιλιάσω».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 283

Ο Μπεν πρόλαβε να δει πως ο επίδοξος δολοφόνος


του δεν ήταν πάνω από δεκαοχτώ χρονών, πριν επιχει­
ρήσει να τον καρφώσει για δεύτερη φορά. Τραβήχτηκε
προσπαθώντας να βγάλει το περίστροφο με το αριστερό,
ενώ το δεξί αιμορραγούσε ακατάσχετα. Ο Κέβιν κλα­
ψούριζε πεσμένος με τα τέσσερα στο πάτωμα. Ξάφνου
έσπασε πίσω του το παράθυρο.
«Αστυνομία!» Ο Εντ στάθηκε στο άνοιγμα με τα πόδια
ανοιχτά και το όπλο προτεταμένο. «Πέτα το μαχαίρι
γιατί θα σου ρίξω».
Ο Έιμος κάρφωσε το βλέμμα στον Μπεν και γέλασε
ηλίθια. Από το ακρόχειλό του έτρεχε σάλιο. «Θα σε σφά­
ξω. Θα σε κάνω κιμά». Και σαλτάρισε κραδαίνοντας το
μαχαίρι. Αντήχησε ένας πυροβολισμός κι η σφαίρα τον
βρήκε κατάστηθα, τινάζοντάς τον πίσω. Έπεσε συμπα-
ρασύροντας μαζί του το τραπέζι και ξεψύχησε δίχως να
βγάλει άχνα.
Ο Μπεν σηκώθηκε με δυσκολία στα γόνατα Μέχρι να
μπει ο Εντ από το σπασμένο παράθυρο, είχε καταφέρει
να βγάλει το όπλο του. «Μην τολμήσεις να κουνηθείς
γιατί στην άναψα», σημάδεψε απειλητικά τον Κέβιν.
«Ο Έιμος τα έκανε όλα, ο Έιμος τους σκότωσε», είπε
ανάμεσα σε λυγμούς ο μικρός. «Εγώ κοίταζα, μόνο κοί­
ταζα».
Ο Εντ έψαξε το πτώμα πριν γονατίσει δίπλα στον
Μπεν. «Σε χτύπησε άσχημα;»
Ο πόνος ήταν αφόρητος και του έφερνε ζάλη. «Παρά
τρίχα τη γλίτωσα».
«Για να δω».
«Τηλεφώνησε να τους μαζέψουν και πήγαινέ με σ’ ένα
νοσοκομείο».
284 NORA ROBERTS

«Νομίζω ότι δεν πειράχτηκε αρτηρία».


«Τώρα με καθησύχασες». Έσφιξε τα δόντια καθώς ο
Εντ ξεσκέπαζε το τραύμα. «Παίζουμε μια παρτίδα
γκολφ;»
Ο Εντ σκέπασε πρόχειρα το χέρι με το μανίκι. «Πίεζέ
το να συγκρατήσεις την αιμορραγία».
Η μυρουδιά του αίματός του του έφερνε ζάλη. «Ευχα­
ριστώ».
«Παρακαλώ».
«Εντ». Ο Μπεν έριξε μια ματιά στον Κέβιν, που είχε
κουλουριαστεί έντρομος σε μια γωνιά κι έκλαιγε. «Έχει
μια φωτογραφία του Τσαρλς Μέισον πάνω από το κρε­
βάτι του».
«Το είδα».

Ο Μπεν, καθισμένος σ’ ένα κρεβάτι του χειρουργείου,


μετρούσε τις νοσοκόμες για να ξεχάσει τη βελόνα που
μπαινόβγαινε στη σάρκα του. Ο γιατρός που του έβαζε
τα ράμματα φλυαρούσε για τον αγώνα μεταξύ Ρέντσκινς
και Καουμπόις, που θα γινόταν την Κυριακή. Δίπλα
τους, πίσω από ένα παραβάν, ένας γιατρός και δύο
νοσοκόμες έδιναν τις πρώτες βοήθειες σε μια δεκαεννιά-
χρονη που είχε πάρει υπερβολική δόση. Ο Μπεν άκουγε
τους λυγμούς της λαχταρώντας ένα τσιγάρο.
«Μισώ τα νοσοκομεία», μουρμούρισε.
«Ό πω ς ο περισσότερος κόσμος». Ο για τρός τον
«μαντάριζε» σαν έμπειρη κεντήστρα. «Η άμυνα είναι α­
διαπέραστη. Αν τραβήξει η επίθεση, θα τους κάνουμε να
•ψάχνονται».
«Θα δούμε». Ο Μπεν προσπάθησε να ξεχάσει τον πό­
νο του συγκεντρώνοντας την προσοχή τους στους ήχους
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 285

που ακούγονταν πίσω από το παραβάν. Μια αυστηρή


φωνή πρόσταζε την κοπέλα να πάρει βαθιές ανάσες. «Έ­
χετε πολλά τέτοια περιστατικά;»
«Αυξάνονται μέρα με τη μέρα». Ο γιατρός του έβαλε
άλλο ένα ράμμα. «Αν είναι τυχεροί και σωθούν, φεύ­
γουν τρέχοντας ν ’ αγοράσουν την επόμενη δόση. Ορίστε,
τελειώσαμε. Ωραίο έγινε. Πώς σου φαίνεται;»
«Αφού το λες εσύ, ωραίο θα είναι».
Η Τες διάβηκε τρέχοντας τις αυτόματες πόρτες των
επειγόντων περιστατικών, κοντοστάθηκε, έριξε γύρω
της μια ματιά και κατευθύνθηκε προς τα χειρουργεία.
Βλέποντας μια νοσοκόμα ν ’ απομακρύνει ένα φορείο μ’
ένα σκεπασμένο σώμα, της πάγωσε το αίμα. Μια άλλη
νοσοκόμα εμφανίστηκε πίσω από ένα παραβάν και την
άδραξε από το μπράτσο.
«Πού πάτε, δεσποινίς; Απαγορεύεται η είσοδος».
«Θέλω τον ντετέκτιβ Πάρις. Σας τον φέραν πριν λίγη
ώρα. Τον έχουν μαχαιρώσει».
«Του βάζουν ράμματα. Παρακαλώ, περάστε έξω να
περιμένετε».
«Είμαι η γιατρός του», ψέλλισε η Τες τραβώντας το
χέρι της. Προχώρησε συγκροτώντας την επιθυμία της να
τρέξει και άρχισε να παραμερίζει με τη σειρά τα παρα­
βάν. Τον βρήκε στο τελευταίο.
«Τες!» αναφώνησε ο γιατρός, έκπληκτος αλλά ικανο­
ποιημένος. «Πώς ξεφύτρωσες εδώ;»
«Γεια σου, Τζον».
«Σπάνια με επισκέφτονται στο χειρουργείο όμορφες
γυναίκες», άρχισε κι ύστερα πρόσεξε τον τρόπο που κοι­
τούσε τον ασθενή του. «Κατάλαβα», μουρμούρισε απο­
γοητευμένος. «Εσείς οι δυο γνωρίζεστε».
286 NORA ROBERTS

Ο Μπεν γύρισε, την είδε και θα είχε σηκωθεί αν δεν


τον συγκροτούσε ο γιατρός. «Τι γυρεύεις εδώ;»
«Μου τηλεφώνησε στην κλινική ο Εντ».
«Κακώς».
«Σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να μην το μάθω από
τις ειδήσεις. Τζον, είναι σοβαρό;»
«Μπα, τίποτε σπουδαίο», πετάχτηκε ο Μπεν.
«Δέκα ράμματα», εξήγησε ο γιατρός καθώς έδενε τον
επίδεσμο. «Οι μυς δεν πειράχτηκαν. 'Εχασε κάμποσο
αίμα αλλά τίποτε το ανησυχητικό. Ας πούμε μια αρκετά
βαθιά γρατσουνιά».
«Είχε ένα χασαπομάχαιρο που έκοβε ξυράφι», μουρ­
μούρισε ο Μπεν ενοχλημένος που ανέλαβε κάποιος
άλλος να υποβαθμίσει τον τραυματισμό του.
«Ευτυχώς», συνέχισε ο Τζον, «τον προφύλαξε το
μπουφάν. Αλλιώς θα τον διαπερνούσε πέρα ως πέρα το
μαχαίρι. Ένα τσιμπηματάκι ακόμα, ντετέκτιβ».
«Τι είναι αυτό;» Ο Μπεν τον έπιασε από τον καρπό.
«Αντιτετανικός ορός», τον καθησύχασε αυτός. «Δεν
ξέρουμε τι είχε το μαχαίρι».
Ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί αλλά η Τες του έπιασε
το χέρι και το τέντωσε.
Ο Τζον του έκανε την ένεση. «Τελειώσαμε. Για ένα διά­
στημα ν ’ αποφύγεις το τένις και το καράτε. Σε δέκα
μέρες έλα να σου βγάλω τα ράμματα».
«Ευχαριστώ, γιατρέ».
«Να ευχαριστείς τη γερή κράση και την ιατροφαρμα­
κευτική σου περίθαλψη. Χάρηκα που σε είδα, Τες. Και,
μη χαθούμε. Πάρε κάνα τηλέφωνο», πρόσθεσε καθώς
έβγαινε από το χειρουργείο.
«Γεια σου, Τζον».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 287

«Τζον, ε;» μουρμούρισε ο Μπεν καθώς σηκωνόταν.


«Καλά, μόνο με γιατρούς βγαίνεις εσύ;»
«Πειράζει;» Η ανέμελη απάντηση της φάνηκε η καλύ­
τερη λύση εκείνη τη στιγμή. Και τότε έπεσε το μάτι της
σ’ ένα ματωμένο ρούχο ακουμπισμένο σ’ ένα μεταλλικό
δίσκο. «Το πουκάμισό σου. Στάσου να σε βοηθήσω να το
φορέσεις».
«Μπορώ και μόνος μου». Το χέρι του όμως ήταν πα­
ράλυτο από τον πόνο. Κατάφερε να βάλει το ένα μανίκι.
«Μην παριστάνεις τον υπεράνθρωπο. Ξεχνάς πως
έχεις δέκα ράμματα;»
Τράβηξε το πουκάμισο και μόρφασε από πόνο.
«Άσε, θα σε κουμπώσω εγώ». Ήταν αποφασισμένη να
κρατήσει την ψυχραιμία της, να κουμπώσει το πουκάμι­
σό του, να φερθεί με φυσικότητα. Κατάφερε να κουμπώ­
σει δύο κουμπιά αλλά δεν άντεξε άλλο, έχωσε το πρόσω­
πο στο στήθος του.
«Τες;» Ακούμπησε το χέρι στα μαλλιά της. «Τι συμβαί­
νει;»
«Τίποτε». Τραβήχτηκε κι έσκυψε να τον κουμπώσει.
«Τες». Της ανασήκωσε το πιγούνι με το γερό χέρι. Τα
μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. «Μην κλαις».
«Δεν κλαίω». Αλλά στάθηκε αδύνατο να συγκρατήσει
τους λυγμούς. «Λιγάκι μόνο...»
Την αγκάλιασε από τη μέση με το γερό του χέρι κι
απόλαυσε την αίσθηση πως κάποιος έκλαιγε για κείνον.
Γνώρισε γυναίκες που τις ερέθιζε η δουλειά του κι άλλες
που τις αήδιαζε, αυτή όμως ήταν η πρώτη που απλώς
ανησυχούσε για κείνον.
«Κατατρόμαξα», μουρμούρισε πνιχτά.
«Κι εγώ».
288 N o r a Ro ber ts

«Θα μσυ πεις αργότερα τι έγινε;»


«Είναι απαραίτητο; Στους άντρες, ξέρεις, δεν αρέσει
να ομολογούν στο κορίτσι τους πως φέρθηκαν βλακω-
δώς».
«Φέρθηκες;»
«Ήμουν σίγουρος πως εκείνος ο αλήτης βρισκόταν
μέσα στο σπίτι. Ο Εντ παραφύλαγε το παράθυρο, εγώ
στεκόμουν στην πόρτα. Απλούστατο». Πρόσεξε ότι το
βλέμμα της είχε καρφωθεί έντρομο στο ξεσχισμένο που­
κάμισο. «Αυτό δεν είναι τίποτε. Πού να δεις το μπου­
φάν. Καινούριο ρούχο, ούτε δυο μήνες δεν το είχα».
Αρκετά καθησυχασμένη τον έπιασε από το γερό χέρι
και τον οδήγησε στην έξοδο. «Μπορεί ο Αϊ-Βασίλης να
σου φέρει άλλο. Σπίτι πάμε;»
«'Οχι, θα περάσω από το τμήμα, να κάνω αναφορά. Κι
αν δεν έχει ομολογήσει ακόμα ο άλλος, θέλω να είμαι
παρών στην ανάκριση».
«Ώστε ήταν δύο».
«Ο ένας όμως μας τελείωσε».
Θυμήθηκε το πτώμα στο χειρουργείο. Δεν είπε όμως
τίποτε γιατί μύριζε το ξεραμένο αίμα από το πουκάμισο
του Μπεν. «Να ο Εντ».
«Διαβάζει ο αναίσθητος».
Ο Εντ ανάβλεψε, έριξε ένα σύντομο αλλά διεισδυτικό
βλέμμα στο συνάδελφό του και χαμογέλασε στην Τες.
«Γεια σου, γιατρέ. Δε σε είδα όταν ήρθες». Δεν ανέφερε
πως είχε πάει να δώσει αίμα. Είχε την ίδια ομάδα με τον
Μπεν, Α θετικό. Αφησε στην άκρη το περιοδικό κι έδωσε
στο φίλο του το όπλο και το μπουφάν του. «Κρίμα το
μπουφάν. Με τη γραφειοκρατία, η υπηρεσία θα σ’ το α­
ντικαταστήσει κατά τον Απρίλη».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 289

«Πολύ το φοβάμαι».
«Μόλις διάβασα ένα διαφωτιστικό άρθρο για τα νεφρά».
«Μη μας σκοτίζεις, να χαρείς», τον έκοψε ο Μπεν και
στράφηκε στην Τες. «Θα γυρίσεις στην κλινική;»
«Ναι, παράτησα σύξυλο έναν ασθενή». Μόνο εκείνη τη
στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε βάλει τον Μπεν πάνω
από ασθενή της. «Ως γιατρός σε συμβουλεύω, αμέσως
μόλις κάνεις την αναφορά σου, να πας σπίτι και να
ξαπλώσεις. Εγώ θα γυρίσω κατά τις εξίμισι, να σε
περιποιηθώ».
«Πώς θα με περιποιηθείς; Γίνε πιο συγκεκριμένη».
Τον αγνόησε κι απευθύνθηκε στον Εντ. «Έλα κι εσύ,
Εντ, να φάμε μαζί».
Στην αρχή τα έχασε με την πρόσκληση, μετά χάρηκε.
«Ε... δε... δηλαδή... ευχαριστώ».
«Ο Εντ μπερδεύει τα λόγια του όταν μιλάει με γυναί­
κες. Έλα, Εντ, κι η Τες θα σου φτιάξει κολοκυθοκεφτέ­
δες». Όταν βγήκαν έξω, ανάσανε λαίμαργα τον κρύο
αναζωογονητικό αέρα. Είχε περάσει το μούδιασμα στο
χέρι, τώρα αισθανόταν δυνατές σουβλιές, σαν του πονό­
δοντου. «Πού έχεις παρκάρει;»
«Εκεί πέρα».
«Συνόδευσε την κυρία στο αυτοκίνητό της, Εντ». Την
έπιασε από τα πέτα του παλτού και τη φίλησε. «Σ’ ευχα­
ριστώ που ήρθες».
«Παρακαλώ».
Ο Μπεν προχώρησε στη Μάσταγκ κι η Τες γύρισε στον
Εντ. «Θα τον προσέχεις;»
«Ασφαλώς».
Έβγαλε τα κλειδιά. «Αυτός που τον μαχαίρωσε είναι
νεκρός;»
290 N o r a R o ber ts

«Ναι». Της πήρε τα κλειδιά και ξεκλείδωσε την πόρτα·


η ιπποτική χειρονομία του της φάνηκε πολύ γλυκιά.
Χωρίς να της το πει, κατάλαβε από την έκφρασή του
πως εκείνος σκότωσε τον επίδοξο δολοφόνο του Μπεν.
Για μια στιγμή αναλογίστηκε τις αξίες στις οποίες π ί­
στευε όλη της τη ζωή αλλά ο δισταγμός ήταν στιγμιαίος.
Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και του έδωσε ένα
φιλί. «Σ’ ευχαριστώ που του έσωσες τη ζωή». Μπήκε
στο αυτοκίνητο και του χαμογέλασε. «Μην ξεχάσεις, το
βράδυ σε περιμένουμε».
Ο Εντ, μισοερωτευμένος κι εκείνος μαζί της, πήγε
στη Μάσταγκ. «Αν δε δεχτείς την πρόσκληση για τη
γιορτή των Ευχαριστιών, θα είσαι ένας βλάκας και μι­
σός».
Ο Μπεν, που καθόταν παραζαλισμένος στη θέση του
συνοδηγού, ανασήκωσε το κεφάλι. «Τι;»
«Κι άσε τις αηδίες περί θείας Μέιμπελ».
«Εντ, μήπως έφαγες κάνα χαλασμένο γιαούρτι;»
«Δες αυτό που βρίσκεται μπροστά στη μύτη σου πριν
σκοντάψεις κι εσύ στο πριόνι».
«Στο ποιο;»
«Ένας αγρότης έκοβε ξύλα με το πριόνι», άρχισε ο
Εντ καθώς έβαζε μπροστά, «ενώ τον κοιτούσε ένας
άνθρωπος από την πόλη. Χτύπησε το κουδουνάκι για το
βραδινό τραπέζι κι ο αγρότης κίνησε για το σπίτι αλλά
πεδικλώθηκε στο πριόνι κι έπεσε. Όταν σηκώθηκε, το
πήρε και συνέχισε να κόβει ξύλα. Γιατί δεν πας να φας;
τον ρωτά ό άνθρωπος από την πόλη κι εκείνος απαντά
πω ς, αφού σκόνταψε στο πριόνι, θα ήταν μάταιος
κόπος. Δε θα είχε μείνει φαγητό».
Ο Μπεν έμεινε λίγες στιγμές σιωπηλός. «Έτσι εξη-
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 291

γείται», μουρμούρισε τέλος. «Γύρνα πίσω στο νοσοκο­


μείο να σε κοιτάξει κάνας γιατρός».
«Η ιστορία αυτή θέλει να πει πως αν δεν αρπάξεις την
ευκαιρία τη στιγμή που σου παρουσιάζεται, τη χάνεις.
Έχεις βρει μια σπάνια γυναίκα, Μπεν».
«Το ξέρω».
«Τότε, τα μάτια σου τέσσερα μη σκοντάψεις στο πριό­
νι».
κεφάλαιο 16

Μ ό λ ι ς είχε αρχίσει να χιονίζει όταν έφυγε ο Τζόε


από την πίσω πόρτα, κλείνοντάς την προσεκτικά για να
μην τρίξει. Είχε θυμηθεί να φορέσει γάντια και τον πλε­
χτό γαλάζιο σκούφο του.
Κανείς δεν τον είδε να φεύγει.
Η μητέρα του κι ο πατριός του ήταν κλεισμένοι στο
γραφείο. Συζητούσαν για κείνον, το ήξερε, για τί οι
φωνές τους ήταν εκνευρισμένες και ψιθυριστές. Πάντα
οι φωνές τους ήταν εκνευρισμένες και ψιθυριστές όταν
συζητούσαν για κείνον.
Δεν ήξεραν πως το ήξερε.
Η μητέρα του είχε ετοιμάσει το παραδοσιακό γεύμα
των Ευχαριστιών· ψητή γαλοπούλα. Στο τραπέζι υπήρ­
χαν όλα τα καλά. Η μητέρα φλυαρούσε νευρικά, με βια­
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 293

σμένη ευθυμία. Ο Ντόναλντ αστειευόταν και καμάρωνε


για το σταφιδόψωμο που είχε φτιάξει ο ίδιος.
Ήταν το πιο δυσάρεστο γεύμα της ζωής του.
Η μητέρα του ήθελε να είναι ευτυχισμένος, να μην έχει
προβλήματα, να πηγαίνει καλά στο σχολείο, να παίζει
μπάσκετ, να ζει φυσιολογικά. Ναι, «φυσιολογικά» ήταν
η λέξη που χρησιμοποίησε σε μια συζήτηση με τον Ντό­
ναλντ, που κρυφάκουσε ο Τζόε.
Εκείνος όμως δεν ήταν φυσιολογικός. Ο πατριός του
κάπου το καταλάβαινε, γ ι’ αυτό διαφωνούσε με τη γυ­
ναίκα του. Ο Τζόε δεν ήταν φυσιολογικός. Ήταν αλκοο­
λικός, σαν τον πατέρα του.
Η μητέρα του έλεγε πως ο πατέρας του είναι ΚΑΚΟΣ.
Ο Τζόε ήξερε πως ο αλκοολισμός είναι ασθένεια.
Ήξερε τι θα πει εξάρτηση, ήξερε πως δεν υπάρχει θερα­
πεία, μόνο προσπάθεια, αποτυχία κι απογοήτευση.
Ήξερε πως εκατομμύρια αλκοολικοί σε όλο τον κόσμο
αγωνίζονται καθημερινά να ζήσουν μια φυσιολογική
ζωή. Κι εκείνος αγωνιζόταν αλλά πολλές φορές τον
κούραζε η προσπάθεια. Δεν το έλεγε στη μητέρα του. Δεν
ήθελε να τη στενοχωρήσει.
Ήξερε επίσης πως ο αλκοολισμός συχνά είναι κληρο­
νομικός. Εκείνος τον κληρονόμησε από τον πατέρα του.
Όπως και το ΚΑΚΟΣ.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι καθώς απομακρυνόταν από
την όμορφη γειτονιά του. Οι νιφάδες στροβιλίζονταν
σαν μαγεμένες χορεύτριες στο φως που σκόρπιζαν οι
λάμπες του δρόμου. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν
φωτισμένα. Ήταν γιορτή.
Ο πατέρας του δεν ήρθε να τον δει.
Δεν τηλεφώνησε.
294 NORA ROBERTS

Ο Τζόε ήξερε γιατί ο πατέρας του δεν τον αγαπούσε


πια. Του θύμιζε το πιοτό, τους καβγάδες, τον αποτυχη­
μένο γάμο του.
Η δόκτωρ Κουρτ έλεγε πως δε φταίει ο Τζόε για την
αρρώστια του πατέρα του. Ο Τζόε όμως σκεφτόταν πως,
αφού την κληρονόμησε αυτός από τον πατέρα του, ίσως
κι ο πατέρας του να την είχε κολλήσει από κείνον.
Θυμόταν αργά τις νύχτες, που άγρυπνος, ξαπλωμένος
στο κρεβάτι, τον άκουγε να βρίζει μεθυσμένος τη μητέρα
του.
«Μόνο το γιο σου σκέφτεσαι. Ποτέ εμένα. Από τότε
που γεννήθηκε, άλλαξαν όλα»·.
Κι όταν τον άκουγε να κλαίει με γοερούς λυγμούς,
ήταν ακόμα χειρότερα.
«Συγχώρα με, Λόις. Σ ’ αγαπώ. Σ ’ αγαπώ τόσο πολύ.
Φταίει το άγχος που με κάνει να φέρομαι έτσι. Με πιέ­
ζουν πολύ στη δουλειά. Θα τους βροντούσα αύριο κιό­
λας αλλά ο Τζόε χρειάζεται κάθε τρεις και λίγο καινού­
ρια παπούτσια».
Ο Τζόε κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο δρόμο, πέρασε
απέναντι και κατευθύνθηκε στο πάρκο. Τώρα το χιόνι
έπεφτε πυκνό, σαν κουρτίνα που αναδεύει στον άνεμο,
κι ο αέρας πάγωνε τα μάγουλά του.
Κάποτε σκέφτηκε πως αν δε χρειαζόταν κάθε τρεις και
λίγο καινούρια παπούτσια, ο πατέρας του δε θ ’ αναγκα­
ζόταν να μεθάει. Τότε συνειδητοποίησε πως θα ήταν όλα
πιο εύκολα για όλους αν έφευγε από τη μέση ο ίδιος.
Έτσι, στα εννιά του χρόνια, το έσκασε από το σπίτι.
Φοβόταν. Ήταν σκοτάδι κι ερημιά και χάθηκε. Η αστυ­
νομία τον βρήκε μέσα σε λίγες ώρες αλλά εκείνου του
φάνηκαν αιώνες.
Τ Ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 295

Η μητέρα του έκλαιγε κι ο πατέρας του τον έσφιγγε


στην αγκαλιά του. Όλοι έδωσαν υποσχέσεις, αποφασι­
σμένοι να τις τηρήσουν. Για ένα διάστημα σταμάτησαν
τα προβλήματα. Ο πατέρας'του έκανε θεραπεία, η μητέ­
ρα του χαμογελούσε. Εκείνα τα Χριστούγεννα του δώρι­
σαν το ποδήλατο κι ο πατέρας του, που τον έμαθε να
κάνει χωρίς βοηθητικές ρόδες, δεν τον άφησε να πέσει
ούτε μια φορά.
Λίγο πριν το Πάσχα όμως ο πατέρας ξανάρχισε να έρ­
χεται αργά στο σπίτι. Τώρα τα μάτια της μητέρας ήταν
μονίμως κλαμένα και το χαμόγελο έσβησε αφ τα χείλη
της. Μια νύχτα ο πατέρας, καθώς έκανε όπισθεν να παρ­
κάρει στην αυλή, έπεσε στο ποδήλατό του. Μπήκε στο
σπίτι βρίζοντας και βλαστημώντας. Ήθελε να σηκώσει
τον Τζόε από το κρεβάτι και να τον βγάλει έξω για να
του δείξει τι έκανε. Η μητέρα του έφραξε το δρόμο.
Εκείνη τη νύχτα άκουσε τον πατέρα να χτυπά τη μητέ­
ρα.
Αν είχε βάλει το ποδήλατο στη θέση του αντί να το
παρατήσει μες στη μέση της αυλής, ο πατέρας του δε θα
θύμωνε, δε θα χτυπούσε τη μητέρα μελανιάζοντας το
μάγουλό της.
Ήταν η νύχτα που ο Τζόε δοκίμασε πρώτη φορά αλκο­
όλ.
Δεν του άρεσε η γεύση. Του έκαψε το στόμα, του ανα­
κάτεψε το στομάχι. Αλλά, μετά την τρίτη γουλιά, ένιωσε
αλλόκοτα, σαν να τον τύλιξε ένα προστατευτικό κου­
κούλι. Δεν ήθελε πια να κλάψει, βούλιαξε σε μια ευχάρι­
στη ζάλη κι αποκοιμήθηκε ήσυχα, βαθιά.
Από κείνη τη νύχτα ο Τζόε χρησιμοποιούσε το αλκοόλ
σαν αναισθητικό κάθε φορά που μάλωναν οι γονείς του.
296 No r a Ro ber ts

Λίγο πριν το διαζύγιο η κατάσταση είχε γίνει αφό­


ρητη· καβγάδες, βριο.ές, κατηγόριες. Μια μέρα η μητέρα
του τον πήρε από το σχολείο και τον πήγε σ’ ένα μικρό
διαμέρισμα. Εκεί του εξήγησε ότι δεν μπορούσε πλέον
να ζήσει με τον πατέρα του.
Ο Τζόε χάρηκε κι αυτό τον έκανε να νιώσει φοβερές
τύψεις.
Άρχισαν μια νέα ζωή. Η μητέρα έπιασε δουλειά, έκοψε
τα μαλλιά, έβγαλε τη βέρα και στο δάχτυλό της έμεινε
ένα λεπτό άσπρο σημάδι.
Θυμόταν ακόμα πόσο ανήσυχο, πόσο παρακλητικό
ήταν το βλέμμα της όταν του εξηγούσε για το διαζύγιο.
Φοβόταν μην την κατηγορήσει και δικαιολογούσε την κί­
νησή της λέγοντάς του πράγματα που ήδη ήξερε. Ακού-
γοντάς τα από τα χείλη της, κατέρρευσαν κι οι τελευταί­
ες άμυνές του.
Θυμόταν επίσης πόσο έκλαψε την πρώτη φορά που
επέστρεψε από τη δουλειά και τον βρήκε μεθυσμένο. Ο
Τζόε ήταν τότε έντεκα χρονών.
Το πάρκο ήταν έρημο, σκεπασμένο μ’ ένα λευκό σεντό­
νι. Το χιόνι που έπεφτε σκυφτό Θα σκέπαζε γρήγορα τα
ίχνη των βημάτων του. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν
είχε ανέβει η μητέρα στο δωμάτιό του, αν είχε ανακαλύ­
ψει ότι λείπει. Λυπόταν που θα την αναστάτωνε αλλά με
αυτό που θα έκανε, θα λυτρώνονταν όλοι από τα βάσα­
νά τους. Ειδικά τα δικά του.
Τώρα δεν ήταν εννιά χρονών. Δε φοβόταν.
Πήγαινε στις αντιαλκοολικές συγκεντρώσεις με τη
μητέρα του. Αλλά έμεινε απρόσιτος. Δεν ήθελε να παρα­
δεχτεί πόσο ντρεπόταν που έμοιαζε στον πατέρα του.
Μετά μπήκε στη ζωή τους ο Ντόναλντ Μονρό. Ο Τζόε
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 297

χάρηκε που θα έβρισκε πάλι την ευτυχία η μητέρα του


αλλά ένιωθε τύψεις που ήταν έτοιμος να δεχτεί αντικα­
ταστάτη του πατέρα του. Χαιρόταν για τη μητέρα του
επειδή την αγαπούσε. Αισθανόταν τύψεις επειδή αγα­
πούσε εξίσου τον πατέρα του.
Η μητέρα παντρεύτηκε κι άλλαξε τ’ όνομά της. Τώρα
δεν είχε το ίδιο επίθετο με τον Τζόε. Μετακόμισαν σε
μια όμορφη μονοκατοικία, σε μια καλή γειτονιά. Ο πα­
τέρας του γκρίνιαξε για τη διατροφή.
Όταν ο Τζόε άρχισε να βλέπει την Τες, έπινε ακόμα
και σκεφτόταν ήδη την αυτοκτονία.
Στην αρχή δεν του άρεσε που τον πήγαν στο ιατρείο
της. Εκείνη όμως δεν τον πίεζε ούτε τον διαβεβαίωνε ότι
καταλαβαίνει. Απλώς συζητούσαν. Σαν έκοψε το ποτό,
του χάρισε ένα ημερολόγιο.
«Σήμερα πρέπει να νιώθεις πολύ περήφανος, Τζόε»,
του είπε. «Κάθε μέρα πρέπει να νιώθεις περήφανος γι’
αυτή τη νίκη ζωής».
Ώρες ώρες την πίστευε.
Του χάρισε το ημερολόγιο γιατί του είχε εμπιστοσύνη.
Δε φοβόταν μήπως την απογοητεύσει. Όχι σαν τη μητέ­
ρα του. Που του άλλαξε σχολείο. Που τον απομάκρυνε
από τους φίλους του.
Θ’ αποκτήσεις καινούριους φίλους, Τζόε. Το κάνω για
το καλό σου.
Για το καλό του! Απλώς δεν ήθελε να γίνει σαν τον
πατέρα του.
Αλλά αυτός ήταν.
Κι όταν μεγάλωνε, θα έκανε ένα γιο που θα του έμοια­
ζε. Και πάει λέγοντας. Είναι κάτι σαν κατάρα. Είχε δια­
βάσει για τις κατάρες. Περνάν από γενιά σε γενιά. Εκτός
298 No r a Ro ber ts

αν τις εξορκίσεις. Είχε βρει ένα βιβλίο που το έκρυβε


κάτω από το στρώμα του. Εξηγούσε με λεπτομέρειες την
τελετή του εξορκισμού. Ένα βράδυ που είχαν βγει η
μητέρα κι ο πατριός του, την τέλεσε. Σαν τελείωσε, δεν
ένιωθε καμιά διαφορά. Αποδείχτηκε πως το κακό μέσα
του ήταν ισχυρότερο από το καλό.
Τότε άρχισε να ονειρεύεται τη γέφυρα.
Η δόκτωρ Κουρτ ήθελε να τον στείλει σ ’ ένα μέρος
όπου οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τα όνειρα του θανά­
του. Ο Τζόε βρήκε τα διαφημιστικά φυλλάδια που πέτα-
ξε στα σκουπίδια η μητέρα του. Ήταν ένα μέρος όμορ­
φο, ήσυχο, πολύ πιο ευχάριστο από το σχολείο του, που
το μισούσε. Ή ταν έτοιμος να μιλήσει γ ι’ αυτό στη
δόκτορα Κουρτ αλλά δεν την ξανάδε. Η μητέρα είπε
πως δε χρειαζόταν άλλο θεραπεία.
Τώρα η μητέρα κι ο πατριός του συζητούσαν γι’ αυ­
τόν. Αυτός ήταν πάντα το πρόβλημα.
Θ ’ αποκτούσε αδερφάκι. Η μητέρα σκεφτόταν από
τώρα με τι χρώματα θα διακοσμήσει το δωμάτιο του
μωρού, τι όνομα θα του δώσει. Θα ήταν όμορφα να
έχουν ένα μωρό στο σπίτι. Χάρηκε πολύ όταν του ζήτησε
ο Ντόναλντ να τον βοηθήσει να βάψουν το δωμάτιό του.
Και μετά, μια νύχτα, ονειρεύτηκε πως το μωρό γεννή­
θηκε νεκρό.
Ήθελε να το πει στη δόκτορα Κουρτ αλλά η μητέρα
είπε πως δε χρειαζόταν πια γιατρό.
Η επιφάνεια της γέφυρας γλιστρούσε από τον πάγο.
Ακουγε από κάτω το θόρυβο της κυκλοφορίας αλλά
αυτός στάθηκε από την πλευρά με τα δέντρα και το
ποταμάκι. Αισθάνθηκε τη μέθη του ύψους έτσι όπως
έβλεπε τις κορφές των δέντρων κάτω από τη σκέπη του
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 299

σκοτεινού ουρανού. Φυσούσε εδώ πάνω αλλά αυτός


ήταν ζεστός από το περπάτημα.
Συλλογίστηκε τον πατέρα του. Η γιορτή των Ευχαρι­
στιών ήταν η τελευταία ευκαιρία. Αν ερχόταν ο πατέρας
του, αν ήταν νηφάλιος, αν τον έβγαζε για φαγητό όπως
είχε υποσχεθεί, τότε ο Τζόε θα έκανε άλλη μια προσπά­
θεια. Όμως δεν ήρθε. Επειδή ήταν πολύ αργά και-για
τους δυο.
Αλλωστε τον είχε κουράσει η προσπάθεια, τ’ αγωνιώ­
δη βλέμματα της μητέρας του, η ανησυχία του Ντόναλντ.
Δεν άντεχε να τους κάνει δυστυχισμένους. Όταν τελείω­
ναν όλοι, οι δικοί του θα έπαυαν να τσακώνονται εξαι-
τίας του. Κι ο ίδιος θα έπαυε να φοβάται πως ο Ντό­
ναλντ θα εγκαταλείψει τη μητέρα του και το μωρό επει­
δή δεν άντεχε πλέον τον Τζόε.
Ο πατέρας του θα σταματούσε να πληρώνει διατροφή.
Ήθελε να ησυχάσει. Ο θάνατος φέρνει γαλήνη. Είχε
διαβάσει για τη μετεμψύχωση. Θα του άρεσε να επιστρέ­
φει στη ζωή αναγεννημένος, με μια νέα καλύτερη μορφή.
Κάτω από τη γέφυρα της οδού Κάλβερτ διέκρινε τις
χιονισμένες κορφές των δέντρων και το ποτάμι Ροκ.
Είχε απορρίψει τους άλλους τρόπους αυτοκτονίας. Αν
έκοβε τις φλέβες του, ίσως λιποψυχούσε από τα αίματα.
Οσο για τα χάπια, σου κάνουν πλύση στομάχου και γλι­
τώνεις.
Όχι, η γέφυρα ήταν η καλύτερη λύση. Για μια στιγμή
νιώθεις σαν να πετάς.
Πλησίασε στο παραπέτο και προσευχήθηκε. Ήθελε να
εξηγήσει στο Θεό. Ο Θεός δεν εγκρίνει την. αυτοκτονία.
Όμως ο Τζόε δεν άντεχε άλλο τη δυστυχία. Ούτε του
άρεσε να κάνει τους γύρω του να υποφέρουν.
300 NORA ROBERTS

Θ’ απογοήτευε τη δόκτορα Κουρτ. Θα πλήγωνε τη μη­


τέρα του. Είχε όμως τον Ντόναλντ και το μωρό που πε-
ρίμενε. Όσο για τον πατέρα του... αυτός απλώς θα με­
θούσε.
Κράτησε τα μάτια ανοιχτά. Ήθελε να τα δει όλα. Πήρε
βαθιά ανάσα και πήδηξε.

«Η κυρία Μπετ ξεπέρασε τον εαυτό της». Η Τες δοκί­


μασε τη γαλοπούλα. «Και το σερβίρισμα είναι υπέροχο,
όπως πάντα».
«Τα γιορτινά γεύματα είναι η αγαπημένη της ασχο­
λία». Ο γερουσιαστής έβαλε μπόλικη σάλτσα στις πατά­
τες του. «Επί δύο μέρες δε μου επέτρεπε να πατήσω
στην κουζίνα».
«Μήπως σε τσάκωσε πάλι να βουτάς το χέρι στην μπε-
σαμέλ;»
«Απείλησε ότι θα με βάλει να καθαρίσω τις πατάτες».
Μάσησε απολαυστικά μια μεγάλη μπουκιά. «Η κυρία
Μπετ δεν παραδέχτηκε ποτέ τήν αρχή πως το σπίτι ενός
άντρα είναι το κάστρο του. Λίγο επιδόρπιο ακόμα, ντε-
τέκτιβ;»
«Ευχαριστώ». Ο Μπεν άπλωσε το πιάτο παρ’ όλο που
είχε φάει ήδη τρεις μερίδες. Μετά από μια ώρα με το
γερουσιαστή, είχε διαπιστώσει τη ζωντάνια του ηλικιω­
μένου άντρα τόσο στους τρόπους όσο και στην ομιλία.
Επέμενε με πάθος στις απόψεις του, δε διακρινόταν για
την υπομονή του κι η καρδιά του ήταν ολόψυχα δοσμένη
στην εγγονή του.
Ο Μπεν σκέφτηκε ανακουφισμένος πως ένιωθε πολύ
λιγότερη αμηχανία απ’ όση φοβόταν.
Στην αρχή ένιωσε άσχημα όταν είδε το σπίτι. Απ’ έξω
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 301

ήταν ένα αυστηρό καλοδιατηρημένο αρχοντικό. Μέσα


ένιωσε σαν να έμπαινε σ’ έναν άλλο κόσμο, άγνωστο για
τους πολλούς. Παλιά περσικά χαλιά, ασπρόμαυρα πλα­
κάκια στο μεγάλο χολ, μαονένια σκάλα, υπέροχοι πίνα­
κες.
Στο σαλόνι, που τους σερβίρισε τα απεριτίφ ένας αθό­
ρυβος Ανατολίτης, υπήρχαν δύο καρέκλες Λουί Κενζ κι
ανάμεσά τους ένα μακρόστενο τραπεζάκι ροκοκό, μια
βιτρίνα με υπέροχα κρύσταλλα και, δίπλα στο μαρμάρι­
νο τζάκι, ένας ελέφαντας από πορσελάνη, σε μέγεθος
τεριέ.
Ήταν ένας χώρος που αντανακλούσε την καταγωγή
του γερουσιαστή —και της Τες. Καθόταν σ’ έναν καναπέ
με σκουροπράσινη μπροκάρ ταπετσαρία και το σιελ
φόρεμά της έκανε το δέρμα της να λάμπει. Στο λαιμό
φορούσε μια σειρά μαργαριτάρια.
Ήταν ωραιότερη από ποτέ εκείνη τη νύχτα.
Το τζάκι ήταν αναμμένο και στην τραπεζαρία, που
πέρασαν για φαγητό. Τα πρισματικά κρύσταλλα του
πολυέλαιου πάνω από το τραπέζι διύλιζαν το φως κι
έκαναν ν ’ αστράφτουν τ’ ακριβά ασημικά και τα πορσε-
λάνινα σερβίτσια. Το δείπνο ήταν εκλεκτό· όστρακα,
ψητή γαλοπούλα, σπαράγγια με βούτυρο, κρέπες και
χίλιες δυο ακόμα πεντανόστιμες λιχουδιές.
Καθώς έκοβε ο γερουσιαστής τη γαλοπούλα, ο Μπεν
θυμήθηκε τις γιορτινές μέρες των παιδικών χρόνων του.
Το πρωί τον ξυπνούσαν οι μοσχοβολιές από την κουζί­
να, που μαγείρευε η μητέρα του. Εκείνη την ημέρα δεν
έστρωναν το τραπέζι ο Μπεν κι ο αδερφός του. Ήταν
ένα προνόμιο που η μητέρα κρατούσε για τον εαυτό της.
Κατά το μεσημεράκι κατέφτανε η αδερφή του πατέρα
302 No ra Ro bo ts

του, με τον άντρα και τα τρία παιδιά της. Το σπίτι αντι­


λαλούσε από φωνές και γέλια. Και όταν κάθονταν στο
τραπέζι, πριν προλάβει καλά καλά ν ’ αποσώσει ο πατέ­
ρας την προσευχή, ρίχνονταν όλοι με βουλιμία στα φα­
γητά. Φυσικά δεν υπήρχαν αθόρυβοι Ανατολίτες να
γεμίζουν τα ποτήρια τους όταν άδειαζαν.
«Χαίρομαι που σ’ έχουμε απόψε μαζί μας, ντετέκτιβ»,
είπε ο γερουσιαστής. «Συχνά αισθάνομαι τύψεις που
μονοπωλώ την Τες τις γιορτές».
«Κι εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Αν δε με
καλσύσατε, τώρα θα έτρωγα κάτι έτοιμο μπροστά στην
τηλεόραση».
«Το επάγγελμά σου δεν αφήνει πολλά περιθώρια για
ήσυχα οικογενειακά γεύματα. Έμαθα πως είσαι ένας
αστυνομικός με σπάνιες ικανότητες και παραδειγματική
αφοσίωση στο καθήκον». Ο Μπεν ανασήκωσε το φρύδι
κι ο γερουσιαστής του χαμογέλασε. «Ο δήμαρχος με ενη­
μερώνει για την πορεία της υπόθεσης. Όπως καταλαβαί­
νεις, ενδιαφέρομαι άμεσα αφού είναι ανακατεμένη η εγ-
γονή μου».
«Ο παππούς εννοεί ότι κουτσομπολεύει με το δήμαρ­
χο».
«Δεν το αρνούμαι», παραδέχτηκε άνετα ο Γουάιτμορ.
«Ακόυσα πως δεν ενέκρινες τον ορισμό της Τες ως συμ­
βούλου».
Ο Μπεν αποφάσισε πως η ευθύτητα ήταν η καλύτερη
αντιμετώπιση. «Και συνεχίζω να μην τον εγκρίνω».
«Δοκίμασε τις κρέπες». Του έδωσε την πιατέλα. «Είναι
η σπεσιαλιτέ της κυρίας Μπετ. Επιτρέπεται να ρωτήσω
αν διαφωνείς γενικά στον ορισμό συμβούλου ή ειδικά
στο πρόσωπο της Τες;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 303

«Παππού, ανάκριση θα του κάνεις;»


«Μη λες κουταμάρες. Δεν τον ανακρίνω τον άνθρωπο.
Απλώς θέλω να μάθω τη γνώμη του».
Ο Μπεν σερβιρίστηκε με το πάσο του πριν απαντήσει.
«Δε νομίζω ότι εξυπηρετεί σε τίποτε το ψυχολογικό
προψίλ. Αντίθετα προσθέτει κόπο και γραφική εργασία.
Προτιμώ τις καθαρά αστυνομικές πρακτικές· ανακρί­
σεις, παρακολουθήσεις, λογικά συμπεράσματα». Η Τες
περιεργαζόταν το ποτήρι της. «Προσωπικά δε μ’ ενδια­
φέρει αν είναι ψυχοπαθής ή απλώς φονιάς. Πράγματι,
είναι καταπληκτικές οι κρέπες».
«Σου είπα, είναι η σπεσιαλιτέ της κυρίας Μπετ». Και
για να το αποδείξει, πήρε κι ο γερουσιαστής άλλη μία.
«Αντιλαμβάνομαι το πνεύμα σου αν και ομολογώ πως
δεν το συμμερίζομαι απόλυτα. Στην πολιτική αυτό το
λέμε “διπλωματικές μπαρούφες”».
«Και στην αστυνομία».
«Καταλαβαινόμαστε εμείς οι δυο. Είναι καλό να κατα­
λαβαίνεις πώς σκέφτεται ο αντίπαλός σου».
«Για να βρίσκεσαι πάντα ένα βήμα μπροστά του». Ο
Μπεν περιεργάστηκε το συνομιλητή του. Ο γερουσια­
στής φορούσε μαύρο κοστούμι και χιονόλευκο πουκάμι­
σο. Τη γραβάτα του στόλιζε ένα διαμάντι. Τα χέρια του
ήταν μεγάλα και τραχιά. Ο Μπεν σκέφτηκε ξαφνιασμέ­
νος πως του θύμιζαν πολύ τα χέρια του παππού του,
του χασάπη.
«Δηλαδή η Τες δε σας βοήθησε στη συγκεκριμένη υπό­
θεση;»
Η κοπέλα συνέχισε το φαγητό της, σαν να μην την
αφορούσε διόλου το θέμα.
«Μακάρι να μπορούσα να το πω γιατί τότε θα ήταν
304 NORA RO BE· TS

ίσως πιο εύκολο να σας πείσω να την πείσετε ν ’ απο­


συρθεί από την υπόθεση. Η αλήθεια όμως είναι πως μας
βοήθησε ν ’ ανακαλύψουμε το κίνητρο και τη μέθοδο του
δολοφόνου».
«Μου δίνεις, σε παρακαλώ, το αλάτι;» του χαμογέλα­
σε η Τες. «Ευχαριστώ».
«Παρακαλώ», μουρμούρισε βλοσυρά. «Αυτό πάντως
δε σημαίνει πως άλλαξα απόψεις», πρόσθεσε απευθυνό­
μενος στο γερουσιαστή.
«Μ· άλλα λόγια διαπίστωσες πως η εγγονή μου είναι
μια | υναίκα επίμονη και πεισματάρα».
«Κληρονομικό», σχολίασε η Τες πιάνοντας τρυφερά
το χέρι του Γουάιτμορ. «Από τον παππού μου».
Της έσφιξε το χέρι. «Ευτυχώς που δε μου έμοιασες και
στην όψη». Κι ύστερα, με τον ίδιο άνετο τόνο, «Μαθαί­
νω ότι εγκαταστάθηκες στο σπίτι της εγγονής μου, ντετέ-
κτιβ».
«Μάλιστα». Να που είχε φτάσει η στιγμή της «ανάκρι­
σης», που περίμενε όλο το βράδυ.
«Αναρωτιέμαι, χρεώνεις υπερωρίες στην υπηρεσία
σου;»
Η Τες έβαλε τα γέλια. «Ο παππούς προσπαθεί να σε
στριμώξει». Στράφηκε στο γερουσιαστή. «Την επόμενη
φορά που θα κουτσομπολέψεις με το δήμαρχο, πες του
ότι η αστυνομία μου προσφέρει άριστη προστασία».
«Και τι άλλο σου προσφέρει;»
«"'■) άλλο δεν αφορά το δήμαρχο».
«(.‘ύτε εμένα;»
«Το είπες και μόνος σου».
Πάνω στην ώρα μπήκε η κυρία Μπετ, έριξε μια επιδο-
αστική μ" ί. στις άδειες σχεδόν πιατέλες και είπε,
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 305

«Δεσποινίς Κουρτ, σας ζητούν στο τηλέφωνο».


«Ευχαριστώ, κυρία Μπετ. Θα το πάρω στη βιβλιο­
θήκη». Σηκώθηκε και φίλησε τον παππού της στο μάγου­
λο. «Παππού, μην αρχίσεις πάλι τις αδιακρισίες όσο
λείπω. Και να μου αφήσετε λίγη μηλόπιτα».
Ο Γουάιτμορ περίμενε να βγει η Τες. «Υπέροχη κοπέ­
λα».
«Πράγματι».
«Ξέρεις, όταν ήταν μικρή, οι άλλοι την υποτιμούσαν.
Επειδή ήταν μικροκαμωμένη, όμορφη, θηλυκιά. Αλλά
κρύβει μεγάλη δύναμη μέσα της. Όταν ήρθε να ζήσει
μαζί μου, ήταν ένα τόσο δα κοριτσάκι. Όλοι λένε πως
εγώ τη στήριξα εκείνες τις τραγικές ώρες. Η αλήθεια
είναι, Μπεν, πως με στήριξε εκείνη. Θα είχα πεθάνει
χωρίς την Τες.
»Έχω ζήσει σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα». Χαμογέ­
λασε. «Όταν φτάνεις σε αυτή την ηλικία, μαθαίνεις να
εκτιμάς τις μικρές χαρές της ζωής».
«Ευγνωμονείς το Θεό για την κάθε μέρα», μονολόγησε
ο Μπεν και, βλέποντας το ερωτηματικό βλέμμα του γε­
ρουσιαστή, πρόσθεσε, «Κάτι που έλεγε ο παππούς μου».
«Σοφός άνθρωπος. Ναι, έτσι ακριβώς είναι». Πήρε το
ποτήρι του, έγειρε πίσω στην καρέκλα και περιεργάστη­
κε τον Μπεν. Του άρεσε αυτό που έβλεπε. «Ο άνθρωπος
κρύβει ασύλληπτες δυνάμεις μέσα του. Πάρε παράδειγ­
μα εμένα. Μπορώ να χαμογελώ ακόμα, να χαίρομαι τη
ζωή, παρ’ όλο που έχασα τη γυναίκα και τη μοναχοκόρη
μου. Η Τες είναι ό,τι έχω και δεν έχω».
Ο Μπεν συνειδητοποίησε πως δεν ένιωθε πια αμήχα­
να, δε φοβόταν ότι θα τον στριμώξουν σε μια γωνία.
«Να είστε σίγουρος πως δε θα επιτρέψω να της συμβεί
306 NORA ROBERTS

τίποτε κακό. 'Οχι μόνο επειδή είμαι αστυνομικός κι έχω


χρέος αλλά γιατί ενδιαφέρομαι προσωπικά».
«Σσυ αρέσει το ποδόσφαιρο;» ρώτησε α ιφ νίδια ο
γερουσιαστής.
«Αρκετά».
«Όταν τελειώσουν όλα και δε χρειάζεται ν ’ ανησυχού­
με για την Τες, θα πάμε μια μέρα μαζί στο γήπεδο. Έχω
εισιτήρια διάρκειας. Έτσι θα μάθω πράγματα για σένα
που δεν τα γράφει ο φάκελός σου κι οι αναφορές». Χα­
μογέλασε αποκαλύπτοντας δυο σειρές λευκά δόντια,
που ήταν σχεδόν όλα δικά του. «Η Τες είναι όλη μου η
ζωή, ντετέκτιβ. Μπορώ να σου πω ποια ήταν η επίδοσή
σου στην εξάσκηση σκοποβολής την περασμένη βδο­
μάδα».
«Σοβαρά;» έκανε εύθυμα ο Μπεν. «Πώς πήγα;»
«Πολύ καλά. Εντυπωσιακά καλά».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Τες κι οι δύο άντρες γύρισαν
προς το μέρος της. Μόλις είδε το πρόσωπό της ο Μπεν,
πετάχτηκε από την καρέκλα. «Τι έγινε;»
«Συγνώμη, παππού, πρέπει να φύγω». Η φωνή της
ήταν σταθερή, χωρίς το παραμικρό τρέμουλο, αλλά τα
μάγουλά της κάτωχρα. «Παρουσιάστηκε κάτι επείγον
και με περιμένουν στο νοσοκομείο».
Ο γερουσιαστής πήρε τα χέρια της στα δικά του. Ήταν
παγωμένα. Την ήξερε καλύτερα από τον καθένα και δε
δυσκολεύτηκε να μαντέψει πως έκρυβε τα αισθήματά
της. «Κάποιος ασθενής σου;»
«Ναι. Απόπειρα αυτοκτονίας. Τον πήγαν στο νοσοκο­
μείο αλλά είναι βαριά». Η φωνή της ήταν ψυχρή κι
απρόσωπη, η φωνή του γιατρού. Ο Μπεν τη μελέτησε
προσεκτικά αλλά, πέρα από τη χλομάδα, δε διέκρινε
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 307

κανένα ίχνος συγκίνησης. «Λυπάμαι που σου χαλάω τη


βραδιά».
«Τι λες παιδί μου, μη με σκέφτεσαι εμένα». Ο γερου­
σιαστής είχε ήδη σηκωθεί. Την αγκάλιασε από τους ώ­
μους καθώς έβγαιναν από την τραπεζαρία. «Τηλεφώνη-
σέ μου αύριο, να μου πεις τι έγινε».
Κάτι ράγισε μέσα της αλλά κατάφερε να το κρύψει.
Τον φίλησε στο μάγουλο. «Σ’ αγαπώ».
«Κι εγώ, κοριτσάκι μου».
Έξω έριχνε χιόνι. Ο Μπεν την έπιασε από το μπράτσο
καθώς κατέβαιναν τις σκάλες. «Τι ακριβώς έγινε;»
«Το δεκατετράχρονο αγόρι για το οποίο σου είχα μι­
λήσει... Πήδηξε από μια γέφυρα».
κεφάλαιο 17

Ο όροφος των χειρουργείων μύριζε αντισηπτικό


και φρέσκια λαδομπογιά. Το περισσότερο προσωπικό
απούσιαζε λόγω της γιορτής, οι διάδρομοι ήταν σχεδόν
άδειοι. Η Τες σταμάτησε μια νοσοκόμα. «Είμαι η δό-
κτωρ Τερέζα Κσυρτ. Πριν λίγο σας έφεραν έναν ασθενή
μου, τον Τζόζεφ Χίγκινς».
«Μάλιστα, γιατρέ. Είναι στο χειρουργείο».
«Σε τι κατάσταση βρίσκεται;»
«Έχει πολλαπλά κατάγματα κι αιμορραγία. Ήταν σε
κώμα όταν τον έφεραν. Τον χειρουργεί ο δόκτωρ
Μπίτερμαν».
«Οι γονείς του;»
«Στην αίθουσα αναμονής, αριστερά, στο βάθος του
διαδρόμου».
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 309

«Ευχαριστώ». Στράφηκε στον Μπεν. «Δεν ξέρω πόση


ώρα θα κάνω. Ίσως αργήσω. Θα κανονίσω να περιμένεις
στο εντευκτήριο των γιατρών».
«Θα έρθω μαζί σου».
«Εντάξει». Ξεκούμπωσε το παλτό της και προχώρησε.
Τα βήματά της αντηχούσαν σαν πυροβολισμοί στη σιω­
πή του πλακόστρωτου διαδρόμου. Πλησιάζοντας στην
αίθουσα αναμονής άκουσαν πνιχτούς λυγμούς.
Η Λόις Μονρό καθόταν κουλουριασμένη δίπλα στον
άντρα της. Μόλο που υπήρχε θέρμανση, κανείς δεν είχε
βγάλει το παλτό του. Η γυναίκα έκλαιγε σιγανά, με μά­
τια ανοιχτά, βλέμμα απλανές. Η στηριγμένη ψηλά στον
τοίχο τηλεόραση μετέδιδε ένα εορταστικό πρόγραμμα. Η
Τες έγνεψε στον Μπεν να περιμένει στην πόρτα.
«Κύριε Μονρό».
Γύρισε στον ήχο της φωνής της. Για μια στιγμή την
κοίταξε σαν να μην την αναγνώριζε κι ύστερα το πρό­
σωπό του συσπάστηκε από οδύνη. Η Τες διάβασε τις
σκέψεις του σαν ανοιχτό βιβλίο.
Δε σε πίστεψα. Δεν κατάλαβα. Δεν ήξερα.
Συγκινημένη η Τες πλησίασε και κάθισε δίπλα στη
Λόις Μονρό.
«Ανέβηκε να δει αν θέλει κι άλλο γλυκό», άρχισε ο
άντρας της. «Έλειπε... Είχε αφήσει ένα σημείωμα».
Η Τες, νιώθοντας τον πόνο του, του έπιασε το ελεύθε­
ρο χέρι κι εκείνος το έσφιξε δυνατά, ξεροκατάπιε και
συνέχισε.
«Ζητούσε συγνώμη που δεν ήταν διαφορετικός αν και
θα το ήθελε. Έλεγε πως ήταν καλύτερα να φύγει και να
επιστρέφει στη ζωή με μια άλλη μορφή. Κάποιος τον
είδε...» Έσφιξε ακόμα πιο δυνατά τα δάχτυλά της. «Τον
310 N o r a Ro ber ts

είδε να πηδάει κι ειδοποίησε την αστυνομία. Ήρθαν σπί­


τι μόλις βρήκαμε το γράμμα του. Δεν ήξερα τι να κάνω...
σας τηλεφώνησα».
«Ο Τζόε θα γίνει καλά», μουρμούρισε η Λόις. «Έκανα
τα πάντα για κείνον. Θα γίνει καλά και θα γυρίσει
σπίτι». Γύρισε και κοίταξε την Τες. «Σας είπα, δε σας
χρειάζεται πια. Δε χρειάζεται ούτε κλινικές ούτε θερα­
πείες. Απλώς πρέπει να ηρεμήσει λίγο. Ξέρει ότι τον α­
γαπώ».
«Και βέβαια το ξέρει», μουρμούρισε η Τες πιάνοντας
το χέρι της. Ο σφυγμός της ήταν πολύ γρήγορος. «Ο
Τζόε ξέρει πόσο τον αγαπάτε».
«Έκανα τα πάντα για να τον προστατεύσω. Το μόνο
που ήθελα ήταν η ευτυχία του».
«Το ξέρω».
«Τότε γιατί; Γιατί το έκανε αυτό;» Τα δάκρυα στέγνω­
σαν, η φωνή της αγρίεψε. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά
του άντρα της κι έπιασε την Τες από τους ώμους.
«Υποτίθεται ότι θα τον γιάτρευες. Πες μου λοιπόν, γιατί
χαροπαλεύει τώρα ο γιος μου;»
«Σταμάτα, Λόις». Ο κύριος Μονρό προσπάθησε να
την πάρει πάλι στην αγκαλιά του αλλά εκείνη πετάχτηκε
όρθια, τραβώντας και την Τες μαζί της. Ο Μπεν έκανε
ενστικτωδώς ένα βήμα μπροστά αλλά η κοπέλα τον στα­
μάτησε μ’ ένα άγριο βλέμμα.
«Απάντησέ μου! Θέλω να μου δώσεις μια απάντηση!»
Η Τες αντιμετώπισε με κατανόηση την δργή της Λόις.
«Τα ψυχικά του τραύματα ήταν πολύ βαθιά, κυρία
Μονρό, και δεν κατόρθωσα να τα φτάσω».
«Έκανα τα πάντα, τα πάντα...» Μόλο που η φωνή της
Λόις ήταν ήρεμη, σχεδόν ανέκφραστη, τα δάχτυλά της
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 311

βυθίζονταν αλύπητα στη σάρκα της Τες. Σίγουρα θα της


άφηνε μελανιές. «Δεν έπινε. Το είχε κάψει τόσο καιρό».
«Καθίστε, κυρία Μονρό». Η Τες προσπάθησε να τη
σπρώξει στον καναπέ.
«Δε θέλω να καθίσω». Ο θυμός ξαναφούντωσε, κάθε
λέξη της ηχούσε σαν σφαίρα. «Θέλω το γιο μου, το αγο-
ράκι μου. Όλο συζητήσεις και θεωρίες ήσουν. Γιατί δεν
έκανες κάτι να τον σώσεις; Γιατί δεν τον γιάτρεψες;
Γιατί;»
«Δεν μπορούσα», ομολόγησε ήρεμα η Τες.
«Λόις, κάθισε κάτω». Κάνοντας την ανάγκη κουράγιο,
ο άντρας της την έπιασε από τους ώμους και την έβαλε
να καθίσει στον καναπέ. Την πήρε στην αγκαλιά του και
στράφηκε στην Τες. «Μας είχατε προειδοποιήσει αλλά
δε σας πιστέψαμε. Δε θέλαμε να το πιστέψουμε. Αν δεν
είναι πολύ αργά, θα κάνουμε άλλη μια προσπάθεια. Σας
υπόσχομαι πως αυτή τη φορά...»
Άνοιξε όμως η πόρτα κι όλοι κατάλαβαν πως ήταν
αργά.
Ο δόκτωρ Μπίτερμαν φορούσε ακόμα τη χειρουργική
ποδιά του. Είχε κατεβάσει τη μάσκα και το μέτωπό του
ήταν ιδρωμένο. Μόλο που η προσπάθειά του στο χει­
ρουργείο δεν κράτησε πολύ, το πρόσωπό του ήταν τρα­
βηγμένο, τα μάτια του κομμένα, τα χείλη του πικρά. Η
Τες κατάλαβε πως είχαν χάσει κι οι δυο τον ασθενή τους
πριν μιλήσει ο χειρούργος, πριν πλησιάσει το ζευγάρι.
«Λ υπάμαι, κυρία Μονρό. Η επιστήμη έκανε ό,τι
μπορούσε».
«Ο Τζόε...;» Κοίταξε αλαφιασμένη τον άντρα της, μετά
το γιατρό.
«Δυστυχώς τον χάσαμε, κυρία μου». Ο Μπίτερμαν
312 NORA ROBERTS

κάθισε δίπλα της. «Δεν ανέκτησε τις αισθήσεις του. Είχε


βαριά κρανιοεγκεφαλικά κατάγματα. Δεν μπορούσαμε
να κάνουμε τίποτε».
«Ο Τζόε... πέθανε;»
«Λυπάμαι».
Αρχισε να κλαίει με γοερούς λυγμούς που αντήχησαν
σε όλη την αίθουσα. Έκλαιγε με το στόμα ανοιχτό, το
κεφάλι ριγμένο πίσω, τόσο σπαραχτικά που ράγισε την
καρδιά της Τες. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τη χα­
ρά μιας γυναίκας όταν φέρνει στον κόσμο το παιδί της
και την οδύνη της όταν το χάνει.
Μια λανθασμένη κρίση τής στοίχισε το γιο της. Η Τες
δεν μπορούσε να κάνει τίποτε ούτε για κείνη ούτε για τον
Τζόε. Βγήκε από την αίθουσα αναμονής με βαριά καρδιά.
«Τες;» Ο Μπεν την έπιασε από το μπράτσο καθώς
προχωρούσε στο διάδρομο. «Δε θα μείνεις;»
«Όχι», απάντησε με φωνή ψυχρή, σταθερή, χωρίς να
κόψει το βήμα. «Αυτή τη στιγμή της κάνει κακό να με
βλέπει». Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ κι έχωσε τα
χέρια στις τσέπες για να κρύψει το τρέμουλό τους.
«Αυτό ήταν όλο;» Μέσα του άρχισε να βράζει ο θυμός.
«Το βάζεις στα πόδια;»
«Δεν μπορώ να τους προσφέρω τίποτε». Μπήκε στο
ασανσέρ συγκροτώντας με κόπο την αυτοκυριαρχία τηζ·
Στο δρόμο της επιστροφής έπεφτε πυκνό χιόνι. Η Τες
δε μίλησε καθόλου. Ο Μπεν ήταν κι αυτός σιωπηλός,
οργισμένος. Η κοπέλα πνιγόταν από έναν κόμπο πόνου,
οργής, απελπισίας, κι η προσπάθεια να κρύψει τα αισθή-
ματά της ήταν υπεράνθρωπη.
Όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, το βάρος σιο στήθος
ήταν τόσο ασφυκτικό που δυσκολευόταν ν ’ αναπνεύσει.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 313

«Συγνώμη που σ’ έμπλεξα», απολογήθηκε. Έπρεπε να


βρει μια δικαιολογία να μείνει μόνη, να μην καταρρεύ-
σει μπροστά του. «Ήταν πολύ δυσάρεστη ιστορία».
«Το χειρίστηκες με μεγάλη ψυχραιμία». Έβγαλε το
μπουψάν του και το πέταξε σε μια καρέκλα. «Δε χρειά­
ζεται να ζητάς συγνώμη. Είμαι εξοικειωμένος με αυτά
τα πράγματα».
«Ναι, φυσικά. Πάω να κάνω ένα μπάνιο».
«Ελεύθερα». Πήγε στο μπαρ κι έβγαλε τη βότκα που
είχε φέρει. «Θέλω να πιω κάτι».
Η Τες δεν μπήκε στον κόπο να πάει στην κρεβατοκά­
μαρα για να γδυθεί. Ο Μπεν άκουσε να κλείνει η πόρτα
του μπάνιου κι ύστερα να τρέχει το νερό.
Δεν τον ήξερα καν τον μικρό, είπε στον εαυτό του ο
Μπεν καθώς γέμιζε το ποτήρι. Ήταν φυσικό να λυπάται
για την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής αλλά τόση οργή,
τόση μανία καταντούσε παράλογη.
Φέρθηκε ψυχρά. Αναίσθητα.
Σαν το γιατρό του Τζος.
Η πικρία που έπνιγε μέσα του τόσα χρόνια φούντωσε
ανεξέλεγκτα. Σήκωσε το ποτήρι, μετάνιωσε και το ακού-
μπησε στο μπαρ ανέγγιχτο. Χωρίς να είναι κι ο ίδιος
σίγουρος τι θα κάνει, πήγε στο λουτρό κι άνοιξε την
πόρτα.
Δεν ήταν στην μπανιέρα.
Το νερό-έτρεχε ορμητικό στην πορσελάνινη μπανιέρα
και χανόταν στη δίνη της τρύπας, που η Τες δεν είχε
μπει στον κόπο να ταπώσει. Οι υδρατμοί είχαν υγράνει
τον καθρέφτη του λουτρού. Εκείνη στεκόταν στηριγμένη
στο νιπτήρα, ντυμένη κανονικά, κι έκλαιγε γοερά σκεπά­
ζοντας το πρόσωπο με τα χέρια της.
314 NORA ROBERTS

Για μια στιγμή ο Μπεν απέμεινε σιωπηλός, κατάπλη­


κτος στην ανοιχτή πόρτα. Πρώτη φορά την έβλεπε έρ­
μαιο των αισθημάτων της. Πολλές φορές στο κρεβάτι
παρασυρόταν από τον πόθο. Κι άλλες πάλι φούντωνε
στιγμιαία ο θυμός, αλλά κατάφερνε να τον πνίξει πριν
την παρασύρει. Ήταν η πρώτη φορά όμως που την έβλε­
πε ο Μπεν να σπαράζει από πόνο.
Η Τες δεν είχε ακούσει την πόρτα ν ’ ανοίγει. Έκλαιγε
και το σώμα της τρανταζόταν από λυγμούς. Ο Μπεν
ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό. Άπλωσε να την αγγίξει,
κοντοστάθηκε διατακτικά. Διαπίστωσε πόσο δύσκολο
είναι να παρηγορήσεις κάποιον που αγαπάς.
«Τες». Όταν την άγγιξε, αναπήδησε. Κι όταν την αγκά­
λιασε, το σώμα της πέτρωσε. Ο Μπεν κατάλαβε πως
αγωνιζόταν να συγκροτήσει τα δάκρυά της, να τον απο­
κρούσει. «Πάμε να καθίσεις», της είπε.
«Όχι». Η ντροπή επιδείνωσε το αίσθημα της αδυνα­
μίας. Την είχε τσακώσει τη χειρότερη στιγμή, με γυμνω­
μένη την ψυχή και δίχως κουράγιο να καλύψει τα αισθή-
ματά της. «Σε παρακαλώ, άφησέ με μόνη».
Τον πίκρανε η άρνησή της να δεχτεί παρηγοριά,
συμπαράσταση. Ετοιμαζόταν να φύγει όταν την ένιωσε
να τρέμει από πόνο κι αυτό τον συγκίνησε πολύ περισ­
σότερο από τα δάκρυα. Έκλεισε αμίλητος τη βρύση του
μπάνιου.
Η Τες αρπάχτηκε από το νιπτήρα, με το σώμα σφιγμέ­
νο σαν να περίμενε ένα δυνατό χτύπημα... ή ένα χέρι
βοήθειας. Κοιτάχτηκαν. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από
το κλάμα. Χωρίς να πει λέξη, χωρίς να σκεφτεί, ο Μπεν
τη σήκωσε στα χέρια και τη μετέφερε στην κρεβατοκάμα­
ρα.
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 315

Περίμενε να του αντισταθεί, να του βάλει τις φωνές,


να τον βρίσει. Αντίθετα εκείνη χαλάρωσε στην αγκαλιά
του, έγειρε το πρόσωπο στο λαιμό του κι αναλύθηκε πά­
λι σε λυγμούς.
«Ήταν τόσο νέος... σχεδόν παιδί».
Ο Μπεν κάθισε στο κρεβάτι και την έσφιξε πάνω του.
«Το ξέρω».
«Δεν κατάφερα να τον πλησιάσω. Παρά τις σπουδές,
την πείρα, τα βιβλία, τις διαλέξεις, δεν κατάφερα να τον
πλησιάσω».
«Προσπάθησες».
«Αυτό δε φτάνει». Τώρα ήταν θυμωμένη. «Υποτίθεται
ότι βοηθάω τους ασθενείς μου, τους θεραπεύω. Σε αυτή
την περίπτω ση δεν απέτυχα απλώς να θεραπεύσω
κάποιον. Απέτυχα να του σώσω τη ζωή».
«Ψυχίατρος είσαι ή Θεός;»
Πετάχτηκε όρθια. «Πώς τολμάς να το λες αυτό;» ρώ­
τησε οργισμένη. «Χάθηκε ένας νέος, μια ανθρώπινη ζωή
κι υπεύθυνη είμαι εγώ. Δεν είναι πως θίχτηκε ο εγωι­
σμός μου».
Ο Μπεν σηκώθηκε και, πριν προλάβει η Τες να τραβη­
χτεί, την έπιασε από τους ώμους. «Προσπαθείς να είσαι
πάντα τέλεια, πάντα ψύχραιμη, πάντα με μια απάντηση
έτοιμη για όλα. Πες μου όμως, μπορούσες να τον εμπο­
δίσεις ν ’ αυτοκτονήσει;»
«Υποτίθεται ότι θα έπρεπε». Της ξέφυγε ένας λυγμός.
«'Οχι, δεν μπορούσα», παραδέχτηκε.
Την αγκάλιασε και την έβαλε να καθίσει πάλι στο κρε­
βάτι. Για πρώτη φορά στη σχέση τους ένιωθε ότι τον
χρειαζόταν, τον είχε ανάγκη. Με οποιαδήποτε άλλη γυ­
ναίκα, η ενστικτώδης αντίδρασή του θα ήταν να σηκωθεί
316 No r a Ro ber ts

και να φύγει. Όμως τώρα κάθισε δίπλα της και της έπια-
σε τρυφερά το τρεμάμενο χέρι.
«Τες, είναι το αγόρι για το οποίο μου είχες μιλήσει,
έτσι;»
Η κοπέλα θυμήθηκε τη νύχτα που την ξύπνησε ο
εφιάλτης και βρέθηκε δίπλα της ο Μπεν, στοργικός,
πρόθυμος ν ’ ακούσει. «Ναι. Ανησυχούσα πολύ γ ι’ αυ­
τόν».
«Και το είπες στους γονείς του;»
«Ναι αλλά...»
«Δε σ’ άκουσαν».
«Δε μ’ άκουσαν», παραδέχτηκε συντριμμένη. «Η μητέ­
ρα του σταμάτησε τη θεραπεία».
«Και σου έκοψε κάθε επαφή με τον ασθενή σου».
«Θα πρέπει να έπαιξε κι αυτό κάποιο ρόλο αλλά δε
νομίζω πως ήταν ο καθοριστικός παράγων που τον
έσπρωξε στην αυτοκτονία». Υπέφερε ακόμα αλλά το
μυαλό της άρχισε να ξεκαθαρίζει, να κρίνει με αντικει­
μενικότητα το δικό της ρόλο. «Κάτι άλλο θα πρέπει να
έγινε απόψε».
«Ξέρεις τι;»
«Υποπτεύομαι». Σηκώθηκε όρθια. Δεν τη χωρούσε ο
τόπος. «Τις τελευταίες βδομάδες επιχείρησα πολλές φο­
ρές να επικοινωνήσω με τον πατέρα του Τζόε. Το τηλέ­
φωνό του ήταν κομμένο. Πριν λίγες μέρες πέρασα από
το σπίτι του. Είχε μετακομίσει χωρίς ν ’ αφήσει διεύθυν­
ση. Είχε υποσχεθεί στον Τζόε να περάσουν μαζί αυτό το
Σαββατοκύριακο». Σφούγγισε τα δάκρυα. «Ο Τζόε το
περίμενε πώς και πώς. Ο πατέρας του όμως δεν εμφανί­
στηκε. Αυτή θα πρέπει να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε
το ποτήρι. Ήταν τόσο γλυκό αγόρι...» Την πήραν πάλι
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 317

τα κλάματα. «Πέρασε πολλά, υπέφερε... αλλά κάτω από


την επιφάνεια υπήρχε μια ζεστασιά κι η ανάγκη ν ’ αγα­
πηθεί. Όμως πίστευε πως δεν αξίζει να τον αγαπήσουν».
«Εσύ τον αγαπούσες;»
«Ω, ναι, πολύ».
Ήταν παράξενο αλλά η πικρία που κουβαλούσε μέσα
του μετά το θάνατο του αδερφού του άρχισε αίφνης να
διαλύεται. Κοίταξε τη συνήθως -ψυχρά επαγγελματική
-ψυχίατρο κι είδε μια γυναίκα που συνέπασχε, που ενδια­
φερόταν βαθιά όχι μόνο για τον πελάτη αλλά για τον
άνθρωπο.
«Τες, αυτά που σου είπε η μητέρα του στο νοσοκο­
μείο...»
«Δεν έχει σημασία».
«Είχε άδικο».
«Όχι απόλυτα. Ίσως αν ακολουθούσα άλλη τακτική,
αν δοκίμαζα κι άλλους τρόπους προσέγγισης, τώρα να
ήταν όλα διαφορετικά».
«Είχε άδικο», επανέλαβε ο Μπεν. «Πριν λίγα χρόνια,
είπα κι εγώ τα ίδια λόγια σε κάποιον. Τώρα καταλαβαί­
νω πως μάλλον είχα άδικο».
Ξάφνου της φάνηκε πολύ μόνος κι ήταν παράξενο για­
τί τον θεωρούσε πάντα έναν άντρα κοινωνικό, με φί­
λους, ευγενικά αισθήματα κι αυτοπεποίθηση.
«Δε σου έχω μιλήσει για τον Τζος, τον αδερφό μου».
«Δε μου έχεις πει τίποτε για την οικογένειά σου. Δεν
ήξερα πως είχες αδερφό».
«Με περνούσε τέσσερα χρόνια». Δε χρειάστηκε ο
παρατατικός για να καταλάβει η Τες πως δε ζούσε ο
Τζος. Το μάντεψε από την πρώτη στιγμή που πρόφερε ο
Μπεν τ’ όνομά του. «Όπως έλεγε η μητέρα μου, ήταν
318 NORA ROBERTS

χρυσοχέρης. Τα κατάφερνε με ό,τι έπιανε στα χέρια του.


Αλλά και στο σχολείο ήταν άριστος, χωρίς να καταβάλ­
λει ιδιαίτερη προσπάθεια. Η μητέρα μου ήλπιζε να γίνει
παπάς. Πίστευε πως, με την ευλογία του Θεού, θα κατά­
φερνε θαύματα».
Δεν τα έλεγε όλα αυτά με τη ζήλια που αισθάνονται
συνήθως τ ’ αδέρφια μεταξύ τους. Στη φωνή του υπήρχε
μόνο αγάπη κι ανυπόκριτος θαυμασμός.
«Θα πρέπει να τον αγαπούσες πολύ».
«Ώρες ώρες τον μισούσα!» παρατήρησε με χιούμορ.
«Τον έβλεπα σαν Θεό. Παρ’ όλο που ήταν μεγαλύτερος,
ποτέ δε με κατσάδιαζε, ποτέ δε μου φερόταν άσχημα.
'Οχι ότι θέλω να τον αγιοποιήσω. Απλώς ήταν ένας υπέ­
ροχος άνθρωπος.
»Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο και μια μέρα η μητέρα βρή­
κε κάτι δικά μου Πλεϊμπόι. Έγινε έξω φρενών αλλά ο
Τζος με κάλυψε λέγοντας πως ήταν δικά του, ότι ετοίμα­
ζε για το σχολείο μια εργασία για την πορνογραφία και
τις κοινωνικές της επιπτώσεις στην εφηβική ηλικία».
Η Τες δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί, έβαλε τα γέλια. «Το
έχαψε;»
«Αμάσητο το κατάπιε! Ο Τζος δεν έλεγε ποτέ ψέματα
για να καλύψει τον εαυτό του, μόνο όταν το θεωρούσε
απαραίτητο για να μην πληγωθεί κάποιος άλλος. Στο
σχολείο ήταν το αστέρι της ομάδας ποδοσφαίρου κι
είχαν ξετρελαθεί μαζί του όλα τα κορίτσια. Αυτός
όμως δεν ήταν από τους επιπόλαιους τύπους, που γυρ­
νάν με τη μια και με την άλλη. Ερωτεύτηκε βαθιά μια
κοπέλα κι αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του. Ήταν εμφα­
νίσιμη, κομψή, από καλή οικογένεια. Αλλά ρηχή.
Εκείνος όμως ήταν τρελός και παλαβός μαζί της και,
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 319

την τελευταία χρονιά του λυκείου, μάζεψε όλες τις


οικονομίες του και της αγόρασε ένα δαχτυλίδι με δια­
μάντι, που αυτή το έδειχνε στ’ άλλα κορίτσια και κα­
μάρωνε.
»Κι ύστερα τα χάλασαν. Ποτέ δε μου είπε γιατί αλλά
θα πρέπει να ήταν σοβαρό. Ο Τζος είχε υποτροφία για
το πανεπιστήμιο αλλά, μόλις πήρε απολυτήριο, κατατά­
χτηκε εθελοντής στο στρατό. Τότε η νεολαία διαδήλωνε
κατά του πολέμου του Βιετνάμ, κάπνιζε χασίσι και φο­
ρούσε το σηματάκι της ειρήνης. Ο Τζος όμως αποφάσισε
να υπηρετήσει την πατρίδα».
Ο Μπεν άναψε τσιγάρο. «Η μητέρα έκλαψε με μαύρο
δάκρυ αλλά ο πατέρας ήταν πολύ περήφανος για το γιο
του, που αποφάσισε να φερθεί σαν πρ α γμ α τικ ό ς
Αμερικάνος. Έτσι είναι ο πατέρας, απλοϊκός άνθρωπος.
Εγώ, που είχα αριστερές απόψεις, αν και πιο μικρός,
έκανα τ’ αδύνατα δυνατά να τον μεταπείθω. Βέβαια είχε
υπογράψει ήδη τα χαρτιά κι ήταν αργά αλλά ήλπιζα πως
υπήρχε κάποιος τρόπος να υπαναχωρήσει. Του είπα
πως ήταν βλακεία να σπαταλήσει τρία χρόνια της ζωής
του για ένα κορίτσι αλλά ο Τζος είχε πάρει τις αποφά­
σεις του. Ό ταν κατατάχτηκε, αποφάσισε να γίνει ο
καλύτερος στρατιώτης των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι
ανώτεροι του τον ξεχώρισαν αμέσως, από τη βασική
εκπαίδευση, και τον πρότρεψαν να γίνει αξιωματικός.
Είχαμε πόλεμο κι η πατρίδα χρειαζόταν ικανούς νέους.
Ο Τζος δέχτηκε. Πήγε λοιπόν στη στρατιωτική ακαδη­
μία, γεμάτος όνειρα κι ιδεαλισμό. Στα γράμματά του
μας μιλούσε μ’ ενθουσιασμό για την εκπαίδευση και
τους καινούριους φίλους του. Ένα χρόνο αργότερα τον
έστειλαν στο Βιετνάμ».
320 NORA ROBERTS

Η Τες κάθισε δίπλα του, έπιασε το χέρι του και περί-


μενε να συνεχίσει.
«Η μητέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και προ­
σευχόταν στην Παναγιά να τον έχει καλά. Τα γράμματά
του τα διάβαζε τόσες φορές που τα μάθαινε απέξω. Σε
λίγο όμως τα γράμματα έγιναν σπάνια, λακωνικά, ο
τόνος του άλλαξε. Σταμάτησε ν ’ αναφέρει τους φίλους
του. Εκ των υστέρων μάθαμε πως οι δύο καλύτεροι
φίλοι του σκοτώθηκαν στη ζούγκλα. Δεν το ξέραμε
μέχρι που επέστρεψε κι άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Δε
σκοτώθηκε στο Βιετνάμ. Φαίνεται εισακούστηκαν οι
προσευχές της μητέρας μας. Όμως ένα κομμάτι του εαυ­
τού του πέθανε εκεί. Χρειάζομαι ένα ποτό».
Πήγε να σηκωθεί αλλά η κοπέλα τον σταμάτησε. «Θα
σου φέρω εγώ». Ήθελε να του δώσει λίγο χρόνο να
συνέλθει. Όταν επέστρεφε με δύο μπράντι, ο Μπεν είχε
ανάψει τσιγάρο αλλά δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του.
«Ευχαριστώ». Το δυνατό ποτό τον τόνωσε, τον καλμά­
ρισε. «Εκείνο τον καιρό, οι ήρωες που επέστρεφαν δεν
ήταν ευπρόσδεκτοι. Ο Τζος είχε γυρίσει με τιμές, μετάλ­
λια και μια ωρολογιακή βόμβα στο κεφάλι. Έναν λιγο-
μίλητος, κλεισμένος στον εαυτό του αλλά το θεωρήσαμε
φυσικό. Ο πόλειιος αλλάζει τους ανθρώπους. Έπιασε
δουλειά. Για σπουδές δεν ήθελε ν ’ ακούσει κουβέντα.
Σκεφτήκαμε πως χρειαζόταν απλώς λίγο χρόνο.
»Πέρασε ένας χρόνος πριν αρχίσουν οι εφιάλτες. Ξύ­
πναγε ουρλιάζοντας, λουσμένος στον ιδρώτα. Έχασε τη
δουλειά. Μας είπε ότι παραιτήθηκε. Ο μπαμπάς ρώτησε
κι έμαθε πως τσακώθηκε και τον έδιωξαν. Πέρασε άλλος
ένας χρόνος. Η κατάστασή του επιδεινωνόταν συνεχώς.
Δεν μπορούσε να στεριώσει σε δουλειά, άρχισε να μεθά,
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 321

να ξενυχτάει. Οι εφιάλτες χειροτέρεψαν. Μια νύχτα


προσπάθησα να τον ξυπνήσω και με ξάπλωσε χάμω με
μια γροθιά. Ο ύρλιαζε πω ς είχαν πέσει σε ενέδρα.
Σηκώθηκα, πλησίασα να τον ηρεμήσω και μου επιτέθηκε.
Θα με είχε στραγγαλίσει αν δεν έμπαινε έγκαιρα ο πατέ­
ρας μας».
«Ω Θεέ μου».
«Ο μπαμπάς κατάφερε να με σώσει από τα χέρια του
κι όταν συνειδητοποίησε ο Τζος τι κόντεψε να κάνει,
έκλαψε σαν μωρό. Το πρωί τον πήγαμε στο στρατιωτικό
ψυχίατρο.
»Εγώ σπούδαζα τότε στο κολέγιο και τον συνόδευα
συχνά στις επισκέψεις του στο γιατρό. Μισούσα το
ιατρείο, μου φαινόταν σαν τάφος. Πολλές φορές, όσο
περίμενα απέξω, άκουγα τον Τζος να κλαίει. Αλλες πάλι
δεν άκουγα τίποτε. Ήλπιζα όμως πως μια μέρα θ’ ανοί­
ξει η πόρτα και θα βγει ο Τζος όπως τον θυμόμουν πα­
λιά».
«Ορισμένες φορές είναι χειρότερα για τους οικείους
α π ’ ό,τι για τον ίδιο τον ασθενή», σχολίασε η Τες.
«Αισθάνεσαι εντελώς ανίσχυρος τη στιγμή που θέλεις
απεγνωσμένα να βοηθήσεις».
«Για ένα διάστημα φάνηκε να πηγαίνει καλύτερα»,
συνέχισε ο Μπεν. «Στην κατάστασή του ήταν δύσκολο
να βρει δουλειά αλλά μεσολάβησε ο εφημέριος της ενο­
ρίας μας και τον πήραν σ’ ένα βενζινάδικο. Φαντάσου,
πριν πέντε χρόνια είχε υποτροφία και κατάντησε ν ’
αλλάζει μπουζί. Πάντως οι εφιάλτες λιγόστεψαν. Δεν
ξέραμε πως αυτό έγινε γιατί είχε αρχίσει τα βαρβιτουρι-
κά και κατόπιν την ηρωίνη. Εγώ σπούδαζα, έλειπα πολύ
από το σπίτι. Οι γονείς μας ήταν απλοί άνθρωποι, δεν
322 NORA ROBERTS

είχαν ιδέα από ναρκωτικά. Δυστυχώς δεν το κατάλαβε


ούτε ο γιατρός».
Ο Μπεν ήπιε μια γουλιά μπράντι. «Μετά από δύο χρό­
νια θεραπείας και χιλιάδες προσευχές της μητέρας μας,
ο Τζος κλείστηκε μια μέρα στο δωμάτιό του, φόρεσε όλα
του τα μετάλλια, γέμισε το υπηρεσιακό του περίστροφο
και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα».
«Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ... αν και σε τέτοιες περιπτώ­
σεις τα λόγια είναι μικρή παρηγοριά».
«Ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών».
Κι εσύ είκοσι, σκέφτηκε η Τες αλλά δεν το είπε.
Προτίμησε να τον αγκαλιάσει από τους ώμους.
«Τα έβαλα με το στρατό, με το σύστημα... και κυρίως
με τον ψυχίατρο. Είχε θολώσει το μυαλό μου, μου ερχό­
ταν να τον σκοτώσω αλλά ήρθε ο παπάς και στράφηκε
αλλού η προσοχή μου. Δε δέχτηκε να ευλογήσει τον
Τζος».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Δεν ήταν ο εφημέριός μας. Ήταν ένας άπειρος νεα­
ρός, που πρασίνισε στη σκέψη πως έπρεπε να δει το
πτώμα. Είπε ότι ο Τζος αφαίρεσε σκόπιμα τη ζωή του,
διαπράττοντας ασυγχώρητο αμάρτημα κι αρνήθηκε να
του δώσει άφεση».
«Αυτό είναι απάνθρωπο».
«Τον πέταξα έξω με τις κλοτσιές. Η μητέρα παρακο­
λουθούσε αδάκρυτη, αμίλητη. Μετά ανέβηκε μόνη στο
δωμάτιο με τους βαμμένους από το αίμα του γιου της
τοίχους και προσευχήθηκε η ίδια για τη σωτηρία της
■ψυχής του».
«Πρέπει να είναι γενναία γυναίκα, με ακλόνητη π ί­
στη».
Τ ο ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 323

«Εγώ δεν είχα το κουράγιο να ξαναμπώ στο δωμάτιό


του... να τον δω...» Την έσφιξε πάνω του. «Όταν την
είδα να το κάνει, κατάλαβα πως, παρά τον πόνο της,
πίστευε πως ήταν θέλημα Θεού ο θάνατος του Τζος».
«Εσύ όμως;»
«Όχι. Ο Τζος δεν είχε βλάψει ούτε μερμήγκι μέχρι που
πήγε στο Βιετνάμ. Μετά, ό,τι έκανε εκεί, το έκανε πολε­
μώντας για την πατρίδα. Μέχρι που κατάλαβε πως δεν
ήταν σωστό και δε συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του.
Υποτίθεται πως ο ψυχίατρος θα τον έπειθε πως δεν είχε
χάσει την αξία του ως άνθρωπος».
Το ίδιο προσπάθησε να πείσει κι η Τες τον Τζόε
Χίγκινς. «Μίλησες με το γιατρό του;»
«Μια φορά. Πήγα και τον βρήκα... θαρρώ πως σκε­
φτόμουν ακόμα να τον σκοτώσω. Καθόταν στο γραφείο
του, με τα χέρια σταυρωμένα. Έδειχνε τελείως ασυγκί­
νητος. Είπε ότι λυπόταν, μου εξήγησε ότι ο Τζος έπασχε
από βαριάς μορφής κατάθλιψη, ότι δεν κατάφερε ποτέ
να ξεπεράσει το τραύμα του Βιετνάμ και τελικά λύγι­
σε».
«Αυτά που σου είπε, Μπεν, ήταν σωστά, αλλά θα μπο­
ρούσε να σ’ τα πει με καλύτερο τρόπο».
«Δεν του καιγόταν καρφί».
«Χωρίς να θέλω να τον υπερασπίσω. Πρέπει να ξέρεις
όμως ότι πολλοί γιατροί αποφεύγουν συνειδητά να
δεθούν ψυχικά με τους ασθενείς τους για να μην υποφέ­
ρουν όταν τους χάσουν».
«Όπως υποφέρεις εσύ για τον Τζόε;»
«Ναι. Αν αφεθεί κανείς να παρασυρθεί, στο τέλος
καταρρέει και δε μένει πια τίποτε να δώσει στον επόμε­
νο ασθενή που τον έχει ανάγκη».
324 N o r a Ro b e r ts

Ο Μπεν άρχιζε, να καταλαβαίνει τι εννοούσε μα του


ήταν αδύνατο να φανταστεί το στρατιωτικό ψυχίατρο
να κλαίει στο λουτρό του. «Όταν σε είδα ψύχραιμη
απόψε», της ομολόγησε, «θύμωσα όπως εκείνο το βράδυ
που πήγαμε μαζί στον τόπο της δολοφονίας της Άνι Ρί-
ζονερ. Έδειχνες αδιάφορη για την τραγωδία, τελείως α­
συγκίνητη. Σαν τον ψυχίατρο που μου εξηγούσε απαθώς
γιατί πέθανε ο αδερφός μου».
«Η αυτοκυριαρχία και η αναισθησία είναι δύο εντελώς
διαφορετικά πράγματα. Ως αστυνομικός θα έπρεπε να
το ξέρεις».
«Ήθελα να καταλάβω αν νιώθεις τίποτε». Της έπιασε
το χέρι, την κοίταξε στα μάτια. «Ενδόμυχα ήθελα να
νιώσεις ότι μ’ έχεις ανάγκη». Ήρθε η στιγμή να κάνει
την πιο δύσκολη ομολογία της ζωής του. «Κι ύστερα,
όταν μπήκα στο λουτρό και σε είδα να κλαις, κατάλαβα
πως πράγματι μ’ έχεις ανάγκη και τρομοκρατήθηκα».
«Δεν ήθελα να με δεις σε αυτή την κατάσταση».
«Γιατί;»
«Επειδή δεν έχω μάθει ακόμα να σ’ εμπιστεύομαι».
«Μέχρι τώρα, μόνο στον Εντ είχα μιλήσει για τον
Τζος. Μόνο αυτόν εμπιστευόμουν». Έφερε το χέρι της
στα χείλη του και το φίλησε ανάλαφρα. «Τώρα τι γίνε­
ται;»
«Τι θες να γίνει;»
Γέλασε άκεφα. «Εμένα ρωτάς;» Ο Μπεν έσυρε το δά­
χτυλο στο μαργαριταρένιο κολιέ, μετά το ξεκούμπωσε.
Ο λαιμός της ήταν λεπτός, με μεταξένια επιδερμίδα.
«Τες, όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα πάμε κάπου οι δυο
μας για λίγες μέρες;»
«Ναι».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 325

Χαμογέλασε κάπως ξαφνιασμένος. «Δένεσαι; Έτσι


απλά;»
«Αρκεί να μου πεις πού θα πάμε για να ξέρω αν πρέ­
πει να πάρω μαζί μου γούνα ή μπικίνι». Πήρε το κολιέ
από το χέρι του και το ακούμπησε στο κομοδίνο.
«Θα έπρεπε να τα κρύβεις σε χρηματοκιβώτιο».
«Κοιμάμαι με αστυνομικό». Η φωνή της ήταν εύθυμη,
όμως είχε καταλάβει τι σκεφτόταν εκείνος. «Μπεν, δε θ’
αργήσει να τελειώσει αυτή η ιστορία».
«Ναι». Την τράβηξε στην αγκαλιά του αλλά στην ψυχή
του φώλιαζε ο φόβος.
Ήταν είκοσι οχτώ Νοεμβρίου.
κεφάλαιο 18

θα βγεις από το διαμέρισμα αν δε σου δώσω το ο-


κέι».
«Μείνε ήσυχος», είπε η Τες καθώς μάζευε κότσο τα
μαλλιά της. «Έχω τόση δουλειά που θα μείνω όλη μέρα
καρφωμένη στο γραφείο».
«Ούτε τα σκουπίδια δε θα βγάλεις έξω».
«Μόνο αν μου κάνουν γραπτή αίτηση οι γείτονες».
«Τες, μιλάω σοβαρά».
«Κι εγώ». Φόρεσε ένα ζευγάρι χρυσά τριγωνικά σκου­
λαρίκια. «Δε θα μείνω ούτε ένα λεπτό μονάχη. Ο
Πιλομέντο θα έρθει στις οχτώ».
Ο Μπεν κοίταξε το γκρι παντελόνι και το λεπτό μάλ­
λινο πουλόβερ της. «Γι’ αυτό μου στολίστηκες;»
«Φυσικά». Την πλησίασε, στάθηκε πίσω της κι εκείνη
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 327

του χαμογέλασε από τον καθρέφτη. «Τελευταία με τρα­


βάν πολύ οι αστυνομικοί. Μου έχουν γίνει πάθος».
«Αλήθεια;» Έσκυψε και τη φίλησε στο λαιμό.
«Πολύ το φοβάμαι».
«Κι ανησυχείς;»
«Καθόλου». Γύρισε χαμογελαστή προς το μέρος του
και πρόσεξε μια ρυτίδα έγνοιας ανάμεσα στα φρύδια
του. «Μακάρι να μην ανησυχούσες κι εσύ».
«Είναι η δουλειά μου». Την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Του ήταν πολύ δύσκολο να φύγει εκείνο το πρωί και να
την εμπιστευτεί στα χέρια κάποιου άλλου. «Ο Πιλομέ-
ντο είναι καλός», της είπε, απευθυνόμενος περισσότερο
στον εαυτό του. «Νέος αλλά καλός. Δεν έχεις να φοβη­
θείς τίποτε όσο είναι κοντά σου».
«Το ξέρω. Πάμε τώρα να πιούμε καφέ. Σε λίγο πρέπει
να φύγεις».
«Στις τέσσερις θα τον αντικαταστήσει r Λόουεν-
σταϊν», συνέχισε καθώς πήγαιναν στην κουζίνα. «Είναι
η καλύτερη. Μπορεί να μοιάζει με μικροαστή νοικοκυ-
ρούλα αλλά είναι το πρόσωπο που θα ήθελα δίπλα μου
σε μια δύσκολη στιγμή».
«Δε θα μείνω στιγμή μόνη», παρατήρησε η Τες βγάζο­
ντας τα φλιτζάνια. «Στον τρίτο όροφο υπάρχουν αστυ­
νομικοί, το τηλέφωνό μου είναι παγιδευμένο κι ένα αυ­
τοκίνητο της αστυνομίας βρίσκεται παρκαρισμένο στο
πεζοδρόμιο».
«Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Αν εμφανιστεί, δε
θέλουμε να τον τρομάξουμε. Ο Μπίγκσμπι, ο Ρόντρικ κι
ο Μάλεντορ θ’ αντικαταστήσουν τον Εντ κι εμένα στην
επόμενη βάρδια».
«Μπεν, δε φοβάμαι». Του έδωσε το φλιτζάνι και κάθι­
328 NORA ROBERTS

σαν στο τραπέζι. «Το σκέφτηκα πολύ κι είμαι σίγουρη


πως, αν δε βγω από το σπίτι, είμαι απολύτως ασφαλής».
«Δε θέλουμε να καταλάβει ότι σε φρουρούμε. Τη νύχτα
π«. υ θα γυρίσω, θα μπω από την πίσω πόρτα της πολυ-
κατο κώ ς και θ ’ ανέβω από τις σκάλες».
«Είμη-ι σίγουρη πως θα το επιχειρήσει απόψε. Και θα
είσαι εδώ».
«Χαίρομαι για την αυτοπεποίθησή σου αλλά θα ένιω­
θα πιο ήσυχος αν δεν υποτιμούσες τον κίνδυνο». Την έ-
πιασε από το μπράτσο για να δώσει έμφαση στα λόγια
του. «Όταν τον πιάσουμε και τον πάμε στο τμήμα για α­
νάκριση, εσύ δε θα έρθεις».
«Μπεν, ξέρεις πόσο σημαντικό είναι για μένα να του
μιλήσω, να τον καταλάβω».
«Όχι».
«Δεν μπορείς να μ’ εμποδίζεις για πάντα».
«Μπορώ για όσο χρειαστεί».
Η Τες άλλαξε τακτική. «Μπεν, καταλαβαίνεις αυτό
τον άνθρωπο καλύτερα απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Έχεις προ­
σωπική πείρα του τι σημαίνει να χάσεις ένα αγαπημένο
πρόσωπο. Εσύ έχασες τον Τζος, εκείνος τη Λάουρα. Δεν
ξέρουμε τι την είχε αλλά σίγουρα σήμαινε πάρα πολλά
γ ι’ αυτόν. Μου είπες πως όταν πέθανε ο Τζος, σου ήρθε
να σκοτώσεις το γιατρό. Αν δεν ήσουν άνθρωπος "ψυχι­
κά ισορροπημένος, ίσως να το είχες κάνει. Παρ’ όλα αυ­
τά, δεν το έχεις ξεπεράσει μέχρι σήμερα».
Η αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια της του προκάλεσε
αμηχανία. «Πιθανόν αλλά δεν το έριξα στους φόνους».
«Όχι. Έγινες αστυνομικός. Ίσως, κατά ένα μέρος, ε-
ξαιτίας του Τζος, επειδή ήθελες να βρεις τις απαντήσεις,
να διορθώσεις τα στραβά. Είσαι υγιής, έχεις αυτοπεποί­
Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟΘΥΜΑ 329

θηση και κατόρθωσες να διοχετεύσεις τον πόνο σου σε


κάτι εποικοδομητικό. Αν δεν είχες όμως τόσο ψυχικό
σθένος κι έντονη μέσα σου τη διάκριση του καλού από
το κακό, ίσως να είχες λυγίσει. Όταν πέθανε ο Τζος, έ­
χασες την πίστη σου στο Θεό. Νομίζω ότι το ίδιο έπαθε
κι αυτός όταν πέθανε η Λάουρα. Πέρασαν χρόνια, πέντε,
δέκα, δεν ξέρω, και την ξαναβρήκε. Μόνο που η αποκα­
τάσταση δεν ήταν ομαλή αλλά διαστροφική. Θυσιάζει
για να σώσει την ψυχή της Λάουρα. Αυτά που μου εξο­
μολογήθηκες χτες μου έδωσαν μερικές ιδέες. Ενδέχεται η
Λάουρα να πέθανε με τέτοιο τρόπο που να της αρνήθηκε
την άφεση η εκκλησία. Εκείνος πιστεύει πως χωρίς άφε­
ση, η ψυχή πηγαίνει στην κόλαση. Σκοτώνει γυναίκες
που του θυμίζουν τη Λάουρα, για να σώσει τις ψυχές
τους και τη δική της».
«Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες, όμως δεν αλλάζει
το γεγονός πως σκότωσε τέσσερις κοπέλες κι έχει βάλει
εσένα στο μάτι».
«Μαύρο κι άσπρο, Μπεν;»
«Μερικές φορές είναι ή μαύρο ή άσπρο». Είχε αρχίσει
να καταλαβαίνει τι εννοούσε η Τες κι αυτό τον εξενεύρι-
ζε. Προτιμούσε να συνεχίσει να βλέπει τα πράγματα
απλά και καθαρά. «Αρνείσαι πως υπάρχουν άνθρωποι
κακοί, γεννημένοι φονιάδες; Δηλαδή όταν κάποιος
μπαίνει σ’ ένα φαστφουντάδικο και σκοτώνει πέντε έξι
παιδιά, το κάνει επειδή τον έδερνε η μητέρα του όταν ή­
ταν έξι χρονών; Ή επειδή ήταν βάναυσος ο πατέρας
του;»
«Όχι αλλά ο άνθρωπός μας δεν είναι ο τύπος του
δολοφόνου που περιγράφεις στο παράδειγμά σου».
Ήταν στο στοιχείο της κι ήξερε τι έλεγε. «Δε σκοτώνει
330 NORA ROBERTS

άσχετους, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Ένα κακοποιημένο


παιδί μπορεί να καταλήξει πρόεδρος τράπεζας ή ψυχω-
τικός. Πάντως πρέπει να καταλάβεις πως πρόκειται για
ασθένεια, Μπεν. Η επιστήμη πιστεύει πως γίνεται μια
χημική αντίδραση στον εγκέφαλο, που εξαιτίας της το
άτομο δεν μπορεί να σκεφτεί λογικά. Πέρασε η εποχή
που θεωρούσαν τους σχιζοφρενείς δαιμονισμένους. Ό,τι
κι αν προκάλεσε την ψύχωσή του, χρειάζεται βοήθεια.
'Οπως ο Τζος. Όπως ο Τζόε».
«Τις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες είναι δικός μου»,
δήλωσε ανέκφραστα ο Μπεν. «Άλλωστε εκείνος μπορεί
ν ’ αρνηθεί να σε δει».
«Το σκέφτηκα κι αυτό αλλά δεν το πιστεύω».
«Τι συζητάμε; Άσε να τον πιάσουμε πρώτα».
Κάποιος χτύπησε κι ο Μπεν άπλωσε το χέρι στο όπλο
του. Πλησίασε στην πόρτα. Δε στάθηκε μπροστά αλλά
πλαγίως. «Ρώτα ποιος είναι», της είπε. Η Τες έκανε ένα
βήμα. Τη σταμάΰισε οηκώ’ :>ντας το χέρι. «Από κει. Μη
στέκεσαι μπροστά στην πόρτα». Αμφέβαλλε αν ο δολο­
φόνος θ ’ αντικαθιστούσε το πετραχήλι με σφαίρα, όμως
δεν το ρισκάριζε.
«Ποιος είναι;»
«Ο ντετέκτιβ Πιλομέντο, γιατρέ».
Ο Μπεν αναγνώρισε τη φωνή κι άνοιξε την πόρτα.
«Πάρις». Ο Πιλομέντο τίναξε το χιόνι από τα παπού­
τσια του π ρ ιν μπει. «Το έχει στρώσει. Καλημέρα,
γιατρέ».
«Καλημέρα. Δώσε μου το παλτό σου».
«Ευχαριστώ». Γύρισε στον Μπεν. «Κάνει μια παγω­
νιά... Ο Μάλεντορ φυλάει έξω. Ελπίζω να φόρεσε μάλ­
λινο σώβρακο».
ΤΟ Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 331

«Μην αποβλακω θείς βλέποντας τηλεόραση». Ο


Μπεν φόρεσε το παλτό του κι έριξε μια τελευταία μα­
τιά ολόγυρα. Το διαμέρισμα είχε μόνο μια είσοδο κι ο
Πιλομέντο δε θ ’ άφηνε από τα μάτια του την Τες. Κι ό­
μως, δεν ένιωθε ήσυχος. «Θα επικοινωνώ τακτικά με
τις ομάδες περιφρούρησης. Δεν πας στην κουζίνα να
πιεις καφέ;»
«Ευχαριστώ. Ή πια στο περιπολικό».
«Πιες κι άλλον ένα».
Ο Πιλομέντο κοίταξε την Τες, μετά τον Μπεν. «Ναι,
φυσικά». Κι έφυγε σιγοσφυρίζοντας.
«Ήταν “χοντρό” αλλά δε με νοιάζει», γέλασε η Τες και
τον αγκάλιασε από τη μέση.
«Να προσέχεις».
«Κι εσύ».
Την έσφιξε και της έδωσε ένα φλογερό φιλί. «Θα με
περιμένεις, γιατρέ;»
«Με ανοιχτές αγκάλες. Θα τηλεφωνήσεις αν... αν γίνει
τίποτεί»
«Να είσαι σίγουρος». Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο.
«Είσαι τόσο όμορφη». Η έκπληξη στα μάτια της τον
έκανε να συνειδητοποιήσει πως πρώτη φορά χρησιμο­
ποιούσε τα έξυπνα κομπλιμέντα με τα οποία «έριχνε»
τις άλλες γυναίκες. Σάστισε και για να το κρύψει άλλαξε
κουβέντα. «Κλείδωσε την πόρτα».

Μερικές ώρες αργότερα βρισκόταν στη Μάσταγκ και


παρακολουθούσε την πολυκατοικία της Τες. Στο δρόμο
δύο παιδιά έφτιαχναν χιονάνθρωπο. Ο Μπεν αναρωτή­
θηκε αν ήξερε ο πατέρας τους πως είχαν πάρει το καπέ­
λο του. Η ώρα κυλούσε βασανιστικά αργά.
332 NORA ROBERTS

«Μίκρυνε η μέρα», σχολίασε ο Εντ που, ντυμένος σαν


κρεμμύδι, είχε βολευτεί νωχελικά στη θέση του συνοδη-
γού.
«Να ο Πιλομέντο».
Ο ντετέκτιβ βγήκε από το κτίριο, κοντοστάθηκε στο
πεζοδρόμιο και σήκωσε το γιακά του. Ήταν το σύνθημα
πως τον αντικατέστησε η Λόουενσταϊν κι όλα πήγαιναν
καλά. Ο Μπεν χαλάρωσε κάπως.
«Σταμάτα ν ’ ανησυχείς», είπε ο Εντ. «Η Λόουενσταϊν
μπορεί ν ’ αντιμετωπίσει μόνη της ολόκληρη στρατιά».
«Θα χτυπήσει όταν σκοτεινιάσει». Θα έδινε τα πάντα
για ένα τσιγάρο αλλά θα έπρεπε να κατεβάσει λίγο το
τζάμι και δεν το αποφάσιζε με τόση παγωνιά. Ξετύλιξε
μια γκοφρέτα.
«Ξέρεις πόσο κακό κάνει η ζάχαρη στην αδαμαντίνη
των δοντιών;» Ο Εντ έβγαλε ένα μπολάκι που είχε φέρει
από το σπίτι του. Μέσα είχε σταφίδες, χουρμάδες, ανά­
λατα φιστίκια και φουντούκια. «Πρέπει ν ’ αλλάξεις
διαιτητικές συνήθειες».
Ο Μπεν δάγκωσε επιδεικτικά την γκοφρέτα του. «Ό­
ταν μας αντικαταστήσει ο Ρόντρικ, θα πάμε να πάρω έ­
να χάρμπουργκερ».
«Μη μιλάς για χάρμπουργκερ όταν τρώω. Αηδιάζω.
Αν ο Ρόντρικ, ο Μπίγκσμπι κι οι άλλοι διατρέφονταν
σωστά, δε θα είχαν πάθει γρίπη».
«Εγώ δεν αρρώστησα», του θύμισε μπουκωμένος ο
Μπεν.
«Από καθαρή σύμπτωση. Περίμενε όμως να φτάσεις
στα σαράντα και θα δεις πώς θα καταρρεύσει ο οργανι­
σμός. Τι ’ναι αυτό;» Ανακάθισε στη θέση του. Ένας
άντρας με μακρύ μαύρο πανωφόρι κουμπωμένο ως επά­
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 333

νω, διέσχιζε το δρόμο. Βάδιζε αργά, προσεκτικά.


Οι δυο αστυνομικοί βρέθηκαν ευθύς με το ένα χέρι στο
όπλο και το άλλο στο πόμολο της πόρτας όταν, αίφνης,
ο άντρας άρχισε να τρέχει. Ο Μπεν είχε ανοίξει ήδη ό­
ταν ο άντρας σήκωσε ψηλά το ένα από τα παιδάκια που
έφτιαχναν το χιονάνθρωπο κι εκείνο φώναξε ξεκαρδι­
σμένο, «Μπαμπά!»
Ο Μπεν χαλάρωσε στη θέση του μ’ ένα βαθύ αναστε­
ναγμό ανακούφισης. «Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα»,
μουρμούρισε απολογητικά στον Εντ.
«Είναι θαυμάσια κοπέλα. Χαίρομαι που δέχτηκες την
πρόσκληση για φαγητό με τον παππού της».
«Της μίλησα για τον Τζος».
Ο Εντ ανασήκωσε τα φρύδια. Ο Μπεν δεν είχε μιλήσει
σε καμιά άλλη γυναίκα για τον αδερφό του. «Και;»
«Έφυγε ένα βάρος από μέσα μου. Είναι η πιο υπέροχη
γυναίκα που γνώρισα ποτέ μου».
«Έτσι νιώθουν όλοι οι ερωτευμένοι».
«Δεν είπα πως είμαι ερωτευμένος», διαμαρτυρήθηκε
νευρικά. «Απλώς ότι είναι υπέροχη».
«Είναι πολλοί που δυσκολεύονται να παραδεχτούν τα
αισθήματά τους γιατί τους τρομάζουν οι δεσμεύσεις.
Έτσι, η λέξη “έρωτας” γίνεται μια κλειδαριά που αν πα-
ραβιαστεί, θα είναι σαν να παραβιάζεται η ανεξαρτησία,
η προσωπικότητα κι η αυτάρκειά τους».
«Δε σου έχω πει να μη διαβάζεις φτηνά περιοδικά;»
«Δικό μου είναι, μόνος μου το σκέφτηκά. Θαρρώ πως
πρέπει ν ’ αρχίσω ν ’ αρθρογραφώ».
«Κοίτα, αν ήμουν ερωτευμένος με την Τες... ή με οποια­
δήποτε άλλη, δε θα είχα κανένα πρόβλημα να το παρα­
δεχτώ».
334 NORA ROBERTS

«Είσαι;»
«Μ’ ενδιαφέρει πολύ».
«Ευφημισμός».
«Είναι κάτι σημαντικό για μένα».
«Υπεκφεύγεις».
«Εντάξει, μ’ έχει ξετρελάνει».
«Καλά πάμε. Αλλη μια προσπάθεια, Πάρις».
Αυτή τη φορά άνοιξε μια χαραμάδα το τζάμι κι άναψε
τσιγάρο. «Εντάξει, είμαι ερωτευμένος μαζί της. Ικανο­
ποιήθηκες;»
«Πάρε ένα χουρμά. Θα δεις πόσο καλύτερα θα νιώσεις».
Βλαστήμησε, μετά τον έπιασαν τα γέλια. Πέταξε το
τσιγάρο και πήρε το χουρμά που του πρόσφερε ο Εντ.
«Είσαι χειρότερος κι από τη μητέρα μου».
«Για κάτι τέτοια χρειάζονται οι γονείς».

Οι ώρες κυλούσαν το ίδιο αργά και για την Τες. Κατά


τις εφτά δείπνησαν κάτι πρόχειρο με τη Λόουενσταϊν
αλλά, παρά τους ισχυρισμούς της ότι δε φοβόταν, η
κοπέλα μόλις που άγγιξε το φαγητό της. Ήταν μια κρύα
μελαγχολική νύχτα. Κανείς λογικός άνθρωπος δε θα
έβγαινε από το σπίτι του. Ωστόσο η αίσθηση πως δεν
μπορούσε να ξεμυτίσει από το κατώφλι της την έκανε να
αισθάνεται σαν φυλακισμένη.
«Παίζεις κανάστα;» ρώτησε η Λόουενσταϊν.
«Συγνώμη... τι είπες;»
«Αν ξέρεις κανάστα». Η Λ όουενσταϊν έριξε μια
ματιά στο ρολόι. Τώρα ο άντρας της θα μπανιάριζε το
μωρό, ο Ρόντρικ θα φρουρούσε την είσοδο, ο Μπεν κι
ο Εντ θα έκαναν έναν έλεγχο στους γύρω δρόμους πριν
επιστρέφουν στο τμήμα κι η μεγάλη κόρη της θα έπλενε
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 335

γκρινιάζοντας τα πιάτα.
«Δεν είμαι ευχάριστη συντροφιά».
«Δε βρίσκομαι εδώ για να με ψυχαγωγήσεις, γιατρέ».
Η Τες έσπρωξε το πιάτο της. «Έχεις παιδιά, έτσι;»
«Τέρατα πες καλύτερα».
«Θα πρέπει να είναι δύσκολο για μια γυναίκα να κάνει
ένα τόσο απαιτητικό επάγγελμα και συγχρόνως να είναι
σύζυγος και μητέρα».
«Πάντα με προκαλούσαν οι δυσκολίες».
«Σε θαυμάζω. Εγώ ανέκαθεν τις απέφευγα. Επιτρέπε­
ται να σου κάνω μια προσωπική ερώτηση;»
«Υπό τον όρο να σου κάνω κι εγώ μία μετά».
«Σωστά». Στήριξε τους αγκώνες της στο τραπέζι. «Ο
άντρας σου δε δυσανασχετεί που κάνεις μια δουλειά όχι
απλώς απαιτητική αλλά κι επικίνδυνη;»
«Φυσικά. Η σχέση μας πέρασε πολλές δοκιμασίες εξαι-
τίας του επαγγέλματος μου», παραδέχτηκε η Λόουεν-
σταϊν. «Πριν δύο χρόνια, αποφασίσαμε να χωρίσουμε
δοκιμαστικά. Ο χωρισμός διάρκεσε τριάντα τεσσερισή-
μισι ώρες. Βλέπεις αγαπιόμαστε τρελά και δεν κάνουμε
ο ένας χωρίς τον άλλο. Αν υπάρχει αγάπη, όλα τ ’ άλλα
διορθώνονται».
«Είσαι τυχερή».
«Το ξέρω. Μολονότι μερικές φορές μου έρχεται να τον
στραγγαλίσω. Σειρά μου να ρωτήσω».
«Ορίστε».
Η Λόουενσταϊν της έριξε ένα διαπεραστικό παρατετα-
μένο βλέμμα. «Πού 'ψωνίζεις τα ρούχα σου;»
Για μια στιγμή η Τες τα έχασε. Ύστερα την έπιασαν τα
γέλια. Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα αισθάνθηκε να
χαλαρώνει.
336 NORA ROBERTS

'Εξω, ο Ρόντρικ κι ένας γιγαντόσωμος μαύρος αστυ­


νομικός με το παρατσούκλι Χοντρός, μοιράζονταν τον
καφέ ενός θερμός. Ξεπαγιασμένος από το κρύο ο
Χοντρός στριφογύριζε συνεχώς στη θέση του και γκρί-
νιαζε ακατάπαυστα.
«Δε φαντάζομαι να εμφανιστεί απόψε. Άδικα των αδί­
κων ταλαιπωρούμεθα. Αν φανεί κανείς, θα είναι ο
Μάλεντορ, που έχει την επόμενη βάρδια».
«Θα έρθει, να είσαι σίγουρος». Ο Ρόντρικ του ξανάβα­
λε καφέ και κοίταξε τα παράθυρα της Τες.
«Πού το ξέρεις;» Του ξέφυγε ένα βαθύ χασμουρητό και
βλαστήμησε τ’ αντισταμινικά, που του έφερναν υπνηλία.
«Γιατί απόψε πρέπει να γίνει ό,τι είναι να γίνει».
«Εσύ, Ρόντρικ, δεν παραπονιέσαι ό,τι σκατοβάρδια κι
αν σου αναθέσουν». Έγειρε στην πόρτα. «Κλείνουν τα
μάτια μου. Παλιοφάρμακα...»
Ο Ρόντρικ κοίταξε πάνω κάτω το δρόμο. Ψυχή. «Πάρ’
τον λίγο. Φυλάω εγώ».
«Να ’σαι καλά», μουρμούρισε μισοκοιμισμένος ο
Χοντρός. «Δέκα λεπτάκια και θα ’μαι εντάξει».

Η Λόουενσταϊν μάθαινε κανάστα την Τες όταν χτύπη­


σε το τηλέφωνο. Οι δυο κοπέλες αναπήδησαν. «Πάρ’ το
εσύ. Αν είναι αυτός, προσπάθησε να τον πείσεις να
συναντηθείτε, κλείσ’ του κάπου ραντεβού».
«Εντάξει». Ο λαιμός της είχε στεγνώσει μα η φωνή της
ήχησε ήρεμη όταν σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός;»
«Γιατρέ, εδώ Ρόντρικ».
«Καλησπέρα, ντετέκτιβ». Το σώμα της χαλάρωσε κι
έγνεψε με το κεφάλι στη Λόουενσταϊν. «Έχουμε τίποτε
νεότερο;»
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 337

«Τον πιάσαμε. Τον έπιασε ο Μπεν δύο στενά πιο κάτω


από το σπίτι σας».
«Ο Μπεν; Είναι καλά;»
«Ναι, μην ανησυχείτε. Τίποτε σοβαρό. Παλέψανε γιατί
πρόβαλε αντίσταση. Μσυ είπε να σας τηλεφωνήσω, να
ησυχάσετε. Τώρα τον πάει ο Εντ στο νοσοκομείο».
«Νοσοκομείο;» Θυμήθηκε τον προηγούμενο τραυματισμό
του, το αίμα, το χειρουργείο. «Σε ποιο; Πρέπει να τρέξω».
«Στο Ίζορτζτάουν, γιατρέ, αλλά δεν είναι τίποτε, μην
ανησυχείτε».
«Να μην ανησυχώ; Έρχομαι αμέσως». Θυμήθηκε την
αστυνομικό, που περίμενε με αγωνία δίπλα της. «Σου
δίνω τη Λόουενσταϊν, να της πεις τις λεπτομέρειες.
Ευχαριστώ που τηλεφώνησες».
«Παρακαλώ».
Η Τες έτεινε το ακουστικό στην ^λ.λη κοπέλα. «Τον
έπιασαν». Κι έφυγε τρέχοντας για την κρεβατοκάμαρα,
να πάρει την τσάντα της και τα κλειδιά. Όταν γύρισε, η
Λόουενσταϊν μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο. Η Τες, με το
παλτό στο χέρι, περίμενε ανυπόμονα.
«Σταθήκαμε τυχεροί», είπε όταν τελείωσε. «Ο Μπεν κι
ο Εντ έκαναν μια περιπολία στη γειτονιά όταν είδαν
έναν ύποπτο να κατευθύνεται προς τα δω. Το παλτό του
ήταν ξεκούμπωτο κι από μέσα φαινόταν το ράσο. Δεν
αντέδρασε όταν τον σταμάτησαν αλλά μόλις βρήκε στην
τσέπη του το πετραχήλι ο Μπεν, άρχισε να παλεύει σαν
αγρίμι φωνάζοντας τ ’ όνομά σου».
«Θεέ μου». Έπρεπε να τον δει, να του μιλήσει. Ο
Μπεν όμως ερχόταν πρώτος.
«Ο Λου λέει πω ς ο Μπεν δεν έχει τίποτε σοβαρό.
Μόνο μερικές γρατσουνιές».
338 N o r a Ro b e r ts

«Δε θα ησυχάσω αν δεν τον δω, να βεβαιωθώ».


«Σε καταλαβαίνω. Θες να σε πάω στο νοσοκομείο;»
«Να μη σε βάλω σε κόπο. Ασφαλώς θα βιάζεσαι να
επιστρέφεις στο τμήμα. Αλλωστε δε χρειάζομαι πλέον
αστυνομική προστασία».
«Τότε να σε συνοδεύσω ως το αυτοκίνητό σου. Πες
στον Μπεν ότι έκανε καλή δουλειά».

Ο Μπεν διέσχιζε το πάρκινγκ του αστυνομικού τμήμα­


τος όταν κατέφτασε ο Λόγκαν, παρκάρισε κι έτρεξε βια­
στικά πίσω του. Τον πρόφτασε στις σκάλες. «Μπεν».
Ή ταν ξεσκούφωτος, χωρίς γάντια και φορούσε ράσο.
«Δόξα τω Θεώ, σε πέτυχα».
«Δεν είναι κατάλληλη νύχτα για τους παπάδες να τρι­
γυρίζουν, Τιμ. Απόψε κυκλοφορούν πολλοί νευρικοί
αστυνομικοί. Κινδυνεύεις να βρεθείς με χειροπέδες».
«Είχα λειτουργία και δεν πρόλαβα ν ’ αλλάξω. Θαρρώ
βρήκα κάτι».
«Πάμε μέσα». Ο Μπεν έσπρωξε την πόρτα. «Θα
πάθεις κρυοπαγήματα χωρίς γάντια».
«Ήμουν πολύ βιαστικός». Κι έτριψε αφηρημένα τα
κοκαλωμένα χέρια του. «Το σκεφτόμουν εδώ και μέρες.
Ή ξερα πω ς είχες ελέγξει το όνομα αιδεσιμότατος
Φράνσις Μουρ αλλά εγώ δεν μπορούσα να βγάλω από
το μυαλό μου τον Φρανκ Μουρ, τον καθηγητή της σχο­
λής».
«Οι έρευνες συνεχίζονται». Ο Μπεν κοίταξε ανυπόμο­
να το ρολόι του.
«Το ξέρω αλλά εγώ τον γνώριζα προσωπικά —ήταν
κάτι μεταξύ φανατικού κι αγίου. Μετά θυμήθηκα ένα
φοιτητή που έφυγε από τη σχολή μετά από ένα γερό
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ ΥΜ Α 339

καβγά με τον Μουρ. Τον θυμήθηκα γιατί τώρα έχει γίνει


διάσημος συγγραφέας. Είναι ο Στίβεν Ματάιας».
«Τον ξέρω», είπε με ανανεωμένο το ενδιαφέρον. «Λες
ο Ματάιας...»
«Όχι, όχι». Εκνευρισμένος από την ανικανότητά του
να εξηγήσει γρήγορα και κατανοητά, ο Λόγκαν πήρε
βαθιά ανάσα. «Δεν τον γνώριζα καν προσωπικά γιατί
εγώ είχα φύγει, δίδασκα ήδη στο πανεπιστήμιο όταν έγι­
νε ο καβγάς. Θυμάμαι όμως τα κουτσομπολιά. Έλεγαν
πως ο Ματάιας ήξερε όλα τα παρασκήνια της ιερατικής
σχολής. Που τα χρησιμοποίησε μάλιστα στα πρώτα
βιβλία του. Όσο το σκεφτόμουν, τόσο με προβλημάτιζε.
Σ ’ ένα μυθιστόρημά του αναφέρει ένα φοιτητή που έπα-
θε νευρικό κλονισμό κι έφυγε από τη σχολή όταν η δίδυ­
μη αδερφή του πέθανε στη διάρκεια παράνομης άμβλω­
σης. Έγινε μεγάλο σκάνδαλο. Αποκαλύφτηκε πως η
μητέρα του νεαρού ήταν σχιζοφρενής, κλεισμένη σε
άσυλο».
«Πάμε να δούμε τον Ματάιας». Ο Μπεν γύρισε τα
πίσω μπρος αλλά ο Λόγκαν τον σταμάτησε.
«Του μίλησα ήδη. Έκανα δυο τρία τηλεφωνήματα και
δε δυσκολεύτηκα να τον βρω. Μένει στο Κονέκτικατ και
θυμάται καλά το περιστατικό. Ο συμφοιτητής του ήταν
εξαιρετικά αφοσιωμένος τόσο στην εκκλησία όσο και
στον Μουρ, που τον είχε πάρει γραμματέα του. Λεγόταν
Λούις Ρόντρικ».
Πάγωσε το αίμα του, σταμάτησε η καρδιά του. «Είσαι
σίγουρος;»
«Ναι. Ο Ματάιας ήταν κατηγορηματικός αλλά κοίταξε
και τις παλιές σημειώσεις του για να το επιβεβαιώσει.
Είναι πρόθυμος να έρθει εδώ, να σας δώσει την περί-
340 NORA ROBERTS

γραφή του. Με τ ’ όνομα και τα χαρακτηριστικά, δε θα


δυσκολευτείτε να τον βρείτε».
«Ξέρω πού είναι».
Ο Μπεν όρμησε στο πλησιέστερο τηλέφωνο.
Ο Αόγκαν άδραξε τον Εντ, πριν τον χάσει κι αυτόν.
«Εσύ τον ξέρεις;»
«Είναι αστυνομικός. Δουλεύει εδώ, στο τμήμα κι αυτή
τη στιγμή είναι επικεφαλής των αντρών που φρουρούν
το σπίτι της Τες».
«Χριστός και Παναγία». Και καθώς άρχιζε η κινητο­
ποίηση του τμήματος, βάλθηκε να μουρμουρίζει μια
προσευχή.
Ένα περιπολικό ξεκίνησε για το σπίτι του Ρόντρικ κι
άλλο ένα για το διαμέρισμα της Τες. Ο Αόγκαν ακολού­
θησε τον Μπεν που κατευθυνόταν στην πόρτα. «Θα έρ­
θω μαζί σας».
«Είναι δουλειά της αστυνομίας».
«Ίσως να καλμάρει αν δει έναν ιερέα».
«Φρόντισε να μη μπερδεύεσαι στα πόδια μας». Καθώς
έβγαιναν, έπεσαν πάνω στη Λόουενσταϊν.
«Πώς βρέθηκες εδώ!» Τρελός από φόβο ο Μπεν την
άδραξε από τα πέτα. «Γιατί δεν είσαι μαζί της; Γιατί την
άφησες μόνη;»
«Μύγα σε τσίμπησε; Αφού τηλεφώνησε ο Αου ότι τον
πιάσατε, ποιος ο λόγος να μείνω μαζί της;»
«Πότε τηλεφώνησε;»
«Πριν είκοσι λεπτά. Είπε όμως πως θα πήγαινες
στο...» Μόλο που της φαινόταν τερατώδες, το ύφος του
Μπεν επιβεβαίωσε τους φόβους της. «Ω Θεέ μου όχι. Ο
Αου...; Μα είναι...» Αστυνομικός. Φίλος. Προσπάθησε
να συγκεντρωθεί. «Τηλεφώνησε πριν είκοσι λεπτά, είπε
ΤΟ ΕΠ Ο Μ Ε Ν Ο Θ Υ Μ Α 341

πως τον συλλάβατε και μπορούσα να επ ιατρέψω στο


τμήμα. Δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή. Ω Μπεν, ούτε που
διανοήθηκα να το τσεκάρω τηλεφωνώντας εδώ. Ώστε...
είναι ο Λου...»
«Πρέπει να τον βρούμε».
Τον άρπαξε από το μπράτσο. «Στο νοσοκομείο Τζορ-
τζτάουν. Της είπε πως τραυματίστηκες».
Ο Μπεν έτρεξε σαν βολίδα στο αυτοκίνητο.

Ο δρόμος είχε κίνηση κι η Τες έκανε είκοσι λεπτά να


φτάσει στο νοσοκομείο. Παρκάρισε, βγήκε βιαστικά κι
έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη της. Ευτυχώς, αυτή τη φορά
δεν ήταν τίποτα σοβαρό, όπως την είχε διαβεβαιώσει ο
Ρόντρικ. Επιστρέφοντας σπίτι θ ’ αγόραζαν ένα μπουκά­
λι σαμπάνια. Λάθος, δύο μπουκάλια. Θα περνούσαν όλο
το Σαββατοκύριακο στο κρεβάτι πίνοντας για να το
γιορτάσουν.
Ήταν τόσο ευχάριστη η ιδέα της που δεν πρόσεξε τη
σιλουέτα που ξέκοψε από τις σκιές και βγήκε στο φως.
«Γιατρέ».
Για μια στιγμή τρόμαξε. Ύστερα τον αναγνώρισε,
γέλασε ανακουφισμένη και πλησίασε. «Ρόντρικ. Δεν
περίμενα να σε βρω...»
Ήταν σαν όνειρο. Το κολάρο φάνταζε χιονόλευκο στο
ηλεκτρικό φως. Για μια στιγμή την παρέλυσε ο πανικός.
Εκεί που πίστεψε πως ξέφυγε τον κίνδυνο, επιβεβαιώθη­
καν οι χειρότεροι φόβοι της. Σκέφτηκε να το βάλει στα
πόδια αλλά θα την πρόφταινε εύκολα. Σκέφτηκε να ουρ­
λιάζει αλλά θα έπνιγε εύκολα τις κραυγές της. Μόνο μια
λύση υπήρχε. Να τον αντιμετωπίσει.
«Ήθελες να μου μιλήσεις». Αν δεν έλεγχε το τρέμουλο
342 NORA ROBERTS

της φωνής της, αν δεν ξεπερνούσε το φόβο της, δε θα


έβγαζε τίποτα. «Κι εγώ θέλω να μιλήσουμε. Να σε βοη­
θήσω».
«Κάποτε πίστεψα πως μπορούσες. Τα μάτια σου είναι
γεμάτα καλοσύνη. Ό ταν διάβασα τις αναφορές σου,
κατάλαβα πως δε με θεωρείς δολοφόνο. Κι ύστερα κα­
τάλαβα πως σ’ έστειλε Εκείνος σ’ εμένα. Είσαι η μόνη
που σ ’ ανέφερε ονομαστικά η Φωνή».
«Μίλησέ μου για τη φωνή, Λου». Ήθελε να πισωπατή-
σει, έστω κι ένα βηματάκι, αλλά ήξερε πως η παραμικρή
της κίνηση θα τον εξωθούσε σ’ ένα βίαιο ξέσπασμα.
«Πότε την πρωτοάκουσες;»
«Από μικρός. Έλεγαν πως είμαι τρελός, σαν τη μητέρα
μου. Φοβήθηκα και προσπάθησα να την αγνοήσω.
Αργότερα κατάλαβα πως ήταν κάλεσμα θεϊκό —ο Θεός
με καλούσε να γίνω ιερέας. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Ο
πάτερ Μουρ έλεγε πως είναι ελάχιστοι οι εκλεκτοί Του.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτοί μπαίνουν σε πειρασμό. Έχουν
κι αυτοί ανθρώπινες αδυναμίες κι όταν αμαρτήσουν,
πρέπει να κάνουν θυσίες για να εξιλεωθούν. Μου δίδαξε
πώς ν ’ αντιστέκομαι στους σαρκικούς πειρασμούς... με
αυτομαστίγωση και νηστεία».
Άλλο ένα κομμάτι του παζλ μπήκε στη θέση του. Ένα
ψυχικά διαταραγμένο αγόρι μπαίνει στην ιερατική σχο­
λή και γίνεται δάσκαλός του ένας ψυχικά διαταραγμέ-
νος άντρας. Θα τη σκότωνε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Το
πάρκινγκ ήταν παντέρημο, η είσοδος των επειγόντων
περιστατικών φάνταζε χιλιόμετρα μακριά. «Σου άρεσε
που θα γινόσουν ιερέας, Λου;»
«Η ιεροσύνη ήταν το παν για μένα. Είχα γεννηθεί γ ι’
αυτό το σκοπό».
ΤΟ ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 343

«Στο τέλος όμως τα παράτησες».


«Όχι». Ανασήκωσε το κεφάλι σαν να οσμιζόταν τον
(χέρα, σαν ν ’ αφουγκραζόταν κάτι που το άκουγε μόνο ο
ίδιος. «Στο σημείο εκείνο της ζωής μου είναι σαν να
υπάρχει ένα κενό. Σαν να μην έζησα αυτό το διάστημα.
Δεν υπάρχει ζωή δίχως πίστη. Δεν υπάρχει ιεροσύνη
δίχως σκοπό».
Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε το άσπρο
πετραχήλι. Τώρα το βλέμμα του ήταν τρελό, πυρετικό.
«Μίλησέ μου για τη Λάουρα».
Είχε κάνει ένα βήμα προς το μέρος της αλλά τ’ όνομα
τον σταμάτησε. «Ήξερες τη Δάουρα;»
«Όχι». Κρατούσε το πετραχήλι με τα δύο χέρια αλλά
έμοιαζε να το έχει ξεχάσει. Μίλα του, άκου τον, κατάλα-
βέ τον, είπε στον εαυτό της πνίγοντας με κόπο μια κραυ­
γή τρόμου. «Πες μου γι’ αυτή».
«Ήταν πανέμορφη. Πανέμορφη κι εύθραυστη. Η μητέ­
ρα μου ανησυχούσε γιατί της άρεσε να κοιτάζεται στον
καθρέφτη, να ντύνεται και να στολίζεται. Της έλεγε ότι
την παρέσυρε ο Σατανάς στην αμαρτία καί ■ιις άνομες
επιθυμίες αλλά η Λάουρα γελούσε κι απαντούσε πως δε
δίνει δεκάρα για τα καζάνια της κόλασης. Η Λάουρα
ήταν γελαστό κορίτσι».
«Θα πρέπει να τη λάτρευες».
«Είμαστε δίδυμα. Η ζωή μας ήταν κοινή πριν καν γεν­
νηθούμε. Έτσι έλεγε η μητέρα μου. Μας είχε ενώσει ο
Θεός. Γι’ αυτό είχα χρέος να προστατεύσω τη Λάουρα
από την αμαρτία, να την κάνω μια καλή χριστιανή.
Απέτυχα».
«Τι έγινε;»
«Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Πάντα όμορφη, πά­
344 NORA ROBERTS

ντα ντελικάτη... μόνο που δε γελούσε πια». Χοντρά


δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του. «Υπέκυψε στον
πειρασμό κι εγώ δεν ήμουν εκεί να την εμποδίσω. Πήγε
κρυφά να κάνει άμβλωση και ο Θεός την τιμώρησε. Γιατί
όμως να την τιμωρήσει τόσο αυστηρά, τόσο άσπλαχνα;»
Η ανάσα του λαχάνιασε. «Ήταν δίκαιη η τιμωρία της.
Πήγε να σκοτώσει μια ζωή κι έχασε τη δική της. Καθώς
ξεψυχούσε στα χέρια μου, με ικέτευε να μην την αφήσω
να πεθάνει βουτηγμένη στην αμαρτία, να τη σώσω από
την κόλαση. Όμως δεν ήμουν ακόμα παπάς και δεν μπο­
ρούσα να της δώσω άφεση. Αργότερα απέκτησα τη δυνα­
τότητα... μετά από σκοτεινά χρόνια οδύνης και δοκιμα­
σίας. Θα σου δείξω πώς».
Πλησίασε και στάθηκε μπροστά της. Καθώς τύλιγε στο
λαιμό της το πετραχήλι, η Τες κατόρθωσε με υπεράν­
θρωπη προσπάθεια να ελέγξει τον πανικό της και να του
μιλήσει ήρεμα, χωρίς να φέρει αντίσταση. «Λου, είσαι
αστυνομικός. Καθήκον σου είναι να προστατεύεις τους
ανθρώπους».
Άρχισε να τρέμει. Ή ταν αστυνομικός. Είχε ρίξει
υπνωτικό στον καφέ του Χοντρού. Δεν ήταν σωστό να
βλάπτει τους ανθρώπους. Έπρεπε να τους προστατεύει.
Ο ποιμένας προστατεύει το ποίμνιό του. «Δεν προστά­
τεψα τη Λάουρα».
«Κάνεις λάθος. Ήταν μια τραγική απώλεια που δεν
μπορούσες να την εμποδίσεις. Γι’ αυτό έγινες αστυνομι­
κός. Για να προστατεύεις τους άλλους αφού δεν μπόρε­
σες να προστατέψεις εκείνη. Σαν μνημόσυνο στην ψυχή
της».
«Όταν πέθανε, έχασαν όλα τη σημασία τους. Ίσως
στην αστυνομία βρήκα αυτό που έψαχνα στην ιερατική
Τ ο ΕΠΟΜ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 345

σχολή —την αίσθηση πως είχα έναν προορισμό: Την επι­


βολή τ ο όανθρώπινου νόμου, αφού δεν μπορούσα να
επιβάλω τον θεϊκό».
«Ναι, ορκίστηκες να υπηρετείς το νόμο».
«Μετά από χρόνια ξανάκουσα τη Φωνή... τόσο ζωντα­
νή, τόσο αληθινή».
«Για σένα ήταν αληθινή».
«Δεν την ακούω πάντα μέσα στο μυαλό μου. Αλλες
φορές μοιάζει με ψίθυρο από το διπλανό δωμάτιο,
άλλ^ς πάλι αντιλαλεί από ψηλά. Μου είπε πώς να σώσω
τη Λάουρα και τον εαυτό μου. Βλέπεις, είμαστε δίδυμοι,
δεμένοι ακατάλυτα».
Η Τες έπιασε τα κλειδιά στην τσέπη της. Αν έσφιγγε
στο λαιμό της το πετραχήλι, θα τον χτυπούσε με τα κλει­
διά στα μάτια. Για να σώσει τη ζωή της.
«Θα σου δώσω άφεση αμαρτιών», μουρμούρισε, «και
θ ’ ανέβεις στον ουρανό, κοντά στο Θεό».
«Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής είναι αμάρτημα».
Δίστασε. «Είναι ιερή θυσία».
«Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής είναι αμάρτημα», επανέ­
λαβε. «Με το φόνο παραβιάζεται κάθε θεϊκός και ανθρώ­
πινος νόμος. Το ξέρεις καλά ως αστυνομικός και
ιερωμένος». Όταν ακούστηκε η σειρήνα, η πρώτη της σκέ­
ψη ήταν πως ερχόταν κάποιο ασθενοφόρο. Κράτησε τα
μάτια καρφωμένα στα δικά του. «Μπορώ να σε βοηθήσω».
«Βοήθησέ με». Ήταν ένας παρακλητικός ψίθυρος, μια
ικεσία.
«Ναι». Μόλο που έτρεμε, πήρε το χέρι του στο δικό
της. Τα δάχτυλά της άγγιξαν το μεταξωτό πετραχήλι.
Πίσω τους άνοιξαν οι πόρτες ενός αυτοκινήτου αλλά
εκείνοι έμειναν ασάλευτοι.
346 NORA ROBERTS

«Τράβα τα χέρια σου από πάνω της, Ρόντρικ. Τράβα


τα και κάνε πέρα».
Κρατώντας πάντα το χέρι του Ρόντρικ, η Τες στράφη­
κε κι είδε τον Μπεν σε απόσταση τριών μέτρων, με τα
πόδια ανοιχτά και το περίστροφο προτεταμένο. Δίπλα
του βρισκόταν ο Εντ, στην ίδια στάση. Η σειρήνα ηχού­
σε εκκωφαντικά κι ο φάρος του περιπολικού αναβόσβη­
νε, καθώς κατέφταναν στο πάρκινγκ κι άλλα αυτοκίνητα
της αστυνομίας.
«Είμαι καλά, Μπεν».
«Φύγε από μπροστά». Αν ήταν σίγουρος πω ς δεν
οπλοφορούσε, θα του ριχνόταν να την ελευθερώσει. Ό ­
μως εκείνη έβαλε το σώμα της μπροστά του σαν ασπίδα.
«Τελείωσαν όλα, Μπεν».
Έγνεψε στον Εντ, που προχώρησε μπροστά. «Πρέπει
να σε ψάξω, Λου. Να σου βάλω χειροπέδες και να σε
πάρω στο τμήμα».
«Ναι». Άπλωσε πειθήνια τα χέρια. «Έτσι λέει ο νόμος.
Γιατρέ;»
«Κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει, Λου».
«Έχεις δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός», άρχισε ο
Εντ καθώς του έπαιρνε το αστυνομικό σήμα.
«Εντάξει, τα ξέρω». Όταν του πέρασε ο Εντ τις χειρο­
πέδες, ο Ρόντρικ στράφηκε στον Λόγκαν.
«Πάτερ, ήρθες ν ’ ακούσεις την εξομολόγησή μου;»
«Ναι. Θέλεις να έρθω μαζί σου;» Καθώς μιλούσε, ο
Λόγκαν έπιασε την Τες από το μπράτσο και την έσφι­
ξε.
«Ναι. Είμαι τόσο κουρασμένος».
«Σε λίγο θ’ αναπαυτείς».
«Ευλόγησέ με, πάτερ, γιατί αμάρτησα». Προχώρησε
ΤΟ ΕΠΟ Μ ΕΝΟ Θ Υ Μ Α 347

στο περιπολικό με το κεφάλι σκυφτό, πλαισιωμένος από


τον Λόγκαν και τον Εντ.
Ο Μπεν έβαλε το όπλο στη θήκη και πλησίασε την Τες
με τρεις ανοιχτές δρασκελιές.
«Είμαι καλά, είμαι καλά», επαναλάμβανε ξανά και
ξανά καθώς την έσφιγγε μ ’ όλη του τη δύναμη στην
αγκαλιά του. «Δεν επρόκειτο να με βλάψει. Δεν μπορού­
σε, του ήταν αδύνατο».
Ο Μπεν τράβηξε το πετραχήλι από το λαιμό της και το
πέταξε με μίσος στο χιόνι. Μετά ψηλάφισε το λαιμό της
να βεβαιωθεί πως ήταν ανέγγιχτος. «Παραλίγο να σε
χάσω».
«Όχι». Σφίχτηκε πάνω του. «Το ήξερε από την αρχή
πως μπορούσα να τον σταματήσω». Τα μάτια της πλημ­
μύρισαν δάκρυα ανακούφισης.
«Στάθηκες ανάμεσά μας για να τον προστατεύσεις».
«Προστάτευσα έναν ασθενή».
«Δεν είναι ασθενής σου».
Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και τον κοίταξε απο­
φασιστικά. «Είναι. Αύριο κιόλας αρχίζω τη θεραπεία».
Την άδραξε από τα πέτα αλλά μόλις τον χάιδεψε στο
μάγουλο, έγειρε το κεφάλι κι ακούμπησε το μέτωπο στο
δικό της. «Τρέμω σύγκορμος».
«Κι εγώ».
«Πάμε σπίτι».
«Ναι».
Βάδισαν αγκαλιασμένοι στο αυτοκίνητο κι όταν μπή­
καν, την έσφιξε πάνω του άλλη μια φορά.
«Ήταν αστυνομικός».
«Ήταν άρρωστος».
«Ήξερε εκ των προτέρων όλες τις κινήσεις μας».
348 N o r a Ro b e r ts

«Υπέφερε». Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, ευγνω­


μονώντας το Θεό που ήταν ζωντανή. «Ξέρω ότι μπορώ
να τον βοηθήσω».
Έμεινε αμίλητος για λίγο. Προσπαθούσε να το πάρει
απόφαση πως έπρεπε να συμβιώσει με την ανάγκη της
να βοηθά τους συνανθρώπους της.
«Γιατρέ;»
«Ναι;»
«Θυμάσαι που λέγαμε ότι θα πάμε διακοπές μόλις
τελειώσει αυτή η ιστορία;»
«Ναι», αναστέναξε ενώ έβλεπε με τη φαντασία της ένα
εξωτικό νησί με φοινικόδεντρα κι ανθισμένες λεμονιές.
«Ω, ναι. Πες μου πότε να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου».
Γέλασε αλλά έπαιζε νευρικά στο χέρι τα κλειδιά του.
«Λέω να πάμε στη Φλόριντα. Θέλω να γνωρίσεις τη
μητέρα μου».
Η Τες σήκωσε αργά το πρόσωπο προς το δικό του. Δεν
ήθελε να κάνει βιασμένες κινήσεις, να προχωρήσει με
άλματα εκεί όπου χρειαζόταν μόνο ένα μικρό βήμα.
Όμως εκείνος της χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο που τα έλε­
γε όλα.
«Θα χαρώ πολύ να γνωρίσω τη μητέρα σου».

ΤΕΛΟΣ
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟΘΥΜΑ
NORA ROBERTS

γοητευτική yuxiaipoq Τες κουρτ κι ο

Η αρρενωπός αστυνομικός Μπεν Χάρις


νιώθουν έναν αμοιβαίο κεραυνοβόλο
έρωτα, όταν η μοίρα τους σμίγει οτη
διαλεύκανση μιας υπόθεσης...
Ο καθένας από τη σκοπιά του, προσπαθεί να
σταματήσει έναν μυχοπαθή δολοφόνο που
έχει στόχο ξανθές και λυγερές κοπέλες.
Ξανθή και λυγερή είναι όμως και η Τες, κι ο
δολοφόνος θέλει, οπωσδήποτε, να «σώσει»
την μυχή της...
Αρχίζει έτσι ένας αγώνας δρόμου με χίλιους
κινδύνους για τους δυο ερωτευμένους, που
ξέρουν καλά ποιο θα είναι το επόμενο θύμα...

«Η μαεστρία της Νόρα Ρόμπερτς είναι


ότι συνδυάζει περίτεχνα το αίσθημα με
την περιπέτεια».
C o s m o p o lita n

Ε Κ Δ Ο Τ Η Σ : Φ Υ Τ Ρ Α Κ Η Ι / Ο Τ Υ Π Ο Ι ΑΕ Δρχ. 700 053


ΓΡΑΒΙΑΣ 3 -5 , 1 0 6 78 Α Θ Η Ν Α Συμπεριλαμβάνεται ΦΠΑ

Anda mungkin juga menyukai